• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 4714

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Μια φορά πέρασ’ ο Χριστός ζητιάνος, όπως συνηθάη κι περνάη, από ‘να σπίτι και γύραζι ψωμί. Αυτή ότι είχε φουρνισμένο και το είχε βγάλει από το φούρνο, μα για να μη δώκη του Χριστού το έβαλε χάμω κι έκατσε, - Άει στο καλό, χριστιανέ μου, που έχουμε ψωμί, λέει του Χριστού. – Το ψωμί ζεστό κι ο κώλος σου κρύος, της λέει ο Χριστός. Γι’ αυτό της γυναίκας ο κώλος ποτές δε ζεσταίνεται. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1938)
Thumbnail

Η κουκουβάγια ήταν γυναίκα κι’είχε έναν αδερφό και τον έλεγαν Κωσταντή,μοναχογιό,δεν είχε άλλον.Αυτή πια κι’ο αδερφός της.’Ετυχε λοιπόν να πεθάνη ο Κωσταντής κι’από τα πολλά της κλάυματα επάνω στο μνήμα του έγινε η αδορφή του κουκουβάγια κι’όποτε την ιδούν τα παιδιά,λένε :Αρετή,μπουρετή,πούν’αδερφός σου Κωσταντής ; στ’αμπέλι,στο κάστρο,άει να τόνε βρής. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Εδώ λένε πως παλαιά ήταν νερό κι έμενε ένας με τα δυο παιδιά του. Κάποτε που έλειπε ο πατέρας ήρθε εκεί κοντά μια καρακάξα κι έκανε σαν κατσίκα. Ξέρετε η καρακάξα είναι άτιμο πουλί, πολλές φορές κάνει σαν κατσίκα και κοροϊδεύει. Τόνα παιδί τότε, το μεγαλύτερο εφώναξε τ’ αλλουνού. Άει εκεί διώξε την κατσίκα. Εκείνο δεν πήγαινε κι έλεγε τ’ αλλουνού πως δεν πάει γιατ’ είναι καρακάξα. Τ’ άλλο του ξανάπε να πάη κι επειδή δεν πήγαινε, σα ζόρικο πούτανε του ρίνει μια πέτρα μεγάλη στο κεφάλι και το σκοτώνει. Κατόπι όμως πήγε κι είδε πως ήταν καρακάξα. Ήρθε κι ο πατέρας και σαν είδε τι έγινε έρριξε διάργυρο στο νερό κι εχάθη αυτό από τότε. 

Σακελλαριάδης, Χαρίλαος (1930)
Thumbnail

Παλιά που ήταν αθώος ο κόσμος κι ο ουρανός πιο κοντά στη γής, όσα παραμύθια λένε ήτανε σωστά. Και τώρα γώ θα σου μολοήσω ένα για της Τετάρτης το βίος : Δυο-τρείς γυναίκες καθόντανε τα βράδια και γνέθανε παίρνει κ’ η Τετάρτη τη ρόκα της, πάει και γνέθει κι αυτή μαζί. Εκείνες δεν τη γνωρίσανε, γιατί έμοιαζε με κάποια γειτίνισσα και την πήρανε για κείνη. Κάθησε λίγια ώρα, την κοιτάνε, σηκώνεται, βγάνει τα παπούτσια και τη ρόκα της και κατούρησε χάμου στο σπίτι. Από τις γυναίκες που νυχτερεύανε μια είχε αντίληψη για τις Τετάρτες και καταλαβε πως θα γενή κακό το είπε και στις άλλες και το καταλάβανε και τα πετάξανε όλα όξω από το σπίτι, σκάψανε και χώσανε και το κάτουρο. Εκείνη, η Τετάρτη πήγε στο νεκροταφείο κι έβγαλε ένα φρεσκοπεθαμένο κι αυτόν τον έβγαλε, για να φέρη να τις ταιση που γνέθανε την Τετάρτη. Λοιπόμ οι γυναίκες τα είχανε πετάξει τα πράματά της κ’ήρθε αυτή και μιλάει :- Τόκα, ρόκα, άνοιξε μου- Είμαι όξω πεταμένη –παπούτσια, ανοίχτε μου-είμαστ’ όξω πεταμένα- Κάτουρο, άνοιξε μου-είμαι μέσ’στη γής χωμένο. Άει, καημένες μου, είπε τότες η Τετάρτη, μου τη φτιάσατε και τους άφηκε στη πόρτα τον πεθαμένο στηλωμένονε και μαρμακωμένο. Γι αυτό δε γνέθανε άλλοτες τις Τετάρτες τις φυλάγανε, γιατί παθαίναμε κακοί αλλά τράβηξε κι ο θεός χέι, είδε κι απόειδε και δουλεύουμε. 

Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1938)
Thumbnail

Παραδέχονται νεράϊδες, τις λέν «σαμοβίλα» και είναι γυναίκες με πέπλα και άσπρα ντυμένες, μακρυά μαλλιά μέχρι πόδια. Κάμουν κακό. Αν μιλήση ο άνθρωπος που τις βλέπει παθαίνει κακό. Γι’ αυτό πρέπει να σιωπήση οπότε δεν παθαίνει τίποτε. Εις τον κόσμον βρέθηκαν γιατί ήρθαν από το νερό. Ζουν εις έρημα μέρη και όπου είναι νερά. Βγαίνουν τα μεσάνυχτα και άμα φωνάξη ο πετεινός φεύγουν. Εκδηλώσεις και εμφανίσεις νεράϊδων. 1 Εις ένα μέρος τοποθεσία «το κεφάλι της μάννας του Ντούλιου» ήτο νερό και χάθηκε προ 100 χρόνων, ύστερα από τρεις μέρες που χάθηκε το νερό έλεγαν τι θα γίνη το χωριό χωρίς νερό γιατί από αυτό υδρεύεται και η βρύση του χωριού, οπότε ένας αγροφύλαξ τούρκος ονόματι Ζιέλιος είπεν ότι θα μπω εγώ μέσα στην τρύπα τι έγινε το νερό και να το ξαναστείλη στη βρύση. Ανέβηκε στην τρύπα του βουνού και μπήκε στο σπήλαιον 200 μέτρα βάθος και άρχισε να χτυπά το μέρος για να βγη το νερό και μόλις χτύπησε τρεις φορές παρουσιάστηκεν η νεράϊδα που τον έπιασεν από το χέρι και τον είπε φτάνει. Αυτή δε που βαστούσε το νερό άφησε το νερό να τρέξη και έρθη εις την βρύση του είπε δε ότι είδες να μη ειπής εις κανένα άμα θα πης θα αποθάνης. Αυτός ο τούρκος έζησεν είκοσι χρόνια αγροφύλαξ και όλοι τον αγαπούσαν γιατί έστειλε το νερό στο χωριό. Όταν σηκώθηκε να φύγη στο τέλος από το χωριό γιατί γέρασε όλοι οι χωρικοί σηκώθηκαν να τον προβοδήσουν έξω από το χωριό και τον κερνούσαν πιοτά αυτός μέθυσε από το κρασί και από μεγάλον ενθουσιασμόν και ευχαρίστησαν απεκάλυψε το μυστικό του και είπε: «τόσα χρόνια δεν σας είπα τίποτε τώρα θα σας πω την ιστορία που μου έγινε. Όταν σας έστειλα το νερό παρουσιάστηκε η νεράϊδα και δεν μ’ άφησε να στείλω περισσότερο νερά και γι’ αυτό τόσο νερό σας έστειλα και το νερό το άλλο το έστειλε στο «Σέτομα». Μόλις δε εφανέρωσε τα λόγια αυτά πέθανε. Τώρα το μέρος εκείνο από τότε και μέχρι σήμερα λέγεται «Ζιέλοβ γκρόπη» δηλ. το μνήμα του Ζέλου. Αυτό έγινε και είναι αληθινό. [Σέτομα= νυν Κεφαλάρι. Η χωρική προσέθεσε: «το νερό μας και του Σέτομαν είναι το ίδιο»] 

Μπακάλης, Ιωάννης (1937)
Thumbnail

Μια εποχή ο πατέρας τους (Χριστόφορος Μελιγκούρας) ήφερναν το άλεσμα, είχε πάει στο μύλο, στο Καστρί με το Γεώργη της Μαμαλίνας, ένα χαλκιά. Είχε ένα γαιδουράκι αυτός. Ο πατέρας τους είχε ένα μπλάρ άσπρο. Το βράδυ, τη νύχτα στις 12 πουρχόντουσαν, στον Άη Γεώργη ακριβώς κεί που πδάει το νερό τηράν έναν άνθρωπο, καθότανε την νύχτα τον εχθρό-φρουλάτισε. Από πίσω το γαιδουράκι του Μάμαλη. ‘’Βρε Γεώργη λέει’’. –Τι θές ; -Λέπεις ; τήρα τον μπάρμπα μου τον Κώστα καταντίπ’ τη μέσ’ το δρόμο. (Έβλεπαν έναν άνθρωπο). Τράβα λέει το γάιδαρο για να πιράσ’ και το μπλάρι. Μόλις τραβάει το ζώ περνάν , τηράν κάθοταν το ζούδιο με την πατατικούλα του – σαν άνθρωπος ξαπλωμένος χάμου. Τραβάει το γάιδαρό του να πάη να πιή νερό ο ένας ο Χριστόφορος να ποτίσ’ το ζώ. Ο Μάμαλης τράβηξε δε δίψαγε το δικό του. Το ζούδιο γίνηκε ένα σκυλάκι. Δεν το είδε αυτός. Έρχεται στο σπίτι. Ξιφορτώνει. Ερχόταν με φόβο. Κλέινει την πόρτα. Αυτό χτύπαγ’ την πόρτα. Σεισμός βουβουβου! Στο σπίτι. Να χαθή το ψοφίμι είναι (το σκυλί). Κύτταξε 2 φορές, τίποτα δεν λέπει. Ματαέρχοται ένας ταραμός. Άει σήκω σεν είν’ καλό απόψε. Κατ’ ήρθ’ απ’ το μύλο κοντά σου λέει ο γέρος ούλοι. Το άλλο βράδυ κατά τις 8 το ίδιο χωρίς να βλέπουν τίποτα. Φέρνουντον παπά να διαβάση τίποτε δεν έκανε. Ένα χειμώνα δεν ησύχασε. Απ’το βράδυ μόλις σιρίπωνε έως τα χαράματα. Κάθε μέρα φέρναν τον παπά και τάγια κειμήλια. Από καιρό δεν μετάκουσαν τίποτα πια, αφού διάβασ’ ο παπάς στο τέλος όλα τα γράμματα και δεν υπάρχει τίποτ’άλλο. Χάθκε πια. (Κατ’ήρθ’ απ’το μύλο= Μέσ’ το μύλο είναι πάντα κάτι κρούσμα. Και στα λιοτριβιά (είναι κρουσματάρες οι μηχανές) δεν κοιμάται κανείς γιατί κρατιέται, μουγκαίνει, ούτε κτίζουν σπίτι σε τέτοιους τόπους. Λέγεται : ‘’κρουσματάρικο σπίτι’’, Κειμήλια= Λείψανα του Αγ, Χαραλάμπο σε μια ταγάρα τάχουν στην εκκλησιά της Παναγίας. Είναι προίκα στην οικογένεια του Παπαλάμπρου. Κάνει καλό να τα πάρουν για τρείς μέρες στο σπίτι.) 

Ιωαννίδου, Μ. (1938)
Thumbnail

Τα δύο ενδιαφέροντα άρθρα του «Έθνους» περί μανδαγόρα μου δίνουν αφορμήν ναναφέρω ολίγα ακόμη σχετικά μ΄αυτόν και ειδικά για τη δεισιδαιμονία του λαού μας περί του φυτού αυτού. Πρώτα-πρώτα ολίγα γενικά: Πάντα ο άνθρωπος στις ασθένειες του είχε την τάσι ναναζητά υπρφυσικές δυνάμεις από αμάθεια και δεισιδαιμονία. Ιερά δέντρα η πόαι, που είχαν μαγική δύναμι, αναφέρονται από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται το φυσικό δουδαΐμ, ο δε Όμηρος αναφέρει το μώλυ. Τον μανδαγόραν αναφέρει ήδη και ο Ιπποκράτης εις το «Περί τόπων κατά άνθρωπον» ως ναρκωτικόν «Τους ανιωμένους και νοσέοντας και απάγχεσθαι βουλομένους μανδαγόρου ρίζαν πρωΐ πιπίσκειν έλασσον ή ως μαίνεσθαι». Ίσως και ο σπόγγος που προσεφέρθη με όξος εις τον Χριστόν κατά την σταύρωσιν του να είχε αυτό το ναρκωτικό. Κατά τον μεσαίωνα η δεισιδαιμονία για τον μανδαγόραν έφθασε το ζενίθ. Στην Ιερά Εξέτασι, όστις συνελαμβάνετο με ρίζες του φυτού αυτού εθεωρείτο ως μάγος και εκαίετο. Χαρακτηριστικόν είνε και τούτο, ότι μια από τις σπουδαιότερες ερωτήσεις του δικαστηρίου στη Ζαν ντ΄Άρκ ήταν «τι έκαμνε με την ρίζα του μανδαγόρα»! Για τις δεισιδαιμονίες του λαού μιας περί του φυτού αυτού έχομεν ως μοναδικές πηγές πρώτα τον ιατροδιδάσκαλον διονύσιον Πύρρον τον Θεσσαλόν και έπειτα τον αείμνηστον Ν. Πολίτην. Ο πρώτος γράφει το 1850 στη «Φαρμακοποιΐα» Του Καμπανά που μετέφρασε: «Ο μανδαγόρας είνε εν από τα επτά αρχαία τερατοποιά βότανα, τα οποία τέτε έκαζον εκ της γης με τινας ευχάς και τελετάς, τόσον εις την Κύπρον, όσον και άλλας νήσους Αιγαίου Πελάγους και εις τας Αθήνας, και αυτά εισί τα οποία σήμερον ουδέ εν πιστεύονται ως τοιαύτα.» Ο δε Ν. Πολίτης εις το δέκατον πέμπτον κεφάλαιον «Φυτά», αριθμός 322 από τας «Παραδόσεις» στη σελίδα 177, αναφέρει την παράδοσι της Μήλου περί μανδαγόρα, που είνε ενδιαφέρουσα και την παραθέτω ολόκληρη: «Η φιστουλόριζα μοιάζει με μωρό παιδί στο σχήμα και δεν πρέπει να την ξερριζώση άνθρωπος, γιατί αμέσως πεθαίνει. Αλλά πρέπει να την σκάψη γύρω-γύρω και να βγάλη το χώμα και ύστερα να την δέση μ΄ένα σκοινί και την άκρη του σκοινιού να την δέση στο πόδι ενός γαϊδάρου ή μπουλαριού. Ύστερα να χτυπήση το ζω για να το αναγκάση να προχωρήση και έτσι να την ξερριζώση. Όταν ξερριζώνεται από τη γη η ρίζα κλαίει σα μικρό παιδί και το ζω που μεταχειρίστηκαν για το ξερρίζωμα ψοφά. Έπειτα την παίρνουν και την τυλίγουν με προσοχή σε μαντήλι και την πάνε στο γητευτή και την ετοιμάση για να γιατρέψη το φίστουλα.» Ο Πολίτης εις τας «Σημειώσεις» του λέγει σχετικά: «Η ρίζα, η θεραπεύουσα το συρίγγιον, λέγεται ανθρωπόμορφος και προς εξόρυξιν αυτής παραγγέλλονται προφυλάξεις αναγκαίαι όπως σωθή ο εξορύττων εκ του θανάτου. Τοιαύτας προφυλάξεις ελάμβανον και οι αρχαίοι προς εξόρυξιν ριζών, αίτινες επιστεύετο ότι είχον θαυμάσιαν ενεργείας και ας ανέσπων διά κυνός. Ούτω την αγλαόφωσιν, ήτις δια τούτο ελέγετο και κυνόσπαστος. Προ πάντων δε τον μανδαγόραν ούτως εξώρυττον κατά τους μέσους χρόνους και κατά τους καθ΄ημάς έτι. Αλλά και αυτόν τον μανδαγόραν γινώσκει ο καθ΄ημάς λαός και νομίζει ότι είνε έμψυχος και οτι εκριζούμενος φωνάζει. Και η λέξις διετηρήθη, μικρόν παραφθαρείσα, μανδαγόρα. Νυν αι ρίζαι του μανδαγόρα διασκευάζονται εν Συρία, οπόθεν κομίζονται και εις Ελλάδα και τας ελληνικάς χώρας, έχουσι δε συνήθως μορφήν γυναικός. Ο κατά τας αρχάς του παρελθόντος αιώνος ζήσας Επιφάνιος Δημητριάδης περιγράφει αρρένα μανδαγόραν, ον επεδείκνυεν εις αργύρτης «μιαν ρίζαν τετορνευμένην με γένεια και μουστάκια κατασκευασμένα και με χάνδρινα μάτια» και προσθέτει ότι ο εξαιρών τα πλεονεκτήματα αυτού έλεγε: «Συμφέρει εις τον έρωτα, συμφέρει (εις το πλούτος, Έχει ενέργειες πολλές, θαύματα κά(νει ούτος.»» Πιστεύεται ότι ο κάτοχος μανδαγόρου ευημερεί, αυξανομένου του πλούτου αυτού, αυτή δε η δοξασία είνε κοινή και εις άλλους λαούς. Επίσης δε συμφέρει εις τον έρωτα, διότι εξ αυτού παρασκευάζονται φίλτρα, υπέρ και οι αρχαίοι επίστευον, δι’ δ’ και η Αφραοδίτη επεκαλείτο Μανδαγορίσις. Αλλά και προς θεραπείαν δεινών νόσων νομίζεται χρήσιμος, κατά δε τας μεσαιωνικάς δοξασίας εποίει γόνιμους τας στείρας γυναίκας.» 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Ήταν εδώ ειδουλολάτροι. Ήταν ένας κάλφας απ’ την Ανασαλίτσα (κατά τα μέρια της Λεψίστας) κι ήλιιν ότι η Καστορία είχε βασιλέα κάναν καιρό, κι του μνήμα της βασίλισσας τούχαν κατά τ’ τζαμί. Εκεί ήταν καλιάδες (1). Η Καστουρία κείνου τουν κιιρό ήταν σφαλισμένη. Ήλεγαν τάχα ότι σ’ αυτό το τζαμί ήταν της βασίλισσας το μνήμα. [Καλιάδες= κάστρο (νυν τα ερείπια)] 

Ιωαννίδου, Μ. (1937)
Thumbnail

Τέσσαρας περίπου ώρες από τον Πύργο ευρίσκεται η ιστορική μονή του «Φραγκοπηδήματος», μια Μονή δια την οποίαν έπρεπε να γράφουν πολλά και όμως σχεδόν τίποτε το αξιοσημείωτον περί αυτής δεν εγράφη, τίποτε περί της ωραίας ιστορία της. Η ιστορία της Μονής αυτής χωρίζεται σε δύο μέρη : Εις το ιστορικόν του βράχου, επί του οποίου ευρίσκεται η μονή, και εις το ιστορικόν αυτής ταύτης της Μονής. Περί του βράχου του «Φραγκοπηδήματος» η ιστορία αναφέρει τα εξής καταπληκτικόν, το οποίον εσημειώθει κατά το έτος 1205, ήτοι προ 732 και πλέον ετών : ΑΚτά το έτος αυτό, ως γνωστον, εγένετο εν Ελλάδι η Γ’ Σταυροφορία. Η Σταυροφορία αυτή, της οποίας ηγείτο ο Γάλλος πρίγκηψ Σταμπολίτ, κατέλαβε την αρχαίαν Ήλιδα και τμήμα του στρατού του επεξέτεινε την κατοχήν μέχρι του ως άνω βράχου, με αντικείμενικον σκοπόν την κατάληψιν νεών εδάφων προς το χωριόν Βούναργον, το οποίον απέχει του Πύργου περί τας 3 ώρας. Και η κατάληψις ίσως και του Πύργου θα επραγματοποιείτο εάν δεν εμεσολάβει ένα καταπληκτικόν γεγονός αποδοθέν εις θαύμα. Ούτω, του τμήματος στρατού, όπερ έφθασεν επί του βράχου του «Φραγκοπηδήματος» ηγείτο εις «Φραγκος» αξιωματικός ονόματι Νικόλαος. Ο αξιωματικός αυτός έφιππος καθώς ήτο, διέταξε προέλασιν των υπ’ αυτόν στρατιωτών και τυφλωμένος από την κατακτητικήν μανίαν του, έσπευσεν να προχωρήση πρώτος, νομίζων ότι και πέραν του βράχου το έδαφος ήτο ομαλόν. Ως ήτο επόμενον όμως, κατέπεσεν εις τον κάτωθι του βράχου απότομον κρημνόν και εις βάθος 200 περίπου μέτρων. Παραδόξως ούδεν έπαθε και σώος ανερριχήθη επί του βράχου, διετάξας την μη περαιτέρω προέλασιν του στρατού του. Κατά την πτώσιν του αξιωματικού τούτου εκ του βράχου εις τον κρημνόν, όπληξ του ίππου του άφησεν ίχνη επί του εδάφους, τα οποία οι κάτοικοι Βουνάργου μέχρις εσχάτων ακόμη επεδείκνυον εις τους επισκεπτομένους τον βράχον του «Φραγκοπηδήματος», ονομασθέντα ούτω, διότι εξ αυτού «επήδησεν ο Φράγκος»! Εις το σημείοναυτό ο θρύλος ουδέν αναφέρει, εάν μετά του αξιωματικού ερρίφθησαν εις τον κρημνόν και οι ακολουθούντες αυτόν στρατιώται. Παρέχεται μόνον η διευκρίνισις ότι οι στρατιώται αντελήφθησαν εγκαίρως τον κάτωθι του βράχου χαίνοντα κρημνόν και διέφυγον τον κίνδυνον της κατακρημνίσεως των. Κατ’ αντίκρουσιν όμως προς το ανωτέρω ιστορικόν περί του βράχου τούτου, ο θρύλος αναφέρει άλλα πράγματα. Ούτως ο Φράγκος αξιωματικός, ο οποίος κατέπεσεν εις τον κρημνόν, εδιώκετο υπό των Τούρκων και όταν έφθασεν εις το σημείο του κρημνού, τον οποίον εγνώριζεν, έκαμε το σημείον του Σταυρού, εψιθύρισε : «Άγιε μου Νικόλαε, σώσε με και θα σου κτίσω μιαν εκκλησίαν» και ευθύς αμέσως ερρίφθη εις το κενόν δια να αποφύγη την δίωξιν των Τούρκων, χωρίς να πάθη τίποτε όταν έφθασεν επί του εις βάθος 200 μέτρων εδάφους. Ο θρύλος προσθέτει ακόμη ότι το πέταλον ενός των ποδών του ίππου του καταπέσοντος αξιωματικού απέτυπώθη επί μιας πλάκας επί μιας πλακός, ήτις σώζεται και σήμερον και φαίνονται τα ίχνη του πετάλου. Πάντως, είτε η μία, είτε η άλλη εκδοχή είνε αληθής παραμένει βεβαιωμένον το γεγονός ότι ο Φράγκος αξιωματικός, κατάπεσεν οπωσδήποτε εκ του βράχου χωρίς να φονευθή, δι’ ό και απεφάσισε την ανέγερσιν ναΐσκου ως θα ίδωμεν αμέσως κατωτέρω. Αυτά αναφέρει ο θρύλος περί του βράχου του «Φραγκοπηδήματος». Επί του βράχου όμως τούτου σώζονται ακόμα τα ερείπια ενός ναΐσκου, ο οποίος όμως, όπως αναφέρει πάλιν ο θρύλος, παρέμεινεν ημιτελής και ως θα ίδωμεν κατωτέρω, κατασκευάσθη έτερος ναΐσκος εις απόστασιν 20 λεπτών της ώρας, ένθα η σημερινή Μονή. Το ιστορικόν του τε ναΐσκου και της Μονής έχει ως ακολούθως : Ο Φράγκος αξιωματικός, ο οποίος κατέπεσεν εκ βράχου, απέδωσε την διάσωσιν του εις τον προστάτην του Αγίου Νικόλαον. Και όχι μόνο ανέκοψε πάσαν κατακτατικήν προέλασιν, αλλ’ απεφάσισε να κατασκευάση και ναΐσκον επί του βράχου προς τιμήν του Αγίου Νικολάου. Ολόκληρος όμως η περιοχή ήτο τοσούνος ανώμαλος, ώστε καθίστατο λίαν δυσχέρης η μεταφορά επί του βράχου των οικοδομήσιμων υλικών. Οι εργάται, κατόπιν τούτου, δια να απαλλαγούν του μαρτυρίου αυτού, εμηχανεύθησαν το εξής ψεύδος : Μια νύκτα μετέφερον κρυφίως τα εργαλεία των εις απόστασιν 20 λεπτών της ώρας επί ομαλού εδάφους και την πρωίαν της επομένης διέφωσαν ότι δήθεν κατάπληκτοι ανεύρον τα εργαλεία των, εις ο μέρος τα είχον βεβαίως μεταφέρει αυτοί από της παρελθούσης νυκτός. Η ιστορία αυτή της μυστηριωδούς εξαφανίσεως των εργαλείων και της ανευρέσεως των την επομένην εις άλλο μέρος, επαναλήφθη επί πολλάς ημέρας. Το κόλπο αυτό των εργατών έπιασε και ο εύπιστος Φράγκος αξιωματικός, υπείκων εις τας εισηγήσεις αυτών, εδέχθη όπως ο ναΐσκος κατασκευασθή εις το μέρος, ένθα ανευρίσκοντο τα μυστυριωδώς την νύκτα εξαφανιζόμενα εργαλεία των εργατών. Η κατασκευή του ναΐσκου τούτου και των παρ’ αυτό κελλιών της Μονή επερατώθη κατά το έτος 1235 περίπου, δεδομένου ότι αι εργασίαι διεκόπησαν πολλάκις επ’ αρκετόν χρόνικόν διάστημαν. Εις εν εκ των κελιών τούτων έζησε μονάζων επί 10 περίπου έτη. Η Μονή «Φραγκοπηδήματος» επί πολλά έτη διετέλεσε Μετόχιον της Μονής Δίβρης. Κατά το έτος 1798, ο αείμνηστος εθνομάρτυς Γρηγόριος Ε’ ανεκήρυξε την Μονήν ταύτην αυτοτελή και αυτοδιοίκητόν και ως τοιαύτη παρέμεινε μέχρι του 1840. Από της εποχής ταύτης, εισηγήσει του Αχαΐας Μελετίου και λόγω των πολλών ληστειών και λεηλασιών, αίτινες εγίνοντο εις την Μονήν, συνεχωνεύθη αυτή με την Μονή Σκαφιδιάς. Τέλος εν έτει 1930 ανασυνεστήθη αυτή υπό του νύν Μητροπολίτου Ηλείας κ. Αντωνίου ως Μονή καλογραιών και ετέθη υπό την πνευματικήν ηγεσίαν της οσιωτάτης μητρός Μαρκέλλας. Ήδη εν τη Μονή ταύτη παραμένουν 9 μοναχαί, έτεραι δε τρείς εις το εν τη Μονή ταύτη άνηκον Μετόχιον της «Παναγούλας», παρά το χωρίον Αλποχώριον. Δια την μονήν του «Φραγκοπηδήματος» ας σημειωθή και τούτο το σπουδαίον : Κατά την επανάστασιν του 1821 προσέφερε δυο Πελοποννησίους στρατηγούς, τον Κυπριανόν και τον Νάρκισσον Πετρόπουλον ή Ρηγανάκον. Περί αυτών ασχολείται λεπτομέρως ο Φωτάκος εις το σύγγραμμααυτού «Βίοι επιφανών Πελλοπονησίων ανδρών». 

Κουμπάτης, Γ. Ι. (1937)
Thumbnail

Σμαρδέσι. Εκεί όλοι διηγούνται τα εξής : Ένας τσομπάνος κοιμόταν ένα μεσημέρι στο μαντρί του, ο βοηθός του είχε πάει στο χωριό να φέρη ψωμί. Όταν γύρισε ο βοηθός δτο μανδρί είδε τον τσομπάνο να κοιμάται μ’ανοιχτό το στόμα κι’είδε ένα φίδι να μπαίνη και να χάνεται στο στόμα. Κοντά ένα μπακράτσι (δοχείο που βάζουν οι τσοπάνηδες το γάλα) αδειανό. Τι είχε γίνει ; Το φίδι μυρίζοντας μπήκε στο στομάχι να φάη το γάλα (γιατί τα φίδια κυνηγούν το γάλα). Τότε αυτός πιάνει μια προβατίνα, την αρμέγει και βάνει το γάλα στο στόμα του τσομπάνη. Το φίδι μυρίζει το γάλα, γυρίζει να το φάη και έτσι σώθηκε ο τσομπάνος. 

Ιωαννίδου, Μ. (1937)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 472
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (3773)Παραδόσεις (941)ΣυλλογέαςΛιουδάκη, Μαρία (845)Οικονόμου, Μάνθος Κ. (306)Άκογλους, Ξενοφών Κ. (267)Ζήσης, Ευστράτιος (256)Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (254)Δρακίδης, Γεράσιμος Δ. (238)Ταρσούλη, Γεωργία (236)Άγνωστος συλλογέας (176)Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (176)Παπαδάκη, Ειρήνη (143)... Προβολή ΠερισσότερωνΤόπος καταγραφήςΡόδος (426)Ιωάννινα, Νεγάδες (305)Πόντος, Κοτύωρα (288)Θράκη, Αυδήμιο (255)Άδηλου τόπου (167)Κρήτη, Σητεία (144)Νάξος, Απείρανθος (139)Κάρπαθος (136)Μικρά Ασία, Σινώπη (126)Θεσπρωτία, Παραμυθιά (121)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής1939 (1350)1938 (1237)1937 (719)1936 (149)1935 (79)1934 (237)1933 (11)1932 (145)1931 (365)1930 (422)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.