Αναζήτηση
Αποτελέσματα 4801-4900 από 5036
Το πονηρόν του πουλλίν από την μύτην του πιάννιτι
Ερμηνεία: Δια τους συλλαμβανομένους εν τοις διαβουλίοις των
Αρχοdόπ'λα, - γουρ'νό'λα
(1943)
Ότι τα πλουσιόπαιδα δε γίνονται καλοί άνθρωποι
Μας ήβγαλ' ασπροπρόσωπους
(1957)
Ερμηνεία: Για κείνους που μ' εντιμότητα, αλλά και με επιτυχία διεκπεραιώνουν μια δουλειά
Ο Θεός αρφανά κάμνει, τζαι κακορίζικα εγ κάμνει
(1940)
Το θείον θεραπεύει το αναπόφευκτον κακόν, ελεών άλλως τον θιγόμενον
Γιατί είμαι ξένος τζ' ορφανός, τζαι εμ με αγαπούσιν ούλλα τα ποβαρέματα πάνω μου ποβαρούσιν
(1940)
Δι' όσους επειδή στερούνται προστάτου υφίστανται δοκιμασίας
Αρκόντηνεν ο γείτος μας, τζ' αγόρασεβ βρουκάλιν
(1940)
Ειρωνικώς, δι' όσα άλλοι θρωρούσι σημαντικά και άξια λόγου
Τί κάνετε έτσι σαν αρκουδόγυφτοι
(1936)
Επί ακαταστασίας
Άσπρα στου πουγγί, ψάρια στου βουνί
(1893)
Ερμηνεία: Επί χρημάτων το παν δυναμένων
Άπιαστα πουλιά χίλια στουν παρά
(1893)
Ερμηνεία: Επί των απαγγελομένων πολλά, μηδέν δε πραττόντων
Αρκόντου παρακάλεση, σα ναν την πης αγγάρεια
(1952)
Γιατί έμμεσα σε υποχρεώνει
Πού τον τζύρην αρφανιάν, τα παιδκιά μεσ' στηγ γωνιάν. Πού τημ μάναν αρφανιάν, τα παιδκιά στηγ γειτονιάν
(1940)
Η μητέρα συμμαζεύει τα τέκνα της ενώ ο πατέρας όχι λόγω ασχολειών του
Αντάν αστράφτει τζαί βροντά να μέφ φοάσαι, αντάχ χωρίζει μια ψυσή που την άλλην να φοβάσαι
(1940)
Λέγεται ιδία επι τοκετού
Άσταψεν ο Βασιλειάτης, τζ' εμουγκάρισεν ο σοίρος έσει νερά
(1940)
Βασιλειάτης είναι τοποθεσία της παραλίας Βασίλειας (Κερήνεια) και σοίρος βράχος εις την θάλασσα ΒΑ του Καραβά
Άσσημμ πράμαν, (τζαί) καλήμ πούλησιν
(1940)
Αντίδοτον δοθέντος κακού δίδεται η εύνοια της τύχης
Σ' ένα καζάνι βράζουμε
(1943)
Το ίδιο είμαστε, ή την ίδια στενοχώρια έχομε
Απόχτησ' ο άβρακος βρακί, κάθε πόρδο και το λυεί
(1926)
Επί των οψιπλούτων, αλαζονευομένων φωρτικώς και επιδεικνυοομένων ακαίρως
Με ήκανε απ' άσπρου
(1957)
Ερμηνεία: με εξευτέλισε, με κατσάδιασε
Άλλο γάιδαρον κι θα έχ' να κοτζέυ
(1939)
Δε θάχει πια άλλον γάιδαρο για να μπορέσει να μετακομίσει, θα χάσει τον προστάτη του και τα μέσα που διαθέτει
Κάθ' αρχή κι δύσκουλ'
(1911)
Αντέ να καβαλίσεις γάδαρο, να καβαλίσεις άτι
(1957)
Έτσι προσπαθούσαν να διεγείρουν τις φιλοδοξίες και μάλιστα των νεωτέρων. Η παροιμία κι αυτή, όπως και τόσες άλλες ήλθε απ' έξω. Στα Βουρλά ουδέποτε λέγανε “άτι” ή αλλά πάντα “άλογο”
Αρχηγού παρόντος, πάσ' αρχή παυσάσθω
(1893)
Ερμηνεία : Ανάλογος το ομηρικόν “Ουκ αγαθόν πολυκοιρανίη”
Ας σογ κοντόν τον άνθρωπον να φογάσαι, όσο εν απάν τη γης, άλλο τόσον εν κι αφ' κάτ' η γης
(1874)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Αμ αστράψει ο Λιμνίτης, έσει νερά
(1940)
Τοπική της Σολιάς
Με το νου πλουταίν' η κόρη με το νου η γ ακαμάτρα
Ερμηνεία: Επί βασιζομένους εις κεναί ελπίδαι
Ασσημοφόρα, τζαί μέρ ριάς
(1940)
Προτιμώτερα τα ευτελή ενδύματα προφυλακτικά του ψύχους παρά τοιαύτα επιδείξεως, αλλ' επικίνδυνα δια την υγείαν μας. Προτιμητέον το ωφέλιμον αντί του ευχαρίστου
Τ' άστρα κατεβάζει
(1943)
Με τα μάγια κυρίως, αλλά και με τα ψέματα, τους όρκους, ή τις διαμαρτυρίες
Σ' κόβου γω τ' αστρζικό σου
(1943)
Αν έης πολλά παράδες ξάψον και κάθκα παν
(1881)
Ερμηνεία: Προς εκείνους οίτινες εξ αλαζονείας και περιφρονήσεως προτείνουσι τινι να δώσωσιν αυτώ χρήματα
Εγώ ντο είχα επούλτσα – το και άλλο κι΄αγοράζω
(1939)
Εγώ ό,τι είχα το πούλησα και δεν αγοράζω πια τίποτε. Λέγεται με κάποια μελαγχολική διάθεση από ηλικιωμένους, που είδαν κι΄επέρασαν πολλά και δεν τους έμεινε πια περιθώριο για απολαύσεις στη ζωή. Επίσης και ειρωνικά στους ...
Τ' άσπρα, άστρα κατηβάζ'νε
(1939)
Ερμηνεία: Τα γρόσια - τα χρήματα – άστρα κατεβάζουνε
Το πείσμα κάμνει πρήσμα
(1883)
Ερμηνεία: Εννοεί όταν τις εμμένει εις την κακήν αυτών πορείαν, το αποτέλεσμα θα είναι εξ άπαντος ολέθριον
Παρά νάσης άρρωστον, κάλλιον να κόβκης πέτραν
(1940)
Αγωνιώμεν δια την απόληξιν της νόσου, και διότι προσφιλής μας ύπαρξις πάσχει
Το παννίν το άσσημον, της νεφανταρκάς μεινίσκει
(1940)
Ύβρεις προς ανώτερον υποψίας μένουσιν εις βάρος του υβρισκού, όπως το ελαττωματικόν ύφασμα
Τρώεις σούππαν άρρωστε;
(1940)
Το γάλα και η σούππα η μονόχογλη, με ρύζιν και νερόν αποτελούσι την κυριωτέραν εν Κύπρω τροφήν δια τους ασθενείς. Τοιαύτην δίαιταν εννοείται ότι γλήγορα βαρύνεται ο ασθενεής
Επήρεν τα άσπρα μετρητά
(1940)
Ερμηνεία: Λέγεται επί των εντίμων που εξ εαυτών κρίνοντες πιστεύσουσι κάθε διήγησιν
Κατά το πάπλωμά σ' ναπλώνς τα πουδάρια σ'
Για κείνους που ξοδεύουν ή επιχειρούν κάτι χωρίς να λογαριάουν τις δυνάμεις τους, δηλαδή να αναλαμβάνεις έργα ανώτερα από τις δυνάμεις σου
Απ' το 'λότελα, καλή ν' κι Παναγιώταινα
(1926)
Ανεκτόν και το ολίγον εν περιπτώσει παντελούς ελλείψεως
Βρίσκεις αρφανό; Πάτα το 'ς το λαιμό
Ερμηνεία: Διότι οι τοιούτοι ομοιάζουσι προς τον πλήξαντα τον ευεργέτην άρεν
Αν αρτυθώ να φα' αρνί κι' αν φάω, να φάω ψάρι (ή κι' αν κλέψω να κλέψω ψάρι) κι' αν αγαπήσω και παιδί, νάνε παλληκάρι
Επί του αποστρεφομένου τα μικρά και ευτελή
Ρίχτηκε της κοιλιάς
(1877)
Ερμηνεία: Επί των προσδοκόντων να διατηρηθώσιν ακόπως
Έπεσε της κοιλιάς
(1877)
Ερμηνεία: Επί των προσδοκόντων να διατηρηθώσιν ακόπως
Η αρρώσκεια τζ' η φτώσεια εν το σειρότερον κακόν
(1940)
Η ασθένεια είναι μεγάλον κακόν για τους απόρους, διότι απαιτεί δαπάνην δια καλήν διατροφήν και θεραπείαν
Κατύση του αρφανού τζει πόν νάναι
(1940)
Όσον καλά και αν ζη, δεν ευρίσκει την αγάπην και την φροντίδα των γονέων του
Αρκοντικά πορεύκουνται τζαί σσύλλικα τζοιμούνται
(1940)
Επί πτωχών που διά να επιδειχθώσιν υφίστανται στερήσεις ουσιώδεις
Οι αρκόντοι πάσ' τηδ δεκάραν κάβκουνται
(1940)
Ο πλούσιος, αποβάς φιλάργυρος, φθάνει εις τα άκρα
Άρκοντας τζαί πελλός έν ένα
(1940)
Και ο μέν και ο δε, μη έχων κανενός την ανάγκην περιφρονεί και αψηφεί τους πάντας
Δεν είναι καλό το αστρικό του
(1957)
Είναι κακότυχος, λέγεται και το αντίθετο : έχει καλό αστρικό
Άμον αγρόμηλον κοκκύμελον
(1939)
Σαν άγριο κορόμηλο. Πολύ νέα, όμορφη και ροδαλή, μα ιδιότροπη και στρυφνή
Κουτουρνού 'κ' έν' , χράν 'κ' έχ' !
(1939)
Κίτρινη δέν είναι, θωριά δεν έχει. Ειρωνία γιά κείνους πού αρνούνται μιάν ολοφάνερη αλήθεια. Ανάλογο μέ τό: Δέν είναι Γιάννης είναι Γιαννάκης
Βάστα, γέρο, βάστα
(1943)
Ότι οι γέροι δεν πρέπει, να μοιράζουν την περιουσία τους, όσο ζούν, αλλά να βαστού για τα γεράμτά τους
Αυτός κλέφτει και της Παναγιάς τα μάτια
(1956)
Είναι πολύ τολμηρός κλέφτης
Κάλια λόγια στυο χωράφι παρά μάγκανα στ' αλώνι
Ερμηνεία: Η παροιμία αυτή δηλοί ότι προ τις να επιχειρήση εργασίας τινα μεθ' ενός άλλου πρώτον να συμπληρώση
Κάποιουν τουν τραβούσι του πουτάμ', κι άλλους ίλιγι πιάστι τουν να τουγ γ...
(1915)
Πιάστι τουν να τουγ γ... ή πιάστι τουν να d' βάλουμι ένα ξύλου στουγ κώλου...
Αναγν. λήμμα ποτάμι...
Παρεμφερής καιω...
Αναγν. λήμμα ποτάμι...
Παρεμφερής καιω...
Από τα τριάντα κράτιζε, κι όχι από τα τρία
(1949)
Παρεμφερής γαλλική: Ne pas faire d' economies a bout de chandelle...
Όποιος δεν ακούει γερόντου, πάει δερτόντου
(1914)
Δερτόντου (ντ=d)...
Κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες τον εταξίδευε
Μετά Μουσών κόρυδος – και κόρχορος εν λαχάνοις...
Se mettre en rang d' oignon...
Se mettre en rang d' oignon...
Καλός κακός απότραφος, πέdε δέκ' ανέμους απαdά
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Κοdέβγου dα Νικολοβάρβαρα. Τη Gυριακή ει΄d' Αϊ Αdριά. Στσι τρϊλαdα, λέει, τ΄Αdρϊα και στσ' εξε του Νικόλα...
Με πρώτη τζεκουρία το δεντρο δεν πέφτει = Ad primos ictus non corruit ardua quercus
Ιταλική: Al primo colpo l' albero non cade (vale che bisogna ritornare piu d' una volta)...
Ήρθανε τ' Απολάκια
(1963)
Το λένε οι βοσκοί, σαν αστείο, επειδή την περίοδο αυτή αρχίζει να λιγοστεύη το γάλα και επομένως και το ειδόδημά τους. Την ημέρα των Αγίων Αποστόλων διακόπτουν το συνεταιρισμό τους, ακολουθεί λοιπόν ξεκούραση. πχ. Ήρθα d' Αποστολάκια και θα πάη κάθα...
Άλλοιν 'ς σον ήλεο έκαμανε τσ' άλλοιν 'ς σην ηυόρα τρώγουνε
(1881)
Ερμηνεία : Άλλοι κάμουν άλλοι d' ώναντ...
Σαράντα φας, σαράντα πιείς, σαράτνα δωσ' για τη ψυχή σ', σαράντα δεντρα φύτεψε, να διής λεημοσύνη
(1956)
Σαράντα (άγιοι)...
Το έλεγαν των 40 Μαρτύρων, στις 9 Μαρτίου. Την μέρα κείνη ό,τι έδιναν ήτανε για την δική τους ψυχή, όχι των αποθαμένων, έκαμναν λουκουμάδες και μοίραζαν στους γειτονους, φίλους και συγγενείς...
Το έλεγαν των 40 Μαρτύρων, στις 9 Μαρτίου. Την μέρα κείνη ό,τι έδιναν ήτανε για την δική τους ψυχή, όχι των αποθαμένων, έκαμναν λουκουμάδες και μοίραζαν στους γειτονους, φίλους και συγγενείς...
Βούννου βούννου, δουλαππάτζιμ μου, να κάμης την όντζιάς σου, να φας την καυκαλιάς σου βρε λοϊζή που είσαι τζαί γυρίζεις, τζ΄εν έρκεσαι να φας όρνιθα με το ρίζι!
(1940)
Ερμηνεία: Τας φωνάς της ακούσας ο Λοϊζής, ελθών κοντά της, είδε τον τρίμματον, και τον συνέλαβε. Εις τον Πεδουλάν υπάρχει τοποθεσία Τρίμματος την περί του οποίου παράδοσιν...
Βλ. “ ΚΧ “ ΙΓ σελ. 204 και Βλ. Απομονή 9,10...
Βλ. “ ΚΧ “ ΙΓ σελ. 204 και Βλ. Απομονή 9,10...
Μην τάηζς 'ς του πιδί κι 'ς τουν αγίουν κερί
(1911)
Οι παίδες και οι άγιοι είναι εξ' ίσου απαιτητικοί δια τα υποσχεθέντα αυτοίς. Ο άγιος απιτεί τα υποσχεθέντα αφιερώματα εμφανιζόμενος εν ενυπνίω, πολλάκις δε και απειλών.
Το 'χω ακουής
(1949)
Το ξέρω εξ ακοής
Τa laxana cinuria fitejje ta, ta palea mi ta sizi
(1950)
Νεοελληνική: Φύτεψε τα λάχανα τα καινούρια, τα παλιά μην τα ξεριζώσης