• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 827

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Ήρθαμε στου νυν κι αεί 

Άγνωστος συλλογέας (1903)
Να δαρθούμε
Thumbnail

Μια φορά ένας Χιώτης καυχότανε πως γνώρισε φαρσί τα αρχαία ελληνικά. Μια μέρα, ο καντυλανάπτης μαζί με τον αριστερό ψάλτη της εκκλησίας, για να περάσει η ώρα ως ότου να χτυπήσει η καμπάνα του εσπερινού.. ξηγούσανε τροπάρια! Και στην αρχή μεν, οπωσδήποτε τα καταφέρναμε. Αντιστάσεως μη ούσης δηλ. βγάζανε κάποιο νόημα. Όταν όμως φτάσανε στις Καταβασίες των Χριστουγέννων που είνε εις στίχους Ιαμβικούς και διαβάσανε τον στίχον <Νύν ποτυιάται της παλιγγενεσίας>εκεί πλέον δεν μπορέσανε να προχωρήσουν. Τα μπερδέψανε, ζαλισθήκανε, σκοτισθήκανε και νόημα μηδέν. –Αμ, καυμένε, είπε τότε ο ψάλτης : Τι καθόμαστε και σκοτιζόματσε; Να πάμε στον δάσκαλο να μας τα εξηγήσει. Δάσκαλος δε, θα το εννοήσατε βέβαια, ήταν ο δεινός ελληνιστής, ο χιώτης που γνώριζε τα ελληνικά φαρσί. Φτάσανε στο γραφείο του. –Δάσκαλε, το και το. – Ευχαρίστως, παιδιά μου εις ποιον κείμενον έχετε απορίαν; Έχετε υπόψη σας κανένα αρχαίον συγγραφέα, ή –Δάσκαλε, τον διακόψανε, θέλουμε να μας εξηγήσεις τι θα πεί το : <Νύν ποτνιάται ης παλιγγενεσίας> -Αυτό μόνον; Λοιπόν παιδιά μου, το <νύν> είνε πάντα νύν! –Και το <ποτνιάται> τι θα πεί; -Και το <ποτνιάται> παιδιά μου είναι και αυτό κάτιν τις. –Καλά. Άμ το < της παλιγγενεσίας> πως το εξηγείς; <Μωρέ διαβόντρον κουλούκια, είπεν έξω φρενών ο δάσκαλος, εγώ θα σας τα εξηγήσω όλα. Και τους έδιωξε. Και έτσι έγινε η μετάφραση του <Νυν ποτνιάται της παλιγγενεσίας> από το αρχαίον κείμενο στη δημοτική μας γλώσσα. 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Thumbnail

Τα δύο ενδιαφέροντα άρθρα του «Έθνους» περί μανδαγόρα μου δίνουν αφορμήν ναναφέρω ολίγα ακόμη σχετικά μ΄αυτόν και ειδικά για τη δεισιδαιμονία του λαού μας περί του φυτού αυτού. Πρώτα-πρώτα ολίγα γενικά: Πάντα ο άνθρωπος στις ασθένειες του είχε την τάσι ναναζητά υπρφυσικές δυνάμεις από αμάθεια και δεισιδαιμονία. Ιερά δέντρα η πόαι, που είχαν μαγική δύναμι, αναφέρονται από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται το φυσικό δουδαΐμ, ο δε Όμηρος αναφέρει το μώλυ. Τον μανδαγόραν αναφέρει ήδη και ο Ιπποκράτης εις το «Περί τόπων κατά άνθρωπον» ως ναρκωτικόν «Τους ανιωμένους και νοσέοντας και απάγχεσθαι βουλομένους μανδαγόρου ρίζαν πρωΐ πιπίσκειν έλασσον ή ως μαίνεσθαι». Ίσως και ο σπόγγος που προσεφέρθη με όξος εις τον Χριστόν κατά την σταύρωσιν του να είχε αυτό το ναρκωτικό. Κατά τον μεσαίωνα η δεισιδαιμονία για τον μανδαγόραν έφθασε το ζενίθ. Στην Ιερά Εξέτασι, όστις συνελαμβάνετο με ρίζες του φυτού αυτού εθεωρείτο ως μάγος και εκαίετο. Χαρακτηριστικόν είνε και τούτο, ότι μια από τις σπουδαιότερες ερωτήσεις του δικαστηρίου στη Ζαν ντ΄Άρκ ήταν «τι έκαμνε με την ρίζα του μανδαγόρα»! Για τις δεισιδαιμονίες του λαού μιας περί του φυτού αυτού έχομεν ως μοναδικές πηγές πρώτα τον ιατροδιδάσκαλον διονύσιον Πύρρον τον Θεσσαλόν και έπειτα τον αείμνηστον Ν. Πολίτην. Ο πρώτος γράφει το 1850 στη «Φαρμακοποιΐα» Του Καμπανά που μετέφρασε: «Ο μανδαγόρας είνε εν από τα επτά αρχαία τερατοποιά βότανα, τα οποία τέτε έκαζον εκ της γης με τινας ευχάς και τελετάς, τόσον εις την Κύπρον, όσον και άλλας νήσους Αιγαίου Πελάγους και εις τας Αθήνας, και αυτά εισί τα οποία σήμερον ουδέ εν πιστεύονται ως τοιαύτα.» Ο δε Ν. Πολίτης εις το δέκατον πέμπτον κεφάλαιον «Φυτά», αριθμός 322 από τας «Παραδόσεις» στη σελίδα 177, αναφέρει την παράδοσι της Μήλου περί μανδαγόρα, που είνε ενδιαφέρουσα και την παραθέτω ολόκληρη: «Η φιστουλόριζα μοιάζει με μωρό παιδί στο σχήμα και δεν πρέπει να την ξερριζώση άνθρωπος, γιατί αμέσως πεθαίνει. Αλλά πρέπει να την σκάψη γύρω-γύρω και να βγάλη το χώμα και ύστερα να την δέση μ΄ένα σκοινί και την άκρη του σκοινιού να την δέση στο πόδι ενός γαϊδάρου ή μπουλαριού. Ύστερα να χτυπήση το ζω για να το αναγκάση να προχωρήση και έτσι να την ξερριζώση. Όταν ξερριζώνεται από τη γη η ρίζα κλαίει σα μικρό παιδί και το ζω που μεταχειρίστηκαν για το ξερρίζωμα ψοφά. Έπειτα την παίρνουν και την τυλίγουν με προσοχή σε μαντήλι και την πάνε στο γητευτή και την ετοιμάση για να γιατρέψη το φίστουλα.» Ο Πολίτης εις τας «Σημειώσεις» του λέγει σχετικά: «Η ρίζα, η θεραπεύουσα το συρίγγιον, λέγεται ανθρωπόμορφος και προς εξόρυξιν αυτής παραγγέλλονται προφυλάξεις αναγκαίαι όπως σωθή ο εξορύττων εκ του θανάτου. Τοιαύτας προφυλάξεις ελάμβανον και οι αρχαίοι προς εξόρυξιν ριζών, αίτινες επιστεύετο ότι είχον θαυμάσιαν ενεργείας και ας ανέσπων διά κυνός. Ούτω την αγλαόφωσιν, ήτις δια τούτο ελέγετο και κυνόσπαστος. Προ πάντων δε τον μανδαγόραν ούτως εξώρυττον κατά τους μέσους χρόνους και κατά τους καθ΄ημάς έτι. Αλλά και αυτόν τον μανδαγόραν γινώσκει ο καθ΄ημάς λαός και νομίζει ότι είνε έμψυχος και οτι εκριζούμενος φωνάζει. Και η λέξις διετηρήθη, μικρόν παραφθαρείσα, μανδαγόρα. Νυν αι ρίζαι του μανδαγόρα διασκευάζονται εν Συρία, οπόθεν κομίζονται και εις Ελλάδα και τας ελληνικάς χώρας, έχουσι δε συνήθως μορφήν γυναικός. Ο κατά τας αρχάς του παρελθόντος αιώνος ζήσας Επιφάνιος Δημητριάδης περιγράφει αρρένα μανδαγόραν, ον επεδείκνυεν εις αργύρτης «μιαν ρίζαν τετορνευμένην με γένεια και μουστάκια κατασκευασμένα και με χάνδρινα μάτια» και προσθέτει ότι ο εξαιρών τα πλεονεκτήματα αυτού έλεγε: «Συμφέρει εις τον έρωτα, συμφέρει (εις το πλούτος, Έχει ενέργειες πολλές, θαύματα κά(νει ούτος.»» Πιστεύεται ότι ο κάτοχος μανδαγόρου ευημερεί, αυξανομένου του πλούτου αυτού, αυτή δε η δοξασία είνε κοινή και εις άλλους λαούς. Επίσης δε συμφέρει εις τον έρωτα, διότι εξ αυτού παρασκευάζονται φίλτρα, υπέρ και οι αρχαίοι επίστευον, δι’ δ’ και η Αφραοδίτη επεκαλείτο Μανδαγορίσις. Αλλά και προς θεραπείαν δεινών νόσων νομίζεται χρήσιμος, κατά δε τας μεσαιωνικάς δοξασίας εποίει γόνιμους τας στείρας γυναίκας.» 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Ένα από τα ωραιότερα μνημεία της χριστιανικής μας τέχνης αληθινό καύχημα της Ελληνικής Ορθοδοξίας, είνε και η Εκατονταπυλιανή της Πάρου. Γύρω από την αρχαιοτάτη αυτή εκκλησία πλέκονται διάφορες ιστορίες και θρύλοι. Σημαντικώτερος είνε ο ακόλουθος : Στον καιρό του βασιλέως Λέοντος, πειραταί Άραβες, με ορμητήριο την Κρήτη, έκαναν καταστρεπτικές επιδρομές στα Ελληνικά παράλια και προ πάντων στα νησιά του Αιγίου. Ο βασιλεύς έστειλε το στρατηγό Ημέριο για να καταδιώξη τους επιδρομείς και ν' απαλλάξη τους υπήκοους του από την τυρρανία τους. Αλλ' άνεμος σφοδρός ανάγκασε τον Ημέριο να ρίξη Άγκυρα στην Πάρο, όπου έμεινε αρκετές ημέρες. Το στρατηγο αυτόν ακολουθούσε στην εκστρατεία κι ένας λόγιος της εποχής, ο “Συμεών ο σοφός”, ο οποίος εβγήκε στο νησί, το εμελέτησε κι έγραψε περίεργες πληροφορίες για το εκκλησιαστικό του μνημειο και για ότι άλλο αξιοπερίεργο είχε. Την εποχή εκείνη, ο ναός της Εκατονταπυλιανής ήταν ακόμη σε όλη την ωμορφιά της μαρμαρένιας λευκότητος του. Το μακρό περιστύλιο του, τα λεπτοσκαλισμένα κοσμήματα του, ο λπούτος των αφιέρωμάτων και των πολυελαίων, επέσυραν το θαυμασμό των προσκυνητών που εμαζεύοντο από παντού... Σήμερα, δυστυχώς, όλο εκείνο το μεγαλείο, είναι σκεπασμένο με τον ασδέστη και τις διάφορες επιδιορθώσεις. Εν τούτοις, ακόμη και σήμερα, ο προσκυνητής νοιώθει βαθειά συγκίνηση μπρός στο αριστούργημα αυτό της αρχιτεκτονικής, Όταν μπή κανείς στο Ιερό του ναού, βλέπει, ως είδος αμφιθεάτρου, ένα μεγαλοπρεπές Δωδεκάθρονο, όπου εκάθονταν οι αρχιερείς και ιερείς στις μεγάλες λειτουργείες. Στη μέση του Ιερού, επάνω από την Αγία Τράπεζα, υπάρχει επίσης ένα θαυμάσιο μεγάλο κιβούρι, μονόλιθο, στηριζόμενο σε τέσσερις στήλες από γρανίτη. Είνε φανερό οτι είνε παρμένο από αρχαίο Ελληνικό ναό, ίσως της Δήλου. Το κιβούρι αυτό ο αρχηγός των Αράβων Νίσσυρις θέλησε να το αρπάξη, για να το αφιερώση στο τέμενος της Άγαρ, της προμάμης του Αραβικού λαού. Αλλ' ενώ η πύλη του ναού ήταν αρκετά ευρύχωρη για να το βγάλουν έξω, όταν έφταναν εκεί το κιβούρι μεγάλωνε – μεγάλωνε και δεν χωρούσε να περάση. Τέλος οι πειραταί κουράστηκαν, το άφησαν χαμου κι έφυγαν. Δεξιά, σ' ένα ξεχωριστό διαμέρισμα του ναού, ΄σωζεται ακόμη η Κολυμβήθρα , που έχει σχήμα σταυρού. Σ' αυτή κατεβαίνει κάνεις με τρία σκαλοπάτι. Στη μέση της Κολυμβήθρας υψώνεται η λεγόμενη “Ιερά νήσις” όπου στεκότανε ο ιερέας κι' εβάφτιζε. Στη Κολυμβήθρα αυτή έλαβαν το βάφτισμα οι τελευταίοι Ελληνες ειδολολάτραι. Αριστερά στην άλλη πτέρυγα υπάρχει μια επιτάφια πλάκα. Και ο προσκυνητής σταματά φιλοπερίεργος να μάθη ποιόν κρύβει ο τάφος αυτός. Κάποιος καλόγηρος της Μονής διηγείται τότε στον επισκέπτη ότι μια γυναίκα είνε κεί μέσα θαμμένη. Θεόκτιστη τ' όνομα της και δραματική η ιστορία της. Στα παληά χρόνια, ξένοι κυνηγοί βγήκαν στην Πάρο, για να κυνηγήσουν ελάφια και άλλα άγρια ζώα. Ένας από τους κυνηγούς αυτούς ξέκοψε από τους άλλους, για να πάη στην Εκατονταπηλιανή να προσκυνήση. Φτάνει στην εκκλησία, κατά το μούχρωμα, μπάινει μέσα και βλέπει στα δεξιά της Αγίας Τραπέζης κάτι αεροσάλευτο, σαν άσπρο πανί ή σαν δίχτυ αράχνης που το κούνησε ο άνεμος. Ο κυνηγός κάνει να πάη κοντά, όταν άξαφνα ακούει μια φωνή που έβγαινε από το άσπρο μαγνάδι κι' έλεγε τρομαγμένη : - Μην πλησιάσης! ... Είμαι γυναίκα γυμνή: Ρίξε μου ρούχα να σκεπασθώ, και θα σου πώ ποιά είμαι!... Ο κυνηγός της έρριξε το μαντύα του, που η γυναίκα τον εφόρεσε, και αφού έκανε το σημείο του σταυρού, άρχισε τη διήγησι της : Ήτανε καλόγρηα απο την Μεθύμνη της Λέσβου. Από μικρή, ταγμένη στα θεία, μπήκε σε μοναστήρι γυναικών. Σε ηλικία 18 ετών θέλησε να επισκεφθή μια μια αδελφή της παντρεμένη στη Μεθύμνη και ξεκίνησε για κεί. Στο δρόμο, ένα μπουλούκι πειρατών του Νισσύρι την εσκλάβωσε, την έφερε στο καράβι και μαζύ με άλλες την έφερε στην Πάρο, όπου εσκόπευαν να μείνουν λίγο καιρό οι πειραταί έως ότου κάνουν πανιά για το Αλγέρι. Μια νύχτα όμως, η Λεσβία καλόγρηα κατώρθωσε να ξεφύγη από τα χέρια των πειρατών και τρέχοντας να χωθή στο δάσος. Κ' εξακολουθούσε να τρέχει ολοένα, αψηφώντας τα λιθάρια και τ' αγκάθια, ξεσκίζοντας τα πόδια της, περίτρομη, λαχανιασμένη. Τέλος δεν μπορούσε να περπατήση απ' την κούρασι κ' έπεσε χάμου, σαν νεκρή!... Την άλλη μέρα, το πρωΐ, η ακτίνες του Ηλίου την έξύπνησαν. Η καλόγρηα ανασηκώθηκε, έρριξε μια ματιά γύρω της και πέρα κατά τη θάλασσα και με χαρά είδε τα καράβια των πειρατών ν' αρμενίζουν μακρυά, περ' από την Πάρο... Από τότε – είπε στον κυνηγό – είχαν περάσει 30 χρόνια. Και κατοικούσε πειά μέσα στο ναό και τρεφότανε με άγρια χόρτα και νερό πηγής, “βοηθουμένη από τη χάρι της Υπεραγίας Θεοτόκου”. Και όταν τα ρούχα της εξεσχίζοντο, την εσκέπαζε η δύναμις του Θεού που κυβέρνα και σκεπάζει τα πάντα!... Αφού είπε αυτά η καλογρήα, έπεσε στα γόνατα κ' ευχαρίστησε τον Κύριο. Έπειτα, παρακάλεσε τον κυνηγό όταν θα ξαναγυρίση να της φέρη μέσα σε καθαρό κουτί Άγιο Αντίδωρο, και να μην πή τίποτς σε κανένα γι' αυτήν. Ο Κυνηγός της το υποσχέθηκε, κ' έφυγε. Σύμφωνα με την επιθυμία της Αγίας , επείτα από λίγον καιρό, ο κυνηγός εξαναγύρισε στην Πάρο και διευθύνθηκε στον έρημο ναό της Εκατονταπυλιανής. Στην αρχή δεν τη βρήκε εκεί την καλόγρηα, γιατί, φαίνεται κρυβότανε από τα μάτια του κόσμου. Αφού όμως οι κυνηγοί απομακρύνθηκαν, η Θεόκτιστη παρουσιάστηκε ντυμένη με το μαντύα του κυνηγού. Αυτός, άμα είδε την ερημήτισσα θέλησε να πέση στα γόνατα της και να την προσκυνήση, μα εκείνη του εφώναξε δυνατά : - Μην κάνης σε μένα μετάνοια! Σκέψου οτι βαστάζεις τα Θεία Μυστήρια!... Ο κυνηγός συγκινημένος επλησίασε, και η Θεοκτίστη κλαίγοντας από χαρά, επήρε από τα χέρια του κυνηγού το Τίμιο Σώμα που της το είχε φέρει μέσα σε ξύλινο κουτί, ευωδιασμένο, από πυξό. Η Θεόκτιστη άνοιξε το κουτί, εκοινώνησε και είπε : - Νύν απολύσις την δούλην σου, Δέσποτα, οτι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριον σου! ... Τώρα που έλαβα την άφεσι των αμαρτιών μου θα πάω όπου προστάζει το κράτος σου!...Έπειτα από τ αλόγια αυτά, εσήκωσε τα λιπόσαρκα χέρια της ώρα πολλή, προσευχήθηκε σιωπηλά, και αφού αποχαραίτησε τον κυνηγό χάθηκε. Όταν ύστερ' από λίγες ημέρες ο κυνηγός γυρίζοντας από την εκδρομή του στα βόρεια του νησιού, θέλησε να ιδή και να λάβη την ευλογία της Θεόκτιστης για βοήθεια στο ταξείδι του, τη βρήκε νεκρή μέσα στο Ιερό της Εκατονταπυλιανής, τυλιγμένη με το μαντύα του, με τα χέρια σταυρωμένα και τη γαλήνη στο θείο της πρόσωπό. 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Thumbnail

Κάλλιο ρίζες και βελάνια και μέσα τ' άντερα πάρα τυρί και βούτυρο και έξω τ' άντερα 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Thumbnail

Και κόρκορος εν λαχάνοις και Σαούλ εν προφήταις – Και η κοσκινού τον άντρα της με τους πραγματευτάδες 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Συλλογή Πιλίς – Αβίζ
Thumbnail

Και κόρκορος εν λαχάνοις και Σαούλ εν προφήταις – Και η κοσκινού τον άντρα της με τους πραγματευτάδες 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Thumbnail

Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος. – Πάμε στην Τούμπα; Μου λέει κάποιος φίλος μου, θα περάσουμε ωραία. – Ποια Τούμπαν; Εις την Θεσσαλονίκην υπάρχουν πολλές τούμπες και εντός και εκτός της πόλεως. Ανάγκη μιας διευκρινίσεως εδώ. Μια φορά και ένα καιρό ως θέσις «Τούμπα της Θεσσαλονίκης» ήτο γνωστή η περιοχή η περί την μεγάλην Τούμπαν, προς την δυτικήν έξοδον της πόλεως και επί της Εγνατίας ακριβώς οδού, η μεγάλη και υψηλή εκείνη τούμπα ( βουνοειδής σωρός χώματος) δια την οποίαν τόσοι θρύλοι περί κατακεχωσμένου θησαυρού και τόσαι ανασκαφαί, κατά τον μεγάλον πόλεμον, εκ μέρους των Γάλλων στρατιωτικών προς ανακάλυψιν των απ’ αιώνων κεκρυμμένων τιμαλφών. Ήτο δε περίεργος η κοπή αυτής υπό των Γάλλων, σαν κόψιμο τούρτας κατά φέτες εις κάθετον τομήν… Τι ευρέθη εντός αυτής; Χώμα παχύ και άφθονον και μόνον χώμα και άλλο τίποτε. Μηδέν. Χώμα ψαχνό και πάλιν χώμα. Βαρυνθέντες και αυτοί διέκοψαν τον κατατεμαχισμόν… Τι μυστήριον, αλήθεια, και αυτές οι «τούμπες» μεγάλες και μικρές, οι τύμβοι δηλαδή χωμάτων ως λοφίσκοι εις διαφόρους αναμεταξύ των αποστάσεις μέσα εις τας ευρείας πεδιάδας της Μακεδονίας. Πολλοί σοφοί και ειδικοί και ιστορικοί ξένοι και δικοί μας απασχοληθήκανε με αυτές και πολλοί περίεργοι άνοιξαν τρύπες, μέσα εις τα χωματένια σώματά των, δια ν’ ανακαλύψουνε τι κρύπτουνε. Άλλοι είπαν ότι είνε τάφοι στρατιωτών πεσόντων κατά διαφόρους μάχας, των οποίων τα πτώματα συνήχθησαν εις ένα μέρος και εσκεπάσθηκαν με χώματος βουνά μικρά. Άλλοι υποστηρίζουν, και αυτοί φαίνονται πιο πιστευτοί, ότι πρόκειται περί οπτικού τηλεγράφου των αρχαίων. Επάνω εις κάθε τύμβον έμενε φρουρά, η οποία ήναπτε πυράς και μετέδιδε διαταγάς και αγγέλματα εις τα στρατιωτικά σώματα που ήσαν σκορπισμένα ανά την Μακεδονίαν, εώς το έσχατον δυτικόν άκρον αυτής. Εννοείται ότι εκτός των σοφών και των ειδικών και ο λαός έχει τα ιδικά του παραμύθια δια τους μαστούς αυτούς της γης, τους τόσον περίεργους και ανεξηγήτους. Ωραία είνε μια παράδοσις, που άκουσα κάποτε γι’ αυτές σ’ ένα χωριό των Γιαννιτσών. Ότι κακούργοι τον παληό καιρό επήγανε να κλέψουνε τα χρήματα ενός ναού, υποθέτω του Αγίου Δημητρίου. Ο ναός ήταν πλούσιος πολύ και γεμάτος με σωρούς χρυσού. Οι ιερόσυλοι γέμισαν τα σακκούλια τους με το χρυσάφι και θέλησαν να φύγουν κατά την Αρβανιτιά, από όπου και κατήγοντο. Ο χρυσός όμως ήτανε βαρύς και τρύπησαν τα σακκούλια. Και έτσι έπεφτε εδώ κ’ εκεί, και όπου έπεφτε γενόταν χώμα. Και το χώμα έμεινε, έτσι σωριασμένο προς αιώνιον των ληστών ανάθεμα και παράδειγμα των άλλων. Αν όμως οι πατήσαντες την εκκλησίαν εγέμισαν όλην την Μακεδονίαν χώμα, εώς τα αλβανικά τα σύνορα, αυτοί αποθανόντες δεν ευρήκαν ούτε ένα δράμι χώμα για να αναπαυθούν. Όπου και αν τους έχωναν, η γη του εξερνούσε, ώσπου ηναγκάσθησαν να πετάξουνε τα πτώματά τους μέσα στη λίμνη της Πρέσπας τη μεγάλη. Αλλά και εκεί, μόλις οι νεκροί άγγισαν της λίμνης τον βυθόν, το χώμα υπεχώρησε και μια οπή άνοιξεν εκεί και τους κατέπιε. Από τότε υπάρχει η τρομερά αυτή οπή στην ανωτέρω λίμνη, από την οποίαν ροφάται με πάταγον αρκετόν μέρος του νερού της λίμνης. Είνε, όμως, μυστήριον, που βγαίνει το νερό αυτό. Μερικοί θέλουν να ειπούν ότι το νερό εκβλύζει κοντά σ’ ένα χωριό που κείται ολίγον επάνω και προς βορράν των Βοδενών, και όπου παραπολλές φορές μεταβάλλει εις λίμνην την πεδιάδα του χωριού. Την εκδοχήν αυτήν την υποστηρίζουν περισσότερον οι κάτοικοι του Νησίου, στηριζόμενοι σε μια παληά παράδοσι, την οποίαν καλόν είνε να αναφέρω εν ολίγοις. Ένας μυλωνάς μια φορά, απ’ έξω από το Νησί, καθόταν με το γυιό του στο προσηλιακό του μύλου τους και παίζαν τις φλογέρες των, γιατί δεν θα είχαν, φαίνεται, δουλειά. Τότε πέρασεν από εκεί ένας Σαρακατσάνος τσέλιγκας, μαζί με τα κοπάδια, την οικογένειά του, τα άλογα και τα μουλάρια, με τους πιστικούς και τους βοσκούς του, πηγαίνοντας στο ξεκαλοκαιριό, απάνω εις την Πρέσπα. Ήταν άνοιξις. Κάθησε λίγο στον μύλο να ξεκουρασθή και ρώτησε τον γέρο πως πάνε οι δουλειές. – Κακά-ψυχρά κι’ ανάποδα, του απήντησεν εκείνος. Μυλωνάς εγώ κοντεύω να μην έχω ψωμί εγώ και το παιδί μου. – Δεν μου τον δίνεις, του είπε ο τσέλιγκας, τον γυιό σου, να τον πάρω εγώ για τα πρόβατα βοσκό, τώρα το καλοκαίρι, και τον χειμώνα που θα περάσω για τα ξεχειμαδιά, σου τον αφήνω πάλι εδώ πέρα για να σε βοηθήση στο μύλο τον χειμώνα, που έχεις περισσότερες δουλειές. Ο νέος έφυγεν από το Νησί κομίζοντας μόνον τη φλογέρα του και του πατέρα του την ευχή. Εκεί όμως στην Πρέσπα που έβοσκε τα πρόβατα, νοσταλγώντας το χωριό του και το μύλο του, καθόνταν κι’ έπαιζε πάντοτε την φλογέρα του. Κάποτε ένα μεσημέρι, παίζοντας αποκοιμήθηκε και η φλογέρα ξέφυγε από τα χέρια του και έπεσε μέσα στης λίμνης το νερό. Το ρεύμα την παρέσυρε, την πήγε στη ρουφίχτρα και η φλογέρα χάθηκε, χωρίς ο νέος να κατορθώση να την πιάση. Μια ημέρα που ο πατέρας του εις το Νησί καθόταν πάλι εις τη «Βοντενίτσα» του και λιαζόταν κοντά στη φτερωτή, είδε του μύλου το αυλάκι να φέρνη μια φλογέρα. Ρίχνεται, την αρπάχνει και βλέπει με μεγάλη έκπληξι πως ήταν η φλογέρα του παιδιού του. Μη δυνάμενος να εξηγήση το μυστήριον, την άφησε μέσα στου δωματίου των το ράφι και ξαναβγήκε για να ξαπλωθή και να χορτάση ήλιο, αφού δεν χόρταινε ψωμί. Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε το φθινόπωρο και ξαναπέρασε ο τσέλιγκας κατεβαίνοντας να παραχειμάση κάτω στη Χαλκιδική. Περνώντας από το μύλο άφησε το παιδί του μυλωνά και επειδή ήταν με τούτο ευχαριστημένος του είπε πως το καλοκαίρι που θα ξαναναβή στην Πρέσπα θα το ξαναπάρη. Μια ημέρα το παιδί καθώς ανακάτευε κάτι πράγματα στο ράφι είδε τη φλογέρα του και έτριβε τα μάτια του. – Πού βρέθηκε, πατέρα, η φλογέρα μου εδώ; Ο πατέρας διηγήθη πως τη βρήκε και το παιδί του διηγήθη πως την έχασε. Τότε και οι δυο έκαμαν τη σκέψι ότι το νερό της ρουφίχτρας από την Πρέσπα θα βγαίνη βέβαια εις το Νησί. Μεγάλη και τεραστία η απόστασις, αλλά η φλογερή, παρούσα, πιστοποιούσε την πραγματικότητα του απίστευτου αυτού με την παρουσίαν της. – Τότε, πατέρα, είπε το παιδί, θα κάμω κάτι άλλο. Θα ρίχνω ένα κατσίκι από την Πρέσπα ή κάνα αρνί για να το βγάζη το νερό εδώ στο μύλο και να το γλεντάς και συ που όλο πράσσα και φασόλια γεύεσαι. Και έτσι έγινε σαν ξαναπέρασε την άνοιξι ο τσέλιγκας και ξαναπήρε τον γυιό του μυλωνά. Και σαν διεπιστώθη ότι τα αρνιά έβγαιναν εκεί, την Τρίτη τη χρονιά ο μυλωνάς είχε Πάσχα κάθε μια εβδομάδα. Μα με το σύστημα αυτό τα πρόβατα του Κεχαγιά λιγόστευαν. Τ’ αρνάκια μυστηριωδώς εχάνοντο. Αγρυπνούσαν οι βοσκοί μήπως τα τρων οι λύκοι, μα ούτε λύκοι φάνηκαν πουθενά, ούτε σκυλιά γαύγιζαν. Ως που, ένας πιστικός σαν κάτι ύποπτο να είδε να κάνη το παιδί, παραφύλαξαν και το πιασαν να σφάζη και να πετάη στη ρουφίχτρα της λίμνης τα αρνιά. Έξω φρενών ο τσέλιγκας του δίνει μια και το πετάει κι’ αυτό μέσα στη λίμνη. Και ως να σκεφθή και να μετανοήση για την πράξι του η ρουφίχτρα το είχε καταπιή. Μια ημέρα που ο μυλωνάς καθόταν έξω από το μύλο του, περιμένοντας να ψαρέψη κανένα αρνί από το νερό, είδε να αναδύεται από τα βάθη των νερών ο γυιός του. – Καλά, είπα εις τους Νησιώτες, που μου διηγόντουσαν αυτό, τότε εδώ κοντά εις το χωριό σας πρέπει να έχη βγάλη το νερό και τα πτώματα εκείνων των καταραμένων που δεν εδέχετο η γη, γιατί εκλέψανε την εκκλησία. – Καθόλου παράξενο, μ’ απήντησαν, εδώ είνε ένα μέρος που το λέμε ημείς «βύρο», που είνε σαν μια τρύπα εις τη γη και δεν λείπει το νερό ποτέ. Κι’ εμείς το έχουμε αυτό για καταραμένο μέρος και δεν βοσκούμε ποτέ εκεί, ούτε κόβουμε χορτάρι. Και ίσως και γι’ αυτό όλο και φειδόχορτα φυτρώνουν εκεί γύρω. Αλλά όχι οι δικοί μας μοναχά, αλλά και οι Σέρβοι έχουν παραδόσεις γι’ αυτές τις Τούμπες, που ανάγονται στον Μάρκο Κράλλη, ένα μυθικό ήρωα του σερβικού λαού, και τις αδερφές του. Για τον περίεργο τούτον Μάρκο Κράλλη, που έχει γεμίση με ιστορίες θρύλων και κατορθωμάτων την εύφλεκτον φαντασίαν του σερβικού λαού. Σέρβος καθηγητής της Ιστορίας μου έλεγε στο Βελιγράδι ότι ο Μάρκος Κράλλης, που τραγουδάει ο σερβικός λαός, ήταν ένας κατεργάρης βοεβόδας, ο οποίος επρόδωσε πολλάκις, τα συμφέροντα των Σέρβων εις τους Τούρκους κυρίαρχους, αγορασθείς υπ’ αυτών. Αυτό τουλάχιστον πιστοποιεί η ψυχρά η Ιστορία. Αλλά με τις παραδόσεις για τις Τούμπες παρ’ ολίγο να λησμονήσωμε την πραγματική την Τούμπα, προς την οποίαν και διηυθυνόμεθα. Πρόκειτα για τη θέσι Τούμπα, την ανατολικώς της Θεσσαλονίκης, που ήταν προ του ευρωπαϊκού πολέμου ως θέσις άσημος και άγνωστος και σήμερα έχει μεταβληθή σε μια πόλι 15-20 σχεδόν χιλιάδων κατοίκων, γεμάτη ζωή και κίνησι και ζωηρότητα, γεμάτη πάντα επεισόδια και ρωμαντισμούς, γεμάτη δράσι και ανησυχία, πόλι ζωντανή, θερμόαιμη, νέα και ωραία, με κόσμο εκλεκτόν, που, παρ’ όλη την ολιγοχρόνιο ζωή της, έχει δημιουργήση παραδόσεις, έχει δημιουργήση προηγούμενον! Σ’ αυτήν θα πάμε εις προσευχή επιστολήν! 

Άγνωστος συλλογέας (1936)
Thumbnail

Μέρος αληθινά νεραϊδογεννημένο, τοπίο εξαίσιο ωμορφιάς, χιλιοαρωματισμένο από τα έλατα και τους πρίνους από το σημείο όπου ο θρύλος τοποθετεί μαρμαρωμένη τη «Σκλάβα των Μαγουλιανών». Τα πρωϊνά λές να μιλούν χιλιάδες αγγέλων από τα κελαϊδήματα αναρίθμητων πουλιών που πετούν από τις γυρω εξαίσιες χαράδρες και την νύχτα ψυθιρίζουν καλοί θεοί από το μούρμουτο του αρωματισμένου αέρα. Μια πηγή που έχει αφιερωθή στην Αγία Ελεούσα χρόνους και χρόνους τραγουδά με το κελλαρυστό νερό της τι είδε και τι άκουσε για την «μαρμαρωμένη Σκλάβα» και αν είχε μιλιά για να το ειπή, κανείς δεν θα αμφέβαλλε, λένε οι πιστοί του θρύλλου, πως είναι αληθινή. Είνε κοντά στην υψηλότερη σχεδόν καμπύλη του φιδίσιου δρόμου Μπάστας – Μαγουλιανών. Με πέτρα με παράδοξο σχήμα, με θέλγητρο ιδιαίτερο, όπως λένε οι πιστοί του θρύλου, και λίγη χλόη γύρω είνε η Σκλάβα. – Το κεφάλι της μαρμαρωμένης Σκλάβας των Μαγουλιάνων. Και προσθέτουν : - Πως όταν τα θερινά μεσημέρια το λιοπύρι ζαλίζει τους ανθρώπους, τους μικραίνει από εκεί κοντά, ή και τις νύχτες η πέτρα ζωντανεύει, η χλόη γίνεται πηχτή μακρυά ωραία κόμη, που απλώνει και αμίγεται με το αντικρυνό έλατο. Γιατί και το αντικρυνό έλατο είνε ο αγαπημένος αρραβωνιαστικός της μαρμαρωμένης. Η τύχη δεν ηθέλησε να ενωθούν στην επίγεια ζωή. Τώρα ενώνουνται ως απόκοσμα όντα σε νύχτες και σε ώρες απίθανες. Να η ιστορία της : Αγαπούσε πολύ τον ωραίον αρραβωνιαστικό της η μαρμαρωμένη Σκλάβα, πανέμορφη μοναχοκόρη από τα Μαγούλιανα. Τα είχαν συμφωνήσει και με το λόγο και το φιλί πως όταν ο ιερός αγώνας ετελείωνε, θα άλλαζαν στεφάνια. Θα γινόντουσαν αντρόγυνο, το πιο ωραίο και αγαπημένο αντρόγυνο. Καρτερούσε να περάσουν οι τρισένδοξοι μήνες που ο αγαρηνός θα έφευγε από την Ελλάδα. Ο Θεός να τον φυλαη μόνον από τα βόλια και τα τούρκικα σπαθιά. Αλλά και αν πέθανε στη μάχη, χαλάλι για την ιδέα. Ανύπαντρη θα έμενε, καλογρηά θα ταζότανε, αλλά άλλον δεν θα έβαζε πλάϊ της. Μα τα μαντάτα από μέρους του ήταν πάντα καλά και το τελευταίο μαντάτο της έλεγε πως ο Θεός να βοηθά την κλεφτουριά και τα αρματωλίκια, τα πράγματα πήγαιναν καλά, ο αγαρήνος όλο έπαιρνε ποδάρι και λίγος ακόμη είνε ο καιρός που θα τους χώριζε. Την άλλη ημέρα από το καλό αυτό μαντάτο πήρε τις φίλες της κι ανέβηκε προς την πηγή της Αγίας Ελεούσης. Πήραν την στράτα την καλήν που έχει γύρω τις ώμορφες μουριές με τις μελωμένες μούρες. Κι όλες μαζί περπατούσαν και τραγουδούσαν τραγούδια της πατρίδος και του έρωτα. Αλλά μια κακή στιγμή εκεί που τα κορίτσια ήσαν ξαπλωμένα και άκουγαν το κελάρισμα της πηγής, εφάνηκαν Τουρκαλβανοί. Έτρεξαν για να σωθούν. Αλλά μάταια. Οι αγαρηνοί έπεσαν επάνω στα κορίτσια, άρπαξε ο ένας ένα από δώ κι ο άλλος άλλο από εκεί. Φωνές η λυγερές και κλάματα, φιλιά και αγκαλιές οι άπιστοι. Ξέφυγαν δύο. Η Σκλάβα και μια φίλη της. Η πρώτη πήρε τα βουνά καταδιωκόμενη από τον αρχηγό των εχθρών. Αυτή την ωραιοτάτη ξεδιάλεξε ο άπιστος να κάμη ερωμένη του. Η άλλη ξέφυγε οριστικά και πήγε στο χωριό να φέρη το μαντάτο. Εκεί σκέφτηκαν το τι να γίνη. «Όλοι οι γέροι άντρες ήσαν στον αγώνα πλάι στο πλευρό του Κολοκοτρώνη. Στο χωριό είχαν μείνει οι γέροντες, οι άρρωστοι και τα γυναικόπαιδα. – Να παραγγείλουμε του αρραβωνιαστικού, είπαν όλοι. Εκείνος είναι μόνον άξιος να σώση τα κορίτσια. Έτσι και έγινε και με ένα καλό άλογο ένα παιδόπουλο θαρρετό ευρήκε τον αρραβωνιαστικό. Τόπαν και στον Κολοκοτρώνη. Εκείνος όχι μόνο έδωσε την άδεια να φύγη αμέσως, αλλά και του έδωσε καλούς συμπολεμιστάς. Του είπε σαν έφευγε : - Κύττα μωρέ να πάρης την προσβολή μας πίσω. Ή σκοτωμένοι ή ζωντανοί όλοι στα γερια σου να πέσουν. Έγιναν καπνός και σύγνεφο που το κυλάει άγριος σίφουνας τα παλληκάρια με τον αντρειωμένο αρραβωνιαστικό προς το δρόμο των Μαγουλιάνων. Έφτασαν τους εχθρούς και τους έβαλαν στο ντουφέκι. Τους αφάνισαν. Άλλους έπιασαν ζωντανούς και άλλους ξάπλωσαν νεκρούς στη γή. Μα ούτε ο αρχηγός ήταν εκεί, ούτε και η πεντάμορφη. Προσθέτει ο θρύλος : Λίγο πριν κάμη το γιουρούσι ο αρραβωνιαστικός, ο αρχηγός των Τουρκαλβανών έπιασε την κόρη. Την εξώρκισε, την παίδευε δική του να γίνη. Εκείνη του φώναζε πώς προτιμούσε να κάμη δικό του νεκρό το κουφάρι της παρά την ίδια, ζωντανή. Άρχισε να την δένη και να την ξεσχίζη. Τότε παρακάλεσε την Αγία Ελεούσα : - Κυρά μου και αγία μου, κάμε το θαύμα σου. Μαρμάρωσε με, πέτρωσε με, μα τιμη μου και την θρησκεία μου να μη πατήσω. Τότε λέει έγινε θαύμα. Τα χυτά γυμνά της στήθη μαρμάρωσαν, πέτρωσε το κεφάλι της και το κορμί της μέσα εμπήκε. Μια πέτρα αποκολλήθηκε από τον νέο βράχο τον άσπρο και τον πέτρινο και βρήκε στο κεφάλι τον Μωχαμέτη. Έτσι τον ευρήκε ο καημένος ο αρραβωνιαστικός και σαν έσκυψε να ιδή τον σκοτωμένο, η παράδοξη πέτρα στέναξε. Ένας χυμός ροδοκόκκινος έφθασε στα πόδια του και ο ερωτευμένος πολεμιστής άκουσε λόγια τρυφερά και βαρειολυπημένα. – Πέτρα για σένα έγινα αγάπη μου, αν θές μείνε κοντά μου. Τότε παρακάλεσε εκείνος τον Θεό και την Αγία Ελεούσα. Να μείνη και αυτός εκεί κοντά στην πέτρα την αγαπημένη, την μαρμαρωμένη Σκλάβα. Ξανάγινε το θαύμα και επάνω στο ροδοκόκκινο χυμό ένα έλατο εφούντωσε μονομιάς. Και οι πολεμισταί που ξαναγύρισαν είπαν στον Κολοκοτρώνη πως η κόρη πέτρα έγινε και ο αρραβωνιαστικός κλωνάρι. Ημπορεί και να εχάθηκαν, σκοτώθηκαν κάτω στην άβυσσο πεσμένοι. Μα ο γέρος του Μωρηά εφώναξε : - Τι λέτε μωρέ; Η τιμή και η πατρίδα πέτρωμα και κλωνάρι έγιναν για να τα βλέπη όλη η Ελλάδα. Έτσι ο θρύλος γεννήθηκε και αθάνατος θα μένη αιωνίως. 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Με τον ζουρλό κουβέντιαζε και κράτα και λιθάρι 

Άγνωστος συλλογέας (1958)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 83
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (616)Παραδόσεις (211)Συλλογέας
Άγνωστος συλλογέας (827)
Τόπος καταγραφήςΉπειρος (228)Άδηλου τόπου (161)Σάμος (70)Θεσσαλία (66)Κρήτη (47)Κρήτη, Χανιά (35)Πόντος, Οινόη (32)Κρήτη, Σφακιά (22)Σκόπελος (19)Αρκαδία, Κυνουρία, Καστρί (13)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής1970 - 1972 (2)1960 - 1969 (42)1950 - 1959 (88)1940 - 1949 (24)1930 - 1939 (176)1920 - 1929 (139)1910 - 1919 (56)1901 - 1909 (300)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.