• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 31-40 από 3412

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Αν βρέξη ο Μάρτις δκυό νερά και Απρίλλης άλλον έναν και ακύμ αδ δόξη και του Μά και μυλλοψιχαδίση αξίζει και ταμάξιν του και τον αμαξηλάτην 

Κληρίδης, Νέαρχος (1924)
Μυλλοψιχαδίση= Ρίψη ψεκάδας
Thumbnail

Τον φαντάζονται ένα κοντό ανθρωπάκι με κόκκινο φεσάκι, που όποιος μπορέσει και του πάρη το φεσάκι, χαρά στη μοίρα του, θα γίνη πλούσιος. Πάει και κάθεται πάνω στα στήθη τους και τους πιέζει και δεν μπορούνε να ξυπνήσουν. “Ο Βαρυνυπνάς, βρε παιδιά, κοίτουνταν απόψ' απάνω μου και πολέμου να ξυπνήσου και δεν εμπόρου.” 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928)
Thumbnail

Δίς και παίρτς και τ' ύστερ' νόν κρούς και παίρτς 

Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1929)
Δίνεις και παίρνεις και ύστερα χτυπάς και παίρνεις. Σαντ. Επί των πωλούντων επί πιστώσει...
Thumbnail

Τα κακά ποτάμια εγκρεμίζανε τα γηοφύρια, ένα απο δαύτα ήτανε και ο Λάδωνας, όπου ποτές δεν εστέρηονε γηοφύρι, αλλ' η κυρά που φαίνεται να 'ναι τούρκα, εφοβέριζε τους μαστόρους, και οι μάστοροι επιάσανε κ' εκαρφώσανε ένανε αράπη και μια γυναίκα και πο τότενες και στερνά εστέρηωσε το γηοφύρι, και ότανες κατεβάζη το ποτάμι κ' έχει φουρτούνα τη νύχτα ο αράπης και η γυναίκα σκούζουνε <βάστα γυναίκα, βάστα και συ αράπη> που πάει να ειπή εστοιχειώσανε. Και 'ς όποιο γηοφύρι κακό για να στερεώση εκαρφώνανε άνθρωπο, ως πολλά τραγούδια το βεβαιόνουν. (βλ. Τραγ. Μ. 7.) 

Λάσκαρης, Ν. (1924)
Thumbnail

Η γριά κυρούλα μας, (μάμμη), όταν μας εμάλωνε μικρά παιδιά που είμαστε, γιατί επερπατάγαμε τη νύχτα άφοβα, μας έλεγε ότι υπάρχουν στοιχειά και πρέπει να μαζωνόμαστε νωρίς στο σπίτι και για να μας βεβαιώση, μας εδιηγήθη ότι το μεγάλο παιδί της, το καλό, επότισε το χωράφι τη νύχτα και εκοιμήθηκε εκεί και τη νύχτα το βάρεσε το στοιχειό και ήρθε στο σπίτι με τρομερούς πόνους και σε τρείς ημέραις επέθανε, με ούλα τα ξόρκια που του κάμαμε. Άλλο. Εδώ εις τη μεγάλη Κουφάλα της Εκκλησίας, κοντά στο σπίτι μας, είναι ένας αράπης με μια μεγάλη τσιμούκα και κάθεται και φουμάρει και όποιον θέλει από τους διαβάταις τον τρώει. Άλλο : Στο λεύκο (βρύση) μια γρηά με μεγάλα δόντια ‘σά λανάργια (που ξένουν τα μαλλιά) και με μαλλιά ως τα πόδια της, ανεβαίνει στη βρύση και χτενίζεται από το βράδυ έως το πρωί και όποιον ιδεί τον τρώει. Όταν την ερωτήσαμε αν τρώνε, αλήθεια τα στοιχειά, ,μας είπε : < Άμ πως δεν τρώνε, μάλιστα εκείνο του Αι-Γιώργη, στην Καμάρα κ’εκείνο του Καμουτσαργιού (βρύση), ταχτικά ετρώγανε κ’επέρνανε τον Κουλουράκο, (χωρικόν αλαφροίσκιωτον που έβλεπε τα ξωτικά) αλά μπράτσο και επηγαίνανε συργιάνι και όποιον ηθέλανε τον εβαρύγανε, (τον έτρωγαν). Εμείς τα παιδιά απαντάγαμε πολλαίς φοραίς τον Κουλουράκο μοναχόν, χωρίς να βλέπουμε στοιχειά. Όταν κανένα από εμάς δεν εσκιαζότανε, επάταγε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του Κουλουράκου και ήβλεπε τα στοιχειά κι από την τρεμούλα του τον ξεπάταγε. Άλλο :Ο γέρω Λάντας επήγε μια ημέρα στο διάσελο (Διάσκελον) για ξύλα και εκεί που τα έκοβε άκουσε εβαρύγανε η Νεράιδες ταβούλια κ’εκεί που αγκρομαζότανε, ήρθε ένας ανεμοστρούφουλας και τον άρπαξε και τον έρριξε κάτου από το βράχο και για τούτο τον βλέπεται που είναι Στραβοσάγωνος. Μια άλλη φορά το στοιχειό της Παναγίας (εκκλησίας του Λειβαρζίου)το στοιχειό της Κερέσοβας (γειτονικού χωρίου) και της Αγίας Τριάδος (διαλελυμένης γειτονικής μονής) ετσακωθήκανε κ’εβάλανε στοίχημα να πάνε να φέρουν ξύλα πολλά και ν’ανάψουνε μια μεγάλη φωτιά για να γείνη ένας μεγάλος Φούντουκλας, και να τον πηδήσανε και όποιος δεν τον πηδήση να σταθή ναν τον φάνε τα άλλα και έτσι το χωργιό του ποτές να μη μεγαλώση.Τούτο το παραδεχτήκανε και τα τρία. Το Λειβαρζινό στοιχειό της Παναγίας ήτανε το μικρότερο και επειδή δε θα μπόρηγε να πηδήση τη φωτιά, είπε στα άλλα : ‘’Καθένας μας να πάη χωριστά για ξύλα ‘’. Και αφού το παραδεχτήκανε τα άλλα, εκείνο αντίς να πάη για ξύλα, επήγε πηλάλα και ηύρε τον Κουλουράκο, το φίλο του και του λέει :’’Στη στιγμή να πάς στο σπίτι σου και να γιομίσης το ντουφέκι σου καλά με το ζερβί σου χέρι και με το ζερβί σου πόδι να ξεκινήσης να πάς να σκαλώσης στο δέντρο της Παναγιάς (όπερ υφίσταται και σήμερον) κ’ εκεί να φυλάς γιατί εγώ έβαλα στοίχημα με το Κερεσοβίτικο και με της Αγίας Τριάδας τα στοιχειά να πηδήσουμε ένα μεγάλον φούντουκλα και όποιος δεν τον πηδήση να στέκη ναν τον φάνε τα’άλλα και το χωργιό του να μη μεγαλώση απ’ότι είναι τώρα. Είπε δε του Κουλουράκου : ‘’Eγώ θα είμαι λιάρο σκυλί, της Αγίας Τριάδας μπαρδαλό μικρό βόιδι και το Κερασοβενό μεγάλο βόιδι, μισό άσπρο και μισό πράσινο, και όταν ιδής ότι εγώ δεν θαν τον πηδήσω το φούντουκλα, θα σημαδέψης το Κερεσοβινό με το ζερβί σου μάτι και θα τραβήξης το σκαντάλι με το ζερβί σου χέρι και θαν του ρίξης και θα σου ειπή εκείνο βάρει τ’άλλη! Κ’ εσύ θαν του ειπής : ‘’Μια φορά μ’εγέννησ’η μάννα μου και μια φορά βαρώ’’. Έτρεξε ο Κουλουράκος ο καυμένος και όπως του είπε έκαμε και εσκάλωσε στο δέντρο. Το Λειβαρζινό στοιχειό επήγε, εμάζωνε τα ξύλα και επήγανε κοντά στο δέντρο όπου ήτανε ο Κουλουράκος. Επήγανε και τα άλλα δύο με τα ξύλα και τα’ανάψανε ούλα κ’έγεινε ένας μεγάλος φούντουκλας κ’εκεί που ήσαντε έτοιμοι να πηδήσουν, λέει το Κερασοβινό στοιχιό ‘’Ανθρωπινό αίμα μυρίζει’’. Πηδάει πρώτο της Αγίας Τριάδας κ’επέρασε το φούντουκλα. Έτσι και το Κερεσοβινό. Τότες ήρθε η αράδα και του Λειβαρζινού και καθώς επήδησε, έπεσε μέσα στη φωτιά. Αμέσως το Κερεσοβινό στοιχιό έτρεξε ναν το φάη αλλά το Λειβαρζινό λέει του Κουλουράκου ‘’βάρει! Κομμός στα χέργια σου’’, και αμέσως ο Κουλουράκος του ρίχνει και το στοιχειό εποδοκυλιώτανε χάμου σα γαιδούρι και φωνάζει του Κουλουράκου : ‘’Ρίξε κ’άλλη’’ (Γιατί τότες θα εγιατρεύστανε από τη λαβωματιά και θα έτρωγε τον Κουλουράκο), αλλά εκείνος του αποκρίθηκε : ‘’Μια φορά μ’εγγένησε η μάννα μου και μια φορά βαρώ’’ (κατά που ήτανε διαταγμένος) κ’έτσι εψόφησε το Κερεσοβινό κ’εγλύτωσε το χωργιό μας, το Λειβάρζι και στην Κερέσοβα από τότες δεν εχτίστηκε ούτε ένα καινούργιο σπίτι και από όσαις φαμελιαίς ήσαντε δεν αυγατήσανε, γιατί ένας γεννιέται κ’ένας πεθαίνει. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Και κόρκορος εν λαχάνοις και Σαούλ εν προφήταις – Και η κοσκινού τον άντρα της με τους πραγματευτάδες 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Συλλογή Πιλίς – Αβίζ
Thumbnail

Και κόρκορος εν λαχάνοις και Σαούλ εν προφήταις – Και η κοσκινού τον άντρα της με τους πραγματευτάδες 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Thumbnail

Το σκοινί το βάνεις μονό και δέ σώνει και το βάνεις διπλό και περισσεύγει 

Κορακίτης, Δ. (1920)
Δηλαδή θέλεις να κάμης κάτι τι και βαργειέσαι το κάνεις μισό, ημιτελές, κατόπιν όμως χαλά και αναγκάζεσαι να το ξανακάμης γερό...
Thumbnail

Αυτό το μικρό ξούντιο που τρυπών’ στους τοίχους, στις πέτρες, στα κούφια δέντρα, στις καλύβες και στα κελάρια μια φορά κι έναν καιρό, όπως μου ΄λεγε η κάκω μου η Στεφανίγαινα, ήταν τσιουπί και τι τσιουπί! Χρυσοτσιούπ’ και χρυσονοικοκυρά. Ήταν αρραβωνιασμένο και ‘τοίμαζε όλα τα προικιά τ’είχε λευκάν’ το παννί για να φειάκ’ τα ‘ποκάμ’σα, είχε ράψ’ τα φουστάνια του, είχε γυφάν’ τα ποδιές του, είχε πλέξ’ τς δώρες του που θάδνε στο σόι του γαμπρού κι όλο ‘τοίμαζε κι όλο γύφαινε το’ να και τα’άλλο για τη νυφιάτ’κη τα’ν αρμάτα του. Όντας ζύγων ημέρα για το γάμο, η γιαδερφή τα η μεγαλύτερη που ήταν ανύπαντρη απ’τη ζήλεια κι απ’την κακίγια της τα έκλεψε όλ’ τα’ν αρμάτα και την άφηκε χωρίς ράμμα στο βελόν που λέει ο λόγος. Τότε κι αυτή παρακάλεσε τήμ Παναίγια και τ’ν έκανε νυφίτσα και γυρεύ’ σ’όλες τα μεριές και στις κλείδωσες, στα σπίτια, στα κελλάρια, στις μπίμτσες, στις μεσάντρες και στα μαντζάτα για να βρή τα προικιά τα που τα’χε κλέψ’ η γιαδερφή τα κι άμα βρή σκουτιά νυφιάτ’κα από το γινάτ’της τα κόβ, τα ξεσκάει, τα κάν’κομμάτια γιατί τα λέει δ’κά τα και δε θέλ’να τα τα χαρή η γιαδερφή της που τ’ς τα ‘κλεψε. Τα τσιουπιά τα παντρειγιάς ξέρ’ν, που η νυφίτσα κυνηγάει και κατακομματιάζ’ τα αρμάτες τους γι αυτό δίπλα στα σκουτιά τους τα νυφιάτ’κα και βάνουν τρείς τέσσερις νύφες από λαντζιάδια, έτσ’ σαν κούκλες και μ’αυτί η νυφίτσα ξεχάζ’ και χαίρεται και δεν ξεσκάει τίποτες. Η νυφίτσα ‘φκαριστιέται πολύ να γλέπ’τα τσιουπιά να πλέκ’ν και να φειάν’ν τα ξόμπλια και τα νυχάκια, τα ραφές και τα καγκέλια, τα ψαροκόκκαλα και το στάγκο στα τσιεράπια πάν’πολλές βολές και στα νυχτέρια τους, κι όντας λευκαίν’ το παννί στο ποτάμ’ κι εκεί τους βγαίν’,ζυγων στα τσιουπιά τα γλέπ’ έτσ’ κατάματα εδώ και κείγια για, παίζ’ απ’τη χαρά τα’ς και κρύβετ’ανάμεσα σ’τα πέτρες και πάλε βγαίν’ και πάλε μετακρύβεται και λογιάζ’ πότε τα τσιουπιά, πότε τα λευκαμένα ‘πουκάμ’σα πούειναι απλωμένα στις γούστραβες πέτρες τς ποταμιάς σαν να λέη στις συντρόφ’σες της. ‘’Κι εγώ μια βολά έτσ’ ‘τοίμαζα τ’ν αρμάτα μου και τα προικιά μ’ μόν’ η σύλλα η γιαδέρφη μ’απ’το φτόνο της μισήλεψε τα’ν αρμάτα μου και δε μ’άφηε να τη χαρώ.. Τα τιουπιά τη γλέπ’ν και χαζεύουν, κι αυτά με ταύτ’ και γελούν και τς λέν : ‘’Παίξε, νύφ’ να σε ιδούμε… παίξε νύφ. Να σε ιδούμε…’’ μόν’ δεν τημ πειράζ’ν κι ούτε τημ περγελούν, γιατί σιάζουνται μη γινατώσ’ και τα’ς ξεσίσ’ τα σκουτιά, ίσια ίσια που τημ’ παινούν και τα λέν : ‘’Τι καλό πσιουπί πούειν η νυφίτσα… τι χρυσοχέρα..τα χέρια τα άνεμος, στο ράψ’μο και στο ξόμπλιασμα πρώτ’απ’όλες τα συντρίφισσες της.. άφσε πάλε στ’αργαλεικά και στα μέσα του σπιτιού..βερβερίτσα!! γλήγορη και παστρική!!.. καλότυχος και καλόημερος ποιος θα πήμ πάρ’.. άμ! Τόσες προξενειές τα’ήρθαν κι όλ’απ’ αρχοντοπουλα μόν’ αυτή δε δίν’το λόγο της, γιατί καιτεράει το γυτό του ρήγα που κοστίζει το φλωρί και και πέφτει το λαγάρι… 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Thumbnail

Ο Κήτο Τσιέλεγκας έζησε ενενήντα πέντε χρόνια και πέθανε εδώ και λίγα χρόνια στη Βούρμπιανη. Όλη του τη ζωή πιστικός και τζιόμπανος. Πρόβατα πολλά δεν είχε,μόν’έτσ’ κάποιος παλιός γκουτζιάμπασης τον είπε μια φορά τσιέλεγκα κι έτσι το πήρε κι αυτός και τα παιδιά τα’και τα’αγγόνια του για παραγκώμ’κι απόμεινε.Τα βουνά τάξερε με την πιθαμή,οι ρούγες,τα μονοπάτια,τα σύρματα,οι κλεφτόβρυσες όλες δικές του. Μαλιματιτζής και στο κλέψιμο και στο κρύψιμο. Στα νιάτα του είχε ρημάξ’κοπάδια,μόν’φυλακή ποτές δεμ μπήκε οι γκουτζιαμπάσηδες τον φύλαγαν. –Γιατί,πρέ Κήτο,του είπα μια φορά πρόπερον εκεί στου Ντούρβαρη το δέντρο που στάλιζε τα πρόβατα,γιατί το λύκο τον λέτε αφωρισμένο ; ποιος τον αφώρεσε ; -Τι τα θέλ’ς αυτά εσύ,δάσκαλε,αυτά είναι για τα’εμάς τους βλάχους. Άμ’σαν είδε κι επίμενα αρχίν’σε να μου λέη: -Όντας σκόλασ’ο Χριστός τον κόσμο είδε τα πρόβατα πόβοσκαν σε μια πλαγιά, σαν να πούμε κείγια πέρα στήγ Κοκκινόπετρα κι απ’τη χαρά τα’έφειακε μια ξύλινη φλοέρα και τη λαλούσε. Χαίρουνταν που τάγλεπε να βόσκ’ν έτσ’όμορφα όμορφα και π’άκουγε τα κουδούνια τους. Ο Διάολος,μακρυγιαπεδώ, άκουσε το λάλ’μα κίνσε και πάει εκεί κοντά, είδε τα πρόβατα και τα φτόνησε που ήταν έργο του Χριστού και θέλ’σε να τα καταστρέψ’. Τι κάν’κι αυτός ; Παν στο λόγγο, βρίσ’μια γριογιογκορτσιά, κόβ’ ένα κλωνάρ’, το πελεκάει και γτιάν’, το λύκο, μόν’ ο λύκος δεν μπορούσε να κάτ’σ’ ορθός, όλο έπεφτε. Τότες ο διάολος μεταμορφώνεται σ’άνθρωπο, πάν μπροστά στο Χριστό και του λέει. –Χριστέ μ’ και Κύριέ μου, έφειακα κι εγώ ‘να πράμα μου δε λιγάει και δε στέκ’ορθό. Πές μου τι να του κάνω για να σταθή στα ποδάρια του ; ‘’Τότες ο Χριστός του λέει : ‘’Σύρε και πές σ’αυτό το πράμα πόμφειακες να σκωθή ορθό και να κάν’ότι το διατάξ’ ο Χριστός (κι από μέσα του ο Χριστός καταργιάσκε κι αφώρεσ’ αυτό το πράμα του διαόλ’το λύκο). Ο Διάολος όλο και ποπτεύ’κε τα λόγια του Χριστού γιατ’ήξερε κι όλας ότι το πράμα πόφειακ’ήταν για κακό και σιάχκε μη φάη αυτόν τον ίδιο και για τούτο πάν’κι αυτός και σκάφτ΄’ μια γκούβα, χώνιται μέσα στη γκούβα κι αφήν’μαναχά το’να ποδάρ’απ’όξω και π’ύστερις λέει : ‘’Σήκ’, έργο μου, στάσ’στα ποδάρια σου και κάνε ότ’ διάταξε ο Χριστός’’ Μια! Και πετάζετ’ορθός ο λύκος, κοσεύ’κατά το διάολο και τα’αρπάγ’το ποδάρ’που δεν πρόφτακε να το μπάσ’μέσα στη γκούβα και του το τρώει, κι από τότες το διάολο τον λέω και λυκοφάγωμα και τον λύκο τον λέν αφωρεσμένο, γιατί τον αφώρεσε και τον καταργιάστ’κι ο Χριστός, γιατ’είναι έργο του Σατανά και του Σιαητάν’… Άμα κάν’και μπή μέσα στο κοπάδ’κάν’καταστροφή στα γηδοπρόβατα,δε χορταίν’μ’ένα μόν’ θέλ’να τα λαβώσ’όλα, είν’αχόρταγος και μονάντερος, ζούνιοι του Αντίχριστου…’’ –Αλλ’ καμιά βολά, κυρ δάσκαλε, θα σου πώ και για τ’όρνιο για τον αγριογιπέτ’να που φωνάζ’τη νύχτα στα λόγγα ‘’τον αδερφό’’ και για το μπούφο π’αναστενάζ’τη νύχτα και βογγάει ο τόπος και για το ζαρκάδ’που του κινούν τα δάκρυγια σαν τα’άνθρωπου.. Ξέρομε πολλά τέτοια εμείς οι Βλάχ’. [Εδημοσιεύθη : Χ.Ρεμπέλη, Κονιτσιώτικα,επιμέλεια Ν.Χ.Ρέμπελη, 1953, σελ.163-164.(εκδόσεις Ηπειρωτικής Εταιρείας Αθηνών)] 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • . . .
  • 342
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (2979)Παραδόσεις (433)ΣυλλογέαςΛουκόπουλος, Δημήτριος (488)Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (341)Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (275)Αποστολίδης, Μύρτιλος Κ. (268)Κριάρης, Αριστείδης Ι. (210)Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (152)Άγνωστος συλλογέας (139)Αναγνωστόπουλος, Γ. (108)Κακριδής, Ιωάννης Θ. (88)Σγουρίτσας, Αγησίλαος (84)... Προβολή ΠερισσότερωνΤόπος καταγραφήςΑιτωλία (391)Κρήτη (299)Φιλιππούπολη (268)Ήπειρος, Κόνιτσα, Βούρμπιανη (195)Κύπρος (175)Νάξος, Απείρανθος (157)Πόντος, Χαλδία (149)Άδηλου τόπου (117)Λακωνία (114)Αρκαδία, Κυνουρία, Βούρβουρα (86)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής1929 (872)1928 (325)1927 (146)1926 (334)1925 (180)1924 (334)1923 (257)1922 (377)1921 (183)1920 (404)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.