Αναζήτηση
Αποτελέσματα 5001-5036 από 5036
Τσέκκερε σσυλλοκούμπαρε, που τ' άσσισ σου. Ελάλουσσου να πάμεν του λατούρου, τζ ελάλες να πάμεν του Μαζωτού
(1940)
Η λάρναξ άλλοτε συνεδέετο με την Λεμεσόν διά Μαζωτου, του Λατούρου, Ζυγιού, Μονής. Από την Αλαμηνάν εις τον Μαζωτόν φέρουσι δύο δρόμοι, ο ένας κατ' ευθείαν και ο άλλος διά του Λατούρου, χωρίου άλλοτε, τώρα τσιφλίτζιν. ...
Ο αρσούης επέθανεν κι' ο κώλος ατ' μαστίχαν εμάσανεν
(1939)
Ο ιδιότροπος και φορτικός πέθανε κι ο κώλος του μασούσε μαστίχη. Για τους σκληροτράχηλους που κι όταν πεθαίνουν ακόμα, τ' αποτελέσματα της κακίας τους εξακολουθούν να είναι φανερά. Επίσης και για τους ιδιότροπους κ' ...
Επήρες κόρην άσσημην: Εν τα γεννητικά της. Εκαμέν το τζ' η μάνα της, έκαμεν το τζ΄η θκειά της
(1940)
Επί πράξεων αξιομέμπτων, ιδία ανήθικων, εχουσών δικαιολγίαν ότι οφείλονται εις φύσει ή εκ κληρονομικότητος διεστραμμένον χαρακτήρα
Ήντσαν τρέχ' στην αρχοντίαν συγερά την εφτωχίαν
(1939)
Όποιος τρέχει στην αρχοντιά, γερνάει με τη φτώχεια
Ξέρ'ς να κλέψης; Ξέρω. Ξέρ'ς να κρύψης; Δε ξέρω. Τότε δε ξέρ'ς και να κλέψης
(1956)
Το έλεγαν για ένα, που δεν ήτο ικανός να συγκαλύψη την κακή του πράξη
Ωχ' άdρα μου, και κρίμας νάχης τα δυο σου μάθια
(1963)
Ήτονε, λέει, καμμιά, κι' ήτονε κακιάς διαγωγής και τόλεε d' αdρούς τση. Τον ήθελε στραβό, ιά να μη dη θωρή, είdα κάνει...
Λέγεται για κάτι άτακτο, ανάρμοστο...
Λέγεται για κάτι άτακτο, ανάρμοστο...
Bο αξάμ' dιdίν χαβάσι γιάρ ναξάμ, gελίν χαβασί
(1940)
Δηλαδή, απόψε η βραδυά είναι τρεμούλα, κρύα αύριο θα γίνω νύφη...
Μια γριά την είπανι πως θα d; bαdρέψουνι. Θα σι παdρέψ΄μι μι συ θα ξιγυμνωθής κι θα πιράσ΄τ΄νύχτα σ΄στη dαράτσα. Άμα bορέσ κι ξμερωθής, θα σι παdρέψωμι. Πήγ΄αυτήνη, έβγαλε τα ρούχα τς ήβγι στη dαράτσ΄απάνου. Αυτή κρύωνε κι χόρευε να ζισταθή κι ήλεγε...
Μια γριά την είπανι πως θα d; bαdρέψουνι. Θα σι παdρέψ΄μι μι συ θα ξιγυμνωθής κι θα πιράσ΄τ΄νύχτα σ΄στη dαράτσα. Άμα bορέσ κι ξμερωθής, θα σι παdρέψωμι. Πήγ΄αυτήνη, έβγαλε τα ρούχα τς ήβγι στη dαράτσ΄απάνου. Αυτή κρύωνε κι χόρευε να ζισταθή κι ήλεγε...
Τ' Αϊ Αdρϊα και τα τάχερα κρϋα
(1963)
Δηλαδή η πρώτη εντύπωση επηρεάζει αποφασιστικά το σχηματισμό καλής ή κακής γνώμης για έναν άνθρωπο. Καμμία λέ, ήλεε d' αdρούς τση πώς κουράζετ' εκείνη πιο πολύ παρά κείνο είdα κάνει, λέει και καλά; “Ωώώώώώ τα βουδάκια μου...” Λέγεται ολόκληρο με την...
Μια φορά ήμουν άγγελος τώρ' αγγελίζουν άλλοι στη βρύση πόπινα νερό τώρα πίνουν άλλοι. Τη βρύση πόπινα νερό, τώρα την πίνουν άλλοι.
(1941)
μάνα τ, τόσο ιναdινά δε dο σbάθαγε η μητρυιάτ. Ακόμα κι απ΄το τσεσμέ πγ είχανε μεσ' στν αυλή τς, δε d άφνε να πιη νερό, να μη τονε τσαλέψ. Τότες θμήκε τς μάνας τ τα χάδια, καίγ είπε αυτό το λόγο...
Επόμεινε σα dο Ίάννη στη μεθύρα
(1963)
Δηλαδή, έμεινε έκθετος...
Π.χ. “Τώρα, να κάνω κανένα ρουχαλάκι του Ιώργη μου τα του Ευαγγελισμού και να μη bροφτάξω να το τελειώσω, λε, επόμεινεν ο καμένος Γιώργης, σα dο Ιάννη στη μεθύρα”...
”Ήτονε, λέει, κανένα bαιδί κι΄εδιάηκε να πιάση ουκ΄απού μέσ΄στη συκομεθύρα κι΄είχε λια η συκομεθύρα μέσα κι΄ήσκυψε bολύ και πάει μέσ΄στη μεθύρα κι έκανα dα ποδαράκια d; απάνω, κι ευρεύγα dο και δε dο ΄βρίσκανε κι εκατέβησα gαι κάτω στο κατώι και...
Μεθύρα=κιουπί, Συκομεθύρα=κιουπί για ξερά σύκα, Λία=λίγα, Στη μεθύρα=από ανέκδοτη συλλογή μου...
Π.χ. “Τώρα, να κάνω κανένα ρουχαλάκι του Ιώργη μου τα του Ευαγγελισμού και να μη bροφτάξω να το τελειώσω, λε, επόμεινεν ο καμένος Γιώργης, σα dο Ιάννη στη μεθύρα”...
”Ήτονε, λέει, κανένα bαιδί κι΄εδιάηκε να πιάση ουκ΄απού μέσ΄στη συκομεθύρα κι΄είχε λια η συκομεθύρα μέσα κι΄ήσκυψε bολύ και πάει μέσ΄στη μεθύρα κι έκανα dα ποδαράκια d; απάνω, κι ευρεύγα dο και δε dο ΄βρίσκανε κι εκατέβησα gαι κάτω στο κατώι και...
Μεθύρα=κιουπί, Συκομεθύρα=κιουπί για ξερά σύκα, Λία=λίγα, Στη μεθύρα=από ανέκδοτη συλλογή μου...
Άνεμος στηγ κόκας σου
(1940)
maniche, le camiecce di seta lavorate col telaga in Cipro, sandeli con legami per scarpe, usavano catene d' oro all cllo, e sulle braccia perle o giojelli. Sullla koca una tualetia the pareva un casco flotanti in dietro. Questo dava alla donna un...
Το αντρόγυνο της Αγίας Παρασκευής
(1971)
Πολλές φορές λέμε, βλέποντας ένα ζευγάρι, πως μοιάζει σαν “το αντρόγυνο της Αγιάς Παρασκευής”! Ξέρετε ποιό ήταν αυτό το αντρόγυνο; Στην παλιά Αθήνα, κοντά στο Θησείο υπήρχε κάποτε η συνοικία της Αγίας Παρασκευής, που δεν ...
Τρείς που μέχεις, τρείς που σέχω και τριώ που dο παιδί, σωστοί σωστοί ενιά μηναρούκλες είν', άdρα μου
(1963)
Ο σχετικός μύθος: Ήτονε λέει, καμμιά κι επαdρεύτηκε, gι ήπηρε gανέναν αγαθούτσικο και σε τρείς μήνες πο παdρεύτησα gι ύστερα ΄έννησε, μα δεν ήτονε τ΄αdρούς τση το παιδί, μόνου τόχε μάλλο καμωμένο. Ήχρεψε λοιπό ο κόσμος ...
Ηθελές τα και ξεφλουδισμένα!
(1963)
gαι δε dάβρε gαλοϋαλισμένα και 'ια να μη φά d' αχείλια dου οι φλούδες, τα ξεφλούδα gι ήριχτε τζι φλούδες εκειχάμαι επά τα σύκα δε dα ξεφλουδούνε και περίσσα δα τα πρωτοϋάλιστα, που δεν είν' ακόμα κανείς bουχτισμένος. Εδιάηκε λοιπό ο Κορές ταχειά ταχειά...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Ετουκάτω = αυτού κάτω, Καλοεράτα = τοποθεσία πολύ κοντά στο χωριό, bρωτοϋάλιστη = που ωριμάζει, πρώϊμα, σκαϊδονιά = είδος συκιάς που κάνει άσπρα γλυκά σύκα, gαλοϋαλισμένα = τελείως ώριμα, επά = ιδίως, περίσσα= χαράς το, τσεβδούτσικα = λίγο τραυλά, Λέει: “Ω χαδάς το! Εμίλιε τσεβδούτσικα, Ήθελες τα και ξεφλουδισμένα” = βλ. Ιστορ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 205, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Ετουκάτω = αυτού κάτω, Καλοεράτα = τοποθεσία πολύ κοντά στο χωριό, bρωτοϋάλιστη = που ωριμάζει, πρώϊμα, σκαϊδονιά = είδος συκιάς που κάνει άσπρα γλυκά σύκα, gαλοϋαλισμένα = τελείως ώριμα, επά = ιδίως, περίσσα= χαράς το, τσεβδούτσικα = λίγο τραυλά, Λέει: “Ω χαδάς το! Εμίλιε τσεβδούτσικα, Ήθελες τα και ξεφλουδισμένα” = βλ. Ιστορ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 205, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Tis pao assadia pai καlα = Όποιος πάει σιγά πάει καλά = Chi να piαnο, να sαnο
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλιάς
To siddo ti alestai den danganni = Το σκυλί που γαυγίζει δεν δαγκάνει = Il cane che abbaia non norde
(1950)
Από τους ελληνοφώνους της Bova Καλαβρίας
To siddo pu alifta 'ph dakkanni = Το σκυλί που γαυγίζει δεν δαγκάνει = Il cane che abbaia non norde
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλίας
Tis alatrei me aleae e kkani podi sitari = Όποιος με γελάδες οργόνει, πολύ καρπό δεν κάνει = Chi con vacche ara, molto grano non fa
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλίας
Ti me vuθulie alanni poddi karpo den ganni = Όποιος με γελάδες οργόνει, πολύ καρπό δεν κάνει = Chi con vacche ara, molto grano non fa
(1950)
Vuθulie = βους θήλεια. alanni = ελαύνω (βλ Λεξ. Δελτίον 3, 97...). Από τους ελληνόφωνους της Bova Καλαβρίας
Arcobaleno to porno emba sto spiti, arcobaleno atto vrai emba sto polemisi
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλίας
Motti vzexi me ton ijo ourmajutte i alipune = Σαν βρέχει με τον ήλιο, παντρεύεονται οι αλεπούδες = Quando piore col sole, si sposano le volpi
(1950)
Από τους ελληνόφωνους του Zollino της Απουλίας
San evrexi me ton ilo prandeguonde i alupude = Σαν βρέχει με τον ήλιο, παντρεύεονται οι αλεπούδες = Quando piore col sole, si sposano le volpi
(1950)
Από τους ελληνόφωνους της Βονα Καλαβρίας
Pos ene h izza ercete i izzaredda = Όπως είναι η γίδα γίνεται το κατσίκι = Com' e la capra viene la capretta
(1950)
Izza = από το αιγίτσα
Liri ti ppuri mbika sti mmoni, liri ti ννταδία mbika stin dulia
(1950)
Από τους ελληνοφώνους της Bova Καλαβρίας
Ti fenni me tin nista den ganni tsikkinia = Όποιος υφαίνει τη νύχτα δεν κάνει ποκάμισο = Chi tesse di notte non fa camicia
(1950)
Από τους ελληνοφώνους της Bova Καλαβρίας
Tis feni nifty e kkanni madi = Όποιος υφαίνει τη νύχτα δεν κάνει ποκάμισο = Chi tesse di notte non fa camicia
(1950)
Από τους ελληνόφώνους του Zallino της Απουλίας
I izze ipane panta stes tajae = Οι γίδες πάνε πάντα στους κρημνούς = Le capre vanno sempre nei precipizi
(1950)
Izze = αιγίτσαι, tajae = ιταλική tagliate
Τφού κι απ' αρχής
(1923)
Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: Μια βουλά ένας είχι πάει για καζάντ'. Πήι κάμποσα χρόνια κι γύρσι πίσου. Ίφιρνι ίσιαμι πέντι χ'λιάδες. Καθώς γύρζι κι πάϊνι στου χουριό τ', έφτασι σ' ένα χάν'. Ικεί στάθηι για να κ'μηθή του ...
Άλλα ν τ' άλλα κι' άλλο της Παρασκευής το γάλα
(1909)
Μιά φορά κι' έναν καιρό σε μιά σπηλιά απ' όξ' από να χωριό ήταν' ένας ασκητής γέρος, πού έζησε μ' ότι του πήγαιν' ο ένας κι' ο άλλος Χριστανός γιά ψυχικό. Λιγούλι μακρυ' απ' τή σπηλιά πήγε και ξεχείμασε τα πρόβατά του ένας ...
Πούθεν είσαι γυιέκα μου; 'Ποκεί πούν' η γυναίκα μου
(1958)
Μέ τήν δεσποτική καί απάνθρωπη συμπεριφορά τών γονέων τού παρελθόντος πρός τά τέκνα των, υπέβοσκε μέσα στήν ψυχή τών παιδιών ή τάσις πρός ενεξαρτησίαν καί κρυφήν ανταρσίαν. Επειδή δέ, τίς πρώτες τουλάχιστον ημέρες οι γονείς ...
Όχι εδά ψόματα ΄ναι πως ήβαλεν η ΄υναίκα το διάολο μες στο bοκάλι
(1963)
μάθια μου, λέει, να το δω δε dο πιστέβγω. Κάνει λοιπό ο διάβολος. «Και όμως, κερά μου, ήμου μες στο bοκάλι». Λέει «αδύνατο, και με τα μάθια μου να το δω !». Λέει, τώρα, λέει, που θα το δης, θα το πιστέψης. Σαρτένει λοιπό μάνι-μάνι απού τσινώμοι d...