Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 178
Σπίτιμ μου, σπιτάκιμ μου και προτοφυλαχτάκιμ μου (ή πορτοφυλαχτού(δ)ιμ μου).
(1924)
Σκ. Β', 280, αρ. 85. (:"Εμός οίκος καλλιστος οίκος", Πρβλ. και Μπουντώναν ενθ. αν "σπιτάκι μ' σπιτάκι μ' κι πουρδουκαλυβάκι μ'")...
Κατά κορμίμ μανίτζιν
(1931)
Ανάλογο δηλαδή προς ένα πράμα θάναι και το σχετικό του
Έσ΄ ο Θεός
(1930)
Κάτσε γάαρε ψόφα, ώσπου να 'φκή το τσαϊριν
Ερμηνεία: Επί αναμονής στερουμένης πάσης ελπίδος
Με το βελόνιβ βκάλλει λάκκον
(1940)
Πε, πε, εν να το πη τζι ο κώλος σου
(1931)
Άμα ένα ευχάριστο για σένα πράμα, το λες και το ξαναλές απ' την χαρά σου
Βάστα κώλε να φας αβκόν
(1940)
Πρέπει να δεινοπαθήσωμενμ δια να κερδίσωμεν. Εικών εκ τυ τσουγκρίσματος αυγών. Συνήθως τσουγκρίζουν πρώτον με το μυττερόν του αβκού, και σαν σπάση τούτο με το πλατύ του, “τον κώλον”. Αν σπάση και τούτο ο νικήσας κερδίζει ...
Ώσπου στέκει το πλάσμαν στέκει τζαι το κκισμέττιν του
(1931)
Δηλαδή όσο βαστάει ο άνθρωπος πρέπει να ελπίζη στην τύχη του
Κάμνει ο κλέφτης ταρασήν να φοηθή που χάση
(1931)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Τζιείνον πούσσιεν η 'ρκά στον νούν της, εθώρεν το όρομαν
(1954)
Κείνο πούχε η γρηά στο μυαλό της τόβλεπε στ΄όνειρό της. Ερμηνία : Δια τους αδημονούντας να εκτελέσουν κάτι
Απού 'σει πούζαν τζαί παι(δ)ίν στογ γάμον τί γυρεύκει;
(1920)
Ερμηνεία: Επί των εχόντων αείποτε ασχολίας
Ο κώλος ο ξεβράκωτος είδε το βρακί και εχέστη
(1931)
Δηλαδή, ενώ προτύτερα δεν είχες τίποτα, τώρα που κάτι απόκτησες, νομίζεις πως έχεις του κόσμου τα βασίλεια
Εσ σου κλουθά (ή κλουφά) ο τζιαιρός; Κλούθα (ή κλούφα) του εσού
(1945)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Χέμα φτύμμαν, χέμα κώλον;
(1931)
Μαζί καί φτύμα, μαζί καί κώλο; Γιά κείνους πού θέλουν νά τούς τά κάνης όλα έτοιμα, χωρίς νά κοπιάσουν τό παραμικρό αυτοί
Κόφτει το ορμάνιν, αν αγκριστή ο λαός;
(1948)
Ερμηνεία: Όταν πρόκειται για δυό που συνδέονται, κι ο ένας έχει μεγάλη δύναμη, ενώ ο άλλος είναι αφανής κοντά του, και δυσαρεστείται ο δεύτερος με τον πρώτο, λοιπόν τον γνοιάζει τον πρώτο;
Μιάλοβ βούκκοβ βάλετζ' αι μιάλολ λόομ μεμ πης
(1948)
Ερμηνεία: Για καυχησιολόγους
Πέ μου τόν φίλον σου νά σού πώ ποιός είσαι
(1954)
Ερμηνεία: διά τήν σημασίαν πού έχει η συναναστροφή επί τόν χαρακτήρα τού ανθρώπου
Άκουε βελόνισ στον τοίχον
(1940)
Όπως το βελόνιν εις τον τοίχον δεν ακούει ούτω πως και ο αποφασισμένος να μη προσέξη εις τας συμβουλάς μας
Εκόλλησεμ πάνω μου σαν την αβdέλλα
(1940)
Επί απαιτητικών αναιδών. Εικών από την παλαιάν ιατρικήν συνήθειαν να γίνεται αφαίμαξις δι' αβδέλλας
Βουθά η κουμέρα της η Λαμπρού
(1940)
Προέκυψε από τον μύθον καθ' όν οκνηρά και ανόητος γυναίκα, αντί να νήθη, όπως η τότε συνήθεια, έρριπτεν εις την φωτιάν το βαμβάκι, που έπρεπε να κλώθη. Εις κάποιοαν ερντήσασαν αυτή μόνη δεν εργάζεται απήντησεν οτι ετελείωσε ...
Με το βελόνι γυρεύκει ν' ανοίξη λάκκον
(1940)
Δια τους ματαιοπονούντας να πραγματώσωσιν έργα ανώτερα των δυνάμεων και των μέσων που διαθέτουσι
Κάθουμαι πάσ' στα βελόνια
(1940)
Τα βελόνια, τρυπούσι ώστε να αδυνατή να καθήση τις επ' αυτών. Επί αγωνιώδους αναμονής
"Δείξε μου την συντροφιάν σου να σου πω την αδρωπιάν σου." "Δείξε μου τη συντροφιά σου να σου πω την ανθρωπιά σου."
(1954)
Διά την σημασίαν που έχει η συναναστροφή επί τον χαρακτήρα του ανθρώπου.
Ερκώθης που τον άρκονταν δήννει σε που την γλώσσαν
(1954)
Εχρεώθης απ' τον πλούσιο, σε δένει από την γλώσσα
Εν έππεσεν ο ζάχαρις 'ς το νερόν
(1924)
Ουδεμία ανάγκη σπουδής. Κυρ.: δεν έπεσεν η ζάχαρις 'ςτο νερόν, ώστε να είναι φόβος, μήπως λειώση αμέσως και επομένως να είναι ανάγκη μεγίστης σπουδής. Ανάλογος την σημ. η ανωτ. π. εν λ. άνεμος “Εν επήρεν ο άνεμος ταγκάλια” ΣΚ. Β' 278, αρ. 9...
Εβούλλωσεν του τα ο δκιάολος
(1940)
Πιστεύεται ότι του φιλαργύρου τα χρήματα είναι κατηραμένα και φέρουσι δυστυχίαν. Ίδε “ ακριβός ” 9, του οποίου προφανώς είναι βραχυλογία...
Κόβκει αγκούρες
Σημείωση: Αγκούρα = μεγενθυτικόν του αγκούριν
Πάσα αρκή, δυσκολία
(1931)
Κάθε αρχή 'ναι δύσκολη
Του τόκοψεν Τρικωμίτικα
(1925)
Εκ του χωρίου Τρίκωμο
Πάσα αρκή δυσκολία
(1948)
Κάθε αρχή είναι δύσκολη
Τον άρκονταν και τ' όξινον ώσπυ το σφίγγεις βκάλλει
Τσαι τ' όξινον
Να φοβάσαι από τον ασύντεχον
(1919)
Ασύντεχος = αμίλητος, τοιούτη θεωρούνται οι άγιοι
Για το κορωνίν εμείναμεν άσποροι
Σημ. Κορωνίν = εξάρτημα αρότρου
Ήρτεννά μας κόψη κάμποσες λουβάνες
Λουβανιτσής = ο καυχηματίας
Όποιος βουρά τζ΄ εθ θωρεί ο μωρός του, κουτσουβλά τζαι πάει χαμαί
Κουτσουβλώ = σκοντάπτω
Κάθε αρνίμ που τα πισινά του πόδκια εν τα κρεμμαστή
(1940)
Κρινόμεθα ανάλογα με τας πράξεις μας
Για το κορωνίν εμείναμεν άσποροι
(1953)
Διά μίαν μηδαμινήν λεπτομέρειαν, αποτυγχάνομεν. Να προσέχωμεν και τα ασήμαντα ακόμη σφάλματα
Παπά παιδί δκιαόλου αγγόνιν
(1940)
Ερμηνεία: Πιστεύεται ότι τα τέκνα των ιερέων είναι συνήθως πολύ έξυπνα
Εβκαλέμ με άσσον τζαί τριαντάνα
(1940)
Εκ του σχετικού παιγνιδιού με χαρτιά
Είπεν ο γάαρος του πετεινού τζιεφάλα
(1951)
Είπε ο γάϊδαρος του πετεινού κεφάλα
Για το κορωνίν εμείναμεν άσποροι
(1930)
Επί των μη κατορθούντων να φέρουν εις πέρας έργον ή υπόθεσιν τινα δι' έλλειψιν ή στέρησιν ασημάντου πράγματος, αλλ' απαραιτήτου
Το γαούριν μιαλινίσκει τζιαί το στρατούριν μιτσιανίσκει
(1953)
Όσον τα παιδιά μεγαλώνουν, τόσον και τα έξοδα των γονέων γίνονται περισσότερα
Άσπρορ ρούχον, πρόσωπο της πουτάνας
(1940)
Ερμηνεία: Το λευκού χρώματος ύφασμα κηλιδώνεται αμέσως
Αντζελοείδε
(1940)
Πιστεύεται ότι οι σπασμοί που καταλαμβάνουσι τους ασθενείς προέρχονται από τον φόβον τους αντικρύζοντας τον άγγελον θανάτου. Λέγεται προς έκφρασιν υπερβολικού φόβου
Σαν τον ατσουπάν
(1940)
Ιστορική
Φτου τζαι που καναπαρκής
(1940)
Κατά μύθον δια τους καλογήρους εγερθείσης διαφωνίας ως προς τον αριθμόν που επετεύχθη επί τεθέντος στοιχήματος ο καλήγηρος πεποιθώς δια την νίκην απέσβεσε τον σημειωθέντα αριθμόν ειπών ως ανωτέρω. Λέγεται όταν είναι ανάγκη ...
Αρκή του παραμυθκιού καλησπέρα σας
(1940)
Συνήθης αποστροφή μικρόν πριν διηγηθώμεν παραμύθιν, ή κατά την διήγησιν περιπετείας, επί το ευθυμότερον
Αγ κακοπλύνεις μεμ πλήξεις, ούτ' αγ κακαζυμώσης αμ πάρης άντραν άσσημον, τότε να μαραζώσης
(1940)
Ο δύστροπος και με ελεεινάς συνήθειας σύζηγος καθισ΄τα αβίωτον την ζωήν της γυναικός του
Μήτε αστάριν του σάκκου μου
(1940)
Το “αστάριν”, φόδρα ενδύματος, δεν προσθέτει καμμιάν εις τούτο αξίαν. Λέγεται προς ένδειξιν εσχάτης περιφρόνησεως
Εβγήκα ασπροπρόσωπος
(1940)
Λέγεται δι' όσους από δύσκολον θέσιν κατώρθωσαν να εξέλθωσιν χωρίς να ζημιωθώσι ουδ' επ' ελάχιστον χρηματικώς ή ηθικώς
Τα άσπρα κατεβάζουν τα άστρα
(1940)
Ερμηνεία: Το χρήμα είναι παντοδύναμο
Άσπορος να μέμ μείνης, τς άθερος έμ μεινίσκεις
(1940)
Όταν σπείρης θα έχης πάντοτε μικράν ή μεγάλην απόδοσιν, ενώ αν μείνης άσπορος ουδεμίαν εσοδείαν θά έχης
Μείνε ρκά ξησκούφωτη, ώστι νάρτ' ο Μάς να σκουφωθής
(1940)
Το σκούφωμα συνηθίζεται από τους χωρικούς τον χειμώνα διότι θερμαίνει. Εν τούτοις χρησιμοποιείται ως προφυλακτικόν δια τον ήλιον και το καλοκαίρι
Λείπει μας τζι' ο γάδαρος λείπει μας τζι' η ταή του
(1953)
Ταη = τροφή
Η αλεπού την ουράτης δε σήκωνε και τραβούσε και νεροκολοκύθι ακόμη
(1954)
Ερμηνεία: Δια τους επιχειρούντας ανώτερα των δυνάμεων των, χωρίς να έχουν και τα προσόντα δια την επιτυχίαν του σκοπού που επιδιώκουν
Ο άρκοντας έφαν τζ έβρασεν τζι ο φτωχός έφαν τζ' ερίασεν
(1931)
Θέλει να δηλώση πως ο πλούσιος διαθέτει πολλά λεφτά για το φαΐ του, ώστε να ζεσταίνεται, ενώ ο φτωχός ο καημένος φοφοπεινάει και κατ' ανάγκη κρυώνει
Αθ θέλης να φυής τησ σκάλαν αρκίνα που το πρώτον σκαλίν
(1953)
Να φυής=να ανεβής, Αρκίνα=άρχισε
Ούτ' ακρονκιά κλερονομιά, ούτε το φίτσ'ομ πάντα
Λέγεται διά το ευμετάβολον των ανθρωπίνων
Κάθε αρνίμ που το τσουνάριν του εν να κρεμαστή
(1940)
Τσουνάριν το, είναι το άκρον του πισινού ποδιού του προβάτου
Ο γάιδαρος ο κόντρης πριν να δή το σαμάρι κάθεται
(1951)
Λέγεται δι εκείνους οι οποίοι μόλις ευρεθούν προ υποχρεώσεων ή ευθυνών ζητούν με πάντα τρόπον την αποφυγήν των προτού να δοκιμάσουν τας δυνάμεις των
Του αρρώστου η βούκκα φαίνεται
(1940)
Ο ασθενών γίνεται αντιληπτός από την έκφρασιν του προσώπου του
Η αρρώσκεια μπαίνει με το σατσίν, τζαι βκαίνει με το βελόνιν
(1940)
Η ασθένεια και τα ατυχήματα νομίζομεν ότι μας έρχονται γλήγορα, και βραδύνουσι να μας αφήσωσι, διότι τα αισθανόμεθα ζωηρότερον παρά τα αγαθά
Η σήρα τζαι το ορφανόν, εις τοθ θεόν αγκάλεμαν εκάμαν, τζ' ενίκησεν του αρφανού το κλάμα
(1940)
Η χήρα ευρίσκει σύζυγον όχι όμως και οι ορφανοί γονείς
Απόν ημπορεί να δέρει τον γάαρον γέρνει το σάμαν
(1951)
Όποιος δεν μπορεί να δείρη τον γάϊδαρον δέρνει το σαμάρι
Αθ θέλη ο γείτος σου, παντρεύβκεις το παιδίσ σου
(1951)
Αν θέλη ο γείτονας σου παντρέβεις το παιδί σου
Ανάθεμα την αρφανιάν, όσα καλά τζ' αν έση
(1940)
Η ορφανιά είναι πολύ αισθητή
Κάθε αρκή δυσκολία
(1940)
Όσον εξονυχιστική και αν είναι η μελέτη αναλαμβανομένης ενεργείας, πάντοτε θα συναντηθώσι πολλαί δυσκολίαι και λάθη εις την εφαρμογήν
Για το κορωνίδιν εμείναμεν άσποροι
(1940)
Δι' οικονομίαν ασημάντου πράγματος δύναται να προκύψη ζημία. Κορωνίν και κορωνίδι, είναι δύο μικρά ξύλα που συνδέουσι τον ζυγόν με το άροτρον
Η αρκογκιά, πάει τζ' έρχεται. Η τιμή έσ σαλεύκει
(1940)
Η διατήρησις του πλούτου δεν εξαρτάται από την θέλησίν μας. Ο τίμιος όμως, εάν θελη, δύναται και μένει πάντοτε τίμιος
Η φτώχεια του αρκόντου, εν η αρκογιά μου μένα
(1940)
Ο πλούσιος όσον και αν ζημιώση είναι ευπορώτερος από τον πτωχόν, και εις ημέρας ευπραγίας τούτου ακόμη
Αρκοντικά προδεύκεται, τζαί σσυλλικά τζοιμάται
(1940)
Προδεύκεται αντί πορεύκεται
Τα ασκανδάλιστα, στους ουρανούς μεινίσκουν
(1940)
Εφόσον το σφάλλεσθαι είναι ανθρώπινον, αδύνατον είναι να μη σκανδαλισθώμεν
Στράφτει του Λιμνίτη; Γλήορα στο σπίτιν
(1940)
Αστραπαί προς την τοποθεσίαν Λιμνήτης θεωρείται προάγγελος βροχής