• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κείμενο 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κείμενο
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κείμενο
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κείμενο

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 2719-2738 από 6798

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Λάκκα, γιατί έχει λακκιά (ρεματιά 2-3 χιλ). Ίσως έχει σχέση και από τη Λάκκα του Σουλίου, που ήρθαν φεύγοντας τον Αλή πασά. Ήρθε κι ο Δεσπότης Χρύσανθος (Σουλίου), που έσπασε κάποιον κλοιό και του έκοψαν με γιαταγάνι το χέρι κι έμεινε εδώ και έχουν και τα άμφιά του στην Παπαντή κι είναι θαμμένος στην Υπαπαντή. (Υπήρχε πλάκα τάφου). Υπάρχει γυάλινη βιτρίνα με τα άμφια (βλ. σελ. 295) [Σε βιτρίνα=Άμφια... 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1957)
  • Λάμια (η πολύ όμορφη γυναίκα) 

    Μούντανος, Ιωάννης Ν. (1915)
  • Λάμια (η)= στρίγγλα, κατατρώγουσα παν ό,τι εύρη, μτφρ. ακόρεστος γυνή. 

    Δένδιας, Μιχαήλ, Α. (1917)
  • Λάμια Η μυθολογική δρακούτισσα προς εκφοβιτρόν των παίδων 

    Κυριακού, Ιωάννης Ν.
  • Λάμια λέγεται επί γυναικών απλήστων εν φαγητοίς ή ηδοναίς. 

    Δένδιας, Μιχαήλ (1915)
  • λάμια, η= μυθικόν τέρας, δράκον, μεθ’ ου συνδέεται όλη η ανόητος φλυαρία γραϊδίων διηγουμένων παραμύθια εις τα παιδάκια ακροώμενα περίτρομα. 

    Ρέκας, Β. Δ.
  • Λάμια= «Τέρας μυθώδες ανθρωποφάγον». 

    Αγακίδης, Ι. (1895)
  • Λάμια

    Λάμια= θηρίον τερατώδες θεωρούμενον ως λίαν αδηφάγον. Νομίζεται παρά του λαού ότι εν καιρώ πολυομβρίας πίπτει ουρανόθεν εις τας πεδιάδας και κατατρώγει παν το προστυχόν και ακολούθως ανίπταταν εις τα βρέφη. (Από παραμύθι).
    

    Κωνσταντινίδης, Γεώργιος (1894)
  • Λάμια= Μυθικόν τέρας, απλήστως το παν κατατρώγου – είτα επ’ ανθρώπων και δη γυναικών απλήστων εν φαγητοίς ή ηδοναίς. 

    Δένδιας, Μιχαήλ (1915)
  • Λάμια= τέρας: Μη πηγαίνης, να μη σε φάη η λάμνια. Νεράϊδα= η αρχ. Νηρηίς πχ. Μη πας σ’ εκείνη τη βρύσι, γιατί βγαίν’ η Νεράϊδα – Εγ’ είδα πολλές φορές τες Νεράϊδες που ίπλυναν τα ποκάμισά των. Ξαφνίζεται= συληνιάζεται. 

    Ζήκος, Αστέριος (1892)
  • Λάμια= φάσμα γυναικόμορφον, μυθολογικόν τέρας πολλά και τεράστια επιτελούν. (Επίσης Λάμια καλείται ποτάμιος ή θαλάσσιος ιχθύς αδηφάγος, ο καρχαρίας) Μτφ. Πάς λαίμαργος και αδηφάγος. 

    Άγνωστος συλλογέας (1908)
  • Λάμιες. Πιστεύει ο κόσμος πως υπάρχουν Λάμιες. Μια… Άλλη πάλι λάμια εφύλαττε μίαν Βρύσιν εις το Κρυονέριον. Αυτή η βρύσις έδωσε το όνομά της εις το Κρυονέριον. 

    Μπέλλος, Αναστάσιος Ζήση (1962)
  • Λάμνια αντί Λάμια= είδος πτερωτού δράκοντος ως ζωγραφίζεται εν τη εικόνι του Αγίου Γεωργίου καταβάλλοντος δια της λόγχης αυτήν. Τέρας. 

    Αποστολίδης, Μύρτιλος Κ. (1922)
  • Λάμνια= Ούτω καλούσι το ζώον ο εζωγραφημένον εν τη εικόνι του αγίου Γεωργίου θεωρείται ως λίαν αδηφάγον και επιβλαβές. Μετφ. Πάντα λαίμαργον και πολυφάγον.» 

    Κουρτίδης, Κωνσταντίνος Γ.; Κωνσταντινίδης, Γ. (1891)
  • Λάμνια= Ούτω καλούσι το ζώον, όπερ είναι εζωγραφημένον εν τη εικόνι του μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Θεωρείται ως λίαν αδηφάγον ή επιβλαβές. Μεταφορικές ονομάζεται πας λαίμαργος και πολυφάγος. 

    Κουρτίδης, Κωνσταντίνος Γ. (1889)
  • Λάσυρα τη Ατ(τ)άλειας 

    Χαβιαράς, Δημοσθένης (1919)
  • Λάφτει σαν τον βρυκόλακα. Ο βρυκόλακας τη γενια του κυνηγάει. 

    Νεστορίδης, Κ. (1921)
  • Λαβάνω λαμβάνω, προσβάλλομαι απο στοιχειό και επομένως παραλύομαι. 

    Λάσκαρης, Ν. (1924)
  • Λαβάνω= προσβάλλομαι επί στοιχειό, πονηρόν πνεύμα. Εις τον τόπον όπεν ίλαβον ο ασθενής, χύνην γλύκισμο τι δια να εξευμενήσουν αυτό! 

    Σαμίδης (1905)
  • Λαβαίνω= προσβάλλομαι υπό ακαθάρτων πνευμάτων”. 

    Μανασσείδης, Συμεών Α. (1880)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.