Αναζήτηση
Αποτελέσματα 4901-5000 από 5036
To poddi PPLOSI kanni kako = Ο πολύς O ύπνος κάνει κακό = Il dormiz molto la male
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλίας
Από την έχερη στο τεμόνι
(1876)
To cumidi poddi kanni kako = Ο πολύς ύπνος κάνει κακό = Il dormiz molto la male
(1950)
Από τους ελληνοφώνους της Βόνα Καλαβρίας
Tis pianni jineka kanni kala, tis pn 'e ppianni kanni kajo
(1950)
Νεοελλ. Όποιος παίρνει γυναίκα, καλά κάνει· όποιος δεν παίρνει καλύτερα. Ιταλ. Chi piglia moglie, fa bene ; cgi non la piglia fa meglio. καlo=κάλλιο
Motti 'on vescovo 'o ppinάi maneχόttu sto mmilo pάi
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απολίας. Νεοελλ. Σαν ο πίσκοπος πειναει, μοναχός του στο μύλο πάει. Ιταλικ. Quando i vescovo ha fame, da se al molino va
San o piskopo pinai, manaχόndu sto mmilo pάi
(1950)
Από τους ελληνοφώνους της Βονα Καλαβρίας
Passo kombo ercete sto fteni = Κάθε κόμπος έρχεται στο χτένι = Ogni nodo viene al pettine
(1950)
Από τους Ελληνοφώνους του Zollino της Απουλίας
Ti ccymate dem bianni azzalia = Όποιος κοιμάται δεν πιάνει ψάρια = Chi dorme non piglia pesci
(1950)
Από τους ελληνοφώνους της Βόνα Καλαβρίας
I eje pasi panda sta zunaria
(1950)
Zunaria = ζωνάριον, ζώνη, Νεοελλ. Οι γίδες πάνε πάντα στους κρημνούς, Ιταλ. Le capre vanno sempre nei precipizi
Τi ppianni jinekα καnni καlα, ti dden dim βianni καnni καlo
(1950)
Νεοελλ. Όποιος παίρνει γυναίκα, καλά κάνει· όποιος δεν παίρνει καλύτερα. Ιταλ. Chi piglia moglie, fa bene ; cgi non la piglia fa meglio. καlo=κάλλιον
Tis plonni e ppianni afsaria = Όποιος κοιμάται δεν πιάνει ψάρια = Chi dorme non piglia pesci
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλίας
Kαθα kombo erkete sto steni = Κάθε κόμπος έρχεται στο χτένι = Ogni nodo viene al pettine
(1950)
Από τους Ελληνοφώνους της Βόνα Καλαβρίας
Τι bbάι amalo pai καlό = Chi va piano, va sano = Όποιος πάει σιγά, πάει καλά
(1950)
Amαlό = εκ του ομαλός
I kali jineka δen exi δe lucci δe aftia
(1950)
Νεοελλ. Η καλή γυναίκα δεν έχει ούτε μάτια ούτε αυτιά . Ιταλ. La buona moglie non ha ne occhi ne orecchi
Όποιος δεν ακούει του γονιού, παραγωνιάς καθίζει
(1956)
Όποιος δεν ακούει τους γονείς του δεν προκόβει. Ότι κάμεις του γονιού σου, θα σου κάμουν τα παιδιά σου κ' ένα παραπάνω. Τίμα και σέβου του γονείς σου, θα σου κάμουν και τα παιδιά σου εις σε.
Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, θα γίνει στου ποταμού το πέρασμα φανερός
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Ο ουρανός τσ' η γη 'μόσα ποτέ κακό να μηγ γένη, τσ' αγ γενή να μη κρυφτή
(1935)
Μόσα = ώμοσαν, ωρκίσθησαν, συνεφώνησαν δι' όρκου
Ο άσπρος με τον κόκκινο, ο ήλιος με το φεγγάρι, κι΄ ο μάυρος με το κόκκινο η στιά με το τηγάνι
(1907)
Ότι το κόκκινο χρώμα εν τη εσθήτι και τοις κοσμήμασιν αναδεικνύει την καλλονήν της λευκόχρου, ενώ τουναντίον ασχημίζει την μελαχρινήν
Σάν απεθάνη ο πλούσιος, δε bαίρνει βιός μαζί dου, μόνου τρείς πήχες σάβανο, που dύνου dό κορμί dου
(1963)
Δηλαδή όλα είναι μάταια
Στ' Απριλιού τις δεκοχτώ έχε το μάτι σ' ανοιχτό, πέρασαν οι δεκοχτώ, άραζε σ' ένα αβγό
(1956)
Δια την ασφάλειαν των ιστιοφόρων πλοίων η ημερομηνία 18 Απριλίου ήτο σταθμός
Όdεν ήπρεπε ('δα, λέει), δεν ήβρεχε gαι το Μά' εdροσολόα
(1963)
Λέγεται για κάτι, που γίνεται παράκερα
Ξέρ΄ η πάπια, πουν η λίμνη κι΄ ο λαός, που ΄dο κυνήι
(1963)
Λέγεται για κάποιον, που δεν έχει ανάγκη συμβουλών ή που ξέρει να προσαρμόζεται κατά το συμφέρον του
Ερωτήξανε, λέει, το λύκο, ιάdα κι' είν' ο σβέρκος του χοdρός, λέει. Ιατί κάνω τη δουλειά μου μοναχός
(1963)
Δηλαδή όποιος κάνει τη δουλειά του μόνος, δεν έχει την ανάγκη κανενός, δεν στενοχωρείται με την συναλλαγή προς τρίτους
Του λωλού το φαΐ πρωτοτρώεται (ή τρώεται πρώτα)
(1963)
Δηλαδή ο ανόητος προσφέρει πρώτος τα δικά του και κατόπιν είναι δυνατό να μην του προσφέρουν οι άλλοι τίποτα
Αν σε φάω εγώ η οχυιά έχει ο Θεός κι η Παναγιά. Αν σε φάη το κονάκι αλοιφίτσα με κεράκι. Αν σε φάη ο γυιός μου αστρίτης πάρτε αξίνες και ξινάρια και σαράντα παλληκάρια
Δια τούτο δηλούται το αποτέλεσμα το οποίο θα προκύξη εκ της δήξεως υφ΄ενός εκάστου των άνω αναφερομένων όφεων
Αρκόντηνεν ο γείτος μας, τζ' αγόρασεβ βρουκάλιν, τζ' αγ κάμη φκυάριν τζαί σαρκάν, τζαί ποιός του συντυχχάνει
(1940)
Αν δε' ευτελέστατα πράγματα γίνεται θόρυβος τι θα συνέβαινε δια σοβαρά; Βρου(φουρ)κάλιν, δεσμίς χ΄ρτου χωρίς σκουπόξυλον, σαρκά δε σάρωθρον από μαζιά, με σκουπομάνικο
Άμα στράψει το Σταυροβούνι εςhει νερά
(1941)
Τα χωρία Κίτι, Τερσεφάνου, Περβόλια, Βρομολαξιά κ.ά έχουν την παρατήρηση αυτή για τη βροχή.
Του έσει άσπρα, φυσά το ζουρτά
(1951)
Όποιος έχει λεφτά, φυσάει τη φλογέρα
Αν σε ΄φαου 'γω η γ - 'Οχίτσα, 'τοίμασε πολλά βοτάνια. Αν σε φάη ο γιός μ' αστρίτης, το ξινάρι και το φτυάρι
(1910)
Αστρίτης είδος εχίδνης, ποικιλοχρόου και λίας δηλητηριώδους
Τσά τρώεις μιά, δυό, τρεις, θυμού τσαί της Παρασκής
(1934)
Εις το καλόν τέλος των πραγμάτων δέον να αποβλέπη τις, καθώς π.χ. Πρέπει να μην εξοδεύη τις τους άρτους της εβδομάδος ασυνέτως διά να μη του λειφθήν την παραμονήν του νέου ζυμώματος, την Παρασκευήν. (Ως γνωστόν οι χωρικοί ...
Του παιδιού μου το παιδί τόχω δυο βολές παιδί (ή δυο βολές είναι παιδί)
(1963)
Δηλαδή η αγάπη στο εγγόνι μας είναι διπλή
Άμα στράψει η Διτζιέλια εν να χαθούμεν τέλεια
(1941)
Διτζιέλια είναι το όνομα μιας τοποθεσίας που βρίσκεται παρά τη θάλασσα, όχι περισσότερο από ένα μίλι απόσταση απο το χωριό Ορμίδια (ή παλιά Καραντίνα). Η παρατήρηση αυτή γίνεται συνήθως νύχτα το φθινόπωρο ή τον χειμώνα από ...
Η αυγή θε ναν το δείξη τίνους μάννα θε να λείψη
(1910)
Μύθος. Μια φορά δύο σύζυγοι είχαν της μαννάδες τους η οποίαις ετρογώσαντε σα συμπεθέραις. Στο τέλος η γυναίκα αποφάσισε να σκοτώση την πεθερά της με το τσεκούρι και το τρόχαγε. Ο άντρας της από μερικά λόγια της εκτατάλαβε ...
Και τ' αρφανά πορεύονται κ' οι χήρες κονομιούνται
(1894)
Σημ. Στίχος δημ. άσματος.
Κάλλιο το μάτι του παιδιού πάρεξ τ' αρχίδι του γαμπρού
(1963)
Εννοείται να βγή
Αν δεν αστράψουν τα Ήρια, α δε βροντήσ' ο Χάνος, στάλα νερό βρίσκεται να σύρ ο Μαυριάνος
(1952)
Τα Ήρια, ο Χάνος και ο Μαυριάνος είναι τρείς τοποθεσίες του κάμπου, στα Δαμουλιανάτα της Παλικής. Είναι κ΄οι τρείς σε κοιλάδα, πάνω από τη θάλασσα. Στα Ήρια ήταν παλιότερα μοναστήρι, που χάθηκε, λέει, από θεική οργή. Ο ...
Απού τα καλά μαζούμενα παίρν' ο διάουλους τα μ' σά κι απ' τα κακά τα παίρν' όλα κι αυτόν αντάμα
(1939)
Ερμηνεία: Επί εκείνου που αδικεί, όστις χάνεται και αυτός πολλάκις
Άσπρο στσυλλί, μαύρο στσυλλί, τσιπ ενι α στσυλλί
(1951)
Ερμηνεία : Άσπρο σκυλί, μαύρο σκυλί, όλα είναι ένα σκυλί
Οι δκυό τον έναν δέρνουν τον τζι οι τρείς καταλαλούν τον τζί οι τέσσερις σκοτώννουν τον τζί οι πέντε κουβαλούν τον
(1951)
Δια να δηλωθή η δύναμις των πολλών
Σ' καζβάρας τ' άσπρα εν' bουά, γιόχτσα τα μαύρα;
(1951)
Ερμηνεία: Της κουρούνας τ΄άσπρα (φτερά) είναι πιο πολλά ή τα μαύρα;
Του τζο 'αρούται το στανϊέρη φήνει το τοσάτσι τσαί σένει σήν bροστσέφα
(1951)
Ο άρρωστος που δε βλέπει γιατρειά, αφήνει το στρώμα και χέζει στο προσκέφαλο. 55. Όταν μια δουλειά δεν πάει καλά, βαριεστίζομε και την παρατάμε. Λεβ. 243
Άσπρον έν το χόν σο βουνόν οι σκυλ' καταπατούν-α, μαύρον εν το γαρύφαλον, πουλούν-α με το τράμιν
(1939)
Για να πειράξουν τις ξανθές και να κολακέψουν τις μελαχροινές λέγανε το δίστιχο
Ασκημέ μου τσαί καλέ μου, τι θα πρωτοφάμε βράδι; - Ομορφέ μου τσαί καλέ μου, τι σκατά θα φάμε βράδι;
(1908)
Η εκλογή του ανδρός ή της γυναικός δεν πρέπει να γίνηται επι τη βάσει του ευειδούς αυτής, αλλά της οικονομικής ευεξίας
Αλλοίμονο σ' αυτόν πώκλεισε τα μάτια του και πάει πίσω τον ήλιο και τ' ορφανά πορεύονται κι' η χήρα κονομιέται (βρίσκει ότι επιθυμεί)
(1966)
Χήρα και ορφανά, προστατεύονται υπό των συγγενών των
Παρά να μί φάη η τσακάλης, κάλια να μι φάη η αρσλάνης
(1941)
Είναι ταπεινωτικού να πάθη τις υπό κατωτέρου ουχί όμως και το να πάθη υπό ασυγκρίτως και ισχυροτέρου. Άριστα είπεν ο Θουκ. “αδικούμενοι οι άνθρωποι μάλλον οργίζονται, ή βιαζόμενοι. Το μέν γάρ από του ίσου δοκεί πλεονεκτείσθαι, ...
Των αρχόdω οι όρνιθες κοιτάζουσι νωρίς
(1963)
Παραδείγματος χάρη: - “Απού τσι τρείς η ώρα κοιτάζουσιν οι όρνιθές μας. -Δεν έχεις ακουστά πως των αρχόdω οι όρνιθες κοιτάζουσι νωρίς; Είναι, λέει καλοπερασμένες και 'ια φτό. Τω φτωχώ ραίνουdαι νάβρου dίστα να φάνε και ...
Η αυγή θε να το δείξη ποιανού μάννα θε να λείψη
(1889)
Σημ. Είναι απόσπασμα του γνωστού ποιήματος η Μάρω ου η υπόθεσις αυτή Η Μ ήθελε να φονεύση την πεθερά της και προς τούτο λαμβάνει συνεγόν τον σύζυγόν της όστις προσποιηθείς λαμβάνει εις τους ώμους του αντί της μητρός του ...
Ο άρκος έφαεν τζ έβρασεν, ο φτωχός έφαεν τζ' ερίασεν, άρκος εποταξάρωσεν τζ' ο φτωχός έβρασεν
Ερμηνεία: Ο πλούσιος φαγών τα πολυποίκιλα φαγητά και πιών οινοπνευματώδες και άλλα θερμαντικά ποτά, εθερμάνθη. Ο πτωχός όμως φαγών το λιτόν φαγητόν του και μη πιών άλλο ειμήν ύδωρ μόνον, εκρύωσεν, αλλά κατόπιν που ήρχισε ...
Στ' ατσιγγάνου την αυλή, δεντρολίβανος αθθεί κι' αθθή κι' αν δεν αθηή, πάλ' ατσιγγανιές βρωμεί
(1917)
Αθίγγανος ο κατ' εξοχήν ρυπαρός και βρωμερός. Λέγεται και ατσίγγανος, τσίγγανος και τσιγγένης. Ο Αθίγγανος θεωρείται ο μάλλον φυλάργυρος, απατεών και αγύρτης εις τας δοσοληψίας του, εξ ου καθ' ημάς και το τσιγγουνιά και ...
Τον Μα' (Μάη) και τον Απρίλη και τον 'Ερινιαστή που κλάνουν οι 'αδάροι και πίνουν οι βοσκοί
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Η αυγή θέ ναν το δείξη τίνος μάννα θε να λήψη
Εις την παροιμίαν ταύτην υπόκειται ο εξής μύθος : Μιά φορά σ' έν αντρόγενο εζούσαν και οι δύο μαννάδες τους. Επειδή οι γριές ετρωγόσαντε σα συμπερθέρες είπ' η γυναίκα του αντρός της ότι πρέπει να λείψη η μά μάννα. Ο ...
Άσκημη, κάτσε να φάμε, κι όμορφη είdα να φάμε;
(1920)
Τι να τη gανης μια γυναίκα εξεβράκωτη (δηλ. Γυναίκα που δεν έχει μιας πεdάρας προϊκα) αμα δεν έχει και αυτή τίποτα; Πάρε μια γυναίκα νάχη προίκα κι ας είναι κι άσκημη. Γιατί μια γυναίκα με προϊκα και άσχημη νάναι θάχη μια ...
Ήβγεν ασπροπρόσωπος
(1941)
Απέδειξε την αθωότητά του
Τη Δευτέρα έχει σκόλη και την Τρίτη παρασκόλη, την Τετράδη και τη Πέφτη κοιτταζόταν στον καθρέφτη, και την Κυριακή ερώτα έχετε, γυναίκες, ρόκα;
(1919)
Ερμηνεία: Λέγεται επί των οκνηρών ή γενικώς επί εκείνων οι τίνες είναι πολύ αμελείς δια τας υποθέσεις των, εις ας θέλουσι να ενασχοληθούσι την τελευταία στιγμή
Η Βαρβάρα βαρβαρίζει και ο Σάββας σαβανώνει κι' ο Νικόλας περαχώνει
(1934)
Η σημασία των λέξεων αυτών, αι οποίαι βεβιασμένως ετέθησαν χάριν παρηχήσεως είναι περίπου ότι από της 4ης μέχρι της 6ης Δεκεμβρίου επικρατεί ψύχος δριμύ και πίπτει άφθονος χιών. Και η επομένη παροιμία εκφράζει εικονικώς ...
Πέντε μήνες ένα δράχτι παλ' ατή της το θαμάχτη πότε το 'νεκα η κολώνα, πότε το 'νεκα η πλατώνα!
(1908)
Πνιημάτιον σκωπτικόν της ευτελούς εργασίας της οκνηράς γυναικός
Απ' αστραπές κι από βροdές κι από βροχή και χιόνι κι απ' άτεκνο κι απ' ακριβό ο Θιός να σε γλυτώνη
(1963)
Δηλαδή, ο άτεκνος και ο φιλάργυρος είναι κακοί, όσο και η αστραπή
Α δεν αστάψη δε βροdα, κι α δε βροdα, δε βρέχει, κι α δεν αρχέψη η βροχή ο ποταμός δε dρέχει
(1963)
Δηλαδή, κάθε πράγμα έχει την αιτία του, το προηγουμενό του
Άρτσι βούρτσι και λουλάς
(1926)
Σε μερικά μέρη το έλεγαν, ίσως αυτό να συμπληρώνη το πρώτον ότι όχι μόνον επιτρέπουνταν ελευθεροστομίες και παρεκτροπές αλλά και η ελευθερία να καπνίζουν το τσιμπούκι και να ρουφούν τον ναργιλέ.
Άσπρη κάτασπρη δε φελά μόν να μελαχροινίζη να ντόχη τσαί η όψη της να ροδοκοκκινίζη. Άσπρη κάτασπρη δε φελά χωρίς το κοτσινάδι σαν το ψωμί τ' ανάλατο ας τιν' τσαί σιμιγδάλι
(1908)
Γνωμικόν περί του κάλλους των γυναικών
Εξήβεν ασπροπρόσωπος
(1881)
Ερμηνεία: Επί του δυστυχεί επιχειρήσεων ευτυχώς αποπερατούντως
Εώ σου λέω να κάμης χίλια πρόβατα (ή: ζα), εσύ δεν θες; ... νοργιά (ή: τρίχα) (ή: τρίχα να μην απολάψης)
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος δεν δέχεται ή δεν ακολουθή τις συμβουλές μας
Ο άρκοντας έφαν τζ' έβρασεν, τζ' ο φτωχός έφαν τζ' ερίασεν. Έφαγ' ο πλούσιος κ' εζεστάθη, έφαγε κι ο φτωχός κ' εκρύωσε
(1948)
Ερμηνεία: Θέλει να πη πως ο πλούσιος διαθέτει πολλά λεφτά για το φαί του, ώστε να ζεσταίνεται, ενώ ο φτωχός ο καημένος ψοφοπεινάει και κατ' ανάγκη κρυώνει
Θέλω να σύρω λεβεντιά και καταντιά δεν έχω. Μου λείπ' η σέλλα του βρακιού, τα δυό τα πηδουνάρια!
(1931)
Ειρωνικόν δίστιχον δια τους οιηματίας, δια τους υπέρ την αξίαν των επιδεικνυομένους
Τον άκαφτο τον εϋρεύγασι να τόνε κάψουσι gαι δε dον ευρήκασι
(1963)
Ερμηνεία: Όλοι οι άνθρωποι έχουν ζήσει τον καημό του θανάτου κάποιου ή κάποιων δικών τους ανθρώπων. Λέγεται σαν παρηγοριά
Πιότερο gαιρό θένε τά λεφτά νά τά φυλάξης, παρά νά τά δουλέψης
(1963)
Δηλαδή χρειάζεται μεγαλύτερη ικανότητα νά διατηρήσης ένα χρηματικό ποσό παρά όση χρειάζεται γιά νά τό κερδίσης
Άστραψε απ' το Ζάλογγο, δέσε μέσα τ' άλογο
(1963)
Εννοεί το Ζάλογγο (Άνω και Κάτω) της Παραμυθιάς. Η λαΐκή μετεωρολογία παρετήρησε ότι άμα αστράφτει από εκεί, θα έχομεν καταιγίδα ή χιονοθύελλα. Εννοείται ότι αυτό ισχύει δια τα χωριά της Ντουσκάρας – προκειμένου περί ...
Αν σε δαγκώσω εγώ η οχιά έχεις παρηγοριά αν σε δαγκώσ' ο γυιός μ΄Αστρίτς σακία, βότανα κ΄ αξινάρια
(1953)
Σχετική παροιμία με τα δήγματα των ερπετών και εντόμων
Άρτσι – βούρτσι
(1928)
Την πριν της Απόκρεω εβδομάδα δεν νηστεύανε την Τετάρτη και την Παρασκευή από κρέας κι ήτανε τότε άρτσι-βούρτσι.
Κάλλια σκύλλο από τη Τρύπη παρά φίλο Βρεστενίτη
(1923)
Ούτω σημειοί ο Κ. Νεστορίδης. Οι Οινούντιοι λέγουσι το ορθότερον
Άρκος έφαν τζ' έβρασε, τζ' ο φτωχός ερίασε ο άρκοντας επέθανε, τζ' ο φτωχός εγλύτωσε
(1940)
Υπερσιτιζόμενος ο πλούισος ακολουθών την όρεξιν του και όχι την διαιτητικήν παραβλάπτει την υγείαν του, διακινδυνεύων και την ζωήν του ενώ ο πτωχός τρώγων ό,τι έχει δεν απειλείται από τας εκ του υπερσιτισμού νόσους
Ο δάβολον άλλο δουλείαν 'κ' είχεν, τα παιδία 'τ' εσυνεσέβεν
(1931)
Ο διάβολος άλλη δουλειά δεν είχε και τα 'βαλε με τα παιδιά του. Σαντ. Χαλδ. Επί αέργου ασχολουμένου είς πράγματα απρεπή και οχληρά είς τους άλλους. Παραλλαγαί: “Ο δάβολον δουλείαν κ' είχεν, ετζούμπιζεν τα παιδία 'τ'” ...
Άμα στράψει ο Λιμνίτης τα νερά εμ μες το σπίτιν
(1941)
Η παροιμία αυτή μας δείχνει πως η βορειοδυτική διεύθυνση της νήσου μας, ο Λιμνιτής, θεωρείται μάνα των νερών (της βροχής) κι' από τους κατοίκους των μερών Σκάλας, όπως κι από τους κατοίκους Τυλλυρίας, Σολιάς, Μαραθάσας κ. ά.
Η αρφανιά, τζ' η ξενηδκιά, τζ' η πίκρη του θανάτου τρία στο ζύϊμ μπήκασιν, τζ' η ξενηδκιά νικά τα
(1940)
Ο μακράν της πατρίδος του στερείται όλους που αγαπά, ενώ ο απορφανιζόμενος παρηγορείται με τους εναπομείναντας
Α σου τα δώσω στα μαρμαράκια
(1940)
Θυμάμαι στα παλιά τα χρόνια που φορολογούνταν τα κρασιά, για τη φορολογία είχε πάει ένας γέρος νοικιαστής του φόρου να τα καταμετρήσει. Φορούσε φουστανέλλα και φέσι γερολεβέντης, αλλ' αγαθώτατος κι εύπιστος. Πήγε στη μέση ...
Όμορφέ μου και καλέ μου, τι θα φάμ' απόψε; Άσκημέ μου και καλέ μου, τί θα πρωτοφάμε;
(1916)
Ερμηνεία: Η ομορφιά δεν γεμίζει κοιλιά, ήτοι η κόρη να προτιμά πλούσιον και άσχημον παρά φτωχόν και ωραίον
Άσπρον gως, μαύρον gως, α ινεί σο κετζίτιν bαού
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Τ' αρρωστημένου η κουλούρα κάνει σαράdα μέρες στ' απρουσκέφαλό dου
(1963)
Δηλαδή, ο άρρωστος δεν έχει όρεξη να φάη. Π.χ. “Αλλότες ελέασι bως τ' αρρωστημένου η κουλούρα ... Μα ' μένα δε gάνει ουτ' ένα λεφτό, 'ιατί εμ 2)αρρωστημένη 2) είμαι, έμη πεινώ κιόλα”
Όποιος δουλεύγει βασιλιά, πρέπει το νου dου νάχη, κι' όχι το νού dου βασιλιά, μόνου τον εδικό dου
(1963)
Δηλαδή, ο εργαζόμενος σε ξένο, σε πλούσιον, πρέπει να προσέχει για να μην προκαλέση τη δυσαρέσκειά του
Δικό σου το ψωμί και το μαχαίρι
(1963)
Δηλαδή, είσαι κύριος νοικοκύρης
Βαρ' τον ατσίποδα να σ' άψη τη φωθιά, κι α dην άψη είναι δυό βολές ατσίποδας
(1963)
Λέγεται, όταν ένας ανίκανος, ένα μικρό παδιί, κατορθώση να κάμη μιά μικροδουλειά. Έχει έννοιαν ειρωνική
Κόρη μ' όντας είσ' ανύπαντρη, κακά βροντάει η ποδιά σου. Να παντρευτής, να γκαστρωθής, να δω την λεβεντιά σου
(1958)
Δείχνη ότι η κοπέλλα, όταν είναι ελεύθερη, μοιάζει σαν το λακινιάρικο άλογο αλλά τα βάσανα της εγγάμου ζωής την καταβάλουν
Είχα το παιδί κ' είχα τη χαρά κ' ήψηνα του πέντε αυγά κ' ήτρωγα τα τέσσερα κι' απου τ' άλλου το μισό κι' απου τ' άλλο το gορκό
(1917)
Λέγεται επί των πλεονεκτών και των λίαν φαιδωλών