Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1601-1700 από 1874
Σαράντα βουλές έπαιρνε που τη δική σσου μη ξεφεύγης
Βουλή = γνώμη
Για σαράντα δυό λόγους
Δεν γίνεται δηλαδή
Κάλλια μια μέρα πετεινός παρά σαράντα κότα
Ερμηνεία: Προτιμότερος ο ελεύθερος βίος
Άμα ρίξη στραοπελέchιν κάμνει σαράντα μέρες να βρέξη
(1945)
Σαν πέση κεραυνός, σταματά η βροχή και βρέχει μόνοςν μετά σαράντα μέρες...
Ένας φκειάειν το καί σέ σαράντα κριματίουμεστε
(1929)
Ένας τό φτειάνει καί σαράντα ανθρώπων παίρνομεν τά κρίματα. Επί πολλών αθώων ενοχοποιουμένων διά τό πταίσμα ενός αγνώστου ενόχου...
Σαράντα Παύλ' έσαν και καθείς τον Παύλον ατ' έκλαιεν
(1931)
Σαράντα Παύλοι ήσαν και καθείς τον Παύλο του έκλαιε...
Γυρέβ' να βγει λάδ
Όποιος προσπαθεί ν' αποδείξει ότι είναι αθώος
Στά σαράντα του μεσίτη άλλος είναι μές στό σπίτι
(1959)
Δηλαδή άμα περάσουνε σαράντα μέρες από τον θάνατον τινός πααίνουνε και 'ς τσί δουλειές τωνε κι ό,τι κι άν είναι κάνουνε...
Σαράντα μέρες η νουρά του σκύλλου στο καμπουτιν τζι' εβκάλαν την τζι' εγίνητζεν κουλλούριν
(1951)
Σαράντα μέρες ηουρά του σκύλλου μέσα στο καλάμι, την βγάλανε, και ξανα τυλίχτηκε...
Λέγεται δι εκείνους οι οποίοι παραμένουν αδιόρθωτοι, κατόπιν συμβουλών και νουθεσιών...
Λέγεται δι εκείνους οι οποίοι παραμένουν αδιόρθωτοι, κατόπιν συμβουλών και νουθεσιών...
Καλύτερα μιάς ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά κ' φυλακή
(1938)
Καλύτερα λεύτερος λίγον καιρό, παρά σκλάβος (σαράντα) πολλά χρόνια...
Γούλο λάδ' βγαίν'
Όποιος προσπαθεί ν' αποδείξει ότι είναι αθώος
Πε παν' πε το λάδ' βγαίν'
Όποιος προσπαθεί ν' αποδείξει ότι είναι αθώος
Στου λάδ' απάν'
Όποιος προσπαθεί ν' αποδείξει ότι είναι αθώος
Σαράντα αγίοι ήτανε, κι' ο καθένας έκλαιε τον πόνο του
(1952)
Ίσως από τους αγίους Σαράντα (9 Μαρτίου)...
Πέσ' ταμπουρα τόρτ οκκά
(1948)
Πέντε πεπόνια τέσσερις οκάδες. Ερμηνεία: τουρκικη παροιμία σε δείξη μεγάλης αδιαφορίας για ένα ζήτημα...
Pesh tamboura, tord οκκά
(1931)
Πέντε πεπόνια, τέσσερις οκάδες. τουρκικη παροιμία σε δείξη μεγάλης αδιαφορίας για ένα ζήτημα...
Η ζόνι ζόνι τέσσερις, η μπετσικούλα πέντε, η κεραμιδοτρέχουσα σαρανταπέντε μέρες, κι' εγώ η πανώρια λυγερή δυόμισυ μηναράκια
(1891)
Ερμηνεία: Η γουρούνα (ζόνι ζόνι) κάνει τέσσαρας μήνας γκαστρωμένη, η προβατίνα (μπετσικούλα) κάνει πέντε, η γάτα (κεραμιδοτρέχουσα) κάνει σαρανταπέντε μέρες και η αλεπού (η πανώρια λιγερή) κάνει δύο μισυ μήνας...
Η ζόνα ζόνα τέσσερις, η μπέκα μπέκα πέντε κι' η κεραμιδοτρέχουσα σαρανταπέντε μέρες
(1891)
Ερμηνεία: Η γουρούνα (ζόνα-ζόνα) κάνει τέσσαρας μήνας γκαστρωμένη, η προβατίνα (μπέκα-μπέκα) κάνει πέντε και η γάτα (κεραμιδοτρέχουσα) σαρανταπέντε μέρες...
ως προς την λ. πρβλ. Λαογρ. Δ' 142, αρ. 122, στ. 7 σημ....
ως προς την λ. πρβλ. Λαογρ. Δ' 142, αρ. 122, στ. 7 σημ....
Που τ' αγάπουν τογ καλόμ μου τζαι που τον είχα έννοιαν πέντε γρόνους τον εφίλουν τζ' 'εν τον εί' αν είσεγ γένεια!
(1931)
Π' αγαπούσα τον καλό μου, κι από τα του είχα έγνοια, πέντε χρόνια τον φιλούσα και δεν είδ' αν είχε γένεια. Για κείνους που λένε πως ενδιαφέρονται για ένα φίλο τους, ενώ στην πραγματικότητα ούτε το παραμικρό τους γνοιάζει...
Τα δυο αδέλφα είν' καλά, τα τρία άλλο καλλίον, τα πέντε και τα τέσσερα κάστρα θεμελαμένα
(1931)
Τα δυο αδέρφια είναι καλά, τα τρία πιο καλύτερα, τα πέντε και τα τέσσερα είναι κάστρα θεμελιωμένα, Χαλδ. Επί της ισχύος των αλληλοβοηθουμένων αδελφών...
Που τ' αγαπούν τογ καλόμ μου, τζ' αι που τα τον είχα έννοιαν, πέντε γρόντους τον εφίλουν τζ' εν τον ει αν είσ' εγ γένεια
(1948)
Π' αγαπούσα τον καλό μου, κι από τα του είχα έγνοια, πέντε χρόνια τον φιλούσα και δεν είδ' αν είχε γένεια...
Ερμηνεία: Για κείνους που λένε πως ενδιαφέρονται για ένα φίλο τους, ενώ στην πραγματικότητα ούτε το παραμικρό τους γνοιάζει...
Ερμηνεία: Για κείνους που λένε πως ενδιαφέρονται για ένα φίλο τους, ενώ στην πραγματικότητα ούτε το παραμικρό τους γνοιάζει...
Ο πεντεδέκας τα 'σκωσε
(1876)
Ο πεντεδέκας τα 'φαγε
(1876)
Να! πάρε πέdε
(1943)
Τα βλέπεις τα πέντ' αδέρφια
(1889)
Τον σέρνει πε' τη' μύττ'
(1917)
Επί του ανδρός η σύζυγος διευθύνει κατά το δοκούν αυτή. Ομοίως λέγεται και "Τον πέρασε το χαλκά" εκ μεταφοράς των άρητων και περιφέρουσιν εις τας οδούς και των οποίων το ρύγχος είναι διατετρημένα στου κρίκου.
Το σφάλμα το έκαναν σαμουρόγουνα κανείνας δε το παραδέχης.
(1917)
Ότι ουδείς παραδέχεται τα σφάλματα του.
Πέ μ' μέ ποιόνα συναναστρέφεσαι νά σέ πώ ποιός είσαι
(1917)
Η παροιμία αυτή εδημοσιεύθη καί είς τήν θρακικήν επετηρίδα σελ. 188, καί ο σεβαστός μου καθηγητής κ. Ν. Γ. Πολίτης αναφέρει ενταύθα, αλλ' ουχί ακριβώς εκ τό διαλεκτικόν ιδίωμα τού τόπου. Διότι ο Σαράντα – Εκκλησιάτης λέγει πέ μ' κι ουχί πέ με ή πές...
Πέντι δέκα την ημέρα κ' ικατό την ιβδουμάδα
(1911)
Παροιμιώδης φράσις λεγομένη όταν παρελαύνη κηδεία αλλοεθνών
Σαράdα πάν', σαράdα κάτ'
(1937)
Πίστευαν για τον κοκίτη, ότι επί σαράντα ημέρας οξύνεται και επί σαράντα καταπραΰνεται...
Πέdε – πέdε την ημέρα, εκατό την εβδομάδα στω (bακάλιδω) τη μάdρα
(1963)
Προέρχεται από παιδικό τραγουδάκι. Είναι κατάρα...
Δηλαδή να ψοφούν πέντε – πέντε την ημέρα και εκατό την εβδομάδα αιγοπρόβατα στην τάδε ή στην τάδε στάνη. Μπάκαλο, επώνυμον. Το όνομα αυτών των ποιμένων αναφέρεται εδώ ως παράδειγμα. Τα παιδιά χρησιμοποιούν όποιων ποιμένων θέλουν να πειράξουν το...
Δηλαδή να ψοφούν πέντε – πέντε την ημέρα και εκατό την εβδομάδα αιγοπρόβατα στην τάδε ή στην τάδε στάνη. Μπάκαλο, επώνυμον. Το όνομα αυτών των ποιμένων αναφέρεται εδώ ως παράδειγμα. Τα παιδιά χρησιμοποιούν όποιων ποιμένων θέλουν να πειράξουν το...
Κάνει σαράντα κόμπους το λεφτό
(1918)
Ερμηνεία: Λέγεται προς δήλωσιν μάλλον της υπερβολικής οικονομίας, της “νοικοκυροσύνης” ή της εσχάτης φιλαργυρίας
Κάλλια μιάς ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνους σκλαβιά καί φυλακή
(1889)
Ρήγα Φεραίου
Σαράντα μύγες έκατσαν στον τσόκο του Κοράκη
(1958)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Θα μας κλάψουνε σαράντα οχτώ Μαρίες
(1927)
Ερμηνεία: Όταν επίκειται μεγάλη διένεξις μεταξύ δυο ανθρώπων, η οποία θα τους οδηγήσει εις ανήκουστον συμφοράν
Του κυνηγού ο τέντζερες στις σαράντα μέρες μια φορά βράζει
(1956)
Σπάνιες είναι οι επιτυχίες του κυνηγού ή και του ψαρά
Είπαν του φρένιμου σαράντα φορές πελλέ, τζ' επέλλανεν
(1940)
Η επίμονος επανάληψις, βοηθουμένη υπό της υποβολής, καθιστά πιστευτόν ό,τι λέγομεν
Σαράντα καλόγεροι, ο καθένας με τον πόνο τ'
(1956)
Ή Δώδέκα απόστολοι, ο καθένας με τον πόνο τ'. Κάθε άνθρωπος έχει το βάσανα του
Το νερό άμα περάση σαράντα λιθάρια, πίνεται
(1963)
Η παροιμία δείχνει ότι το νερό κατά την ροή υφίσταται καθίζησιν των βλαβερών ουσιών και καθαρίζεται
Μια παληά κόττα κάμει τα σαράντα κοττοπουλια
(1934)
Αυτον τον κονομολογικό λογ/σμό με ανέπτυξε μια καλή κυρία εκ Σιατίστης διαμένουσα εις Κοζάνην
Σαράντα νηοί πηγαίνανε κ' εσέρνα κ' ένα γέρο. Πές μου γιάντα τον εσέρνα; Ω! Για την ορμηνειά
(1892)
Ερμηνεία: Αλληγορία δηλούσα ότι όπου και αν μεταβώσι νέοι καλόν είναι να συνοδεύωνται και από ένα γέροντα
Κάλιομ μια ώρα πετεινός, παρά σαράντα χρόνια όρνιθα
(1940)
Παρά για χρόνια υπόδουλος, προτιμώτερον ολίγα με ελευθερίαν και αυτοδιοίκησιν
Θέλει δέκα (παράδες) για ν' αρχίση και σαράντα για να σωπάση
(1956)
Για κείνους που για να μιλήσουν τους παρακαλούν και μια σαν αρχίσουν δε σωπαίνουν
Νά 'χαμε κ' είdα νά 'χαμε, σαράντα αυγά σφουgάτα, και μνιά χειρομυλόπιττα σα(ν) τ' αλωνιού τον πάτο
(1917)
Λέγεται επί των λαιμάργων ευχομένων ν' αποκτήσουν τ' ανωτέρω
Μέγα θάμα τρείς ημέρες, το πολύ σαράντα μέρες θα το πούν και θα τ' αφήσουν
(1937)
Για κάθε τι που λέγεται λίγο καιρό και κατόπιν ξεχνιέται
Τι να τουν κάμη του αρρώστου σαράντα λαλαγγίτες
Ερμηνεία: Ειρωνικώς όταν τις προσποιείται τον ασθενή και τρώγει υπερβολικά
Σαράντα λεμονιές στον άμμο φυτεμένες τζ αί το νερό στήρ ρίζαν τους, μα μ' πάντα μαραμμένες
(1965)
Η άμμος και προ πάντων η κάπως χονδρόκοκκη άμμος, ελαχίστην υγρασίαν συγκρατεί
Σαράντα χρόνια στην Αθήνα και το βασιλιά δεν είδα
Επί των τελείως ευήθων
Σαράντα dράκουδοι έναν αυγό σηκώνασι
(1934)
Πολύς θόρυβος δια τίποτε πολλή οχλαγωγία δια μηδαμινά πράγματα.
Σαράντα γρόσσια τ' άλογο εξήντα το σαμάρι
(1928)
Όταν το ήττον σπουδαίον έχη μεγαλύτερον αξίαν εκείνου άνευ του οποίου είναι άχρηστον το ήττον σπουδαίον
Σαρανταήμερο σαράντα πόστες αλλάζει καιρός!
(1942)
Λέγεται δια το ευμετάβαλον του καιρού κατά την εποχή ταύτην
Οτ΄καιρός κάνει τση Παπαντής κρατάει σαράντα μέρες
(1963)
Ερμηνεία: Παροιμία προγνώσεως καιρού. Πράγματι δε, έστω και αν δεν κρατά 40 ημέρες, όπως θα είναι της Υπαπαντής, θα είναι και οι επόμενες μέρες
Καθώς αρχίν'σις, πατέρα να μ' ουρμ'νεύ'ς σαράντα μυίγιης έκατσαν 'ς τ' γαϊδουριού τουν πούτσου
(1902)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ένας πελλός έσυρεμ μιαμ πέτραμ μες στολ λάκκον τζ' επήαν σαράντα φρένιμοι να τηβ βκάλουν
(1940)
Το υφ' ενός κακόν δύσκολα επανορθούσι οι λογικοί
Του σκύλου την ουρά τη βάλανε στη μπασκού σαράντα μέρες και πάλι όταν τη βγάλανε ήταν γυριστή
(1938)
Οι ιΔεες δεν αλλάσσουν όσο κακόν πιέζεται κανείς
Σαράντα του μακαρίτη κι άλλον μέσ' το σπίτι
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Σαράντα τ' άλογο κι εξήντα το σαμάρι
(1922)
Ερμηνεία: Επί των αγροίκων και ευτελών, οίτινες τύχη επλουτίσθησαν αίφνης και περικοσμούνται λαμπράς, αναρμόστης όμως εις την όλην αγροίκον υπόστασιν αυτών
Μπαίνουβ, βκαίνουσ σαράντα μονοστέφανοι
(1940)
Δι' όσους έχουσιν ανοιχτό το σπίτι με ελευθέραν είσοδον
Ένας τρελλός σα ρίχ' μνιά πέτρα στου πηγάδ', χρειάζουντι σαράντα γνουστικοί για να τη βγάνουν
Για τους παράτολμους, που κάμνουν δουλειές αδιόρθωτες
Μι πήι σαράντα ουργυιές μέσ' στ' γης
(1925)
Δεν υπάρχει σώμα να κατετεθή αποδελτιωμένον και εταξινομήθησαν 322 παροιμίες
Το νερό άμα χτυπηθή από σαράντα λιθάρια πίνεται
(1963)
Η παροιμία δείχνει ότι το νερό κατά την ροή υφίσταται καθίζησιν των βλαβερών ουσιών και καθαρίζεται
Αυτό το μαχαίρι κόβγει το νερόν σαράντα οργυιές
(1876)
Ειρωνική
Η καμήλα, ύστερ' από σαράντα χρόνια, εύρηκε το δίκιο της
(1952)
Κάτι ανέκδοτο κρύβεται εδώ. Η καμήλα είναι γνωστή για τη μνησικακία της
Ένας τρελλός νοικουκύρς ξέρ' περισσότερα από σαράντα γνωστικούς
(1891)
Ερμηνεία: Η πείρα πολλάκις είναι προτιμηντέρα της πολυμάθειας
Σαράντα σκοπιές στον ξένο κόλο δεν πονάν. Μια στονβ δικό μας πονάει
(1963)
Παροιμία δεικνύουσα ότι τα πράγματα κρίνονται ανομοίως όταν πρόκειται δια τον εαυτόν μας και δια τους άλλους
Σαράντα χρόνια γύρευε η μουτζαλιά τη λάσπη
(1909)
Επί συνατνήσεως φαύλων
Που νά 'βρου σαράντα μαντήλια να στυπώσου τα θ'κά μ' τ' αυτιά
Επί των καταλαλούντων
Σαράντα δικανίκια να σπάσουν 'ς τ' αλλνού τ' ράχ', σ' ν ιθική σ' δεν πουνεί
(1939)
Επί του αναθέτοντος κοπιαστικάς εργασίας είς άλλον χωρίς να τον υπολογίζει
Φούτς χίρσης να μι ουρμνέβς, μέρτσα 'ς τ' γουμαριού τουν κώλου σαράντα μυίγις
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Κάθε σαράντα λόγια, ν' ακούης τζαι μιαφ φοράν της γεναίκας
(1940)
Η γυναίκα, αδαής και άπειρος, δεν δύναται να δίδη πάντοτε καλήν γνώμην
Η γκαμήλα μετά σαράντα χρόνια, 'βρήκε το δίκηο της
(1910)
Επιμονή, υπομονή
Τείχες Γιάννο; ότ είχα πάντα και τα πρόβατα σαράντα
(1938)
Λέγεται για όσους δεν αυγαταίνουν τη δουλειά των