Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 119
Τ' άσπρα κατεβάζουν d' άστρα
(1951)
Τα λεφτά κατεβάζουν τ' άστρα
Κάνω γώ κι ας είνι σκόλ' ν' μη φανούν d' αdρού μ' οι κώλ'
(1940)
Κάνω = γνέθω, κάνω ρόκα
Νικόλα καρτέρει!
(1960)
Το Μάη ποτέ!
(1960)
Από Θεό και γείτονα δεν κρύβεσαι
(1952)
Πύλαρος, από τη συλλογή Μακρή
Να πάρω τον ίδρω μου
(1940)
Να ανασάνω, να ξεκουραστώ
Κομ' είσαι μο του κού σου το χαπάχι
(1951)
Ακόμα είσαι με του κώλου σου το καπάκι. Είσαι μικρός ακόμα. Σαν να έχει σκέπασμα ο κώλος σου, προτού λειτουργήσει φυσιολογικά
Σ' Τσερετσής όϋπνος σως το μισημέρι βgαίνει
(1951)
Της Κυριακής ο ύπνος τ' όνειρο ως το μεσημέρι ξεδιαλύνει
Αψήλωσ' ο Θεός
(1940)
Όταν κανείς ήθελε να πη πως τώρα δεν υπάρχει ευτυχία στον κόσμο
Το κάμι η 'ναίκα καμναίνει την Τζερετσή
(1951)
Η κακιά γυναίκα δουλεύει την Κυριακή. Η κακή, η απρόκοφτη νοικοκυρά δουλεύει την Κυριακή, την ημέρα δηλαδή που είναι αμαρτία να δουλέψεις
Βίνεψεν gως
(1951)
Πέταξε κώλο. Έγινε αδιάντροπος, πήρε τον κατήφορο, έπεσε στη διαφθορά
Σου κου το κατζί 'τιν gρούς;
(1951)
Στου κώλου το λόγο βάνεις αυτί; Όταν κανείς δίνει σημασία σε λόγια ή σε βρισιές από πρόστυχους
Έχε καθάριο πρόσωπο για τσου καλούς γειτόνους
(1952)
Να είσαι ειλικρινής κ' ευγενικός στους καλούς σου γειτόνους
Ένας κακός χρόνος περνάει, μα έναν κακό γείτονα δεν τονε ξεφορτώνεσαι
(1952)
Ιδιαίτερα στα σωριά, που τα σπίτια είναι πατρογωνικά
Αν έχ' η νύφη μας βήχα, ρωτάτε τσου γειτόνους
(1952)
Παλική, από τη συλλογή Λιβιεράτου
Λέ τι δανdάρε τζό 'χω, χωρίζει μό τα ξεράδε τσαί τρώ' τα
(1951)
Λέει, δόντια δεν έχω, χωρίζει όμως τα ξερά και τα τρώει. Για κείνους που καμώνονται τον ανήμπορο, καταφέρνουν όμως μιά χαρά αυτό πού θέλουν. Πόντ. Δ.Π. 85: Δόντα 'κ' έχ' άμα κερέτζα μασά...
Πάνι να δαgάσ' ς d' πίττα, να βρής τον άμμο
(1940)
Αφίνεις τα καλά, για τα χειρότερα
Πασχά εν' d' αμbέλι, πασχά εν' ο παχτσάς
(1951)
Πάσχα = αλλού
Του παλιό, σα δε dου σάγεις, του τσινούριου δε d' αποτάζεις
(1940)
Σάγεις = Σιάχνεις, διορθώνεις
Σαράdα φας, σαραdα πιής, σαραdα δωσ'ς για d' bσυχη σ'
(1940)
Αυτό πρεπ' να γιν' την ημέρα των αγ. Σαράντα
Ατσεί που τσύλιστης, 'γω τσυλίστα τσάφ 'bρό 'ς τ' εσένα 'φήκα τσαί ψύλλοι
(1951)
Εκεί που κυλίστηκες, εγώ κυλίστηκα πιο μπροστά από σένα, άφησα και ψύλλους
Το Γαλά 'ς τα πίσου τη μερά τα παίρνουνε
(1951)
Ερμηνεία: Το κάστρο από το πίσω μέρος το παίρνουν
Είσ' άν(d)ι Ακρούτ' , 'ς το κατζί τζο παίρεις
(1951)
Είσαι σαν Ακρούτης ' από λόγια δεν παίρνεις
Είπεν d' ο Μάρτης: 'γω το σόνι 'α νdα βgάω σου καμηλού το βράδι. Είπεν dι τσ' ο Απρίλ': 'γω πάλι 'α νdα λύσω σου τεγανού τ' άβι
(1951)
Ερμηνεία: Είπε ο Μάρτης: εγώ το χιόνι θα το βγάλω ως της καμήλας την ουρά. Είπε κι ο Απρίλης: εγώ πάλι θα το λιώσω στου τηγανιού το χερούλι, δηλαδή όσα χιόνια κι αν πέσουν το Μάρτη, ο Απρίλης, που φέρνει την άνοιξη, τα λιώνει
Το κόστσινό μου κοστσινίστη, κρέμασαν d' ατζά
(1951)
Το κόσκινό μου αποκοσκίνισε, το κρέμασαν εκεί πάνου. Όταν ένας γεράσει ή χάσει τη δύναμή του, οι άλλοι τον περιφρονούν. Πόντ. Α.Π. αρ. 767: Καινούργο μ' κοσκίν', που κρεμάνω σε; και σαν παλώντς παπού σύρω σε;
Κως του τζό ΄σει το σοικίκι μbαίνει σό π΄εζόν d΄ αμbάρι
(1951)
Το χοινίκι που δεν έχει πάτο, μπαίνει στ΄ αδιανό τ΄ αμπάρι. Τόλεγαν για τους γέρους ή για κείνους που έχαναν τη δύναμή τους και δεν λογαριάζονταν. Σοινίκι ήταν το ξύλινο δοχείο που μετρούσαν το στάρι. Έπαιρνε ως 6 οκάδες. ...
Θωρούν d' άσπρο το πρόβατο, λεν τι: η τσοιλία του 'έμει άλειμμα
(1951)
Βλέπουν τ' άσπρο το πρόβατο, λένε: η κοιλιά του είναι γεμάτη πάχος
Παίναε τον καλό, να γίνη καλύτερος παίναε τον κακό, να γίνη χειρότερος
(1952)
Επηρεασμένος από τη Βίβλο...
Παροιμ. 9, 8...
Παροιμ. 9, 8...
Τσ' εννιά του Μαρτιού, είτε σκύλος κούντουρος στ' αμπέλι
(1952)
Ερμηνεία: Στις 9 του Μάρτη είναι πια αναπτυγμένα τα μπουμπούκια τ' αμπελιού, και το παραμικρό πέρασμα τα βλάφτει, είτε= ούτε (πολύ συχνό στα κεφαλονίτικα), κούντουρος= με κομμένη ουρά...
Ένα καί στόν αγκαθό καμένο
(1958)
Ο αγκαθός = γωνιά ψωμί, αγκωνή. Σάν τό ψωμί, πού καίεται στήν αγκωνή του. Μιά γυναίκα έψησε, έκανε 9-10 ψωμιά. Μιά γειτόνισσα έρριξε 1 δικό της ψωμί στό φούρνο. Εκείνη μέ τά 10 τά 'βγαλε εν τάξει. Εκείνη μέ τό 1 είπε: “Ένα καί στόν αγκαθό καμένο...
Εν τω ναώ εργάζεστε, εν τω ναώ τραφήσεστε
(1952)
Αργοστόλι. Φράση από τις επιστολές του Παύλου (Α' Κορινθ. 9, 13). Ερμηνεία: Όπου δουλεύει κανείς, εκεί έχει και το δικαίωμα να ζητή τη συντήρηση του...
Από τσ' Αγίας Άννας, αξαιν' η μέρα νιά γατοπατησιά
(1952)
Δηλαδή, από τις 9 Δεκεμβρ....
Αξαίνω (αυξάνω), μεγαλώνω...
Νιά = μιά (πολύ συνηθισμένο στην κεφαλονίτικη γλώσσα)...
Αξαίνω (αυξάνω), μεγαλώνω...
Νιά = μιά (πολύ συνηθισμένο στην κεφαλονίτικη γλώσσα)...
Σαράντα αγίοι ήτανε, κι' ο καθένας έκλαιε τον πόνο του
(1952)
Ίσως από τους αγίους Σαράντα (9 Μαρτίου)...
Τον ατζίγγανο το gάναν βασιλέ, Άμα 'δε τα ξύλα, είπε: - Για 'δε ξύλα για κάρβνα
(1940)
Ατζίγγανο = ή τον καρ'νοκαύτ'
Ατσονdου μη νοίζεσαι το κρύο 'α σε πάρει ταρνά
(1951)
Τόσο μην ανοίγεσαι το κρύο θα σε πάρει γλήγορα
Η όρνιθα πίνε' νερό κι βλέπ' στον ουρανό
(1938)
Για παραδειγματισμό ευσεβείας κι ευγνωμοσύνη
Όλη μέρα σουροκάλι και το βράδυ μαϊστράλι
(1952)
Μαϊστράλι (ιταλική) = ΒΔ άνεμος. Αυτοί οι δύο καιροί επικρατουνε συνήθως το καλοκαιρι
Άσκημο στην κούνια κι όμορφο στη ρούγα
(1952)
Το παιδί που γεννιέται άσχημο, θα γίνη όμορφο μεγαλώνοντας
Άσπρα στο πουγγί, ψάρια στο βουνί
(1952)
Ερμηνεία: Όταν δίνει κανείς λεφτά, έχει, όπου και να βρίσκεται, ό,τι θέλει
Θέκ΄τον gώ σου, κάτσε σε ΄νgκάθε πάνου
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Άσπορος μη μείνης άθερος δε μένεις
(1952)
Κακό είναι να μη σπείρη κανείς διόλου ένα χωράφι, αλλιώς αν σπείρη, κάτι θα θερίση
Του φτωχού η πομπή στο κούτελο, και τ' άρκοντα στο γόνα
(1952)
Γιατί από την παρέα του κατώτερού του ο άρκοντας κάτι περιμένει
Αρχοντοσυμπεθέρεψες; Κακή φωτιά που άναψες
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Τ' αρκοντικό ψωμί έχει εφτά φλούδες
(1952)
Δουλεύεις σκληρά, ή παθαίνεις στενοχώριες για να το φας
Δουλεύει γιά τήν αεροπορία
(1939)
Υπηρετεί πρόσθετον θητείαν. Η φράσις έχει πιθανώς την αρχήν της από τους διενεργούμενους τότε εράνους υπέρ της αεροπορίας
Σάφτισανε τ' άστρα bρόν dου
(1951)
Αστράψανε τ' άστρα μπροστά του. Όταν κανείς έτρωγε δυνατή χαστουκιά ή τον χτυπούσαν στο κεφάλι
Άμα έχ' ατζίγγανους βράσμα, ε gοιμάται
(1940)
Για κείνους που άν έχουν κάτι, δεν το φυλάνε αλλά όλο τσιμπάνε
Η αρρώστια ακάλεστη δεν έρκεται
(1952)
Φταίνε οι ίδιοι οι άρρωστοι, που δεν επρόσεξαν
Όπου λείπουν τ' άσπρα, ουλά ναι μαύρα
(1952)
Άπρα λέγαν παλιότερα τ' ασημένια νομίσματα
Ένι ασλάν' κιbι φσάχι
(1951)
Είναι σα λέοντας παλικάρι
Είναι από τούς αεροπόρους
(1939)
Δηλαδή, είναι βοηθητικός. Τους βοηθητικούς φαντάρους τους λένε αεροπόρους. Το ξέρουν κι οι ίδιοι. Ένας που τόν ρώτησαν τί είναι, απήντησε με χειρονομία, τινάζοντας σαν φτερά τα χέρια του.
Τ' άσπρο, μαύρο δεν ένεται
(1938)
Ένεται = γίνεται
Πώς πάν οι στραβοί στον Άδη; Ο ένας κοντά στον άλλο
(1936)
Για όσους είναι άβουλοι και κάνουν τυφλά ό,τι κι' οι άλλοι
Δέν είναι φαντάρος, είναι στρατιώτης!
(1939)
Όμοιον τω “δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης
Ήbε το μαχαίρι στο κόκκαλο
(1940)
Ήθιλές τα κ' ίπαθές τα
(1940)
Όταν αστράφτη ο Μάστορας θα βρέξη
(1956)
Μάστρορας = Μαΐστρος
Δέν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης
(1936)
Ειρωνικά, γιά όσους παίρνουν ως διαφορετικά τα όμοια
Η κατσίκα ε bα στη bόλ' αμά πα' του τουλούμι τς
(1940)
Βα = δεν πηγαίνει
Κάλλιο πεινασμένος, παρ' αρρωστημένος
(1952)
Πύλαρος από τη συλλογή Μακρή
Το αστρί του πουνέντε ρώτα που πρέπει να βάλης ρότα
(1957)
Άστρο του Πουνέντε αυτό θα σε οδηγήση
Ούλοι με χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκη τα γαϊδούρια;
(1956)
Από τον Μαστροκωσταντή Ξανθόπουλο ή Γέρο – Γοφό
Του ' ρφανού του φσόκκου ο κως εν' 'νεχτό
(1951)
Του ορφανού παιδιού ο κώλος είν' ανοιχτός
Το αστρί του πουνέντε ρώτα ή την αγάπη που 'χα πρώτα
(1957)
Άστρο του Πουνέντε αυτό θα σε οδηγήση
Με γέρο γραίο αρμένιζε, σουρόκο παλληκάρι
(1952)
Γραίος (ιταλ.) Β.Α. Άνεμος, σορόκος και σορόκος, (ιταλ.) Ν. Α. Άνεμος. Καλό είναι ν' αρμενίζη (ταξιδεύη) κανείς , όταν έχουν περάσει μέρες που φυσάει ο γραίος ή όταν άρχισε ο σιρόκος
Αρρώστου τσιέρα φαίνεται και νηστικού μαγούλες
(1952)
Τσιέρα και τζιέρα (ιταλ.) όψη, πρόσωπο. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς και τον άρρωστο και τον πεινασμένο
Αστραψιές τση νυχτός, βροχή τση μερός
(1952)
Δηλαδή θα βρέχη την άλλη μέρα
Ο άρρωστος θέλει γιατρό, κι ο πεθαμένος κλάψα
(1952)
Αντί να κλαίμε για έναν άρρωστο, καλύτερα να τρέξουμε στο γιατρό
Ο αγέρας κόβεται με τη βροχή
(1952)
Μαϊστράλι (ιταλ.) ΒΔ. Άνεμος
Αρκόντου και μωρού, καθώς του δόξει
(1952)
Μωρός=τρελός
Πόσοι πεθαμένοι κάθονται στ' αρρώστου το κλινάρι!
(1952)
Πολλές φορές ο βαριά άρρωστος γίνεται καλά, ενώ πολλοί από κείνους που τον επισκέφτονταν πεθαίνουν πρώτα του
Φεύgει το νερό, ΄πομέν΄ο νάμμος
(1951)
Φεύγει το νερό, απομένει ο άμμος
Ή δείρε τ' αρχοντόπουλο, ή χέρι μην του βάλης
(1952)
Μια και θα βρης το μπελά σου, δείρε το καλά, αλλιώς, παράτησέ το
Κόρφος που μπάση, θα βάλη
(1952)
Μπαίνη αέρας μέσα σ' έναν κόλπο, θα φυσήση έπειτα κι' αντίθετα, προς τ' ανοιχτά
Σηκώθηκε η ανdάρα 'πό πάνου μου
(1951)
Σηκώθηκε η συννεφιά από πάνω μου. Όταν αλαφρώνουμε από μια σταναχώρια
Του Γενάρη το φεγγάρι είναι σαν τον Αλωνάρη
(1952)
Δηλαδή, είναι φωτερό σαν τις μέρες του Αλωνάρη
Όπου κρύβει την αρρώστια του, πάει με δαύτηνε
(1952)
Δειλία
Νdαράγανε τα μαύρα μο τ' άσπρα σου!
(1951)
Ερμηνεία : Ανακατώθηκαν τα μαύρα με τ' άσπρα σου
Κιάρος Γαρμπής, κι άλλος γαρμπής
(1952)
Κιάρος (ιταλ.) = καθαρός