• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 71-80 από 28982

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Είν' αλλουνού παπά Βαγγέλη 

Κοκκίνης, Γ. (1915)
τον αμείψη επίσης και εκείνος δεν απήντα, ο πρόδτος παπά Βαγγέλης είτε απο αφέλειαν είτε από πανουργίαν, έσπευσε με τεταμένην την χείρα. Τότε ο επίτροπος του λέγει: είναι για τα γένεια αλλουνού παπά Βαγγέλη. Λέγεται νυν εις τους προπετείς εκείνους...
Thumbnail

Μια εποχή ο πατέρας τους (Χριστόφορος Μελιγκούρας) ήφερναν το άλεσμα, είχε πάει στο μύλο, στο Καστρί με το Γεώργη της Μαμαλίνας, ένα χαλκιά. Είχε ένα γαιδουράκι αυτός. Ο πατέρας τους είχε ένα μπλάρ άσπρο. Το βράδυ, τη νύχτα στις 12 πουρχόντουσαν, στον Άη Γεώργη ακριβώς κεί που πδάει το νερό τηράν έναν άνθρωπο, καθότανε την νύχτα τον εχθρό-φρουλάτισε. Από πίσω το γαιδουράκι του Μάμαλη. ‘’Βρε Γεώργη λέει’’. –Τι θές ; -Λέπεις ; τήρα τον μπάρμπα μου τον Κώστα καταντίπ’ τη μέσ’ το δρόμο. (Έβλεπαν έναν άνθρωπο). Τράβα λέει το γάιδαρο για να πιράσ’ και το μπλάρι. Μόλις τραβάει το ζώ περνάν , τηράν κάθοταν το ζούδιο με την πατατικούλα του – σαν άνθρωπος ξαπλωμένος χάμου. Τραβάει το γάιδαρό του να πάη να πιή νερό ο ένας ο Χριστόφορος να ποτίσ’ το ζώ. Ο Μάμαλης τράβηξε δε δίψαγε το δικό του. Το ζούδιο γίνηκε ένα σκυλάκι. Δεν το είδε αυτός. Έρχεται στο σπίτι. Ξιφορτώνει. Ερχόταν με φόβο. Κλέινει την πόρτα. Αυτό χτύπαγ’ την πόρτα. Σεισμός βουβουβου! Στο σπίτι. Να χαθή το ψοφίμι είναι (το σκυλί). Κύτταξε 2 φορές, τίποτα δεν λέπει. Ματαέρχοται ένας ταραμός. Άει σήκω σεν είν’ καλό απόψε. Κατ’ ήρθ’ απ’ το μύλο κοντά σου λέει ο γέρος ούλοι. Το άλλο βράδυ κατά τις 8 το ίδιο χωρίς να βλέπουν τίποτα. Φέρνουντον παπά να διαβάση τίποτε δεν έκανε. Ένα χειμώνα δεν ησύχασε. Απ’το βράδυ μόλις σιρίπωνε έως τα χαράματα. Κάθε μέρα φέρναν τον παπά και τάγια κειμήλια. Από καιρό δεν μετάκουσαν τίποτα πια, αφού διάβασ’ ο παπάς στο τέλος όλα τα γράμματα και δεν υπάρχει τίποτ’άλλο. Χάθκε πια. (Κατ’ήρθ’ απ’το μύλο= Μέσ’ το μύλο είναι πάντα κάτι κρούσμα. Και στα λιοτριβιά (είναι κρουσματάρες οι μηχανές) δεν κοιμάται κανείς γιατί κρατιέται, μουγκαίνει, ούτε κτίζουν σπίτι σε τέτοιους τόπους. Λέγεται : ‘’κρουσματάρικο σπίτι’’, Κειμήλια= Λείψανα του Αγ, Χαραλάμπο σε μια ταγάρα τάχουν στην εκκλησιά της Παναγίας. Είναι προίκα στην οικογένεια του Παπαλάμπρου. Κάνει καλό να τα πάρουν για τρείς μέρες στο σπίτι.) 

Ιωαννίδου, Μ. (1938)
Thumbnail

Περί του ονόματος ‘’Αιμυαλών’’ όπερ φέρει η ανωτέρω μονή, δύο περί τούτου φέρονται παραδόσεις : Η μία εκ τούτων προήλθεν δήθεν εκ τούτου ότι, επειδή πολλοί πάσχοντες κατά τας φρένας προσετρεχον εκεί εκ διαδόρων μερών και εθεραπεύοντο, εκλήθη των αιμυαλών, ως διωρθούσα τα μυαλά η δε ετέρα την οποίαν προ εξήκοντα περίπου ετών μοι διηγήθη ο αδελφός του πάππου μου μοναχός Παρθένιος Φωτεινόπουλος ο επιλεγόμενος Κοψαχείλας, εν τη ηγουμενία του οποίου ήκμασεν η Μονή, είναι η ακόλουθος : Εν μία των εορτών εν ή ο ιερεύς, της Μονής ετέλει την θείαν λειτουργίαν εν τω ναίσκω αυτής, μια περιστέρα εισελθούσα εις το ιερόν, καθόσον ως γνωστόν η Μονή κείται εν κοιλώδει βράχω εν ώ εμφωλεύουσι πολλαί περιστεραί, επτερύγιζε άνωθι της Αγίας Τραπέζης ο δε ιερεύς διακόψας την λειτουργίαν προσεπάθει τρέχων γύρωθεν του ιερού να συλλάβη την περιστεράν. Τότε η λίαν ευλαβής κτητόρισσα της Μονής Παισία ηναγκάσθη, όπως επαναφέρη τον ιερέα εις το καθήκον του, να φωνάξη εαναλαμβάνουσα πολλάκις τας λέξεις : ‘’Μυαλά, παπά, μυαλά, παπά! Θεωρήσασα ως ασέβειαν την διακοπήν της λειτουργίας αφ’ ενός και αφ’ετέρου την καταδίωξιν της περιστέρας, παριστώσης ως γνωστόν το σύμβολον του Αγ. Πνεύματος. Αλλά και αι δύο φερόμεναι παραδόσεις δεν φαίνονται πιθαναί, θετικωτ΄ρα δε και μάλλον ποσεγγίζουσα εις την αλήθειαν κατά την κρίσιν μου είναι η εξής : Οι Κοντογιανναίοι, ως και η κτητόρισσα της Μονής Παισία, φαίνεται ότι δεν κατήγοντο από την πόλιν της Ξορώβης, αλλ’εκ του χωρίου του νύν δήμου Αλαγωνίας ‘’Ατμυαλοί’’ υπαγομένου τότε βεβαίως εις την δικαιοδοσίαν της Κορώνης, ήτις κατά τους χρόνους εκείνους ήτο πρωτεύουσα τιμαριούχου τινός Βενετού, εξ ής περιστάσεως και η παροιμία ‘’Έχει μπάρμπα στην Κορώνη’’ λεγομένη εν περιστάσει καθ’ ήν ίνα επιτύχη τις κυβερνητικήν τινα παροχήν ή την αισίαν έκβασιν της υποθέσεως του έπρεπε τότε να είχε μπάρμπα στην Κορώνη, ως ήδη συμβαίνει δια να επιτύχη τις διορισμόν κλπ. Πρέπει να έχη ισχυρόν τινα συγγενή ή φίλον εν Αθήναις. Έδωσε δε το όνομα ‘’Αιμυαλών’’ η ανωτέρω οικογένεια, εις ενθλυμησιν του χωρίου της καταγωγής της Αιμυαλού, ως συνέβη και εις πολλάς άλλας ονομασίας χωρίων οικισθέντων καθ΄ομοίας περιστάσεις. 

Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος (1953)
Thumbnail

Τα δύο ενδιαφέροντα άρθρα του «Έθνους» περί μανδαγόρα μου δίνουν αφορμήν ναναφέρω ολίγα ακόμη σχετικά μ΄αυτόν και ειδικά για τη δεισιδαιμονία του λαού μας περί του φυτού αυτού. Πρώτα-πρώτα ολίγα γενικά: Πάντα ο άνθρωπος στις ασθένειες του είχε την τάσι ναναζητά υπρφυσικές δυνάμεις από αμάθεια και δεισιδαιμονία. Ιερά δέντρα η πόαι, που είχαν μαγική δύναμι, αναφέρονται από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται το φυσικό δουδαΐμ, ο δε Όμηρος αναφέρει το μώλυ. Τον μανδαγόραν αναφέρει ήδη και ο Ιπποκράτης εις το «Περί τόπων κατά άνθρωπον» ως ναρκωτικόν «Τους ανιωμένους και νοσέοντας και απάγχεσθαι βουλομένους μανδαγόρου ρίζαν πρωΐ πιπίσκειν έλασσον ή ως μαίνεσθαι». Ίσως και ο σπόγγος που προσεφέρθη με όξος εις τον Χριστόν κατά την σταύρωσιν του να είχε αυτό το ναρκωτικό. Κατά τον μεσαίωνα η δεισιδαιμονία για τον μανδαγόραν έφθασε το ζενίθ. Στην Ιερά Εξέτασι, όστις συνελαμβάνετο με ρίζες του φυτού αυτού εθεωρείτο ως μάγος και εκαίετο. Χαρακτηριστικόν είνε και τούτο, ότι μια από τις σπουδαιότερες ερωτήσεις του δικαστηρίου στη Ζαν ντ΄Άρκ ήταν «τι έκαμνε με την ρίζα του μανδαγόρα»! Για τις δεισιδαιμονίες του λαού μιας περί του φυτού αυτού έχομεν ως μοναδικές πηγές πρώτα τον ιατροδιδάσκαλον διονύσιον Πύρρον τον Θεσσαλόν και έπειτα τον αείμνηστον Ν. Πολίτην. Ο πρώτος γράφει το 1850 στη «Φαρμακοποιΐα» Του Καμπανά που μετέφρασε: «Ο μανδαγόρας είνε εν από τα επτά αρχαία τερατοποιά βότανα, τα οποία τέτε έκαζον εκ της γης με τινας ευχάς και τελετάς, τόσον εις την Κύπρον, όσον και άλλας νήσους Αιγαίου Πελάγους και εις τας Αθήνας, και αυτά εισί τα οποία σήμερον ουδέ εν πιστεύονται ως τοιαύτα.» Ο δε Ν. Πολίτης εις το δέκατον πέμπτον κεφάλαιον «Φυτά», αριθμός 322 από τας «Παραδόσεις» στη σελίδα 177, αναφέρει την παράδοσι της Μήλου περί μανδαγόρα, που είνε ενδιαφέρουσα και την παραθέτω ολόκληρη: «Η φιστουλόριζα μοιάζει με μωρό παιδί στο σχήμα και δεν πρέπει να την ξερριζώση άνθρωπος, γιατί αμέσως πεθαίνει. Αλλά πρέπει να την σκάψη γύρω-γύρω και να βγάλη το χώμα και ύστερα να την δέση μ΄ένα σκοινί και την άκρη του σκοινιού να την δέση στο πόδι ενός γαϊδάρου ή μπουλαριού. Ύστερα να χτυπήση το ζω για να το αναγκάση να προχωρήση και έτσι να την ξερριζώση. Όταν ξερριζώνεται από τη γη η ρίζα κλαίει σα μικρό παιδί και το ζω που μεταχειρίστηκαν για το ξερρίζωμα ψοφά. Έπειτα την παίρνουν και την τυλίγουν με προσοχή σε μαντήλι και την πάνε στο γητευτή και την ετοιμάση για να γιατρέψη το φίστουλα.» Ο Πολίτης εις τας «Σημειώσεις» του λέγει σχετικά: «Η ρίζα, η θεραπεύουσα το συρίγγιον, λέγεται ανθρωπόμορφος και προς εξόρυξιν αυτής παραγγέλλονται προφυλάξεις αναγκαίαι όπως σωθή ο εξορύττων εκ του θανάτου. Τοιαύτας προφυλάξεις ελάμβανον και οι αρχαίοι προς εξόρυξιν ριζών, αίτινες επιστεύετο ότι είχον θαυμάσιαν ενεργείας και ας ανέσπων διά κυνός. Ούτω την αγλαόφωσιν, ήτις δια τούτο ελέγετο και κυνόσπαστος. Προ πάντων δε τον μανδαγόραν ούτως εξώρυττον κατά τους μέσους χρόνους και κατά τους καθ΄ημάς έτι. Αλλά και αυτόν τον μανδαγόραν γινώσκει ο καθ΄ημάς λαός και νομίζει ότι είνε έμψυχος και οτι εκριζούμενος φωνάζει. Και η λέξις διετηρήθη, μικρόν παραφθαρείσα, μανδαγόρα. Νυν αι ρίζαι του μανδαγόρα διασκευάζονται εν Συρία, οπόθεν κομίζονται και εις Ελλάδα και τας ελληνικάς χώρας, έχουσι δε συνήθως μορφήν γυναικός. Ο κατά τας αρχάς του παρελθόντος αιώνος ζήσας Επιφάνιος Δημητριάδης περιγράφει αρρένα μανδαγόραν, ον επεδείκνυεν εις αργύρτης «μιαν ρίζαν τετορνευμένην με γένεια και μουστάκια κατασκευασμένα και με χάνδρινα μάτια» και προσθέτει ότι ο εξαιρών τα πλεονεκτήματα αυτού έλεγε: «Συμφέρει εις τον έρωτα, συμφέρει (εις το πλούτος, Έχει ενέργειες πολλές, θαύματα κά(νει ούτος.»» Πιστεύεται ότι ο κάτοχος μανδαγόρου ευημερεί, αυξανομένου του πλούτου αυτού, αυτή δε η δοξασία είνε κοινή και εις άλλους λαούς. Επίσης δε συμφέρει εις τον έρωτα, διότι εξ αυτού παρασκευάζονται φίλτρα, υπέρ και οι αρχαίοι επίστευον, δι’ δ’ και η Αφραοδίτη επεκαλείτο Μανδαγορίσις. Αλλά και προς θεραπείαν δεινών νόσων νομίζεται χρήσιμος, κατά δε τας μεσαιωνικάς δοξασίας εποίει γόνιμους τας στείρας γυναίκας.» 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Ήταν εδώ ειδουλολάτροι. Ήταν ένας κάλφας απ’ την Ανασαλίτσα (κατά τα μέρια της Λεψίστας) κι ήλιιν ότι η Καστορία είχε βασιλέα κάναν καιρό, κι του μνήμα της βασίλισσας τούχαν κατά τ’ τζαμί. Εκεί ήταν καλιάδες (1). Η Καστουρία κείνου τουν κιιρό ήταν σφαλισμένη. Ήλεγαν τάχα ότι σ’ αυτό το τζαμί ήταν της βασίλισσας το μνήμα. [Καλιάδες= κάστρο (νυν τα ερείπια)] 

Ιωαννίδου, Μ. (1937)
Thumbnail

Τέσσαρας περίπου ώρες από τον Πύργο ευρίσκεται η ιστορική μονή του «Φραγκοπηδήματος», μια Μονή δια την οποίαν έπρεπε να γράφουν πολλά και όμως σχεδόν τίποτε το αξιοσημείωτον περί αυτής δεν εγράφη, τίποτε περί της ωραίας ιστορία της. Η ιστορία της Μονής αυτής χωρίζεται σε δύο μέρη : Εις το ιστορικόν του βράχου, επί του οποίου ευρίσκεται η μονή, και εις το ιστορικόν αυτής ταύτης της Μονής. Περί του βράχου του «Φραγκοπηδήματος» η ιστορία αναφέρει τα εξής καταπληκτικόν, το οποίον εσημειώθει κατά το έτος 1205, ήτοι προ 732 και πλέον ετών : ΑΚτά το έτος αυτό, ως γνωστον, εγένετο εν Ελλάδι η Γ’ Σταυροφορία. Η Σταυροφορία αυτή, της οποίας ηγείτο ο Γάλλος πρίγκηψ Σταμπολίτ, κατέλαβε την αρχαίαν Ήλιδα και τμήμα του στρατού του επεξέτεινε την κατοχήν μέχρι του ως άνω βράχου, με αντικείμενικον σκοπόν την κατάληψιν νεών εδάφων προς το χωριόν Βούναργον, το οποίον απέχει του Πύργου περί τας 3 ώρας. Και η κατάληψις ίσως και του Πύργου θα επραγματοποιείτο εάν δεν εμεσολάβει ένα καταπληκτικόν γεγονός αποδοθέν εις θαύμα. Ούτω, του τμήματος στρατού, όπερ έφθασεν επί του βράχου του «Φραγκοπηδήματος» ηγείτο εις «Φραγκος» αξιωματικός ονόματι Νικόλαος. Ο αξιωματικός αυτός έφιππος καθώς ήτο, διέταξε προέλασιν των υπ’ αυτόν στρατιωτών και τυφλωμένος από την κατακτητικήν μανίαν του, έσπευσεν να προχωρήση πρώτος, νομίζων ότι και πέραν του βράχου το έδαφος ήτο ομαλόν. Ως ήτο επόμενον όμως, κατέπεσεν εις τον κάτωθι του βράχου απότομον κρημνόν και εις βάθος 200 περίπου μέτρων. Παραδόξως ούδεν έπαθε και σώος ανερριχήθη επί του βράχου, διετάξας την μη περαιτέρω προέλασιν του στρατού του. Κατά την πτώσιν του αξιωματικού τούτου εκ του βράχου εις τον κρημνόν, όπληξ του ίππου του άφησεν ίχνη επί του εδάφους, τα οποία οι κάτοικοι Βουνάργου μέχρις εσχάτων ακόμη επεδείκνυον εις τους επισκεπτομένους τον βράχον του «Φραγκοπηδήματος», ονομασθέντα ούτω, διότι εξ αυτού «επήδησεν ο Φράγκος»! Εις το σημείοναυτό ο θρύλος ουδέν αναφέρει, εάν μετά του αξιωματικού ερρίφθησαν εις τον κρημνόν και οι ακολουθούντες αυτόν στρατιώται. Παρέχεται μόνον η διευκρίνισις ότι οι στρατιώται αντελήφθησαν εγκαίρως τον κάτωθι του βράχου χαίνοντα κρημνόν και διέφυγον τον κίνδυνον της κατακρημνίσεως των. Κατ’ αντίκρουσιν όμως προς το ανωτέρω ιστορικόν περί του βράχου τούτου, ο θρύλος αναφέρει άλλα πράγματα. Ούτως ο Φράγκος αξιωματικός, ο οποίος κατέπεσεν εις τον κρημνόν, εδιώκετο υπό των Τούρκων και όταν έφθασεν εις το σημείο του κρημνού, τον οποίον εγνώριζεν, έκαμε το σημείον του Σταυρού, εψιθύρισε : «Άγιε μου Νικόλαε, σώσε με και θα σου κτίσω μιαν εκκλησίαν» και ευθύς αμέσως ερρίφθη εις το κενόν δια να αποφύγη την δίωξιν των Τούρκων, χωρίς να πάθη τίποτε όταν έφθασεν επί του εις βάθος 200 μέτρων εδάφους. Ο θρύλος προσθέτει ακόμη ότι το πέταλον ενός των ποδών του ίππου του καταπέσοντος αξιωματικού απέτυπώθη επί μιας πλάκας επί μιας πλακός, ήτις σώζεται και σήμερον και φαίνονται τα ίχνη του πετάλου. Πάντως, είτε η μία, είτε η άλλη εκδοχή είνε αληθής παραμένει βεβαιωμένον το γεγονός ότι ο Φράγκος αξιωματικός, κατάπεσεν οπωσδήποτε εκ του βράχου χωρίς να φονευθή, δι’ ό και απεφάσισε την ανέγερσιν ναΐσκου ως θα ίδωμεν αμέσως κατωτέρω. Αυτά αναφέρει ο θρύλος περί του βράχου του «Φραγκοπηδήματος». Επί του βράχου όμως τούτου σώζονται ακόμα τα ερείπια ενός ναΐσκου, ο οποίος όμως, όπως αναφέρει πάλιν ο θρύλος, παρέμεινεν ημιτελής και ως θα ίδωμεν κατωτέρω, κατασκευάσθη έτερος ναΐσκος εις απόστασιν 20 λεπτών της ώρας, ένθα η σημερινή Μονή. Το ιστορικόν του τε ναΐσκου και της Μονής έχει ως ακολούθως : Ο Φράγκος αξιωματικός, ο οποίος κατέπεσεν εκ βράχου, απέδωσε την διάσωσιν του εις τον προστάτην του Αγίου Νικόλαον. Και όχι μόνο ανέκοψε πάσαν κατακτατικήν προέλασιν, αλλ’ απεφάσισε να κατασκευάση και ναΐσκον επί του βράχου προς τιμήν του Αγίου Νικολάου. Ολόκληρος όμως η περιοχή ήτο τοσούνος ανώμαλος, ώστε καθίστατο λίαν δυσχέρης η μεταφορά επί του βράχου των οικοδομήσιμων υλικών. Οι εργάται, κατόπιν τούτου, δια να απαλλαγούν του μαρτυρίου αυτού, εμηχανεύθησαν το εξής ψεύδος : Μια νύκτα μετέφερον κρυφίως τα εργαλεία των εις απόστασιν 20 λεπτών της ώρας επί ομαλού εδάφους και την πρωίαν της επομένης διέφωσαν ότι δήθεν κατάπληκτοι ανεύρον τα εργαλεία των, εις ο μέρος τα είχον βεβαίως μεταφέρει αυτοί από της παρελθούσης νυκτός. Η ιστορία αυτή της μυστηριωδούς εξαφανίσεως των εργαλείων και της ανευρέσεως των την επομένην εις άλλο μέρος, επαναλήφθη επί πολλάς ημέρας. Το κόλπο αυτό των εργατών έπιασε και ο εύπιστος Φράγκος αξιωματικός, υπείκων εις τας εισηγήσεις αυτών, εδέχθη όπως ο ναΐσκος κατασκευασθή εις το μέρος, ένθα ανευρίσκοντο τα μυστυριωδώς την νύκτα εξαφανιζόμενα εργαλεία των εργατών. Η κατασκευή του ναΐσκου τούτου και των παρ’ αυτό κελλιών της Μονή επερατώθη κατά το έτος 1235 περίπου, δεδομένου ότι αι εργασίαι διεκόπησαν πολλάκις επ’ αρκετόν χρόνικόν διάστημαν. Εις εν εκ των κελιών τούτων έζησε μονάζων επί 10 περίπου έτη. Η Μονή «Φραγκοπηδήματος» επί πολλά έτη διετέλεσε Μετόχιον της Μονής Δίβρης. Κατά το έτος 1798, ο αείμνηστος εθνομάρτυς Γρηγόριος Ε’ ανεκήρυξε την Μονήν ταύτην αυτοτελή και αυτοδιοίκητόν και ως τοιαύτη παρέμεινε μέχρι του 1840. Από της εποχής ταύτης, εισηγήσει του Αχαΐας Μελετίου και λόγω των πολλών ληστειών και λεηλασιών, αίτινες εγίνοντο εις την Μονήν, συνεχωνεύθη αυτή με την Μονή Σκαφιδιάς. Τέλος εν έτει 1930 ανασυνεστήθη αυτή υπό του νύν Μητροπολίτου Ηλείας κ. Αντωνίου ως Μονή καλογραιών και ετέθη υπό την πνευματικήν ηγεσίαν της οσιωτάτης μητρός Μαρκέλλας. Ήδη εν τη Μονή ταύτη παραμένουν 9 μοναχαί, έτεραι δε τρείς εις το εν τη Μονή ταύτη άνηκον Μετόχιον της «Παναγούλας», παρά το χωρίον Αλποχώριον. Δια την μονήν του «Φραγκοπηδήματος» ας σημειωθή και τούτο το σπουδαίον : Κατά την επανάστασιν του 1821 προσέφερε δυο Πελοποννησίους στρατηγούς, τον Κυπριανόν και τον Νάρκισσον Πετρόπουλον ή Ρηγανάκον. Περί αυτών ασχολείται λεπτομέρως ο Φωτάκος εις το σύγγραμμααυτού «Βίοι επιφανών Πελλοπονησίων ανδρών». 

Κουμπάτης, Γ. Ι. (1937)
Thumbnail

Ταιριάζν' κι συμπεθεριάζν' 

Γρέζος, Τ. (1918)
Όμοιος ομοίω αεί πελάζει....
Thumbnail

Εν Μεγάροις θέλοντες να παραστήσωσιν, ότι το επάγγελμα του αιπόλου είναι άχαρι, εις πολλούς κόπους υποβάλλον το ποιμένα, λέγουσι την φράσιν: <τα γίδια είναι του όρνιου η κοτσιλία.>. Γραία δε τις μοί εξήγησε τι εννοεί η φράσις αύτη δια της εξής διηγήσεως. <Ο Χρίστος μία βολά εγκεζάραε στη γή τα’αι πήγαινε ένα δρόμο. Κατάστρατα απάντητσ’ε ένα στρατουλάτη τα’αι κοντά ‘ς αυτόνε ένα νάλλονε. <Να ρθώ τα’εγώ κοντά; -Έλα, >λέει τους ο Χριστός. Ήτουνε φτωχοί αθρώποι τα’αι οι δύο τα’αι πηγαίνανε ζητώντας λιγάζα ψωμάκι, λιγάζα τυράκι, πόντες δώ πόντες τα’ει. Έ! Καθήκανε σε μια άκρη να ξαποστάσουνε. Ντός βλέπουνε ένα κοπάδι κουρούνες που καθώτουσαν στα βράχια. <Ά!λέει του του Χριστού ο ένας, να είχαμε τούτες τοις κουρούνες, πρόβατα, γίδια, να ντ’αρμέγαμε, να δύναμαι όλου του κόσμου. –Έ! Δεν το καμες έτσι, λέει του ο Χριστός.-Εγώ!άμα το είχα γίδια, θα διδα σε μικρούς και μεγάλους. ‘Ε!Καλά!λέει του ο Χριστός, να γίδια και πάρ’τα.>Τα’αι ταμάμ εγινήκανε γίδια. Αυτός από τη χαρά του ούτε φκαριστώ δεν είπενε αλλά έτρεξε ‘ς ετσ’είναι. Μα έλα που δε μπόραγε να τα πιάση και να ντ’αρμέξη. <Χριστέ μου, λέει, έκαμες ένα θάμα, μα δε στέκονται να ντ’αρμέξω. Κάν’τα να σταθούν.> Τα’αι ο Χριστός τα καψε τα γόνατα, τα’αι λέπεις που είναι καιμένα;ποστότες είναι καιμένα!Τσ’αι ύστερα γονατήκανε τα’αι τα’άρμεγε. Φεύγει τα’είθε ο Χριστός τα’αι πάει το δρόμο του. Πο κοντά ο άλλος στατουλάτης. Πάει περα πέρα τα’απαντήκανε μια βρύση, που έτρεχε πόταμος το νερό και σαν κρούσταλλο. Έ!τσ’αι να τρεχε τούτ’ η βρύση κρασί να δίδαμε σε όλους τους στρατουλάτες. –Ναι άς λέεις, λέει ο Χριστός, δε θα ντο δινες.-Πώς! Άς την είχα γώ τα’αι θα των έδιδα> Τα’αι ώ του θάμα σου!Αμέσως αρχίνητσ’ε ο κάλανος να τρέχη κρασί. Άς είναι, χερέτητσε τονε τα’αι σηκώνεται τα’αι φεύγει. Παίρνει μια στράτι, παίρνει άλλη, πάει πόθε, πάει τα’είθε. Πέρατσ’ε τα’αιρός. Περνάει από τα’είνονε που του χε δομένα τα γίδια. Αυτός είχε κάμει τα’αι στάνη τα’αι ολημερίς με τα γίδια παιδευότανε. <Δώσε μου τα’αι μένα λιγάζα γαλάτσι, λιγάζα τυράτσι. –Δε δίνουμε δωπέρα γαλάτσι τα’αι τυράτσι. Άε φύγε,>λέει του Χριστού. Κάμει τα’είνος πέρα τα’αι πάει. Κρά! Κρά! Κρά!Τα γίδια γινήκανε πάλι κουρούνες πάνω στα βράχια τα’αι αμέσως πετάξανε τα’αι πάν και αφήκανε μόνο τοις κοτσιλιές του στον τσοπάνη. Πήρε τα’είνος χαμπάρι πως ήτανε τα’είνος ο στρατουλάτης ο Χριστός τα’αι τρέχει να τον προφτάκη, μα πού!Τσ’έτσι για όφελος του τσοπάνη τα’αφήκανε τοις κοτσιλίες του τα’αι την αγκλίτσα και το παθε σαν τα’ετσ’είνο που λέει κουμπάρα κουμπάρα, πάψε ντρουβάλα, μήτε τυρί, μήτε γάλα. Άς αφήσωμε τα’είνονε τον αχάριστο, που δεν έδωτσ’ε στο Χριστό,προσκυνούμε τόνε, γαλάτσι, να δούμε ντα παθε τα’είνος με τη βρύση. Ο Χριστός, παιδάτσ’ι μου, δε γκάθεται, περνάει, περνάει στον ένα, πάει στον άλλο, λέπει, κάνει το θέλημά του, τα’αλί οπού θυμώσει. Πάει που λέεις τα’αι βρίσκει τα’είνον με το κρασί. <Δε μου δίδεις λίγο κρασάκι, που μια αποσταμένος; -Έχεις παράδες; -όχι κάψο, δώσ’μου λιγάζα, που μ’αποσταμένος, διψομένος, πεθύμηκά το. –Άει κείθε που ρθες>Σηκώνεται ο Χριστός φεύγει. Πάει παρακάτω. Βρρρρ!!!η βρύση νεράκι. Τρέχει ο δόλιος να τονε προφτάκη. Πού!!! Να χε τα’άλλα η κατσία μας να τρωγε. 

Αθανασόπουλος, Θ. Ι. (1916)
Thumbnail

Μια φορά κ’ έναν καιρό ζούσε ένας τσοπάνης που είχε την στάνη του έξω απ’ το χωριό. Δίπλα στη στάνη, είχε κ’ ένα σπιτάκι όπου καθότανε ο ίδιος. Ένα βράδυ, εκεί που ήταν έτοιμος να πλαγιάση, ακούει να του βροντάνε δυνατά την πόρτα. – Ποιος είνε; Φωνάζει. – Άνοιξε! Ανοίγει ο τσοπάνης και βλέπει μια μαυροφόρα γυναίκα. – Ποια είσαι; της λέει. Τι θέλεις; - Εγώ είμαι η Βλογιά, του απαντάει εκείνη και ήρθα να μου δώσης το καλύτερό σου αρνί γιατί αλλοιώς θα σε πιάσω και θα πεθάνης. Δόσε μου το λοιπόν για να σ’ αφήσω. Σκέφθηκε λίγην ώρα ο τσοπάνης κι ύστερα της λέει: - Εγώ, κυρά μου, καθώς θυμάμαι και ο ίδιος και καθώς μου το έχει πη και η μάννα μου, την βλογιά την έχω βγάλει κι έτσι δεν φοβάμαι πειά να την ξαναβγάλω, κι αν την βγάλω θα την βγάλω ελαφρυά. Λοιπόν φεύγα και πήγαινε στο καλό, γιατί δεν σ’ έχω ανάγκη. Σηκώνεται λοιπόν η βλογιά και φεύγει από κει που ήρθε. Πάει να πλαγιάση πάλι ο τσοπάνης, αλλά δεν είχε ακόμη κλείσει τα μάτια του κι ακούει να του χτυπούνε πάλι την πόρτα. – Άει στο καλό, λέει. Ποιος είνε πάλι τούτος; Ανοίγει την πόρτα και βλέπει πάλι μια μαυροφόρα γυναίκα. – Ποια είσαι, κυρά μου; τη ρωτάει. Τι θέλεις από μένα τέτοια ώρα; - Εγώ, του λέει εκείνη, είμαι η διφθερίτις και ήρθα να μου δώσης το καλύτερό σου αρνί γιατί αλλοιώς θα σε πιάσω και θα πεθάνης. Αναθυμάται εκείνος λίγην ώρα και της απαντάει ύστερα: - Κυρά μου, εγώ, καθώς μου έχει πη η μάννα μου και καθώς θυμάμαι και ο ίδιος, την διφθερίτη την έχω βγάλει σαν ήμουνα μικρό παιδί και τώρα είν’ αδύνατο πειά να την ξαναβγάλω. Λοιπόν σύρε στην ευχή γιατί δεν σ’ έχω ανάγκη. Παίρνει το φύσημά της και η διφθερίτις και φεύγει. Πέφτει ο τσοπάνης για να κοιμηθή λιγάκι. Ότι εκόντευε να τον πάρη ο ύπνος κι ακούει πάλι να του βροντούν την πόρτα. – Μωρ’ τι ευχή Θεού είνε τούτο απόψε, λέει. Δε θα μ’ αφήσουν απόψε να ησυχάσω μια στιγμή! Ανοίγει την πόρτα, βλέπει πάλι μια μαυροφόρα. – Ποια είσαι εσύ κυρά μου, την ρωτάει. Τι θέλεις από μένα; - Εγώ, του λέει εκείνη, είμαι η Πανούκλα και ήρθα να σε πάρω. Αν όμως μου δώσης το καλύτερό σου αρνί, τότε δεν θα σε πειράξω. Ξύνει ο τσοπάνης το κεφάλι του, συλλογιέται κάμποση ώρα. Δεν την είχε βγάλει την πανούκλα! – Έλα της λέει, να στο δώσω το αρνί. Της πάει στην στάνη, της διαλέγει το καλύτερό του αρνί. – Πάρτο, της λέει εκείνη, θα μου το φέρης εσύ στο σπίτι μου. – Και που είνε το σπίτι σου! – Έλα μαζύ μου και θα στο δείξω. Τι να κάνη ο κακομοίρης ο τσοπάνης. Φορτώνεται το αρνί στην πλάτη του και μπρος εκείνη, πίσω αυτός τραβούν κατά το σπίτι της. Περπατάνε, περπατάνε, περνούν ερημιές, περνούνε βουνά, μα πουθενά να φανή σπίτι. Ο κακομοίρης ο τσοπάνης φοβότανε, αλλά δεν κοτούσε και να την ρωτήση. Καμμιά φορά βλέπει από μακρυά ένα θεόρατο παλάτι που φωτολόγαε. – Να το σπίτι μου, εδώ είνε, λέει η πανούκλα. Μπαίνουνε μέσα, τι να ιδή ο τσοπάνης. Ολόκληρο το σπίτι ήταν μέσα γεμάτο καντήλια που κρέμονταν απ’ το ταβάνι και φέγγανε. Άλλο ήταν γεμάτο λάδι, άλλο ήταν ως την μέση, άλλο τσιτσίριζε, άλλο ήταν έτοιμο να σβύση. Ξαφνιασμένος ο τσοπάνης ρωτάει: - Δε μου λες, κυρά μου, τι είνε τούτα τα καντήλια; - Αυτά, του λέει εκείνη, είνε η ζωή του κάθε ανθρώπου. Όσο καίει το καντήλι του, τόσο θα ζήση κανείς, μόλις σβύση, θα πεθάνη. – Είνε και το δικό μου εδώ μέσα; Ρωτάει ο τσοπάνης; - Πως δεν είνε. Να το. Κοττάει ο τσοπάνης και βλέπει ένα καντήλι ξέχειλο στο λάδι που έλαμπε τόσο ώστε χαιρόσουν να το βλέπης. Δίπλα του ήταν κι ένα άλλο που είχε απομείνει μονάχα το νερό του και τσιτσίριζε κι ήταν έτοιμο να σβύση. – Ποιανού είνε τούτο; Ρωτάει. – Τούτο είνε του αδερφού σου, του λέει η πανούκλα. – Αχ καϋμένη, της λέει εκείνος, δεν του βάζουμε λιγάκι από το δικό μου που έχει τόσο πολύ για να μην πεθάνη έτσι γρήγορα ο κακομοίρης. – Αυτό το πράγμα δε γίνεται λέει η πανούκλα. Όσο λάδι μπη εξ αρχής αυτό είνε όλο. Ύστερα ούτε μπαίνει άλλο, ούτε βγαίνει. – Αλήθεια, ρωτάει ο τσοπάνης, ούτε μπαίνει ούτε βγαίνει; - Αλήθεια. – Τότε λοιπόν αντίο σας. Και κόβει πάλι το αρνί στον ώμο του ο καλός ο τσοπάνης. Εσύ η ίδια μου είπες τώρα πως δεν μπορείς να βγάλης το λάδι από το καντήλι μου. Λοιπόν δεν σ’ έχω ανάγκη. Γιατί να χαραμίσω το αρνί μου. Παίρνει λοιπόν δρόμο ο τσοπάνης και κινάει κατά το χωριό του. Τις αυγές, σαν κοντοζύγωνε να φθάση ακούει την καμπάνα και βαρούσε νεκρικά. – Ποιος πέθανε; Ρωτάει. – Ο αδερφός σου, του λένε. Τότε κατάλαβε πως όλα όσα του είχε πη η πανούκλα ήταν αλήθεια. Πήγε στον τάφο του αδερφού του, γονάτισε κ’ έκλαψε, κ΄έπειτα ξένοιαστος πειά γλέντησε την ζωούλα του και έζησε εκατό χρόνια και περισσότερα έχοντας και τ’ αρνί του. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1928)
Thumbnail

Σμαρδέσι. Εκεί όλοι διηγούνται τα εξής : Ένας τσομπάνος κοιμόταν ένα μεσημέρι στο μαντρί του, ο βοηθός του είχε πάει στο χωριό να φέρη ψωμί. Όταν γύρισε ο βοηθός δτο μανδρί είδε τον τσομπάνο να κοιμάται μ’ανοιχτό το στόμα κι’είδε ένα φίδι να μπαίνη και να χάνεται στο στόμα. Κοντά ένα μπακράτσι (δοχείο που βάζουν οι τσοπάνηδες το γάλα) αδειανό. Τι είχε γίνει ; Το φίδι μυρίζοντας μπήκε στο στομάχι να φάη το γάλα (γιατί τα φίδια κυνηγούν το γάλα). Τότε αυτός πιάνει μια προβατίνα, την αρμέγει και βάνει το γάλα στο στόμα του τσομπάνη. Το φίδι μυρίζει το γάλα, γυρίζει να το φάη και έτσι σώθηκε ο τσομπάνος. 

Ιωαννίδου, Μ. (1937)
  • «
  • 1
  • . . .
  • 5
  • 6
  • 7
  • 8
  • 9
  • 10
  • 11
  • . . .
  • 2899
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (24461)Παραδόσεις (4521)ΣυλλογέαςΛουκάτος, Δημήτριος Σ. (1987)Κορύλλος, Χρήστος Π. (1385)Λουκόπουλος, Δημήτριος (1320)Κυριαζής, Νίκος Γ. (1180)Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1142)Λιουδάκη, Μαρία (941)Άγνωστος συλλογέας (827)Βογιατζίδης, Ι. Κ. (736)Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (730)Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (698)... Προβολή ΠερισσότερωνΤόπος καταγραφήςΚύπρος (1818)Αχαΐα, Πάτρα (1376)Νάξος, Απείρανθος (1248)Καππαδοκία, Φάρασα (744)Κρήτη (743)Ρόδος (720)Άνδρος (712)Αρκαδία, Γορτυνία (705)Ανατολική Θράκη (683)Άδηλου τόπου (620)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής1980 - 1987 (1)1970 - 1979 (179)1960 - 1969 (3652)1950 - 1959 (6664)1940 - 1949 (4038)1930 - 1939 (4714)1920 - 1929 (3412)1910 - 1919 (4655)1900 - 1909 (1667)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.