Τφού κι απ' αρχής
Σχόλια / Περίσταση εκφοράς
Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: Μια βουλά ένας είχι πάει για καζάντ'. Πήι κάμποσα χρόνια κι γύρσι πίσου. Ίφιρνι ίσιαμι πέντι χ'λιάδες. Καθώς γύρζι κι πάϊνι στου χουριό τ', έφτασι σ' ένα χάν'. Ικεί στάθηι για να κ'μηθή του βράδ'. Η χαντζίνα αγάπαϊ τα ξινά κι του είπι: κ' μώμαστι αντάμα; - Γιατί όχ', λέει ικείνους. - Αλλά μι να συμφουνίου, λέει η χαντζίνα. Θα μι πιράης δικπέντι χέρια απόψι. Αν του καταφέρ'ς θα σ' διπλώνου τα λιπτά ούθ φέρν'ς καζάντ', αλλιώς θα μ' δίνις τς πέντι χ'λιάδες δραχμές. Σύμφουν', - Σύμφουν'. Έπισαν του βράδ' να κιμηθούν. Αρχίν'σι αυτός: μίκα, δύο..τρείς...τέσσιρις..πέντι...εξ.... πήραν τα χαράματα. Απόκαμι... δέμ μπόργι να κάμ' άλλου. Τις πήι η χαντζίνα τ'ς πέντι χ'λιάδες. Αυτός έμ'κι ξ'λαρμενους κι ξικίν΄σι να πάη στου χουριό τ' όπους έφγι. Πήι παραπάν' κι απ' του βάσανό τ' έπισι να κοιμηθή. Κάοια ώρα ακκούει κάτ' κοπρέλια. Περτάϊ ένας καλόϊρούς μι κα μούλα... Τουγ καλ'μέσ'σι κι τουν ρώτ'σι: Θα βρω κάνα χάνι δω μπρουστά; λέει – Θα βρης κι έδνι κι να χαντζίνα...έτσ' κι έτσ!..λέει – Καλά! Λέει ου καλόηρους, κάτσι αδ' ιδώ ιού. Πήι στου χάν' ου καλόϊρους , έφαϊ καλά καλά...κίπικ' τουν ρώτ'σι η χαντζίνα πάλι τα ίδια. Αυτός δέχ'κι κι τ'σ είπι: ιγώ γάνου δέκα χιλιάδες, αλλά να τα διπλών', άμα καταφέρου τς δεκαπέντι βουλίς. Πήγαν πλά'ϊσαν. Άρχισι ου καλόϊρους: μίκα...δύου..τρεις...12...Απάν τ'ς δώδικα άρχισι καυγάς. Ου καλόϊρους κάθι χέρ' σημείουνι πίσουν τη πόρτα κα γραμμή. Αυτήν' του φιλουνείκαϊ πως δεν έινι δώδικά χέρια, αλλά έντικα. Φιλονείκ'σαν κάμπουσον. Τότι κι ου καλόϊρους έφτυσι του χέρι τ' κι έσβυσι τς δώδεκα γραμμές που είχι πίσου απ' τμ πόρτα κι είπι: “ αφού δεμ π'στέβς τφου κι απ' αρχής!” Αρχίν'σι ου καλόϊρους μι'νια, δύου...δέκα πέντι ως του προυϊ. Τ'ση σ'κώθκι, τόδουσι η χαντζίνα τς είκουσ' χ'λιάδες κι πάει στη δ'λειά τ'. Πήι παρπάν', βρίσκ' ικείνουν του χαϊμένουν, τόδουσι τς πέντι χ'λιάδες πόχασι κι γύρσι να πάει στη δ'λειά τ'. Κι έτσ' απ' τα τότι έμκη ου μύθους: τφού κι απ' αρχής. Δηλ. άμα δεν πείθηται τις με όσα επιχειρήματα του προβάλλομεν, του λέγομεν την παροιμίαν αυτήν κι αρχίζομεν πάλιν εξ αρχής.