• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 941

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Α) Η γέννησή του. Οντόν ήτονε αγαστρωμένη η μάννα του Ιούδα να τονέ κάμη, επήγε ο προφήτης Νάθαν και τσ’ είπε: «Το παιδί απού δα κάμης, δα νάναι αφτομένος δαυλός να κάψη τον κόσμο.» Η γυναίκα το πρικάθηκε και μως και γέννησε τόβαλε μέσα σ’ έναν κασελάκι και πήε και τόρριξε στη θάλασσα. Τα κύματα πήρανε το κασελάκι κι επήγανε και το βγάλανε σε μιαν ακρογιαλιά. Εκειά ‘σανε γαϊδουροβοσκοί και το βρήκανε ανοίγουν το και θωρούνε το κοπέλι μέσα. Οι γαϊδάρες είχανε γεννημένα και το βάλανε και το βύζανε μια γαϊδάρα κι ενεθρέψάντο. Άμα μεγάλωσε του λένε: «Ε! εμεγάλωσες εδά, πήγαινε να πα’ βρης και συ δουλειά να ζήσης.» Β) Ο Ιούδας σκοτώνει τον αδερφό του.Σκώνεται κι αυτός και μισεύγει και πάει και μπαίνει δούλος. Και που να μπη, που να μην μπή; Εμπήκε δούλος στου κυρού ντου το σπίτι. Εδούλευγε κειά και περνούσανε καλά. Μα μιαν κοπανιά μάλωσε με τον αδερφό dου και τον εσκότωσε και σκώνεται και μισεύγει και πάει και μπαίνει δούλος στου βασιλιά. Το παλάτι. Γ) Ο Ιούδας σκοτώνει τον πατέρα του. Ο κύρης του σαν ήχασε και τ’ άλλο dου παιδί λέει μιαν ημέρα τση γυναίκας του: «Ερρίξαμε, κακομοίρα γυναίκα, το ΄να μας παιδί στη θάλασσα, εσκοτώσασί μας τ’ άλλο, κι εποκείναμε σα σβυτός λύχνος δεν έρχεσαι να δώσωμε των αμαθιών μας; Ίντα δα καθομάστανε μπλιό επαέ να κάνωμε;» Σκώνονται κιόλας και μισεύγουνε και πάνε και γίνουνται περβολάρηδες στου βασιλιά το περβόλι. Μιαν ημέρα πέμπει ο βασιλιάς τον Ιούδα να πάη να του κόψη ένα μάτσο ρόδα. Πάει αυτός στο περβόλι και φωνιάζει: «Περβολάρη! Ε περβολάρη!» Αθιβολή! Μπαίνει κι αυτός αμοναχός του και κόβγει ένα μάτσο ρόδα. Οντόν εμίσευγε, προβαίρνει ο περβολάρης κι εστέσανε καυγά. Μανίζει πάλι ο Ιούδας και σκοτώνει τον περβολάρη κι από πάει και το λέει στο βασιλιά: «Ετσέ κι ετσέ κι εμαλώσαμε με τον περβολάρη και τον εσκότωσα. – Μωρέ σκύλε, ιντά ‘καμες; Να πάρης εδά γυναίκα σου τη γυναίκα dου.» Πάει και παίρνει τη μάννα dου γυναίκα. Μιαν κοπανιά εκάθουντανέ και εκουβεδιάζανε μάννα και γιος και τόνε ρωτά: «Από πού ‘σαι και πως ευρέθηκες επαδά; - Εγώ δε γατέχω ποιοι ήσανε οι γονέοι μου. Εμένα με ευρήκανε γαϊδουροβοσκοί μέσα σ’ ένα κασελάκι και μ’ ενεθρέψανε. Και λέει τσης όλη του την ιστορία. – Σκύλε, και γιός μου είσαι και κολαστήκαμε, απού γενήκαμε κι αντρόϋνο. Να φύγης να πας ν’ ακλουθάς εκειούνουγέ τ’ αθρώπου, που λένε πως σώνει τσ’ αμαρτωλούς. Και φεύγει και πάει και γίνεται μαθητής του Χριστού.[δίδω των ομαθιών μου= φεύγω χωρίς να ορίσω που θα πάω] 

Λιουδάκη, Μαρία (1938)
Thumbnail

Ο καταχανάς Πισσάς όταν ζούσε ήτανε πολύ σκληρός σύζυγος και πατέρας και στο τέλος έσφαξε και τη γυναίκα ντου και τα παιδιά ντου και τυχτύνησε κι αυτός. Τη γυναίκα ντου και τα παιδιά ντου, τα θάψανε στην εκκλησία κι αυτό τον εθάψανε σ'ένα χωράφι κι η τοποθεσία ακόμη και σήμερον λέγεται στου Πισσά. Ο Πισσάς εκαταχάνιασε κι επήγαινε στα σπίθια κι έκανε όσα έκανε και ο Γιωργίτσης.(Κατ'άλλους οι φόνοι έγιναν απο Γιαννιπάρης και τους απέδωσαν στο Πισσά.) 

Λιουδάκη, Μαρία (1938)
Thumbnail

Μια φορά έναν κοπέλι πήγαινε στο σκολειό από το ένα χωριό στο άλλο. Το μεσημέρι που γάερνε στο σπίτι ντωνε, πέρασεν από ‘ναν ποταμό και θωρεί κάτι γυναίκες κι επλύνανε. Αυτό, κοπέλι, έπιασε πέτρες και τσι χαράκισε, κι εκείνες, παιδί μου, ήσανε νεράγδες και πιάνουν τσι κοπανίδες και τσακώνουν το, που τ’ αφήκανε πεθαμένο χάμαι. Το χάνουν οι γονείς του, ανιμένουν να ρθη και δεν έρχεται. Βραδιάζει. Παίρνουνε λύχνους και φανάρια και πάνε και το βρίσκουνε στον ποταμό, μισοπεθαμένο κι έτρεμε ως τρέμει το καλάμι. Παίρνουσίν το οι καημένοι οι γονείς του και το πάνε στο σπίτι. Πάνε και ρωτούν το μοιράρη και τους τα είπε όπως έγιναν. Μα δε γιατρεύτηκε ποτέ ντου το παιδί. Ώσπου γέρασεν έτρεμε κι ήτανε και βουβό. 

Λιουδάκη, Μαρία (1938)
Thumbnail

Κίος και ευγένεια! (αγενείς). Μουδανιά και τιμιότης! (άτιμοι). Σιγή και αλήθεια! (ψεύτες). Τρίγλεια και γνώση! (τρελλοί) 

Λιουδάκη, Μαρία (1937)
Περιπαίγματα
Thumbnail

Στη Μεγάλη Βιάννο έχουνε μιαν εκκλησά θαματουργή, την αγία Μαρίνα. Τον καιρό τση Τουρκιάς ήπεψε ένας αγάς κάμποσους Τούρκους να τήνε ξεθρονιάσουνε. Πάνε να μπούνε μέσα στην εκκλησά κι ακούνε μια φωνή από το ιερό και τους εφώνιαζε: «Όξω! Όξω!» και θωρούνε και μια χέρα και τσι ’πόβγανε. Δίδουνε αυτοί όξω ξετρουμισμένοι και πάνε και το λένε στον αγά. Τούτονέ και τούτονέ, αγά μου, και δε μπαίνομε εμείς μέσα. Βάνει τσις ομπρός του ο αγάς και τσι γιαγέρνει τα μπρος οπίσω. «Να πάτε ντελόγο να την ξεθρονιάσετε, γιατί δα σάσε κουτσοκεφαλίσω. Ξαναγιαγέρνουνε στην εκκλησά οι μπαρμάδες. Κι ακούνε πλια άγρια τη φωνή: «Να πάτε να πήτε κειουνουγιά που σας ήπεψε να ’ρθη αμοναχός του να ξεθρονιάση την εκκλησά». Γιαγέρνουνε πάλι στον αγά και λέσιν του το. Μανίζει ο αγάς και καβαλκεύγει τη φοράδα ντου και πάει στην εκκλησά. Φτάνει στην πόρτα και ω του θαύματος! Κόβγουνται τα χέρια ντου και τα πόδια ντου και πέφτουνε κάτω. Άλλα κομμάθια τον εμαζώξανε κι επήγανε και τον εθάψανε. 

Λιουδάκη, Μαρία (1938)
Thumbnail

Μιαν κοπανιά επήγε στον άγιο Σπυρίδωνα μια χήρα γυναίκα και του ’πενε, πως δεν είχενε λεφτά να πάρη κριθάρι. Ο άγιος Σπυρίδωνας ήτονε φτωχός και δεν είχενε να τήνε βοηθήση και στενοχωρέθηκε πολύ. Κεινιά την ώρα θωρεί έναν όφη κι εσύρνουντονέ ομπρός του και πιάνει τονε και γίνεται ντελόγο χρυσός και λέει τσης: «Πάρε κειονέ τον όφη, κι άμε τονε αμανέτι στον Οβραίο απού πουλεί το κριθάρι να σου δώση να πας των παιδιώ σου, ίσαμε να βρης τσι παράδες να του τσι πας. Παίρνει η γυναίκα τον όφη και πάει τονε αμανέτι στον Οβραίο και παίρνει το κριθάρι. Σαν ήβρηκε τα λεφτά παίρνει και του τα πάει και ζητά του τ’ αμανέτι. Κι εκείνος ο αφιλότιμος τήνε παίρνει από πίσω. «Όξω μωρή και δε μου ’δωκες εμένα αμανέτι». Μισεύγει η νοικοκερά και δεν ήτονε ποπορισμένη στην πόρτα τζης κι ακούει ο Οβραίος κι εχτύπανε κι εχτύπανε η κασέλα να σπάση, απού ’χενε τον όφη. Να τ’ ακούση αυτός εφοβήθηκε και φωνιάζει τση γυναίκας και γιαγέρνει και τση δίδει τον όφη. Πάει τονε αυτή και δίδει τονε στον άγιο Σπυρίδωνα κι εκείνος πάλι τον ήφηκε κι ήφυγε. 

Λιουδάκη, Μαρία (1938)
Thumbnail

Ο πασάς της Περγάμου είχεν έναν αράπη. Μια μέρα ο αράπης του εζευγάριζε σ’ένα χωράφιν, κι εμπέρδεσεν σε αλυσσίδα το αλέτρι. Σκάβει και βρίσκει δώδεκα κιούπια γεμάτα θησαυρό. Σκοτώνει τον αράπη και τον θάβει εκεί και πάει και δηλώνει στο Σουλτάνο. Ήρθαμε και τα βγάλανε και δώσανε και κεινονά δύο κιούπια και τ’άλλα πήρανε αυτοί. 

Λιουδάκη, Μαρία (1939)
Thumbnail

Καιρός για φίλου σπίτι καί να κοιλιοπονά κι η γυναίκα ντου, και να μην έχη και ψωμί και να στάσση και το σπίτι ντου 

Λιουδάκη, Μαρία (1938)
Ερμηνεία: Το λένε όταν βρέχη πολύ και είναι και κρύο πολύ...
Thumbnail

Μια φορά ήτονε έναν αντρόυνο κι είχενε πολλούς παράδες κι εποφασίσανε να πά τα χώσουνε όξω στην οξοχή από κάτω από ‘ναν πρίνο. Ακούει η γειτόνισσα τα’ αντρόυνο και λέει : ‘’Να ‘ρθής, μωρέ, να πα χώσουμε- τα λεφτά μας στον τάδε πρίνο’’ Σηκώνεται η γειτόνισσα και πάει και βγαίνει στην κορφή τον πρίνο και του ‘νίμινε να΄ρθούνε. Μετά κάμποσην ώρα θωρεί τα’ αντρόυνο κι ήρχουντονέ κι εβαστούσανε τα λεφτά ντους. Ξανοίγει τους αυτή και πάνε και σκάφτουνε από κάτω στον πρίνο και χώνουν τα λεφτά ντους κι αποί λένε : ‘’Ετούτανε τα λεφτά να μη βρεθούνε, α δε σφαγούνε εννιά αδέρφια από πάνω’’. Αφήνει τους αυτή και μησ’ φεύγουνε κι απόι πάει και θέτει μιάν κλωσσού και βγάνει εννιά πουλιά και παίρνει τα και πάει και τα σφάζει από πάνω από τα λεφτά κι ανοίγει ύστερα και παίρνει τα. 

Λιουδάκη, Μαρία (1938)
Thumbnail

Ο ποταμός δεν κατεβάζει μοναχά νερό, κατεβάζει και ξύλα και χώματα και πέτρες 

Λιουδάκη, Μαρία (1939)
Η ζωή έχει και βάσανα...
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 95
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (791)Παραδόσεις (150)Συλλογέας
Λιουδάκη, Μαρία (941)
Βράκας, Θωμάς (1)Τόπος καταγραφήςΜικρά Ασία, Σινώπη (126)Κρήτη, Κυδωνία (102)Μικρά Ασία, Βιθυνία, Σιγή (89)Λακωνία, Σπάρτη (81)Κρήτη, Μεραμβέλλο, Λατσίδα (69)Κρήτη (57)Κρήτη, Ινναχώριο, Τοπόλια (51)Ήπειρος, Λοζέτσι (45)Κρήτη, Λασίθι, Άγιος Γεώργιος (45)Κρήτη, Λασίθι, Λατσίδα (41)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής1940 - 1948 (96)1932 - 1939 (845)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.