• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κείμενο 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κείμενο
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κείμενο
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κείμενο

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 5000-5019 από 6798

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Προς τον Ξερόκαμπο είναι η εκκλησία η Πανγία το Παλιόκαστρο. Έλεγαν οι παλαιές πως εκεί εμάζευαν πολλοί χοχλιούς κ’ εύρισκαν πολύ βίο (=θησαυρό). Δύο τρείς ευρήκα πολύ βιό και εθησαύρισαν. Το είπανε όμως και τως τα πήραν οι Τούρκοι. 

    Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
  • Προς τούτοις οι ενταύθας αμαθείς κ μη εις συγκοινωνίαν ελθόντες μετά ξένων, πιστεύουσιν ότι ευτύς των κριάκων, πηγών, ποταμιών κ εν γένει ενύδραν μερών κατοικούσιν, εναέρια όντα Ανεραΐδες καλούμενα, λαβούσαι την κλήσιν εκ του νερού βεβαίως νυκτός αυταί εξερχόμεναι περιέρχονται τας οικίας των κατοίκων, ουδείς δε τολμά να συγχίση ταύτας δια των φωνών αυτού, διότι αμέσως άφωνος καθίσταται, τα ύδατα αυτών... 

    Μακρής, Παναγιώτης Γ. (1888)
  • Προς τούτος παραδέχονται τας Δρυάδας ‘ς Αχαδρυάδας των αρχαίων, λύγοντες ότι παν δένδρον παλαιόν επί στοιχειωμένον ο πλοτόμος μεγάλως αποφεύγει ν’αποκόπτη αυτά, διότι επανειλείται υπό μεγάλης συμφοραί, ουχί μόνον δεν κοιμόνατι υπό τε τοιαύτα δένδρα, αλλ’ ούτε να διαμείνωσιν επί πολύ δύνανται, διότι κι εις αυτά εμφωλεύουσα δύναμη συγχιζομένη παινεύει τους τυλμωνίας τούτους δια διαφόρων ασθενειών, ο... 

    Μακρής, Παναγιώτης Γ. (1888)
  • Προς τούτους υποτεύουσιν εις Αράπηδες εν ερειπίσης ς’ εν ερήμοσι συνήθης σικίαις σικουνίας,κατόχους πολλών θησαυρών. Ούτοι εμφανιζόμενοι καθ’ ύπνον,υποδεικνύουσιν εις τους υπ’αυτώνεδυουμένους,τα μέρη ένθα διαφυλάττονται θησαυροί, αν νε’ούτοι περιφρονήσωσι την εν ονείρω αγγελίαν,επιλαίνονται αυτούς επάλεν απελούντες μεγάλες ει και νύν εαρακκούσσουσι κι δοξασία αύτη έμενεν εκ των Ελλήνων,σίκινεςεπίστευον,ότι... 

    Μακρής, Παναγιώτης Γ. (1888)
  • Προσεκάλεσέ ποτε η μνία τον γαίδαρον εις τον γάμον της δια να κουβαλή νερόν, εκείνος δε της είπεν ότι δεν είναι μισταρκός της (υπηρέτης). Η δε μνία του είπε καλά θα μπόπω (εισέλθω)απο τα ρουθούνια σου και θα βγώ απο τον κώλο σου. Έκτοτε ο γάιδαρος φοβούμενος την απειλήν της μνίας μόλις εννοήσει ότι τον πλησιάζει σκύπτει τους ρώθωνας προς την γήν δια να αποφύγη. 

    Δεξιάδης, Ηρακλής (1923)
  • «Προυτού να χτ’στη η Πινταϊού, ήτανι παρακάτ άλλου χουργιό, του Παλιουχώρ π λένι. Σι κειν του Παλιουχώρ φαν’κι ένα θηρίου, νι’ αρρώστγια δηλαδή σα θηρίου. Κι αυτό του θηρίου έτρουϊτς ανθρώπς κι πέθιναν. Πέθαναν ούλους ου κόσμους κι’ ανέμκι(2) μουναχά νια χήρα μι πέντι πιδγιά. Αυτήν η χήρα μι τα πέντι πιδγιά τ΄ς κατοίκιψι ‘’ς του σημιρνό του χουργιό, κι γι’ αυτό ουνουμάσκι Πινταγιού δηλαδή χουργιό... 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος (1914)
  • Πρώτα εζούσαν οι αθρώποι εκατό πενήντα χρόνια κ’ ήταν και μεγαλόσωμοι και δυνατοί. 

    Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1960)
  • Τελευτή

    Πρώτα είνοντο πολλοί [νεκροί] καλαμπάουροι, απο τότε όμως που βάλομε την πεντάρφα 'έν φκαίνουν. Ο καλαμπάουρας (βρυκόλακας)είναι μαύρο φάντασμα πόχει μουλάρι και 'υρίζει.
    

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Πρώτα ηπα(γ)αίννα που τομ Βαθύ κι ηφέρναν χώμα του γιαλού και μικρά άσπρα χαλικάκια που σιονίζαν (χιονίζαν)κι ηστρώνναν πο κάτω τον τάφο τους για να σονίζει, γιατί οι αμαρτωλοί κάθουνται ως την Δευτέρα Παρουσία στον τάφο και πο πάνω ηβάλλαν τα σεντούκια τους που τημ μέσην και πάνω, ηβάζαν μόνο το καππάκι. Τα παιgιά η βάζαν τα μετά (δ)ιψέλια.( Βαθύς-τοπωνύμιον, διψέλια= Πήλινη κυψέλη μακρουλή.) 

    Ζερβός, Ιωάννης (1958)
  • Πρώτα ηπή(γ)αίνναν ξ'ι ηχορέβγαν στα Τσούκκουα ηχορούσαν καβάgια στητά, κατάχρουσα πό χαρέ (χαρέδες), πό πόξω ηχορούσαν ρασί, και το βά(δ)ι (γ)ύρου – ύρου ήτο με σιζέφσια σαν κορδέλλες, και ζωσμένες με κολάνια στην άκηρ'ζια (άκρη). Σαν τέλειωνε η Παναγία, η χαριτωμένη, που χτίζετο τοτεσε(δ)ά στα Τσίκκουα κ' ι ήλειψεν μια κολώνα μιαν ημέρα πρίχου να καλοστηθή ο χορός ηδύ(γ)αν τέσσ'ερεις (παραμονιασμένες... 

    Ζερβός, Ιωάννης (1958)
  • Πρώτα και αρτιήν εις το νησίν αυτό «εκατοικήσαν πρωτοκλέφτες», διότι δήθεν το έδαφος δεν παρείχε θέλγητρα εις άλλους αποίκους και διότι εις τοιαύτων ξηράν και πετρώδη νήσον μόνον λησταί εδύναντο να κατοικήσωσιν 

    Χαβιαράς, Δημοσθένης (1893)
  • Πρώτα οι Τετράες κ’ι η Παρατσεβζή κ’ι η (Δ)εφτέρα η(γ)ένουνταν (γ)υναίκες. Μια παπαgιά ήκαμνε παράνυχτα τουνούκλα, Τετράη – βρά(δ)υ, κ’ι ήρτεν που το πανωπόρτι μια (γ)υναίκα κ’ι είπεν της: λίμενε (περίμενε) α (να) πα φέρω τηδ δουλειά μου (ν)α νυχτερέβγομεν αντάμα, ύστερις ημάλλωσέν της ο παπάς πρύξερεν το κακό κ’ι ήπφεσε (πλάγιασεν) κ’ αι κ’ειά έρσεται και βροντοχτυπά τημ πόρτα. Ήταν η Τετράη (Τετάρτη),... 

    Ζερβός, Ιωάννης (1958)
  • Πρώτα υπήρχαν ανεράϊδες. Πάντα θελανάχνε φωτιά απ΄όξω. Έναν κεχαγιά τον κυνηγούσαν ανεράϊδες κι είχε το μουλάρ’ φορτωμένο δυο σακκιά – Σαν κατάλαβε τις ανεράϊδες έπεσε κι αυτός κατασάμαρα, και κείνες σαν τον φτάσαν, λέγαν: - Να και τόνα το σακκί να και τ΄άλλο το σακκί να και το πανωγόμ’ πούναι κείνος που το παρλά το γω; Σαν έφτασε στο σπίτι, φωνάζει: - Γυναίκα, δαυλό βγάνε έξω. Και ξορκίστηκαν τα... 

    Μέγας, Γ. Α. (1938)
  • Πρώτα φανερώνταν. Έχω να τ’ ακούσω. Δυό γειτόν’σες φωναχτήκαν να ζυμώσαν σύνταχα. Και πάει ξωτκιά και των φωνάζ’. «Ζήκου να ζμώσμε». Σκώνεται, ζμών, σα g ήταν γειτόνισσα τς. Πάει η ξωτκιά και παίρν’ την πινακωτή και τη gρεμνάει με τα ψωμιά. Κι ύστερα bήκε μέσα. Κι η ξωτκιά τς είπε: Πρόφτασες και σφάλ’σες. Κει που πήγαν τα ψωμιά θα πήγαινις κι εσύ. [Παραδόσεις Η] 

    Μέγας, Γ. Α. (1938)
  • Πύρινος ποταμός=παρά τω λαώ υπάρχει η ιδέα ότι εν τω Άδη υπάρχει ποταμός ρέων αντί ύδατος πύρ. Ήκουσα δε μάλιστα να λέγωσι ποτε εν τω χωρίω μου ότι εν Χαναάν υπάρχει οπή της γής εν ής βλέποντες οι προσκυνηταί δαικρίνουσι μακρόθεν εκ τα έγκατα της γής το άστρον αμυδρώς τον πύρινον ποταμόν. Και οι αρχαίοι επίστευον ότι υπάρχει τοιούτος τις ποταμός εν Άδη ο πυριφλέχθων. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι εν τω... 

    Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν. (1890)
  • Πυργιόβολος (ο)= διάβολος, πειρασμός (Σύμη). Εν Λειβησίω ζαπηταχτός. Εν όφει γαθημάς (ίσως εκ του αναθεματισμένος.) 

    Εαρινός, Γεώργιος (1895)
  • Τόσκεσι

    Πυργιώτικη τοποθεσία πάνω σε σπανό βουνό. Εδώ στα παλιά χρόνια ληστές σκοτώσανε ένα καμπίσιο ληστή απ'το χωριό Τόσκεσι. Λένε πως απο καιρό σε καιρό, ακούγονται στο βουνό μακρόσυρτοι αναστεναγμοί του Τοσκεσίτη ληστή.
    

    Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
  • Πυροπόταμος, ο (πρβλ. Διόσκουρος, διόσπυρος)ο εντώ Άδη πυριφλεγέθων ποταμός <Και είπεν η Παναγία απέλθωμεν εις τας μεσημβρίας, όπου ο πύρινος ποταμός εξέρχεται(Αποκαλ. Μαρίας Ίδε Επετηρ. Του εν Παρ. Προς διαδ. Των Ελλήν. Γραμμ. Συλλ. ετ. 5 σελ 111) 

    Βαλαβάνης, Ι. (1874)
  • Η Λερή φουστανέλα

    Πως γινότανε η λερή. Η λερή φουστανέλα, που τόσο την τραγούδισαν οι ποιητές και που κατά τα χρόνια της πολύχρονης σκλαβιάς υπήρξε ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων, έχει και αυτή τη μικρή της ιστορία. Κατά την εποχή της τουρκοκρατίας τη φορούσαν οι κλέφτες και μετά όλοι οι λεβεντονιοί και τα παλληκάρια για αρκετά χρόνια μετά την απελευθέρωσι του 21. Τη φορούσαν κυρίως τα παιδιά τα ασχολούμενα με την...
    

    Χαλαζάς, Γ. Α. (1963)
  • Η Μονή της Καλόπετρας

    “... πως και διατί ο Υψηλάντης κατέφυγεν εις Ρόδον και έκτισε την μονήν της καλόπετρας”... Η παράδοσις φέρεται υπό δύο εκδοχάς. Η μεν πρώτη λέγει οτι ενώ η κόρη του Υψηλάντου υπό βαρειάς ασθενείας κατατρυχομένη, ήτο ετοιμοθάνατος, η δε επιστήμη είχε παραιτηθή πάσης βοηθείας, ο Υψηλάντης, καθήμενος πλησίον της κλίνης της πασχούσης θυγατρός του εκοιμήθη και βλέπει όνειρον οτι γυνή τις δίδη φαρμακόν...
    

    Λαγκάνης, Ευστάθιος (1929)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.