Πρώτα οι Τετράες κ’ι η Παρατσεβζή κ’ι η (Δ)εφτέρα η(γ)ένουνταν (γ)υναίκες. Μια παπαgιά ήκαμνε παράνυχτα τουνούκλα, Τετράη – βρά(δ)υ, κ’ι ήρτεν που το πανωπόρτι μια (γ)υναίκα κ’ι είπεν της: λίμενε (περίμενε) α (να) πα φέρω τηδ δουλειά μου (ν)α νυχτερέβγομεν αντάμα, ύστερις ημάλλωσέν της ο παπάς πρύξερεν το κακό κ’ι ήπφεσε (πλάγιασεν) κ’ αι κ’ειά έρσεται και βροντοχτυπά τημ πόρτα. Ήταν η Τετράη (Τετάρτη), που ήπηεν γκ’ ηφερέν της σύνωρον νεκρό κι ήθελε να της τον ρήξει μπρος της να τον χωρεί (θωρεί) ούλη την νύχτα. Και σαν ήτον κλειστά η πόρτα, ηδάγκα τα δαχτύλια της κ’ι’ ηλεέν της: ά! μαρή, κ’ι ας τόξερα, να μην αρζήσω (αργήσω).
Τόπος Καταγραφής
ΚάλυμνοςΧρόνος καταγραφής
1958Πηγή
Γιάννης Ζερβός, Ιστορικά παραμυθολογήματα, προλήψεις, στοιχεία, κακά πνεύματα, παραδόσεις, Δωδεκανησιακό αρχείο 3, Κάλυμνος, 1958, σελ. 253Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Δωδεκανησιακό Αρχείο, 3, ΠεριοδικόΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT