• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κείμενο 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κείμενο
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κείμενο
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κείμενο

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 2277-2296 από 6798

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • “Ίδα ιά σκότουσαν νια βουλά έναν ανθρουπου κι μπούρζι του αίμα τ' τ' νύχτα”. [μπουρίζω= κυρίως μυηώμαι επί βοός, μπουρίζει και το αίμα του φονεμένου. 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος (1922)
  • Ίσκιος ο, ασθένεια ασθένεια επιδημική των αιγών. 

    Σαμίδης (1912)
  • Ίσκιος, καλός ή κακός του σπιτιού ο κακός μάλιστα λέγουσι πατεί τον άνθρωπον κοιμώμενον και αφήνει μελανά σημεία εις τας κνήμας. 

    Σαμίδης (1912)
  • Ίσκιωμα(του), φάντασμα, βρυκόλαξ 

    Παπαγεωργίου, Σωτηρ. Π. (1924)
  • Ίσκιωμα= πονηρόν όνομα ισκιώνομαι= πάσχω εξ επηρείας πονηρών ονομάτων – ισκιωμένος παθών από ίσκιωμα – Ίσκιωμα= ΄ς το μέρος ένθα συχνάζουν ισκιώματα. 

    Παπαγεωργίου, Ιωάννης (1913)
  • Ίσκιωμα= σαν διάβολος φρ. “'ίσκιωμα είνε”. 

    Μίνσκης, Ν.
  • ίσχιουμα (το), φάντασμα 

    Αποστολίδης, Δ. (1912)
  • Το καντήλι της Σάμου

    Ίσως δεν είνε γνωστός ούτε εις τον πολύν Ναυτικόν κόσμον ο θρύλλος περί του «Καντηλιού της Σάμου» δια τον οποίον έγραψα άλλοτε σχετικώς εις την «Ναυτικήν Ελλάδα». Το «Καντήλι της Σάμου» ενώ δείχνει το φως του εις τους ναυτιλομένους , δεν είνε μολαταύτα ούτε φάρος, ούτε φανός από τους ανεγνωρισμένους εις τους θαλασσογραφικούς χάρτας. Και το φώς εκείνο δεν φαίνεται παρά από ωρισμένα σημεία του θαλασσίου...
    

    Κουτηφάρης, Ι. Δ. (1937)
  • Νεράϊδες

    Ιγώ πόχου τώρα τόσα χρόνια τσουπάνς, δεν είδα τίπουτα μι τα μάτιαμ, αλλά μ λένι ότ τνύχτα βγαίννι αφαντάσματα κι νιράϊδις. Ου πατέρας μ μου είπε ότ είδι αυτός νιράϊδες κ είχανι κι όργανα, βιουλιά, νταούλια, φλουέρις κι άλλα. Μαναχά είδα μι τα μάτια μ εκεί που πατούν οι νιράϊδις βγαίννι μαντάρτα κι δε βγαίν πουτέ χουρτάρ.
    

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Νεράϊδες

    Ιδε αι Νεραΐδες (ανεραΐδες) υπάγονται εις τα Στοιχειά, ή μάλλον συγχέονται προς αυτά: δια τούτο πει η φράση νεραϊδοπαρμένος ήτοι τον νοώ τρελλός ον επήραν αι Νεράΐδες. Ως αλλαχού ούτω, ή εν Μάνη αι Νεράΐδες θεωρούνται ως όντα φανταστά το κάλλος αυτών υπερβαίνει το των ανθρώπων: είναι πεντάμορφες. Όθεν όταν πρόκειται περί πράων νεανίδων κ γυναικών λέγεται: «στην ανεραΐδα φαίνεται», έχει μάτια νεράϊδος....
    

    Νεστορίδης, Κ.
  • Ουρανός – Άστρα – Γή

    Ιδού η φρόνουσιν ή μάλλον κ' μυθόλογούσιν εν Ηπείρω (Πλησιβίτση) περί του Γαλαξίου : Ο νουνός μια φορά μάλωσε με τον αναδεχτό του. Και ο αναδεχτός, δια να κάμη κακό στο νουνό του, πηγαίνει και τον κλέφτει ένα βράδυ όλο το άχερο, που είχε στο αλώνι του. Αλλά ο Θεός που τον έστερξε αυτό και το άχερο φεύγει από τα σακκιά και σηκώνεται στον ουρανό για να γλέπη ο αναδεχτός και εντρέπεται και να καίηται...
    

    Βενέτος, Νικόλαος Σ.
  • Τουρλίς, Τρυγών, Μπούφος

    Ιδού τι μοί διηγήθη περί των τριών τούτων πτηνών αγαθός τις χωρικός ενώ ώδενον επί του ζώου του από Αθήνας ως Μαραθώνα και ηκούοντο εντός των δασών αι φωναί των : Τα πτηνά ταύτα ήσαν μαθηταί ενός διδασκάλου ούτινος τον πώλον καθεκάστων έφερον και επότιζον εις μίαν βρύσιν. Μίαν των ημερών παίζοντες παρά την βρύσην άφησαν τον πώλον όστις απεπλανηθές απωχέαδη. Τούτο μαθών ο διδάσκαλος του κατωράσθς ή...
    

    Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν. (1890)
  • Ιδώ 'ς τ Μιγάλ' Παλούκοβα ήτανι μαναστήρ, η Γέννησις της Θιουτόκου κ' υστιρώτιρα ήρθι ου Παλούκουβας ου μιγάλους κι κατοίκηψι. Ιδώ η εκκλησία είνι θαυματουργή. Έχουν αηκούσ' πουλλοί αγγιλ'κή ψαλμουδία τν νύχτα. Έχουν βρή τα καντήλι' αναμμένα μαναχά τς. Ιδώ και πουλλά χρόνια έπισαν νιά βουλά οι μαστόρ απ τουγ καβαλάρ τς σκιπής, πήγαν απάν του νταβάν' κ' ήρθαν μ ούλου του νραβάν' κατ. Του νταβάν ήτανι... 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος (1914)
  • Η Τρούπα της Παλατίτσας

    Ιδώ ήταν κι μνιά τρούπα που έκλεισι. Κεί μέσα είχι διή ιένα τσουπανόπουλλου, πάνι πουλλά χρόνια, θησαυρό. Η παράδοσις είναι εκ των συνήθων περί Αράπηδων και θησαυρών. 1)Δήμιτσα Μακ. Μέρ.Γ’ 183 κεξ.άξιον αναγνώσεως ιδία, το κεφ.αναφαί της Παλατίτσης 2) Π.Παρδ, σελ. 10,αρ .15
    

    Καψάλης, Γεράσιμος
  • Ικεί π’ κοιμάτι του πιδάκ’ του μικρό, άμα είνε ασαράντγον, αλλότι του γλέπς κι γιλάει κι άλλοτι κλαίει. Τότι π’ γιλάει τ’ λέει η Μοίρα: έρχιτ’ η μάννα σ’! Τότι π’ κλαίει, τ’ λέει πως θα πιθάν’ η μάννα τ’. Η μοίρα είνι, γλέπς, π’ τα κανουνίζ’ ούλα κι ό,τ’ γράψη σε τρεις μέρις, κείνον θα πιράσ’ ου άνθρουπους σ’ ούλ’ τ’ ζουή τ’. 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος (1927)
  • Ισιώμα κι ίσχιωμα= τόπος επίπεδος, ισκίωμα= φάσμα. 

    Τσικόπουλος, Ι. (1912)
  • Ισκαριώτης (ο)= διάβολος 

    Άγνωστος συλλογέας
  • Ισκιοθέρμη= πυρετός επίμονος προερχόμενος εξ επιδράσεως πονηρών ονομάτων. Θεραπεία: εις το άκρον εδάφους απολήγοντους εις γωνίαν ανοίγεται στρογγυλή σ’ ενός μεγέθους τοσούτου, ώστε να διέρχεται δι’ αυτής γυμνός άνθρωπος. Κατόπιν φέρουν εκεί τον πάσχοντα ‘ς διαπερούν δια της οπής (τον πέρασαν στην τρύπα) αφάνοντος προ αυτής τα ενδύματά του. Ούτος δε μετά τούτο πυροβολεί συνήθως κ απομακρύνεται χωρίς... 

    Παπαγεωργίου, Ιωάννης (1913)
  • Ισκιώνομαι, για τα πρόβατα άμα αρρωστούν. 

    Τριανταφυλλίδης, Μανώλης
  • Η Βρυσιώτ'σσα

    Κ' η Παναΐα η Βρυσιώτ'σσα ήκρυψε τ'ς αθρώπ' απ' τ'ς Τούρκ', αλλά αυτή ήβγαλ' αγριοχλαδιές και τσούκρυψε. Μια βολά στο πανηγύρ' τ'ς είχαν οι Καρδιανιώτες γλέντ'. Ξαφνικά όμως, εκεί π' χόρευαν, άρχισαν οι τσαμπούνες να μ'λούν μ' ανθρώπινη φωνή και φώναζαν : “Τούρκ' ερχόνται, Τούρκ' έρχονται!”. Κάνουν έτσ' και γλέπουν μια φεργάδα στο γιαλό κι ανέβαιναν οι Τούρκ'. Φόβος, κακό. Τι να κάνουν, ηκρύφτ'καν...
    

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.