• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κείμενο 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κείμενο
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κείμενο
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κείμενο

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 5866-5885 από 6798

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Σφανταλιό= φάντασμα. Σφανταχτό= φάντασμα. Σφαντάσει (το μέρος ο τόπος) έχει σφανταχτά. Σφανταξιά, η= Εμφάνισης σφανταχτού. 

    Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919)
  • Σφανταξιά= η εμφάνιση σφανταχτού 

    Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919)
  • Σφέκλα (lat. Specula). Nom de plujilus monceaux de pierres, ruines d’ aniciens Mateaux prehistoriques, qu’ on voit partout dans la terre d’ Otrante. Σέκλα του Δεμονίου (secla du Diable), un de ces monceaux entre Mantano et Calimera, deux pays grecs, dite anssi par lew martanais Καστελλιτού Μόρω, Mateau des maures. 

    Palumbo, Vito D. (1902)
  • Σφυρολόος – όσι= φαντάσματα σφυρίζοντα 

    Νεστορίδης, Κ. (1894)
  • Νεράϊδες ή Καλομοίρες

    Σχεδόν γενική ιδέα επικρατεί εν τω χωρίω τούτω (Πυργί) ότι νόσοι ασθένειες προέρχεται από τα είδη ταύτα, ατιναλάλουσιν ενός γέννη είναι, και άματις πάθη την παραμικράν ασθένειαν α)θα κάμη αγιασμόν τον οποίον εντός ποτηρίου ή φιάλης θα φέρη εις το μέρος όπου ειργάζετο ο παθών, ή όπου έστε νερού ή διέβη ή ούρησε και θα ρίψη τον αγιασμό αφού με το αγγείον και επιστρέφει εις την οικίαν δι’ άλλως οδού...
    

    Κανελλάκης, Κωνσταντίνος Ν. (1892)
  • Τι πιστεύει ο λαός για το Μάρτη

    Σχετικα με το Μάρτη, υπάρχει στο λαό μας και η εξής ωραιοτάτη παράδοσις: <Ο Μάρτης έχει δυό γυναίκες, τη μια πολύ ώμορφη και φτωχή, την άλλη πολύ άσχημη και πλούσια. Όταν ο Μάρτης πέφτη να κοιμηθή, βάνει τη μια γυναίκα του απ'το δεξί πλευρό και την άλλη απο το ζερβί. Μόλις γυρίζει προς το μέρος της άσχημης, αμέσως κατσουφιάζει και μαυριάζει, κι όλος ο κόσμος σκοτεινιάζει. Όταν όμως γυρίζη απο το άλλο...
    

    Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • (Σχετικά με τη σελ. 6-7 κλπ)περιοδικό. Στο ‘’Μπουκέτο’’ της 2 Δεκεμβρίου 1926, στη σελ. 965 έχει δημοσιεντή κάπως λογοτεχνικότερα και μυθιστορηματικώτερα η ιστορία αυτή, με τίτλο : Ο Γιωργάκης της Αντωνέλλας. (Δεν φέρεται υπογραφή και χαρακτηρίζεται σαν Ιστορική παράδοση). Περίληψις δημοσιεύματος. Το 1603 ένας Βενετσιάνος Πρεβεδούρος ήρθε στο λιμάνι, τότε ακατοίκητο κι ανέβηκε στο χωριουδάκι Κουκούλια.... 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1957)
  • Σχετική είναι και η δοξασία για τις καλότυχες, που είναι αόρατες γυναίκες κι έχουν τη δύναμη να παίρνουν το μυαλό και τη μιλιά. Παρουσιάζονται πιο συχνά την νύχτα στις νεροσυρμές ή ακολουθούν τον ανεμοστρόβιλο, γι αυτό όταν σηκώνεται άνεμος δυνατός και συνεπαίρνει ό,τι βρη και τα φέρνει γύρο - γύρο λένε για να τις καλοπάρουν. Μέλι και γάλα, μελ’ και γάλα ζη ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Επειδή τις σχετίζουν... 

    Μάνος, Κωνσταντίνος (1958)
  • Το βοσκάκι

    Σ’ ένα από τα νησά στα Δωδεκάνησα, στην Κάλυμνο θαρρώ είναι ο Μιχαήλ Αρχάγγελος ο Παλερημίτης. Εκεία ‘τονε μίαν κολόνα που ‘γραφε στο επάνω μέρος : «Όποιος με χτυπήση στην κεφαλή δα’ βρή βίος πολύ». Επηγαίνανε αρχαιολόγοι, επηγαίνανε οι καλόγεροι, επηγαίνανε πολλοί, έχτυπούσανε την κολόνα στην κορφή, μα δεν ευρίσκανε πράμα. Μια ταχινή πάει το βοσκάκι του μοναστηριού και θωρεί που ήπεφτε η γι- άκρη...
    

    Λιουδάκη, Μαρία (1938)
  • Σ’ ένα σπήλιο στη θέσι Αγία Παρασκευή, στο Κάστρο της Χώρας εγέννησε μια φορά μια κυρία Ανεραΐδα και πήγαν οι άλλες Ανεραΐδες και πήραν τη νύχτα τη μαμμή από το σπίτι της να την ξεγεννήση. Η μαμμή επήγε στο σπήλιο και είδε εκεί το πάπλωμα μιας γνωστής γυναίκας. Η μαμμή σαν εξεγέννησε την Ανεραΐδα με το ματωμένο χέρι της άφηκε μια βούλλα πάνω στο πάπλωμα. Η μαμμή όταν ετελείωσε τη δουλειά της έφυγε.... 

    Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)
  • Σ’ ένα χωριό εδώ στο Πολυδένδρι πηγαίνανε να βρουν το θεό. Κι ένας που ήταν μάγγας και το ξερε πώς θα πάνε. Πάει φκιάνει παπούτσια με κόσκινο από κάτω. Δηλ. πατησιές τρύπιες. Είπαν να εδώ πάτησε ο θεός. Ο μάγγας πάει σε μια κουφάλα, κάθεται μέσα και ξεβρακώνεται. Τον είδαν αυτοί και λένε «εδώ ο θεός». Αυτός αέριζε και είπαν αυτοί που γύρευαν τον θεόν Μεγάλη η χάρη σου, αλλά βαρειά τα χνώτα σου! 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1975)
  • Νεράϊδες

    Σ’ έναμ μέρους σ΄κην Πηγήν ένας άθρουπους ήτσοιμούνταν τσ’ ήκουεν να ξενεμίλλουλ-λίρες. Ησηκώθην τσ’ κείνεν κοντά τσ’ είδεγ γυναίτσες να ξενεμίζζουλ λίρες τσι του ‘πα. «Φέρε του μουλάρις σου κουντά να σου το φορτώσουμε, μόνου έχε τον νούς σου, απού πίσου σου θ’ ακούς φουνές τσι μεγάλην ταραχή τσι να μηγ γυρίης πίσου, γιακί θα τες χάης. Αυτός ήφυεν τσ’ άμα ‘ρτεν κοντά στου χουριό ηγύρισεν να δη, τσ’...
    

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Νεράϊδες

    Σ’ έναμ μέρους στα Κλισμάθκια μια γυναίκα κώλωννε ρούχα τσ’ είχεν αφησμένουν του πιδίν κης σι μιαν άκρη. Άξαφνα ακού’ φωνή. Τρέχει τσι βλέπει του πιδίν κης άρρουστου τα’ έν ημπόρεμ μήτε να κλιάψη. Ηπήεν του στουμ μάγουν να τσι κης είπεν να πάη να τ’ αφήτση στου ίδιουμ μέρους τσι να φονάξη «Έ καλουμοίρες, φέρτε του πιδίμ μου, σήρτε του πιδί σας» τσι να τουν πε τσ’ έναμ πιάτου μέλι. Ηπάεν η γυναίκα...
    

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Σ’ έν’ αλώνι, 100 μέτρα όξ’ από το χωριό, εχορεύανε Ανεράϊδες. Ένας τσοπάνης είχε μια από δαύτες αγαπητικιά και βλεπόντανε όταν ηθέλανε. Εκείνο το βράδυ επέρασε μπροστάθενέ τους που χορεύανε και δεν την καλησπέρισε. – Γληγόρη, γιατί δε μίλησες απόψε; του λέει. – ‘Ασε με γιατ’ είμαι στενοχωρημένος. Ζηλεύουνε βλέπεις κι αυτές σα γυναίκες. Το διηγότανε ο ίδιος ο τσοπάνης (ο Γληγόρης ο Βλησμάς) όταν ήταν... 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1956)
  • Νεράϊδες

    Σ’ όλο το νησί ρώτησα για Νεράιδες. Στην αρχή οι άνθρωποι γελούσαν και δεν έλεγαν πολλά πράγματα, αλλ’ όταν τους έλεγα ότι και στην Αγγλία είχαμε Νεράιδες, άρχιζαν να λένε. Τις περιέγραφαν ως πολύ όμορφες γυναίκες, με μαύρα μαλλιά, ασπροντυμένες. Όμορφο κορίτσι συχνά ονομάζεται «Νεράϊδα», ενώ ένα στριγγλιάρικο Μοίρα (Fate). Συναντούν άνθρωπους την νύχτα, και μπορούν να τους κάνουν κακό, παίρνοντάς...
    

    Rouse, William Henry Denham (1896)
  • Σ’ τον άη Γιώργη ‘ ς την εκκλησία επήγε καμμιά γυναίκα κ’είδενε ένα Μώρο κ’ ήλιαζενε τα λεφτά,λεφτά, κύπελλα, διάφορα χρυσαφικά. Ήταν μεσημέρι. Τον εκοίταζεν ευτή κι αυτός για να τη διώξη τση δώνει ένα κύπελλο χρυσό να πάη να του φέρη από το ποτάμι. Επήγε να του φέρη νερό και μόλις το ‘γγιξενε μέσ’ ‘ς το νερό έγινε μια καβαλλίνα. Επήγε απάνω κ’ ήταν άφαντος 

    Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1960)
  • Σ’ένα μέρος στον Καρβουνόλακκο (ανατ. Του χωρ.) περιθαλάσσιο ένας έσκαβγε για να κάμη βιστέρνα κ’ έφτασε σ’ένα βάθος κ(αι) αύρε δυό πέτρες μεάλες και τις ξεκόλλησε και φανερώθηκαν αμέτρητα μερμίγκια με φτερά και τον έπιασαν στα πόια και τότε αυτός θύμωσε και φώναξε : λύχνοι τριφίτιλοι τρετραφίτιλοι κ’ ένας τριφίτιλος υπάρχει ακόμα μέχρι σήμερα. Αυτό ήτο βίος κ’ έγιναν τριφίτιλοι λύχνοι γιατί ότι προλάβεις... 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Σ’ένα σπίτι βγαίνει ένας αράπης και λέει πως το σπίτι εκείνο έχει βίος και βγαίνει και το λέει στη νοικοκυρά του σπιτιού αλλά ‘ έν λέει σε ποιο μέρος είναι και η νοικοκυρά απ’ το φόο της γιατί λέει πως είναι ένας άγριος αράπης πολύ ψηλός έχει αφήσει το σπίτι κ ‘ έφυε πήε αλλού, φοότανε 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Σ’ένα τραπεζάκι απάνω επήγε κάποιος κ’ ευρήκε τον αράπη κ’ έλιαζε τον χρυσό. Παρουσιάζεται εκεί ένας και του δίνει ένα μαστραπά που ‘λαμπε, να φέρη νερό από την Εμπολή(πηγή). Του είπε να μη πιή μέσα. Αυτός όμως ήπιε και τον έχασε από το χέρι του. Αν ήκοβε το δαχτύλι dου απάνω στο θησαυρό ήθελα χαθή αλλά τα μαλαματικά ήθελα τα παρατήσει ο Αράπης 

    Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959)
  • Σ’τα Δισπότ τα βουργά, πον τα νιρά τα πουλλά απάν΄ς τα Βουστιν’τσιώτκα λ’βάδγια εν μουσκλιασμένα(1) πουλύ τα λ’θάργια κι βγαίν’ του νιρό απού μέσ’ απ του χαλιά. Νια βουλά, καθώς μουλόγαγαν οι γερόντ, πιτάχκι του νιρό π βγαίν’ς του Βιλούχουβου. Έσπασι κι πίν’ξι τουν τόπου κι πήγαν κι του βούλουσαν μι μαλλιά προυβατήσια. Τώρα, τις οίδι, καλουκαίρ ήταν κι του βούλουσαν μι μαλλιά όπους τοχ αηκούσ’. Ανωτέρω... 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος (1914)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.