Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 213
Όσα με λε η μάννα μου κι όσα με μερμηνεύει στου γαϊδαρού μας τη ... σαράντα πέντε μύγες μέτρησα
(1894)
Ερμηνεία: Περί των πρεττόντων άλλα αντί των πρεσβυτέρων των συμβουλών
Σαν τέτοια τέτοια λάχανα σαν τέτοιες ρεπανίδες έχω κ' εγώ 'ς τον κήπο μου σαραντα πέντε ρίζες
(1880)
Ερμηνεία: Προς τοις σεμνυνομένοις εις τι
Πέντε πέντε τον επήε
(1876)
Υπερεφοβήθη
Τον πάει πέντε πέντε
(1876)
Ορρωδεί
Όλη μέρα πέντε πέντε και το βράδυ δέκα πέντε
(1889)
Έστ' οκνιρών
Του πάει πέντε πέντε
(1889)
Σε πηγαίνει πέντε πέντε
(1874)
Ερμηνεία: Επί φόβου
Σαράντα φας, σαράντα πιης, σαράντα μετανώσης
(1876)
Την εορτή των αγίων 40 μαρτύρων, 9 Μαρτίου
Σαράντα φάε σαράντα πιε σαράντα δος για την ψυχή σου
(1889)
Ερμηνεία: Η παροιμία λέγεται κατά την εορτή των αγίων 40, δι' τη συμβουλεύονται οι έχοντες να δίδωσι ελεημούντων ίσην προς το φαγητον και ποτον
Σαράντα φάει, σαράντα πιε, σαράντα δώσε για την ψυχή σου
(1877)
Ερμηνεία: Λέγεται εις τας 9 Μαρτίου, εορτήν των Τεσσαράκοντα μαρτύρων
Σαράντα φάγ σαράντα πιε σαράντα δωσ για την ψυχή
(1888)
Ερμηνεία: Την ημέραν των τεσσαράκοντα μαρτύρων δοξάζουσιν ότι πας οφείλει, ίνα αυτός τε φάγη και διανείμη τεσσαράκοντα τηγανίτας (λαλαγίτας)
Πέντε 'χα, κι' είναι τέσσερα
(1876)
Να πέντε, ναχης δέκα
(1876)
Σφάκελλα, και χειρονομεί
Ευλόγησον ο Θεός τα πέντε
(1876)
Γενικώς
Πέντε μήνες ένας κόμπος, κ' ένας μήνας πέντε κόμπους
(1896)
Ερμηνεία: Επί τη εκ καιρικών περιστάσεων, η προαγωγή η μη του σπάρτου
Πέντε μήνες ένα κόμπο, ένα μήνα πέντε κόμπ'
(1891)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Μου πάνει πέντε πέντε
(1893)
Έλεγε η Μαριά του Αφράτη όταν έχης πάντα κράτει, όντας έχης τες πέντε φέτες δο μου και τες πέντε φέτες
(1889)
Ερμηνεία: Επί των οφειλούντων να οικονομώσιν εν καιρώ επιτυχίας ίνα έχωσι εν καιρώ δυστυχίας
Πέντε άντρες τρεις λαγήνες, τρεις γυναίκες πέντε λαγήνες, πως το πίνουν οι μαύροι άντρες το κρασί;
(1889)
Ερμηνεία: Επί οινοφλύγων γυναικών
Σαράντα φάε σαράντα πιε σαράτνα κάνε για την ψυχή
(1879)
Ερμηνεία: Εις την εορτή των 40 μαρτύρων ποιηθήσα
Πέντε στ' άλειμμα κι' οχτώ στ' αξούγγι
(1876)
Ουσία ή έργον;
Πέντε βλάχοι τρείς κουβέντες
(1876)
Πέντε Βλάχοι, μιά κουβέντα
(1876)
Απόμεινε στση πέντε δρόμους
(1892)
Ερμηνεία: Εις δήλωσιν πτωχείας
Πέντε μέτρα μια κόβε
(1889)
Τρείς Ρωμιοί, πέντε κουμπάσα
(1876)
Πέντε μέτρα κ' ένα κόφτε
(1892)
Ερμηνεία: Λόγισε προ έργου
Πέντε Ρωμιοί, δέκα κουμάντα
(1876)
Δός του πέντε, να χη δέκα
(1875)
Πέντε στον παρά
(1892)
Ερμηνεία: Εις δήλωσιν ευτελείας ή αφθονίας
Ήκαμεν τα έξε, πέντε
(1876)
Ειρωνικά
Είναι στους πέντε δρόμους
(1889)
Ερμηνεία: Επί ανεστίων
Πέντε παν΄και δέκα ΄ρχουνται
(1876)
Δυό πέντε ήμψ
(1881)
Ερμηνεία: Επί βλακός
Πέντε βούδια, δυο ζευγάρια
(1876)
Πέντε βλάχ ένα παζάρι
(1892)
Μια φορά κλαμένος και πέντε νηστικός
(1889)
Ερμηνεία: Επί ενδεεστάτων
Τα μισά του πέντε, δέκα!
(1876)
Πέντε Βλάχοι ένα παζάρι
(1889)
Ερμηνεία: Επί φωνασκούντων και διηρημένων τας γνώμας.
Πέντε μήνες έξ αδράχτια
(1879)
Πέντε βώδια δυο ζευγάρια
(1895)
Έμεινε στους πέντε ανέμους
(1889)
Επί των λίαν δυστυχούντων
Δός του πέντε νάχη δέκα
(1876)
Όρσε
Τρείς Ρωμιοί, πέντε κουμάντα
(1876)
Τα 'φηκε στους πέντε δρόμους
(1876)
Επόμεινε στους πέντε δρόμους
(1876)
Πέντε μέτρα, κ' ένα κόβγε
(1896)
Ερμηνεία: Επί προβλέψει εν πάση εργασία
Η ζόνα ζόνα τέσσερις, η μπάκα μπάκα πέντε και η κεραμιδογιούρα μέρες σαρανταπέντε
(1891)
Η γουρούνα (ζόνα-ζόνα) κάνει τέσσαρας μήνας γκαστρωμένη, η προβατίνα (μπάκα-μπάκα) κάνει πέντε και η γάτα (κεραμιδογιούρα) σαρανταπέντε μέρες...
Πρβλ. αρνάδα Πολίτου Παροιμίαι 1...
Πρβλ. αρνάδα Πολίτου Παροιμίαι 1...
Η μπούζα μπούζα τέσσερις, η κατσικάδα πέντε και η καλή κοδέσποινα σαρανταπέντε μέρες
(1891)
Ερμηνεία: Η γουρούνα (μπούζα – μπούζα) κάνει τέσσαρας μήνας γκαστρωμένη, η κατσικάδα πέντε και η γάτα (καλή κοδέσποινα) σαρανταπέντε μέρες...
Κατεγράφη και ως αίνιγμα...
Κατεγράφη και ως αίνιγμα...
Στις δυό τρείς το πήδημα στες πέντε το λιθάρι
(1889)
Ερμηνεία: Διότι οι νικώντες δις ή τρες εις το πήδημα και πέντε εις το δίσκον θεωρούνται αληθείς νικώνται...
Κάλλιο πέντε μέρες πέτος, παρά δέκα πουλακίδα
(1880)
Καλήτερα πέντε ημέραις αρχηγός παρά δέκα υποτακτικός...
Στα σαράντα γράμματα στα πενήντα γνώση, άρα ζήση κι άρα σώση
(1889)
Ερμηνεία: Επί των παρακαιρας επιδιδόντων εις τι
Δώσ' του πέντε να χη δέκα
(1879)
Ερμηνεία: Εγκαταλειψέ τον. Επί των αξίως περιφρονήσεως
Όποιους δε θέλ' να πάν' στου μύλου πέντε μέρες κουσκινίζει
(1893)
Ερμηνεία: Επί των πρόφασιν ποιουμένων επ' αμελειά
Κάθε θάμα τρείς ημέρες παράθαμα δέκα πέντε
(1893)
Οτι γίνονται συνήθη εν τω χρόνω
Μέ τή μιά μου θυγατέρα πέντε γάμους ήκαμα
(1893)
Επί τών υποσχομένων εις πολλά εν καί το αυτό πράγμα
Της καλομάννας το παιδί 'ς τους πέντε μήνες περβατεί
(1879)
Ερμηνεία: Επί των περιθαλπουντων τα τέκνα μητερών
Δεσποτα, πέρδικα ςτα δάση. Ας φάη να χορτάση. Πέντε αετοί την κυνηγούν κι' ο κυνηγός τσ' αετους
(1889)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Κύριε ελέησον παπαδιά πέντε μήνες δυο παιδιά κι' άλλου ένα 'ς την κοιλιά
(1891)
Άσμα αγοιοπαίδων
Ηύρε τες πέντε παταριές
(1893)
Ερμηνεία: Επί παντελούς καταστροφής
Όπου ε θέλει να ζουμώση, πέντε μέρες κοσσινίζει
(1894)
Ε = δεν
Του είπε τα πέντε μιλιούνια
(1893)
Ερμηνεία: Τον εξευτέλισε, τον εξύβρισε
Ένα χρόνο άσπορος πέντε χρόνια δύστυχος
(1889)
Ερμηνεία: Επί των δι' αμέλειαν και οκνηρίαν γενομένων. Κυρίως λέγεται επί αγρών μενόντων χέρσων χρόνου τινά και ύστερον αφόρων γινομένων διά των μη καλλιέργειαν
Έτοιμον γορόσ' ο Μ(;)όζον πέντε ρούπια τ' αελάδ αν πουλή κι η νύφε τα κόπτσα 'ς ατς
(1895)
Επεβγαλμένος ο κοκκάς
Σύρε κ' έλα ς' την Ασκό πέντε γρόσια μετρικό
(1889)
Σημείωση: Τόσον κόπαζε και λάμβανε αμοιβήν τόσον μικρόν
Αυτού έχης πέντε, κράτει κι' αυτόν έχης δυό, ξαπόλει
(1876)
της Παπαγιαννούς, της προλαλάς μου = ως το του Ησιόδου: αρχομένου πίθου; οξύμωρον
Σύρε κ' έλα 'ς τον ασκό πέντε γρόσια μετρικό
(1894)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Πέντε μήνες εξ αρδάκτια
(1893)
Αδράκτι = η άτρακτος, αδράχτι
Δός αυτόν πέντε παράδες, άς πασλαεύ και δέκα νάμή στέκ
(1881)
Ερμηνεία: Επί φλυάρου
Του δίδουν πέντε ν' αρχίση και δέκα να σωπάση και δεν σωπαίνει
(1892)
Ερμηνεία: Εις εκδήλωσιν ατελευτήτου φλυαρίας
Κάλλιο πέντε κάρβουνα παρά χίλια πρόβατα
(1876)
Λένε οι κατσιβέλοι τον χειμώνα
Τους πέντε μήνες θλίβεται και τους εφτά λυπέται
(1889)
Ερμηνεία: Επί των διαρκής πασχόντων