Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 168
Εκεί πού d' όνα πάει καί τάλλο
(1930)
D' όνα = είναι τό ένα...
Άενος ζευγάς, έρημό 'd' αλώνι
(1963)
Δηλαδή ο νέος άνθρωπος είναι άπειρος...
άενος=ανήλικος, χωρίς γένεια, 'd'=είναι το...
άενος=ανήλικος, χωρίς γένεια, 'd'=είναι το...
Είδα ω έρον παπά κι ήθαβγε μωρά παιδιά
(1928)
Γίνονται δηλαδή πολλά αταίριαστα πράμματα
Το 'οργό και χάρην έχει
(1963)
Δηλαδή η ταχεία ενέργεια είναι ασφαλής.
Το 'ουδί το 'ουδοχέρι και το gόπανο στο χέρι
(1963)
Λέγεται, όταν συνεχώς κάνη ή λέγη κανείς το ίδιο πράγμα.
Του καπετάνιου το παιδί θ' αποκαπετανέψη
(1928)
Αυτό το λέει ο ένας σ' έναν άλλα να δη αν είναι ικανός κι ο δεύτερος να το πή. Είναι όμως δύσκολο πέστε το τρείς τέσσερες φορές κια αντί να πή αποκαπετανέψη καταντά με την επανάληψη να γίνει πουτανέψη
Οπόβρω τ' ανεβάτζο μου, εκεί dα 'ονικά μου
(1963)
Ανεβάτζο=κάτι που ενισχύει, που ανεβάζει οικονομικώς. Ονικά=γονικά. Δηλαδή όπου ο άνθρωπος βρή συμφέρο, υποστήριξη, εκεί αισθάνεται σα να είναι στην οικογένειά του, στην πατρίδα του.
Απουπόξω μπέλα μπέλα κι' απού μέσα κατσιβέλα
(1928)
μπέλα= καθαρή, κατσιβέλα= γύφτισσα
Που δεν ακούει του 'ονιού, παραωνιάς καθίζει
(1963)
Παραωνιάς=στην άκρη. Δηλαδή όποιος δεν ακούει τους γονείς του, παραμερίζεται, δεν πετυχαίνει στη ζωή.
Ο πρώτος δάσκαλος του παιδιού είν' ο ονιός
(1963)
Δηλαδή η πρώτη αγωγή καλή ή κακή δίδεται στο παιδί από το γονιό, κυρίως με το παράδειγμα.
Α τη 'ούλα bαίνου dα κάλλη
(1963)
Δηλαδή όποιος τρώει ομορφαίνει.
Μάνα τα μάνε d' ουρανού
(1963)
Δηλαδή η μητέρα είναι ό,τι ωραιότερο υπάρχει
Μαθημένον ει' d' αρνί να διπλοκουρεύγεται τσίκου τσίκου η τσιπίδα
(1963)
Τσίκου τσίκου = μίμησις του ήχου της ψαλίδας
Κι οι δυό πέτρες το βγάνου d' αλεύρι
(1963)
Δηλ. Σε μια οικογένεια πρέπει όλοι νσ βοηθούν, να εργάζωνται για να μπορούν νσ ζήσουν
Όποιος σκάβγει το λάκκο d' αλλονού, ανοίει τον εδικό dou
(1963)
Δηλ. όποιος επιχειρεί να κάμη κακό σε άλλον, το παθαίνει ο ίδιος
Ήρθα d΄ άγρια πουλιά κι έδιωξα dα ήμερα
(1928)
Ερμηνεία: Ένας νιόγαμπρος διώχνει τα πεθερικά του από το σπίτι που μόλις χθές ήτανε δικό τους
Ο κάτης για το ψάρ' επούλησε d' αbέλι dου
(1963)
Χαρακτηρίζει την αγάπη της γάτας για τα ψάρια
Με τσι πορδές δε βάφουdαι d' αβγά
(1963)
Δηλαδή με τα ψέματα, με πενιχρά μέσα, δεν μπορεί να γίνη μια καλή δουλειά
Τ' αγαπά καρδιά d' αθρώπου, το καλύτερο dου κόσμου
(1930)
Εκείνο που αγαπά η καρδιά του ανθρώπου είναι το καλύτερο
Ο λεύτερος προξενητής για λόου dου 'υρεύγει (ή: d' αξανοίει)
(1963)
Dου = για τον ευατό του
Αλατσωμό d' αλατσωμού δεν έχουν οι κουβέντες του
(1925)
Ανόητες, χωρίς ουσία
Κόβγει το σπαθί d' από εκατό πάdες
(1963)
Δηλαδή έχει δύναμη, πολά μέσα, επιρροή
Όποιος σκάβγει το λάκκο d' αλλονού, πέφτει ο ίδιος μέσα
(1963)
Δηλ. όποιος επιχειρεί να κάμη κακό σε άλλον, το παθαίνει ο ίδιος
Ήρθα d΄άγρια πουλιά κι΄έδιωξα dα ήμερα
(1963)
Έδιωξα ή έβγαλα. Ερμ : Λέγεται, όταν κάποιος πάρη τη θέση του άλλου, που έχει περισσότερα δικαιώματα σ΄αυτή
Πάει ν' αθίση το δεdρί κι' η μοίρα δε d' αφίνει
(1963)
Λέγεται, όταν για μια στιγμή διαφανή κάποια ελπίδα, που κι' αυτή διαψεύδεται
Άλλα d' άλλα κι' η χαρβάλα με το 'άλα
(1963)
Χαρβάλα = δοχείο σπασμένο; με το άλα ή με το γάλα
Τώρα ίνησα d' αδύνατα δυνατά και τα δυνατά τα 'πήραν οι διαόλοι
(1963)
Είνησα = έγιναν
Η 'ούλα d' ανθρώπου καράβια πουλεί και καράβι αοράζει
(1963)
Δηλαδή όταν τρώς πολύ, μπορεί να πουλήσης ολόκληρη περιουσία, και αντιθέτως, όταν κάνης οικονομία, μπορεί να δημιουργήσης περιουσία.
Το ένα χέρι να μην ηξέρη, είdα 'δώκε d' άλλο στο φτωχό
(1963)
Δηλ. η ελεημοσύνη πρέπει να γίνεται μυστικά
Τον αποψινό σου θυμό, παιδί μου, άφηνε τονε ιά ΄βριο, την αποψινή σου δουλειά όμως μην την αφήνης για δεν ηξέρεις είντα σου λαχαίνει ίσαμ΄ αύριο, μπορεί ν΄ ανουbοριάσης κα να μη μπορής να κάμης τη δουλειά σου, ενώ ο θυμός είσαι σίουρος πως θα σου περάση, κι είναι ΄τσαι πιο καλά
(1925)
Ιά ΄βριο = για αύριο, για = για, γιατί, είντα = τί, λαχαίνει = τυχαίνει, ίσαμ΄ αύριο = ως αύριο, ανουbοριάσης = αδιαθετήσης, σίουρος = σίγουρος, ΄τσαι = ετσά = έτσι. βλ. Δουλειά 85...
Κάρκα ένα, κάρκα δυό, σα d' αβγά τζη πέρδικας
(1963)
Προέρχεται από τραγουδάκι...
Σημαίνει αραιά και κάπου. Π.χ. “Πρώτα ΄τονε το χωρίο μας γεμάτο τσ΄ ανθρώποι. Τώρα ΄ναι κάρκα ένα, κάρκα δυό, σα d΄ αβγά τζη πέρδικας”...
Σημαίνει αραιά και κάπου. Π.χ. “Πρώτα ΄τονε το χωρίο μας γεμάτο τσ΄ ανθρώποι. Τώρα ΄ναι κάρκα ένα, κάρκα δυό, σα d΄ αβγά τζη πέρδικας”...
Α d' αβγό στη bέτρα, αλίς στ' αβγό, κι αν η πέτρα στ' αβγό, πάλι αλίς στ' αβγό
(1963)
Δηλαδή οπωσδήποτε το αβγό θα σπάση. Π.χ. “και με τσ' Αμερικάνοι να πάμεν, έρημα την έχομε, gαι με τσι Ρώσοι να πάμε, dα ίδια. Ά d' αβγό στη bέτρα,αλίς ....”...
Δεν έχω κάκια του θεού κι αμάχη με το χάρο, μόνου τσή πικροούλας μου, που μου ζητά να φάω
(1963)
Είναι παλαιό μοιρολόϊ. Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος. Λέγεται και κυριολεκτικώς και μεταφορικώς, όταν δεν αιτιάσαι παρά μόνο τον εαυτό σου.
Αμ' αλάργα κι' έλα γλήορα κι άμε κο(d)ά και πέσ εκεί
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση, που αργεί κανείς από κοντινό μέρος να γυρίσει και γυρνά γρήγορα από μακρυνό
Τίνος είν' ευτο d' αβγό; -Ευτεινού dου πετεινού
(1963)
Δηλαδή το παιδί μοιάζει με τους γονείς του. Λέγεται κυρίως για την ομοιότητα ελαττωμάτων. Ευτό=αυτό. Ευτεινού=αυτού. Ο δεύτερος στίχος κάποτε παραλείπεται.
Δε bορεί Άης Νικόλας να μη d΄ασπρίση τα ενάκια dου
(1963)
Λέγεται, όταν χιονίση τις ημέρες του Αγίου Νικολάου
Τα σκατά (ή τα κόπτια) όσο dα σαλεύγει κανείς, τόσο βρωμούνε (ή όσο d' ανεκατώνεις, τόσο βρωμούνε)
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να σκαλίζη, να συζητή, να ζητή να αποδειχθή αμέτοχος κανείς σε μια υπόθεση, που δεν είναι καθαρή
Του κακού 'αbρού το dουλάπι τ' ανοίεις, μα του καλού 'ιού δε d' ανοίεις
(1963)
Δηλ. στο σπίτι της κόρης σου έχεις περισσότερο θάρρος παρά στο σπίτι του γυιού σου
Του κακομοίρη το κερί κι αν άψη κιόλα σβήνει, 'ιατί του καλορίζικου η τύχη δεν αφίνει (ή δε d' αφίνει)
(1963)
Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος
Αστιβές στο ντράφο να τσοι μέσα
(1928)
Όταν μια δουλειά είναι κακοκαμωμένη
Αστιβές στο ντράφο να τσοι κάτω
(1928)
Όταν μια δουλειά είναι κακοκαμωμένη
Άλλα d' άλλα και τση Μεγάλης Παρασκευγής το γάλα
(1963)
, ο bαbάς σου; Λέει ο Δεσπότης. Λέει: Άλλα 'd' άλλα, Δεσπότα μου, και τση Μεγάλης Παρασκευγής το γάλα. ασκηστής = ασκητής, dίοτα = να πουν κάτι, κιού κιού κιού = με το πες πες, Άλλα 'd' άλλα, Δεσπότα μου, και τση Μεγάλης Παρασκευγής το γάλα = απο...
Πατώ ποδάρι
(1930)
Επιμένω
Υαλιά καρφιά
(1929)
Σπιτάλη ;
Το καλό αδουράκι κάνει δυο στράτες
(1963)
Λέγεται όταν λόγω αφηρημάδας κάμωμε διπλό κόπο, Π.Χ. Σαχλύ το κουβάριασες το φάδι. Πιάς τώρα το πείσμα σου ξανακουβάριασε το, μα το καλό αδουράκι, λέει, κάνει δυο κόποι
Ότι να λείπ' ο κάτης α τη 'ωνιά, παίζουν οι ποdικοί τον αρμαδούρο
(1963)
Δηλαδή, όταν λείπη ο αρχηγός κάνουν ότι θένε οι υποτακτικοί
Ένα dι θα κάμη κανείς ν' ακουστή
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Δουλειά ήτονε τώρα 'φτη να πάη να τρϋά τ' αbέλια των ανθρώπω να τόνε πιάσουσι να ενή ρεζίλι; -Μα ένα d' εδά θα...” Di=τι, κάτι, ν' ακουστή=να γίνη γνωστός, d' εδά=λέγεται ειρωνικώς εδώ...
Το Μάρτη ξύλα φύλαε, μη gάψης τα παλούκια
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται επειδή είναι πιθανόν να κάνη κρύο
Το κουριαλόν επέθανε, γρϊά και 'έρος τόκλαιε
(1963)
Λέγεται με εύθυμη διάθεση, όταν στενοχωρείται κανείς για μια ζημιά ασήμαντη
Αστιβές στον τράφο νάτσι μέσα
(1928)
Δεν είναι δηλαδή κλαδί ή αστοίβη να στερεωθή στον τράφο
Τσίdα – φούdα και τάσπρα πόυdαν
(1931)
Λέγεται για τους περήφανους
Αρχοντικά πορεύγουσαι σα bοθ σου πιειάνει κιόλα
(1925)
Να βαδίζης περήφανα, να μην ανακατεύεσαι σε προστυχοδουλειές, καθώς σου πιάνει να βαδίζης
Που τάβρ', ας τα κλαίη
(1963)
Σημαίνει αδιαφορία
Κλαίς τονε τον αρφανό κι ας είν' και με τα ένια
(1925)
Αρφανό = ορφαν
Ο Μάρτης ο γδάρτης, κι' ο παλουκοκάφτης
(1963)
Ερμηνεία: Ο Μάρτης κάνει δριμύ κρύο
Ώσπου ζει, λέει, κανείς μαθαίνει
(1963)
Όμοιο προς το: Γηράσκω αει διδασκόμενος
Που βρίσκει και βολεύγεται, τύφλα dου που παdρεύγεται
(1963)
Λέγεται κυρίως για τον άγαμο σε περίπτωση, που έχει σχέσεις με μια γυναίκα, αλλά και σε κάθε περίπτωση ικανοποιήσεως μιας αναγκης χωρίς Δεσμευση, χωρίς ευθύνες
Ανεστεναζει ποdικός να περάσ' α' το ματζέ τζη
(1963)
Δηλαδή δεν υπάρχει τίποτα μες στο κελάρι της
Κατά το Τζανή ει gαι τα κοπέλια
(1963)
Λέγεται για την ομοιότητα ελαττωμάτων παιδιών προς γονείς
Το κακό είν' ανερίφνητο
(1963)
Δηλαδή δεν μπορούμε να ξέρωμε με βεβαιότητα το δράστη ενός κακού
Τάσπρα' ναι ια τσι μαύρες ώρες
(1963)
Ερμηνεία: Τα χρήματα χρειάζονται για την ώρα της ανάγκης
Όποιος δεν έχει 'έρο, να πάη ν' αοράζη
(1963)
Δηλαδή ο ηλικιωμένος είναι πολύτιμος για την πείρα του
Έχει ο βασιλιάς πολλά, μα θέλει κι΄ άλλα
(1963)
Λέγεται για τον άνθρωπο, που, ενώ είναι ευκατάστατος, δεν παραμελεί τα συμφέροντά του
Πόσοι νεκροί που κάθουdαι στ' αρρώστου το κρεβάτι!
(1963)
Δηλαδή, το τέλος της ζωής είναι αβέβαιο. Είναι δυνατό ο ετοιμοθάνατος να σωθή και ο υγιής να πεθάνη αιφνιδίως
Αστοιβές στο dράφο, να τσι μέσα
(1963)
Λέγεται για δουλειά κακοφτιαγμένη, προχειροφτιαγμένη
Πώς περνας με την αγάπη; Σα dο σκύλο με το gάτη
(1963)
Λέγεται όταν συό άνθρωποι γκρινιάζουν μεταξύ τους
Νοικοκιουρά σου gι ήκλανες, κ ιαν ήκλανες, καλά 'κανες
(1963)
Λέγεται σαν αστείο το “έπινες”
Πιάς το σπανό πάρ' τα 'ένεια dου
(1963)
Π. χ., Μα είdα να σου κάμη πούναι φτωχός; Bορεί να σε βοηθήση; Πιάς εδά, λέει, το σπανό πάρ' τα 'ένεια dου
Στην ανυdριά καλό gαι το χαλάζι
(1963)
Δηλαδή όταν υπάρχη σπάνις, και το ελάχιστο είναι πολύτιμο
Που καβαλλικεύγει ξένον άλοο, γλήορα ξεπεζεύγει
(1963)
Δηλαδή όποιος στηρίζεται σε ξένη δύναμη, γρήγορα μένει έκθετος
Παροιμία
(1963)
Νοικοκιουρά σου gι ήκλανες, κ ιαν ήκλανες, καλά 'κλανες
(1963)
Λέγεται σαν αστείο το “έπινες”
Νοικοκιουρά σου gι ήκλανες, κ ιαν ήκλανες, καλά 'πινες
(1963)
Λέγεται σαν αστείο το “έπινες”
Των αρχόντων τα παιδιά με την ακουή παντρεύονται
(1928)
Η παροιμία λέγεται επί της φήμης
Ο άτυχος, απόθ' gι' ά bάη, δε gάνει τύχη
(1963)
Απόθε=από όπου
Που ζει, μεταζώνεται
(1963)
Δηλαδή η ζωή παρουσιάζει πολλά απρόοπτα ευνοϊκά για μας
Άσπροι σκύλοι, μαύροι σκύλοι, όλοι οι σκύλοι μια ενιά
(1963)
Παραδείγματος χάρη: Αν ήτον οι βενιζελικοί στη gυβένησ' , ήθελε ναναι όλα καλύτερα
Κορμί θωρείς, μα καρδία δεν ηξέρεις
(1963)
Δηλαδή από την εξωτερικήν εμφάνιση ενός ανθρώπου δεν μπορείς να ξέρης τα αισθήματα, τους καημούς του
Ο Μάρτης ο γδάρτης, κι' ο πασσουλοκάφτης
(1963)
Ερμηνεία: Ο Μάρτης κάνει δριμύ κρύο
Ο Μάρτης ο γδάρτης, ο πασσουλοκάφτης
(1963)
Ερμηνεία: Ο Μάρτης κάνει δριμύ κρύο
Που μάχαιρα δώση, μάχαιρα θα πάρη
(1963)
Δηλαδή ότι κάμης θα σου κάμουνε
Ο κλέφτης το gλέφτη πιάνει
(1963)
Δηλαδή, όποιος έχει πείρα μιας κακής πράξεως, έχει την ικανότητα να ανακαλύπτη κάποιον άλλο δράστη της αυτής πράξεως
Τάσπρα ξυπνούν τον αωϊάτη
(1928)