• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 620

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Παρά τα Ηπειρομακεδονικά σύνορα, υπεράνω της μεγάλης βλαχικής κωμοπόλεως Σαμαρίνης, υψούται η δασώδης κορυφή του Λύγγου, ήτιε διέσωσε το αρχαίον αυτής όνομα υπό το νεώτερον Σμόλυγγος και ής το ακρότατον σημείον είναι φαλακρόν. Εκεί επί της φαλάκρας ευρίσκεται η πρώτη των λιμνών τούτων της Πίνδου, εν μέσω ομαλού εδάφους, έχουσα περιφέρειαν 320 βημάτων και σχήμα εντελώς κυκλικόν. Το βάθος αυτής δεν εγένετο δυνατόν μέχρι σήμερον να καταμετρηθή ως και των άλλων δύο επίσης, ένεκα δε του μεγάλου βάθους το χρώμα του ύδατος της φαίνεται υποπράσινον, εμπνέον φρίκην και ανατριχίασιν. Τρέφει δε βατράχους και ιχθύς μεγάλους μέλανας και δυσειδείς. Αλλ’ εν γαλήνη πλήρη είναι ορατοί εις τον πυθμένα αυτής προς τας όχθας λίθοι λευκοί ογκώδεις, περί ών διηγούνται οι περί αυτήν βιούντες κατά το θέρος βλαχοποιμένες, ότι ο Δράκος της λίμνης ταύτης ήλθε ποτέ εις μονομαχίαν μετά του Δράκοντος της Λίμνης Τύμφης, απέναντι του Σμολύγγου κειμένης και χωριζομένης απ’αυτού υπό του ποταμού Αώου. Βουβούσα νύν λεγομένου εκείσε. Και ότι ούτος μέν ελιθοβόλει εκείνον εκσφενδονίζων λίθους παμμεγίστους, οίτινες είναι οι και νύν εν τω βάθει της λίμνης ορώμενοι, ενώ ουδόλως περί αυτήν φαίνονται βράχοι, αλλ’έδαφος ομαλόν, ως είρηται και δάσος κάτω αδιέξοδον και παρθένον ο δε Δράκος της Λίμνης του Σμόλυγγου έριπτε κατά τούτου ολοκλήρους κορμούς πελωρίων δένδρων, οίτινες διακρίνονται ακόμη εν τω πυθμένι της λίμνης της Τύμφης, ενώ πέριξ δεν υπάρχουσι δάση, αλλά βράχοι υψηλοί και απότομοι. 

Κρυστάλλης, Κώστας (1948)
Thumbnail

Νυν απολύοις τον δούλον σου, Δέσποτα 

Παπατσώνης, Τάκης Κ. (1943)
Thumbnail

Η τρίτη τέλος Λίμνη της Πίνδου, κείται επί του Λάκμωνος νύν Περιστέρι, κορυφής ής το ύψος υπολογίζεται ίσον του μεταξύ της Τύμφης και του Λύγγου, κειμένης δε άνωθεν του Μετσόβου και του Συράκου. Η Λίμνη αυτής, πολύ μικροτέρα των δύο προηγουμένων, είναι στρογγύλη και καλείται βλαχιστί, διότι Βλάχοι και περί ταύτην βιούσι, Βρίγγα (κύκλος), είτε εκ του κυκλικού της σχήματος είτε διότι το ύδωρ αυτής, το οποίον εξέρχεται επί της επιφάνειας της γής από βράχον και μετά ελικοειδή ρούν σχηματίζει αυτήν, χωνεύει εν τω πυθμένι της περιστρεφόμενον ως προς τον τοιούτον δε ρούν και την περιστροφήν του ύδατος της λίμνης ταύτης, αναφέρουσιν οι περιοικούντες, ότι ο Δράκος αυτής εξελθών εν μορφή όφεως από του βράχου, αφ’ού εκπηδά το ύδωρ,έρπων δε επί τι διάστημα ελικοειδώς,εισήλθε πάλιν υπό την γήν εις το μέρος ένθα η λίμνη χωνεύει, δηλ. εις το μέσον αυτής και ότι αμέσως τότε ανεπήδησαν τα ύδατα, τα οποία ακολουθούντα τα ίχνη του Δράκου εσχημάτισαν τον ελικοειδή ρούν των και την περιστρεφομένην Δρακολίμνην. Αλλ’ εκτός της οφειοειδούς μορφής ο Δράκος ούτος λαμβάνει και μορφήν κριού, διότι διηγούνται ότι ενεφανίσθη ποτέ υπό τοιαύτην μπρφήν και ρβάτευσεν το περί την λίμνην νεμόμενον ποίμνιον προβάτων. Τα πρόβατα εγέννησαν εις τα χειμαδιά ωραιοτάτους αμνούς, αλλά κατά την άνοιξιν, ότε το ποίμνιον ανήλθεν εις τας θερινάς βοσκάς των βουνών, άπαντες οι αμνοί ούτοι επήδησαν εις την Δρακολίμνην του Λάκμωνος, εν ή και απελιθώθησαν. (εβάτευσε=επέβη) (Πολίτου Παραδόσεις Α, σελ. 272) 

Κρυστάλλης, Κώστας (1948)
Thumbnail

Τα δύο ενδιαφέροντα άρθρα του «Έθνους» περί μανδαγόρα μου δίνουν αφορμήν ναναφέρω ολίγα ακόμη σχετικά μ΄αυτόν και ειδικά για τη δεισιδαιμονία του λαού μας περί του φυτού αυτού. Πρώτα-πρώτα ολίγα γενικά: Πάντα ο άνθρωπος στις ασθένειες του είχε την τάσι ναναζητά υπρφυσικές δυνάμεις από αμάθεια και δεισιδαιμονία. Ιερά δέντρα η πόαι, που είχαν μαγική δύναμι, αναφέρονται από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται το φυσικό δουδαΐμ, ο δε Όμηρος αναφέρει το μώλυ. Τον μανδαγόραν αναφέρει ήδη και ο Ιπποκράτης εις το «Περί τόπων κατά άνθρωπον» ως ναρκωτικόν «Τους ανιωμένους και νοσέοντας και απάγχεσθαι βουλομένους μανδαγόρου ρίζαν πρωΐ πιπίσκειν έλασσον ή ως μαίνεσθαι». Ίσως και ο σπόγγος που προσεφέρθη με όξος εις τον Χριστόν κατά την σταύρωσιν του να είχε αυτό το ναρκωτικό. Κατά τον μεσαίωνα η δεισιδαιμονία για τον μανδαγόραν έφθασε το ζενίθ. Στην Ιερά Εξέτασι, όστις συνελαμβάνετο με ρίζες του φυτού αυτού εθεωρείτο ως μάγος και εκαίετο. Χαρακτηριστικόν είνε και τούτο, ότι μια από τις σπουδαιότερες ερωτήσεις του δικαστηρίου στη Ζαν ντ΄Άρκ ήταν «τι έκαμνε με την ρίζα του μανδαγόρα»! Για τις δεισιδαιμονίες του λαού μιας περί του φυτού αυτού έχομεν ως μοναδικές πηγές πρώτα τον ιατροδιδάσκαλον διονύσιον Πύρρον τον Θεσσαλόν και έπειτα τον αείμνηστον Ν. Πολίτην. Ο πρώτος γράφει το 1850 στη «Φαρμακοποιΐα» Του Καμπανά που μετέφρασε: «Ο μανδαγόρας είνε εν από τα επτά αρχαία τερατοποιά βότανα, τα οποία τέτε έκαζον εκ της γης με τινας ευχάς και τελετάς, τόσον εις την Κύπρον, όσον και άλλας νήσους Αιγαίου Πελάγους και εις τας Αθήνας, και αυτά εισί τα οποία σήμερον ουδέ εν πιστεύονται ως τοιαύτα.» Ο δε Ν. Πολίτης εις το δέκατον πέμπτον κεφάλαιον «Φυτά», αριθμός 322 από τας «Παραδόσεις» στη σελίδα 177, αναφέρει την παράδοσι της Μήλου περί μανδαγόρα, που είνε ενδιαφέρουσα και την παραθέτω ολόκληρη: «Η φιστουλόριζα μοιάζει με μωρό παιδί στο σχήμα και δεν πρέπει να την ξερριζώση άνθρωπος, γιατί αμέσως πεθαίνει. Αλλά πρέπει να την σκάψη γύρω-γύρω και να βγάλη το χώμα και ύστερα να την δέση μ΄ένα σκοινί και την άκρη του σκοινιού να την δέση στο πόδι ενός γαϊδάρου ή μπουλαριού. Ύστερα να χτυπήση το ζω για να το αναγκάση να προχωρήση και έτσι να την ξερριζώση. Όταν ξερριζώνεται από τη γη η ρίζα κλαίει σα μικρό παιδί και το ζω που μεταχειρίστηκαν για το ξερρίζωμα ψοφά. Έπειτα την παίρνουν και την τυλίγουν με προσοχή σε μαντήλι και την πάνε στο γητευτή και την ετοιμάση για να γιατρέψη το φίστουλα.» Ο Πολίτης εις τας «Σημειώσεις» του λέγει σχετικά: «Η ρίζα, η θεραπεύουσα το συρίγγιον, λέγεται ανθρωπόμορφος και προς εξόρυξιν αυτής παραγγέλλονται προφυλάξεις αναγκαίαι όπως σωθή ο εξορύττων εκ του θανάτου. Τοιαύτας προφυλάξεις ελάμβανον και οι αρχαίοι προς εξόρυξιν ριζών, αίτινες επιστεύετο ότι είχον θαυμάσιαν ενεργείας και ας ανέσπων διά κυνός. Ούτω την αγλαόφωσιν, ήτις δια τούτο ελέγετο και κυνόσπαστος. Προ πάντων δε τον μανδαγόραν ούτως εξώρυττον κατά τους μέσους χρόνους και κατά τους καθ΄ημάς έτι. Αλλά και αυτόν τον μανδαγόραν γινώσκει ο καθ΄ημάς λαός και νομίζει ότι είνε έμψυχος και οτι εκριζούμενος φωνάζει. Και η λέξις διετηρήθη, μικρόν παραφθαρείσα, μανδαγόρα. Νυν αι ρίζαι του μανδαγόρα διασκευάζονται εν Συρία, οπόθεν κομίζονται και εις Ελλάδα και τας ελληνικάς χώρας, έχουσι δε συνήθως μορφήν γυναικός. Ο κατά τας αρχάς του παρελθόντος αιώνος ζήσας Επιφάνιος Δημητριάδης περιγράφει αρρένα μανδαγόραν, ον επεδείκνυεν εις αργύρτης «μιαν ρίζαν τετορνευμένην με γένεια και μουστάκια κατασκευασμένα και με χάνδρινα μάτια» και προσθέτει ότι ο εξαιρών τα πλεονεκτήματα αυτού έλεγε: «Συμφέρει εις τον έρωτα, συμφέρει (εις το πλούτος, Έχει ενέργειες πολλές, θαύματα κά(νει ούτος.»» Πιστεύεται ότι ο κάτοχος μανδαγόρου ευημερεί, αυξανομένου του πλούτου αυτού, αυτή δε η δοξασία είνε κοινή και εις άλλους λαούς. Επίσης δε συμφέρει εις τον έρωτα, διότι εξ αυτού παρασκευάζονται φίλτρα, υπέρ και οι αρχαίοι επίστευον, δι’ δ’ και η Αφραοδίτη επεκαλείτο Μανδαγορίσις. Αλλά και προς θεραπείαν δεινών νόσων νομίζεται χρήσιμος, κατά δε τας μεσαιωνικάς δοξασίας εποίει γόνιμους τας στείρας γυναίκας.» 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Τέσσαρας περίπου ώρες από τον Πύργο ευρίσκεται η ιστορική μονή του «Φραγκοπηδήματος», μια Μονή δια την οποίαν έπρεπε να γράφουν πολλά και όμως σχεδόν τίποτε το αξιοσημείωτον περί αυτής δεν εγράφη, τίποτε περί της ωραίας ιστορία της. Η ιστορία της Μονής αυτής χωρίζεται σε δύο μέρη : Εις το ιστορικόν του βράχου, επί του οποίου ευρίσκεται η μονή, και εις το ιστορικόν αυτής ταύτης της Μονής. Περί του βράχου του «Φραγκοπηδήματος» η ιστορία αναφέρει τα εξής καταπληκτικόν, το οποίον εσημειώθει κατά το έτος 1205, ήτοι προ 732 και πλέον ετών : ΑΚτά το έτος αυτό, ως γνωστον, εγένετο εν Ελλάδι η Γ’ Σταυροφορία. Η Σταυροφορία αυτή, της οποίας ηγείτο ο Γάλλος πρίγκηψ Σταμπολίτ, κατέλαβε την αρχαίαν Ήλιδα και τμήμα του στρατού του επεξέτεινε την κατοχήν μέχρι του ως άνω βράχου, με αντικείμενικον σκοπόν την κατάληψιν νεών εδάφων προς το χωριόν Βούναργον, το οποίον απέχει του Πύργου περί τας 3 ώρας. Και η κατάληψις ίσως και του Πύργου θα επραγματοποιείτο εάν δεν εμεσολάβει ένα καταπληκτικόν γεγονός αποδοθέν εις θαύμα. Ούτω, του τμήματος στρατού, όπερ έφθασεν επί του βράχου του «Φραγκοπηδήματος» ηγείτο εις «Φραγκος» αξιωματικός ονόματι Νικόλαος. Ο αξιωματικός αυτός έφιππος καθώς ήτο, διέταξε προέλασιν των υπ’ αυτόν στρατιωτών και τυφλωμένος από την κατακτητικήν μανίαν του, έσπευσεν να προχωρήση πρώτος, νομίζων ότι και πέραν του βράχου το έδαφος ήτο ομαλόν. Ως ήτο επόμενον όμως, κατέπεσεν εις τον κάτωθι του βράχου απότομον κρημνόν και εις βάθος 200 περίπου μέτρων. Παραδόξως ούδεν έπαθε και σώος ανερριχήθη επί του βράχου, διετάξας την μη περαιτέρω προέλασιν του στρατού του. Κατά την πτώσιν του αξιωματικού τούτου εκ του βράχου εις τον κρημνόν, όπληξ του ίππου του άφησεν ίχνη επί του εδάφους, τα οποία οι κάτοικοι Βουνάργου μέχρις εσχάτων ακόμη επεδείκνυον εις τους επισκεπτομένους τον βράχον του «Φραγκοπηδήματος», ονομασθέντα ούτω, διότι εξ αυτού «επήδησεν ο Φράγκος»! Εις το σημείοναυτό ο θρύλος ουδέν αναφέρει, εάν μετά του αξιωματικού ερρίφθησαν εις τον κρημνόν και οι ακολουθούντες αυτόν στρατιώται. Παρέχεται μόνον η διευκρίνισις ότι οι στρατιώται αντελήφθησαν εγκαίρως τον κάτωθι του βράχου χαίνοντα κρημνόν και διέφυγον τον κίνδυνον της κατακρημνίσεως των. Κατ’ αντίκρουσιν όμως προς το ανωτέρω ιστορικόν περί του βράχου τούτου, ο θρύλος αναφέρει άλλα πράγματα. Ούτως ο Φράγκος αξιωματικός, ο οποίος κατέπεσεν εις τον κρημνόν, εδιώκετο υπό των Τούρκων και όταν έφθασεν εις το σημείο του κρημνού, τον οποίον εγνώριζεν, έκαμε το σημείον του Σταυρού, εψιθύρισε : «Άγιε μου Νικόλαε, σώσε με και θα σου κτίσω μιαν εκκλησίαν» και ευθύς αμέσως ερρίφθη εις το κενόν δια να αποφύγη την δίωξιν των Τούρκων, χωρίς να πάθη τίποτε όταν έφθασεν επί του εις βάθος 200 μέτρων εδάφους. Ο θρύλος προσθέτει ακόμη ότι το πέταλον ενός των ποδών του ίππου του καταπέσοντος αξιωματικού απέτυπώθη επί μιας πλάκας επί μιας πλακός, ήτις σώζεται και σήμερον και φαίνονται τα ίχνη του πετάλου. Πάντως, είτε η μία, είτε η άλλη εκδοχή είνε αληθής παραμένει βεβαιωμένον το γεγονός ότι ο Φράγκος αξιωματικός, κατάπεσεν οπωσδήποτε εκ του βράχου χωρίς να φονευθή, δι’ ό και απεφάσισε την ανέγερσιν ναΐσκου ως θα ίδωμεν αμέσως κατωτέρω. Αυτά αναφέρει ο θρύλος περί του βράχου του «Φραγκοπηδήματος». Επί του βράχου όμως τούτου σώζονται ακόμα τα ερείπια ενός ναΐσκου, ο οποίος όμως, όπως αναφέρει πάλιν ο θρύλος, παρέμεινεν ημιτελής και ως θα ίδωμεν κατωτέρω, κατασκευάσθη έτερος ναΐσκος εις απόστασιν 20 λεπτών της ώρας, ένθα η σημερινή Μονή. Το ιστορικόν του τε ναΐσκου και της Μονής έχει ως ακολούθως : Ο Φράγκος αξιωματικός, ο οποίος κατέπεσεν εκ βράχου, απέδωσε την διάσωσιν του εις τον προστάτην του Αγίου Νικόλαον. Και όχι μόνο ανέκοψε πάσαν κατακτατικήν προέλασιν, αλλ’ απεφάσισε να κατασκευάση και ναΐσκον επί του βράχου προς τιμήν του Αγίου Νικολάου. Ολόκληρος όμως η περιοχή ήτο τοσούνος ανώμαλος, ώστε καθίστατο λίαν δυσχέρης η μεταφορά επί του βράχου των οικοδομήσιμων υλικών. Οι εργάται, κατόπιν τούτου, δια να απαλλαγούν του μαρτυρίου αυτού, εμηχανεύθησαν το εξής ψεύδος : Μια νύκτα μετέφερον κρυφίως τα εργαλεία των εις απόστασιν 20 λεπτών της ώρας επί ομαλού εδάφους και την πρωίαν της επομένης διέφωσαν ότι δήθεν κατάπληκτοι ανεύρον τα εργαλεία των, εις ο μέρος τα είχον βεβαίως μεταφέρει αυτοί από της παρελθούσης νυκτός. Η ιστορία αυτή της μυστηριωδούς εξαφανίσεως των εργαλείων και της ανευρέσεως των την επομένην εις άλλο μέρος, επαναλήφθη επί πολλάς ημέρας. Το κόλπο αυτό των εργατών έπιασε και ο εύπιστος Φράγκος αξιωματικός, υπείκων εις τας εισηγήσεις αυτών, εδέχθη όπως ο ναΐσκος κατασκευασθή εις το μέρος, ένθα ανευρίσκοντο τα μυστυριωδώς την νύκτα εξαφανιζόμενα εργαλεία των εργατών. Η κατασκευή του ναΐσκου τούτου και των παρ’ αυτό κελλιών της Μονή επερατώθη κατά το έτος 1235 περίπου, δεδομένου ότι αι εργασίαι διεκόπησαν πολλάκις επ’ αρκετόν χρόνικόν διάστημαν. Εις εν εκ των κελιών τούτων έζησε μονάζων επί 10 περίπου έτη. Η Μονή «Φραγκοπηδήματος» επί πολλά έτη διετέλεσε Μετόχιον της Μονής Δίβρης. Κατά το έτος 1798, ο αείμνηστος εθνομάρτυς Γρηγόριος Ε’ ανεκήρυξε την Μονήν ταύτην αυτοτελή και αυτοδιοίκητόν και ως τοιαύτη παρέμεινε μέχρι του 1840. Από της εποχής ταύτης, εισηγήσει του Αχαΐας Μελετίου και λόγω των πολλών ληστειών και λεηλασιών, αίτινες εγίνοντο εις την Μονήν, συνεχωνεύθη αυτή με την Μονή Σκαφιδιάς. Τέλος εν έτει 1930 ανασυνεστήθη αυτή υπό του νύν Μητροπολίτου Ηλείας κ. Αντωνίου ως Μονή καλογραιών και ετέθη υπό την πνευματικήν ηγεσίαν της οσιωτάτης μητρός Μαρκέλλας. Ήδη εν τη Μονή ταύτη παραμένουν 9 μοναχαί, έτεραι δε τρείς εις το εν τη Μονή ταύτη άνηκον Μετόχιον της «Παναγούλας», παρά το χωρίον Αλποχώριον. Δια την μονήν του «Φραγκοπηδήματος» ας σημειωθή και τούτο το σπουδαίον : Κατά την επανάστασιν του 1821 προσέφερε δυο Πελοποννησίους στρατηγούς, τον Κυπριανόν και τον Νάρκισσον Πετρόπουλον ή Ρηγανάκον. Περί αυτών ασχολείται λεπτομέρως ο Φωτάκος εις το σύγγραμμααυτού «Βίοι επιφανών Πελλοπονησίων ανδρών». 

Κουμπάτης, Γ. Ι. (1937)
Thumbnail

Μια φορά κ’ έναν καιρό ζούσε ένας τσοπάνης που είχε την στάνη του έξω απ’ το χωριό. Δίπλα στη στάνη, είχε κ’ ένα σπιτάκι όπου καθότανε ο ίδιος. Ένα βράδυ, εκεί που ήταν έτοιμος να πλαγιάση, ακούει να του βροντάνε δυνατά την πόρτα. – Ποιος είνε; Φωνάζει. – Άνοιξε! Ανοίγει ο τσοπάνης και βλέπει μια μαυροφόρα γυναίκα. – Ποια είσαι; της λέει. Τι θέλεις; - Εγώ είμαι η Βλογιά, του απαντάει εκείνη και ήρθα να μου δώσης το καλύτερό σου αρνί γιατί αλλοιώς θα σε πιάσω και θα πεθάνης. Δόσε μου το λοιπόν για να σ’ αφήσω. Σκέφθηκε λίγην ώρα ο τσοπάνης κι ύστερα της λέει: - Εγώ, κυρά μου, καθώς θυμάμαι και ο ίδιος και καθώς μου το έχει πη και η μάννα μου, την βλογιά την έχω βγάλει κι έτσι δεν φοβάμαι πειά να την ξαναβγάλω, κι αν την βγάλω θα την βγάλω ελαφρυά. Λοιπόν φεύγα και πήγαινε στο καλό, γιατί δεν σ’ έχω ανάγκη. Σηκώνεται λοιπόν η βλογιά και φεύγει από κει που ήρθε. Πάει να πλαγιάση πάλι ο τσοπάνης, αλλά δεν είχε ακόμη κλείσει τα μάτια του κι ακούει να του χτυπούνε πάλι την πόρτα. – Άει στο καλό, λέει. Ποιος είνε πάλι τούτος; Ανοίγει την πόρτα και βλέπει πάλι μια μαυροφόρα γυναίκα. – Ποια είσαι, κυρά μου; τη ρωτάει. Τι θέλεις από μένα τέτοια ώρα; - Εγώ, του λέει εκείνη, είμαι η διφθερίτις και ήρθα να μου δώσης το καλύτερό σου αρνί γιατί αλλοιώς θα σε πιάσω και θα πεθάνης. Αναθυμάται εκείνος λίγην ώρα και της απαντάει ύστερα: - Κυρά μου, εγώ, καθώς μου έχει πη η μάννα μου και καθώς θυμάμαι και ο ίδιος, την διφθερίτη την έχω βγάλει σαν ήμουνα μικρό παιδί και τώρα είν’ αδύνατο πειά να την ξαναβγάλω. Λοιπόν σύρε στην ευχή γιατί δεν σ’ έχω ανάγκη. Παίρνει το φύσημά της και η διφθερίτις και φεύγει. Πέφτει ο τσοπάνης για να κοιμηθή λιγάκι. Ότι εκόντευε να τον πάρη ο ύπνος κι ακούει πάλι να του βροντούν την πόρτα. – Μωρ’ τι ευχή Θεού είνε τούτο απόψε, λέει. Δε θα μ’ αφήσουν απόψε να ησυχάσω μια στιγμή! Ανοίγει την πόρτα, βλέπει πάλι μια μαυροφόρα. – Ποια είσαι εσύ κυρά μου, την ρωτάει. Τι θέλεις από μένα; - Εγώ, του λέει εκείνη, είμαι η Πανούκλα και ήρθα να σε πάρω. Αν όμως μου δώσης το καλύτερό σου αρνί, τότε δεν θα σε πειράξω. Ξύνει ο τσοπάνης το κεφάλι του, συλλογιέται κάμποση ώρα. Δεν την είχε βγάλει την πανούκλα! – Έλα της λέει, να στο δώσω το αρνί. Της πάει στην στάνη, της διαλέγει το καλύτερό του αρνί. – Πάρτο, της λέει εκείνη, θα μου το φέρης εσύ στο σπίτι μου. – Και που είνε το σπίτι σου! – Έλα μαζύ μου και θα στο δείξω. Τι να κάνη ο κακομοίρης ο τσοπάνης. Φορτώνεται το αρνί στην πλάτη του και μπρος εκείνη, πίσω αυτός τραβούν κατά το σπίτι της. Περπατάνε, περπατάνε, περνούν ερημιές, περνούνε βουνά, μα πουθενά να φανή σπίτι. Ο κακομοίρης ο τσοπάνης φοβότανε, αλλά δεν κοτούσε και να την ρωτήση. Καμμιά φορά βλέπει από μακρυά ένα θεόρατο παλάτι που φωτολόγαε. – Να το σπίτι μου, εδώ είνε, λέει η πανούκλα. Μπαίνουνε μέσα, τι να ιδή ο τσοπάνης. Ολόκληρο το σπίτι ήταν μέσα γεμάτο καντήλια που κρέμονταν απ’ το ταβάνι και φέγγανε. Άλλο ήταν γεμάτο λάδι, άλλο ήταν ως την μέση, άλλο τσιτσίριζε, άλλο ήταν έτοιμο να σβύση. Ξαφνιασμένος ο τσοπάνης ρωτάει: - Δε μου λες, κυρά μου, τι είνε τούτα τα καντήλια; - Αυτά, του λέει εκείνη, είνε η ζωή του κάθε ανθρώπου. Όσο καίει το καντήλι του, τόσο θα ζήση κανείς, μόλις σβύση, θα πεθάνη. – Είνε και το δικό μου εδώ μέσα; Ρωτάει ο τσοπάνης; - Πως δεν είνε. Να το. Κοττάει ο τσοπάνης και βλέπει ένα καντήλι ξέχειλο στο λάδι που έλαμπε τόσο ώστε χαιρόσουν να το βλέπης. Δίπλα του ήταν κι ένα άλλο που είχε απομείνει μονάχα το νερό του και τσιτσίριζε κι ήταν έτοιμο να σβύση. – Ποιανού είνε τούτο; Ρωτάει. – Τούτο είνε του αδερφού σου, του λέει η πανούκλα. – Αχ καϋμένη, της λέει εκείνος, δεν του βάζουμε λιγάκι από το δικό μου που έχει τόσο πολύ για να μην πεθάνη έτσι γρήγορα ο κακομοίρης. – Αυτό το πράγμα δε γίνεται λέει η πανούκλα. Όσο λάδι μπη εξ αρχής αυτό είνε όλο. Ύστερα ούτε μπαίνει άλλο, ούτε βγαίνει. – Αλήθεια, ρωτάει ο τσοπάνης, ούτε μπαίνει ούτε βγαίνει; - Αλήθεια. – Τότε λοιπόν αντίο σας. Και κόβει πάλι το αρνί στον ώμο του ο καλός ο τσοπάνης. Εσύ η ίδια μου είπες τώρα πως δεν μπορείς να βγάλης το λάδι από το καντήλι μου. Λοιπόν δεν σ’ έχω ανάγκη. Γιατί να χαραμίσω το αρνί μου. Παίρνει λοιπόν δρόμο ο τσοπάνης και κινάει κατά το χωριό του. Τις αυγές, σαν κοντοζύγωνε να φθάση ακούει την καμπάνα και βαρούσε νεκρικά. – Ποιος πέθανε; Ρωτάει. – Ο αδερφός σου, του λένε. Τότε κατάλαβε πως όλα όσα του είχε πη η πανούκλα ήταν αλήθεια. Πήγε στον τάφο του αδερφού του, γονάτισε κ’ έκλαψε, κ΄έπειτα ξένοιαστος πειά γλέντησε την ζωούλα του και έζησε εκατό χρόνια και περισσότερα έχοντας και τ’ αρνί του. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1928)
Thumbnail

Ένα από τα ωραιότερα μνημεία της χριστιανικής μας τέχνης αληθινό καύχημα της Ελληνικής Ορθοδοξίας, είνε και η Εκατονταπυλιανή της Πάρου. Γύρω από την αρχαιοτάτη αυτή εκκλησία πλέκονται διάφορες ιστορίες και θρύλοι. Σημαντικώτερος είνε ο ακόλουθος : Στον καιρό του βασιλέως Λέοντος, πειραταί Άραβες, με ορμητήριο την Κρήτη, έκαναν καταστρεπτικές επιδρομές στα Ελληνικά παράλια και προ πάντων στα νησιά του Αιγίου. Ο βασιλεύς έστειλε το στρατηγό Ημέριο για να καταδιώξη τους επιδρομείς και ν' απαλλάξη τους υπήκοους του από την τυρρανία τους. Αλλ' άνεμος σφοδρός ανάγκασε τον Ημέριο να ρίξη Άγκυρα στην Πάρο, όπου έμεινε αρκετές ημέρες. Το στρατηγο αυτόν ακολουθούσε στην εκστρατεία κι ένας λόγιος της εποχής, ο “Συμεών ο σοφός”, ο οποίος εβγήκε στο νησί, το εμελέτησε κι έγραψε περίεργες πληροφορίες για το εκκλησιαστικό του μνημειο και για ότι άλλο αξιοπερίεργο είχε. Την εποχή εκείνη, ο ναός της Εκατονταπυλιανής ήταν ακόμη σε όλη την ωμορφιά της μαρμαρένιας λευκότητος του. Το μακρό περιστύλιο του, τα λεπτοσκαλισμένα κοσμήματα του, ο λπούτος των αφιέρωμάτων και των πολυελαίων, επέσυραν το θαυμασμό των προσκυνητών που εμαζεύοντο από παντού... Σήμερα, δυστυχώς, όλο εκείνο το μεγαλείο, είναι σκεπασμένο με τον ασδέστη και τις διάφορες επιδιορθώσεις. Εν τούτοις, ακόμη και σήμερα, ο προσκυνητής νοιώθει βαθειά συγκίνηση μπρός στο αριστούργημα αυτό της αρχιτεκτονικής, Όταν μπή κανείς στο Ιερό του ναού, βλέπει, ως είδος αμφιθεάτρου, ένα μεγαλοπρεπές Δωδεκάθρονο, όπου εκάθονταν οι αρχιερείς και ιερείς στις μεγάλες λειτουργείες. Στη μέση του Ιερού, επάνω από την Αγία Τράπεζα, υπάρχει επίσης ένα θαυμάσιο μεγάλο κιβούρι, μονόλιθο, στηριζόμενο σε τέσσερις στήλες από γρανίτη. Είνε φανερό οτι είνε παρμένο από αρχαίο Ελληνικό ναό, ίσως της Δήλου. Το κιβούρι αυτό ο αρχηγός των Αράβων Νίσσυρις θέλησε να το αρπάξη, για να το αφιερώση στο τέμενος της Άγαρ, της προμάμης του Αραβικού λαού. Αλλ' ενώ η πύλη του ναού ήταν αρκετά ευρύχωρη για να το βγάλουν έξω, όταν έφταναν εκεί το κιβούρι μεγάλωνε – μεγάλωνε και δεν χωρούσε να περάση. Τέλος οι πειραταί κουράστηκαν, το άφησαν χαμου κι έφυγαν. Δεξιά, σ' ένα ξεχωριστό διαμέρισμα του ναού, ΄σωζεται ακόμη η Κολυμβήθρα , που έχει σχήμα σταυρού. Σ' αυτή κατεβαίνει κάνεις με τρία σκαλοπάτι. Στη μέση της Κολυμβήθρας υψώνεται η λεγόμενη “Ιερά νήσις” όπου στεκότανε ο ιερέας κι' εβάφτιζε. Στη Κολυμβήθρα αυτή έλαβαν το βάφτισμα οι τελευταίοι Ελληνες ειδολολάτραι. Αριστερά στην άλλη πτέρυγα υπάρχει μια επιτάφια πλάκα. Και ο προσκυνητής σταματά φιλοπερίεργος να μάθη ποιόν κρύβει ο τάφος αυτός. Κάποιος καλόγηρος της Μονής διηγείται τότε στον επισκέπτη ότι μια γυναίκα είνε κεί μέσα θαμμένη. Θεόκτιστη τ' όνομα της και δραματική η ιστορία της. Στα παληά χρόνια, ξένοι κυνηγοί βγήκαν στην Πάρο, για να κυνηγήσουν ελάφια και άλλα άγρια ζώα. Ένας από τους κυνηγούς αυτούς ξέκοψε από τους άλλους, για να πάη στην Εκατονταπηλιανή να προσκυνήση. Φτάνει στην εκκλησία, κατά το μούχρωμα, μπάινει μέσα και βλέπει στα δεξιά της Αγίας Τραπέζης κάτι αεροσάλευτο, σαν άσπρο πανί ή σαν δίχτυ αράχνης που το κούνησε ο άνεμος. Ο κυνηγός κάνει να πάη κοντά, όταν άξαφνα ακούει μια φωνή που έβγαινε από το άσπρο μαγνάδι κι' έλεγε τρομαγμένη : - Μην πλησιάσης! ... Είμαι γυναίκα γυμνή: Ρίξε μου ρούχα να σκεπασθώ, και θα σου πώ ποιά είμαι!... Ο κυνηγός της έρριξε το μαντύα του, που η γυναίκα τον εφόρεσε, και αφού έκανε το σημείο του σταυρού, άρχισε τη διήγησι της : Ήτανε καλόγρηα απο την Μεθύμνη της Λέσβου. Από μικρή, ταγμένη στα θεία, μπήκε σε μοναστήρι γυναικών. Σε ηλικία 18 ετών θέλησε να επισκεφθή μια μια αδελφή της παντρεμένη στη Μεθύμνη και ξεκίνησε για κεί. Στο δρόμο, ένα μπουλούκι πειρατών του Νισσύρι την εσκλάβωσε, την έφερε στο καράβι και μαζύ με άλλες την έφερε στην Πάρο, όπου εσκόπευαν να μείνουν λίγο καιρό οι πειραταί έως ότου κάνουν πανιά για το Αλγέρι. Μια νύχτα όμως, η Λεσβία καλόγρηα κατώρθωσε να ξεφύγη από τα χέρια των πειρατών και τρέχοντας να χωθή στο δάσος. Κ' εξακολουθούσε να τρέχει ολοένα, αψηφώντας τα λιθάρια και τ' αγκάθια, ξεσκίζοντας τα πόδια της, περίτρομη, λαχανιασμένη. Τέλος δεν μπορούσε να περπατήση απ' την κούρασι κ' έπεσε χάμου, σαν νεκρή!... Την άλλη μέρα, το πρωΐ, η ακτίνες του Ηλίου την έξύπνησαν. Η καλόγρηα ανασηκώθηκε, έρριξε μια ματιά γύρω της και πέρα κατά τη θάλασσα και με χαρά είδε τα καράβια των πειρατών ν' αρμενίζουν μακρυά, περ' από την Πάρο... Από τότε – είπε στον κυνηγό – είχαν περάσει 30 χρόνια. Και κατοικούσε πειά μέσα στο ναό και τρεφότανε με άγρια χόρτα και νερό πηγής, “βοηθουμένη από τη χάρι της Υπεραγίας Θεοτόκου”. Και όταν τα ρούχα της εξεσχίζοντο, την εσκέπαζε η δύναμις του Θεού που κυβέρνα και σκεπάζει τα πάντα!... Αφού είπε αυτά η καλογρήα, έπεσε στα γόνατα κ' ευχαρίστησε τον Κύριο. Έπειτα, παρακάλεσε τον κυνηγό όταν θα ξαναγυρίση να της φέρη μέσα σε καθαρό κουτί Άγιο Αντίδωρο, και να μην πή τίποτς σε κανένα γι' αυτήν. Ο Κυνηγός της το υποσχέθηκε, κ' έφυγε. Σύμφωνα με την επιθυμία της Αγίας , επείτα από λίγον καιρό, ο κυνηγός εξαναγύρισε στην Πάρο και διευθύνθηκε στον έρημο ναό της Εκατονταπυλιανής. Στην αρχή δεν τη βρήκε εκεί την καλόγρηα, γιατί, φαίνεται κρυβότανε από τα μάτια του κόσμου. Αφού όμως οι κυνηγοί απομακρύνθηκαν, η Θεόκτιστη παρουσιάστηκε ντυμένη με το μαντύα του κυνηγού. Αυτός, άμα είδε την ερημήτισσα θέλησε να πέση στα γόνατα της και να την προσκυνήση, μα εκείνη του εφώναξε δυνατά : - Μην κάνης σε μένα μετάνοια! Σκέψου οτι βαστάζεις τα Θεία Μυστήρια!... Ο κυνηγός συγκινημένος επλησίασε, και η Θεοκτίστη κλαίγοντας από χαρά, επήρε από τα χέρια του κυνηγού το Τίμιο Σώμα που της το είχε φέρει μέσα σε ξύλινο κουτί, ευωδιασμένο, από πυξό. Η Θεόκτιστη άνοιξε το κουτί, εκοινώνησε και είπε : - Νύν απολύσις την δούλην σου, Δέσποτα, οτι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριον σου! ... Τώρα που έλαβα την άφεσι των αμαρτιών μου θα πάω όπου προστάζει το κράτος σου!...Έπειτα από τ αλόγια αυτά, εσήκωσε τα λιπόσαρκα χέρια της ώρα πολλή, προσευχήθηκε σιωπηλά, και αφού αποχαραίτησε τον κυνηγό χάθηκε. Όταν ύστερ' από λίγες ημέρες ο κυνηγός γυρίζοντας από την εκδρομή του στα βόρεια του νησιού, θέλησε να ιδή και να λάβη την ευλογία της Θεόκτιστης για βοήθεια στο ταξείδι του, τη βρήκε νεκρή μέσα στο Ιερό της Εκατονταπυλιανής, τυλιγμένη με το μαντύα του, με τα χέρια σταυρωμένα και τη γαλήνη στο θείο της πρόσωπό. 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Thumbnail

Πολλάκις εις τους οδοιπορούντας κατά τας ασελήνους και σκοτεινάς νύκτας, παρουσιάζεται εξαφνικά έμπροσθέν των ένα ξωτικό, υπό μορφήν μικρού κυνηγετικού σκύλου – σαν ζαγάρι – κατά την έκφρασιν των χωρικών, το οποίον βαδίζει άνω και κάτω του δρόμου και παρά τους πόδας του ανθρώπου, σαν να θέλη να τον ενοχλή και να του φέρη εμπόδια στο δρόμο του και δυσκολία στην πορεία του. Για μια στιγμή εξαφανίζεται και μετά τινα λεπτά της ώρας ξαναπαρουσιάζεται και επαναλαμβάνει τα ίδια. – Για να απαλλαγή από το ξωτικό ο διαβάτης, πιάνει αναποδοφωτιά με τα τσακμάκια του δηλαδή παίρνει τον πριόβολο, το στουρνάρι και την ίσκα και τα φέρνει οπίσω κατά τη μέση του. Τσακμακάει τότε και πιάνει φωτιά ανάποδα – οπότε το ξωτικό εξαφανίζεται πλέον! 

Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος (1953)
Thumbnail

Αν ολόκληρη η Ελλάδα είναι γεμάτη από θρύλους, η Αττική μας όμως έχει τους περισσότερους και τους ωραιότερους. Δεν είναι μονάχα τα αρχαία μνημεία της που πλημμυρίζουνε απ’ αυτούς. Κάθε της τόπος και κάθε μεριά της, το πιο απόμακρο λιμανάκι της, το πιο ήσυχο χωριουδάκι, το κάθε βουνό της, τα νησάκια που είναι τριγύρω της, το κάθε τι έχει και το δικό του θρύλο, πλεγμένο μαζή με την ιστορία του. Οι αρχαίες μυθολογικές παραδόσεις, που οργιάζουν για την ηλιόλουστην αυτήν χώρα, φανερώνουνε το γιατί στάθηκε τόσο μεγάλη σ΄αυτήν η εύνοια των θεών. Και δείχνουν ακόμα και το γιατί και οι άνθρωποι της εστάθηκαν ικανοί να δημιουργήσουν αριστουργήματα, ίσως επειδή η ψυχή τους ήτανε ποτισμένη από την ομορφιά του μύθου, που τους ανέβαζεν εις τους θεούς της. Και πλάϊ σ’ αυτούς, θρύλοι των κατοπινών χρόνων, συνεχίζουνε την παράδοση και φανερώνουν την ψυχικήν ενότητα της φυλής και την ικανότητά της να διαιωνίζη τις μυθολογικές της δυνάμεις και με το υπερφυσικό και το θρύλο να προσαρμόζη, προς την εξέλιξη, τον πολιτισμό της. Οι Θεοί που συνεδέθηκαν με τη χώρα, οι ήρωες που ανδραγαθήσαν σ’ αυτήν, οι νύφες των δασών, που στα βουνά της είχαν καταφύγιο μαζή με τον Πάνα, οι τραγικές βασιλικές οικογένειες των Ατρειδών και των Λαβδακιδών, που στα χώματά της είδανε το ξερίζωμα της γενιάς τους, οι κόρες της Αττικής, που στα μάρμαρά της εγράψαν την ιστορία τους, όλα αυτά μαρτυρημένα και ιστορημένα από τους συγγραφείς και πλεγμένα σε μύθους από τους μεγάλους τραγικούς και τους ποιητές, συνταιριάζονται με τα κατοπινά παραμύθια για τους Άγιους και τις χλωμές Παναγιές, για τα μοναστήρια, για τις σπηλιές και τις ρεμματιές, για τα αερικά, για τις νεράϊδες και για τους δράκους, που ο μακρυνός τους αντίλαλος δεν έχει σβύσει ακόμα. Οι μύθοι και οι θρύλοι αυτοί είναι συγκεντρωμένοι σ’ ένα βιβλίο. Δεν ακολουθούν καμμία μυθολογική κατάταξη, και αν παραπέμπουνε και δείχνουνε τις πηγές τους, έχουν όμως στο ξετύλισμά τους κάποια ελευθερία που τους δίνει μια μορφή φιλολογική. Τα μνημεία με τα οποία σχετίζονται, οι τόποι, τα βουνά, τα λιμάνια, τα νησιά, τα ερείπια, τα μνημεία και κάθε τι άλλο, αναφέρονται και συνδέονται μαζή τους, ώστε νάναι ευκολόβρετα στον καθένα. Το βιβλίο αυτό ενδιαφέρει όσους αγαπάνε την Αττική. Οι φίλοι της θα ξαναθυμηθούνε μ’ αυτό τα χαριτωμένα παραμύθια που πίστευαν οι μακρυνοί πρόγονοί τους για την πατρίδα τους, και τα παραμύθια που έλεγαν για την ίδια και οι πιο κοντινοί του παπούδες. Εκείνοι που την τριγυρίζουν θα γνωρίσουν τους θρύλους των βουνών και των πεδιάδων της. Και οι φίλοι των μνημείων της αρχαιότητος θα θυμηθούν τις παραδόσεις που συνδέονται μ’ αυτά, και που είναι τόσο ωραίες, ώστε ν’ αποτελούνε μαζή μ’ όλη την Αττική, ένα αρμονικό και αδιάσπαστο σύνολο. 

Χιλιαδάκης, Στέλιος (1936)
Thumbnail

Από λάβωμα παθαίνουν τα πρόβατα όταν έρχεται ο τρισκατάρατος και τα μαρκαλάει. Πηγαίνει και μαρκαλάει τα καλύτερα πρόβατα. Και όποιο πρόβατο μαρκαλήση, εκείνο ψοφάει. Και γίνεται τότε ο τρισκατάρατος σαν άσπρο ζαγάζρι. Πολλοί και τον βλέπουνε τότε. Και αν σφάξη ο τσομπάνος κανένα πρόβατο από κείνα όπου έπεθε λάβωμα δια να το φάγη, τότε χειρότερα παθαίνουν και τα πρόβατα και αυτός ο ίδιος. Πρέπει όμως να σφάξη ένα αλλά να μην το φάγη, παρά να πάρη τη σπλήνα του, να την καρφώση μ’ένα άβαλτο καρφί εις ένα σταυροδρόμι και να μην περάση πλέον από κεί τα πρόβατά του. Τα κυνηγάει ο τρισκατάρατος γιατί γνωρίζει τους τσομπάνους και τα τροκάνια. Για τούτο πρέπει ν’αλλάξη ο τσομπάνος και να βγάλη τα τροκάνια από τα πρόβατα. Ν’αλλάξη και τη στάση, για να χάση το μέρος ο τρισκατάρατος. Αν είναι εύκολο να περάση ο τσομπάνος με τα πρόβατα από κανένα ρέμα ή κοντά από τα μνήματα, για να μείνη αυτού ο διάβολος. Μακάρι να πήγαινε τότε ο λύκος να έτρωγε κανένα πρόβατο. Ο τρισκατάρατος θ’άφηνε τότε τα πρόβατα και θα πεφτε ‘ς το λύκο. Μα το ξέρει ο λύκος και δεν πάει. [Βλ. Πολίτου Παραδ. Σελ. 1213. 1216 κε.] 

Γιαμαλίδης, Χρ. (1916)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 62
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (467)Παραδόσεις (153)ΣυλλογέαςΆγνωστος συλλογέας (161)Μανασσείδης, Συμεών Α. (91)Παπατσώνης, Τάκης Κ. (48)Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (44)Δημητρακόπουλος, Νικόλαος Π. (39)Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος (27)Κουκουλές, Φαίδων (26)Καψάλης, Γεράσιμος (24)Rohlfs, Gerhart (16)Soyter, Haxthausen G. (16)... Προβολή ΠερισσότερωνΤόπος καταγραφής
Άδηλου τόπου (620)
Χρόνος καταγραφής1970 - 1971 (2)1960 - 1969 (8)1950 - 1959 (115)1940 - 1949 (61)1930 - 1939 (167)1920 - 1929 (117)1910 - 1919 (146)1902 - 1909 (4)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.