Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1701-1800 από 1874
Σαράντα Μενεδιάτες σαρανταπέντε κουβέντες
(1934)
Σκώμμα των κατοίκων του Καρπαθ. Χωρίου Μενετές, οίτινες θεωρούνται παρά των άλλων Καρπαθίων ως θορυβώδεις και πολυλόγοι
Αυτό το μαχαίρι κόβει σαράντα οργιαίς νερό!
(1910)
Σαρκασμός
Έναχ χρόνοδ δάσκαλος, σαράντα χρόνους πελλός
(1940)
Ο περιορισμένος κύκλος εργασίας και η μακρά μετά μικρών διαβίωσις επιδρά επί την ψυχικήν του διδασκάλου διάθεσιν
Ένα μήνα βοσκός σαράντα χρόνους πέλλος
(1940)
Ο βοσκός επί σειράν ετών ζων μόνος και μακτάν της κοινωνίας είναι καθυστερημένος άξεστος
Την νουράν του σσύλλου εβάλαν την στο καλούπιν σαράντα χρόνια για να ισιώση τζ' εν ίσιωσεν
(1940)
Επί των εχόντων ελαττώματα και αδυνατούντων, παρ' όλας τας προσπαθείας των να μεταβάλωσι χαρακτήρα
Σαράντα χρονών γάιδαρος, περβατησιά δεν άλλαξε
(1963)
Ο αγενής πάντα αγενής είναι
Σαράντα φορές να πουν ένα τρελλό, τρελλός γίνεται
(1956)
Όταν οι πολλοί άδικα πουν για ένα ότι έχει κάποιο ελάττωμα και ας μη το έχη, του το καθίζουν και του μένει
Σαράντα ουκάδις κουλουκύθια νια ουκά ξύγκι
(1926)
Όταν τρώμε κολοκύθια, τα οποία είναι αδύνατον φαγητόν
Στες σαράντα του πισσίτη ήμπεν άλλdος ε στό σπίτι
(1932)
Για τή χήρα πού παντρεύεται γρήγορα
Θα τουν κάμου γω να με γλέπ' κι να φεύγ' σαράντα σύνορα
(1925)
Απειλή
Σ σα σαράντα χρόνια έπιακες έναν ποντικό
(1931)
Ερμηνεία: Επί ασημάντου έργου εκτελεσθέντος εν πολλώ χρόνω
Μπήκα σαράντα ουργυιές μέσ' στ' γης
(1928)
Επί καταισχύνης λόγω προσβληθείσης φιλοτιμίας
Στις σαράντα του πισσίτη, άλλος μπαίνει μεσ' στο σπίτι
(1876)
Βάλλουν υπαντρέφθη η χήρα
Σαράντα Καλαματιανοί φορτώνουν ένα γάιδαρο και πάλιν έλεγαν ανάθεμα στη μοναξιά
Ερμηνεία: Ειρωνικώς επί των κατοίκων των Καλαμών θεωρουμένων ίσως εις πολύ λάλων
Σαράντα Καλαματιανοί φορτώνουν ένα γάιδαρο και πάλιν έλεγαν ανάθεμα στη μοναξιά
Ερμηνεία: Ειρωνικώς επί των κατοίκων των Καλαμών θεωρουμένων ίσως εις πολύ λάλων
Πε ένανε σαράντα φορές στραβό, να σηκωθή το ταχύ ν' αλλοιθωρίζη
(1924)
Οι απανωτές κατηγορίες κάτι κάνουν κι' αυτές, δεν μένουν χωρίς κακό αποτέλεσμα για εκείνον που κατηγοριέται
Σε ξένες πλάτες σαράντα δεκανίκια στις δικές μας ούτε ένα
(1915)
Ερμηνεία: Λέγεται κατά των υποτιμώντων τση πόνους και τας δυσχερείας των άλλων
Τραγούδια είν' αυτά ή ψέλλ' ο διάολος τη μάνα τ' ς τα σαράντα;
(1940)
Ερμηνεία: Το λέω όταν τραγουδούν άσχημα
Σαράντα τ' μακαρίτη κι άλλον μέσ' το σπίτι
(1958)
Παροιμία που λέει η γυναίκα προς τον σύζυγον όταν εκείνος νομίζει πως θα της λείψη
Σαράντα μύγες έκατσαν στον τσιόκο του Κοράκη
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ο Γιάννης ως τα σαράντα δεν έβαλε βρακί κι τώρα μας γυρεύει βρακοζώνα
(1909)
Ασυμβίβαστες αξιώσεις
Σαράντα Καλαματιανοί φορτώνουν ένα γάιδαρο και πάλιν έλεγαν ανάθεμα στη μοναξιά
(1889)
Ερμηνεία: Ειρωνικώς επί των κατοίκων των Καλαμών θεωρουμένων ίσως εις πολύ λάλων
Σαράντα δυο Βουθονιανοί το γάιδαρο φορτώναν
(1938)
Το λένε όταν κάνουνε πολλοί μαζί μια μικροδουλειά
Σαράντα γυναικών μυαλά σ΄ ένα σύκο κουκούτσι μέσα
(1938)
Οι γυναίκες δεν έχουν μυαλά
Κάλλια μια μέρα πετεινός παρά σαράντα κότα
(1889)
Ερμηνεία: Προτιμότερος ο ελεύθερος βίος
Σαράντα ουκάδις κουλουκύθια νια ουκά ξύγκ'
(1925)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Και η αρκούδα 'ς τα σαράντα χρόνια μια φορά τρομάζει
(1929)
Επί του σπανίως συμβαίνοντος
Σαράdα φας, σαραdα πιής, σαραdα δωσ'ς για d' bσυχη σ'
(1940)
Αυτό πρεπ' να γιν' την ημέρα των αγ. Σαράντα...
Σαράντα μαμμήδες να 'ρτουνε, που γεννά θωρεί την ανάγκη
(1929)
Επί του ευρισκομένου εν κρισίμω στιγμή και πάσαν βοήθειαν θεωρούντος ανεπαρκή
Άπο άκληρον άνθρωπο, μακριά τα ρούχα σου σαράντα ράχες
(1940)
Είναι πολύ τσιγγούνης
Σαράντα φορές αν πης το νάθρωπο λωλλό (τρελλό) λωλλίζει
(1958)
Λέγεται δια τους ευκόλως πειθομένους ή κολακευομένους
Τ΄ είχες Γιάννη; τ΄ είχα πάντα και τα πρόβατα σαράντα
(1963)
Τ΄ είχα πάντα = ότι είχα πάντα
Τ΄ είχες Γιάννη; τ΄ είχα πάντα και τα πρόβατα σαράντα
(1958)
Παροιμία καταδεικνύουσα αδιαφορίαν διά την προκοπήν μας και την βελτίωσιν της θέσεώς μας
Σαράντα αυγκά στον τοίχον τζαι πάλ' αλί τ' αυγκά
(1920)
Ερμηνεία: Επί των αδυνάτων
Το λυσσάρικο σκυλί μόνον σαράντα μέρες ζη
(1889)
Ερμηνεία: Επί των μοχθηρών εν βίος σύντομος και άθλιος
Ένας τρελλός νοικοκύρς ξαίρ' πιρσσότερα απού σαράντα γνωστικούς
Η πείρα είναι προτιμώτερη της πολυμαθείας
Ο Άγιος περιμένει σαράντα χρόνια
(1964)
Το τάμα
Σαράντα δυο Σκαλωθιανοί, τσουρούν τ' αυγό με το σκοινί
(1926)
Σκαλωθιανοί=του χωριού Σκαλωτή των Σφακίων. Τσουρούν=σπρώχνουν ή τραβούν
Όσ' αξίζει μια γεροντόκοττα δεν αξίζουν σαράντα πουλακίδες
(1939)
Όσα ξέρουν οι γέροι δεν τα ξέρουν οι μικροί
Σαράντα μερών λοχού είδαν τα όρη και τρόμαξαν
(1958)
Από την εξάντλησιν που είχε
-Τ' έχεις Γιάννη; -Τ' είχα πάντα κι τ' αρνιά πάντα σαράντα
(1940)
Για κείνους που δε φροντίζουν ή κι αν φροντίζουν δεν μπορούν να προοδέψουν
Στά σαράντα του πισσίτη μπαίνει άλλος μέσ' σ' το σπίτι
(1924)
Επί χήρας ή χήρου
Στα είκοσι θα δουλέψης, στα τριάντα θα κάμης, στα σαράντα θα 'χης. Δε δούλεψες, δεν έκαμες, δεν έχεις
(1952)
Πύλαρος από τη συλλογή Μακρή. Στα είκοσι = χρόνια σου
Σ' τσου είκοσι τριαντάφυλλο και σ' τσου τριάντα ρόδο, και σ' τσού σαράντα χλιό νέρο, και σ' τσου πενήντα μπόρα
(1952)
Για την ηλικία της γυναίκας
Σαράντα χρονών γάιδαρος περπατησιά δεν άλλαξε
(1965)
Ο αγενής πάντα αγενής είναι
Σίντας άρχιζες να με ορμηνεύης σαράντα κόνεψαν
(1905)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Σαράντα χρόνι' Αντώνηε, Μαστραντώνης δε γένεται
(1952)
Όταν ένας χρόνια έμεινε χωρίς να δείξη την αξία του, δεν πρόκειται ν' αναδειχτή στο τέλος
Στσυφτους σαράντα, στεκάμενους μαγκόναν
(1940)
Το περβόλιν δύναται να αποφέρη πολλά, αρκεί να τυγχάνει της περιούσης καλλιέργειας
Σαράντα παλάκια έκαν' η γαϊδάρα και το σαμάρι από τη ράχη της δεν βγήκεν
(1889)
Ερμηνεία: Επί των διηνεκής δυστιχούντων
Σαράντα τ' άλογο κ' εξήντα το σαμάρι
(1882)
Ερμηνεία: Επί δυσαναλόγων
Θέλει δέκα γιά ν' αρχίση και σαράντα να σωπάση
(1956)
Για κείνους που δε μιλούν, μα μιά κι αν αρχίσουν, δεν παύουν
Το κάθε θάμα δέκα μέρες, το πολύ σαράντα μέρες
(1956)
Για παραστράτημα που το σχολιάζουν και το επέκριναν εν όσω ήταν πρόσφατο, αλλά με τον καιρό το λησμονούσαν
Το περβόλιν ταΐζει σουφτους σαράντα στεκάμενους μαγκόναν
(1965)
Ο καλά περιποιημένος κήπος μπορεί να συντηρήση αρκετους, ενώ ο παραμελημένος κήπος με τους “στεκάμενους” και όχι σσ'υφτους ιδιοκτήτες του ούτε έναν δεν συντηρεί
Αψετέ του 'να τσερί νακουρέψη πέντε δέκα τσαι τη μισοκουρεμένη
(1935)
Η παροιμία λέγεται με ειρωνείαν δι' εκείνους τους εκ συστήματος οκνηρούς και αδιαφόρους, οίτινες εις το τέλος μιας επιχειρήσεως δεικνύουν δήθεν υπερβολικόν ζήλον. Έχει δε την αρχήν της εις ανέκδοτον, καθ' ο βοσκός τις έχων ...
Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος πέντε βολές εσιόνισεν τζιαί πάλε το μετάνοιωσεν που δεν εξανασιόνισεν
(1958)
Οι χωρικοί για τον Μάρτην έχουν την ιδέα πως “ότι του κατεβαίνει κάμνει” μιαν σιονίζει, μιαν βρέσιει τζιαι κάποτε μπορεί να φκάλη την καλλίττερην λιακάδαν. Διηγήθηκε μια γριά από το χωριό Άγιος Γεώργιος στην επαρχία Κυρηνείας
Τση καλομάννας το παιδί, σ' τσου πέντε μήνες κάθεται, σ' τσου έξι καλοκάθεται, και στους εφτά και στους οχτώ το πύργο – πύργο πάει
(1952)
Αυτές είναι οι συνηθισμένες προθεσμίες για το περπάτημα ενός καλογεννημένου παιδιού//Πύργος = Τοίχος
Η πουτάνα σαν γεράση, πέντε τέχναις θε να πιάση. Πλήστρα, Μαυλίστρα, Αντρογυνο – ξεχωρίστρα (ή αντροϋνοχωρίστρα), Μαμή, γη χειροχτενίστρα
(1893)
Εν λεξιλ. σελ. 164, Μαυλίστρα – μαστρωπός, και τουρκικώς ρουφιάνα
Σ' τα δέκα πέντε μάλαμα 'ς τα είκοσι ασήμι 'ς τα εικοσ' επτά κ' εικοσ' οχτώ χάλκωμα και μπακίρι
(1918)
Σημείωση : Δηλούται η αξία της εις γάμου ερχομένης γυναικός αναλόγως ηλίκίας της παραβαλλομένης προς την αξίαν διαφόρων μετάλλων
Της καλομάννας το παιδί στους πέντε μήνας κάθεται, στους έξη καλοκάθεται και 'ς τους επτά κι οχτώ πιάνει τον τοίχο τοίχο
(1889)
Ερμηνεία: Επί των καλώς γιγνομένων καλώς τρεφομένων και καλώς διατηρουμένων νηπίων και εκ τουτων ευκόλως δυναμένων να ίσταται και ακολούθως να περιπατώσι
Οι δκυό τον έναν δέρνουν τον τζι οι τρείς καταλαλούν τον τζί οι τέσσερις σκοτώννουν τον τζί οι πέντε κουβαλούν τον
(1951)
Δια να δηλωθή η δύναμις των πολλών
Απού τον αγάπουν τογ καλόμ μου τζ' είχα τομ πολλά στην έννοιαν, πέντε γρόνους τον εφίλουν τζ' 'εν τον είδ' αν έσει γένεια
(1920)
Ερμηνεία: Επί των αδιαφορούντων δια τους στενούς συγγενείς και στενούς φίλους και επί των δεικνυόντων άγνοιαν δια τα αφορώντα τους συγγενείς και φίλους των
Πέντε μήνες ένα δράχτι παλ' ατή της το θαμάχτη πότε το 'νεκα η κολώνα, πότε το 'νεκα η πλατώνα!
(1908)
Πνιημάτιον σκωπτικόν της ευτελούς εργασίας της οκνηράς γυναικός
Τον δίναν πέντε για να σηκωθή και δεν ήθελε, τώρα τον δίνε δέκα να καθήση και δεν θέλει
(1956)
Ερμηνεία: Για κείνους που στην αρχή κάνουν πως δεν θέλουν κάτι, κ' ύστερα δεν μπορείς να τους σταματήσης
Οι δκυό τον έναδ δέρνουν τον, τζ' οι τρείς καταχαλούν τον, τζ' οι τέσσερις σκοτώνουν τον, τζ' οι πέντε κουβαλούν τον
(1940)
Οι περισσότεροι του ενός αποτελούσι δύναμιν ανωτέραν εκτίμηση της συλλογικής δυνάμεως