• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 433

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Μια φορά ένας Χιώτης καυχότανε πως γνώρισε φαρσί τα αρχαία ελληνικά. Μια μέρα, ο καντυλανάπτης μαζί με τον αριστερό ψάλτη της εκκλησίας, για να περάσει η ώρα ως ότου να χτυπήσει η καμπάνα του εσπερινού.. ξηγούσανε τροπάρια! Και στην αρχή μεν, οπωσδήποτε τα καταφέρναμε. Αντιστάσεως μη ούσης δηλ. βγάζανε κάποιο νόημα. Όταν όμως φτάσανε στις Καταβασίες των Χριστουγέννων που είνε εις στίχους Ιαμβικούς και διαβάσανε τον στίχον <Νύν ποτυιάται της παλιγγενεσίας>εκεί πλέον δεν μπορέσανε να προχωρήσουν. Τα μπερδέψανε, ζαλισθήκανε, σκοτισθήκανε και νόημα μηδέν. –Αμ, καυμένε, είπε τότε ο ψάλτης : Τι καθόμαστε και σκοτιζόματσε; Να πάμε στον δάσκαλο να μας τα εξηγήσει. Δάσκαλος δε, θα το εννοήσατε βέβαια, ήταν ο δεινός ελληνιστής, ο χιώτης που γνώριζε τα ελληνικά φαρσί. Φτάσανε στο γραφείο του. –Δάσκαλε, το και το. – Ευχαρίστως, παιδιά μου εις ποιον κείμενον έχετε απορίαν; Έχετε υπόψη σας κανένα αρχαίον συγγραφέα, ή –Δάσκαλε, τον διακόψανε, θέλουμε να μας εξηγήσεις τι θα πεί το : <Νύν ποτνιάται ης παλιγγενεσίας> -Αυτό μόνον; Λοιπόν παιδιά μου, το <νύν> είνε πάντα νύν! –Και το <ποτνιάται> τι θα πεί; -Και το <ποτνιάται> παιδιά μου είναι και αυτό κάτιν τις. –Καλά. Άμ το < της παλιγγενεσίας> πως το εξηγείς; <Μωρέ διαβόντρον κουλούκια, είπεν έξω φρενών ο δάσκαλος, εγώ θα σας τα εξηγήσω όλα. Και τους έδιωξε. Και έτσι έγινε η μετάφραση του <Νυν ποτνιάται της παλιγγενεσίας> από το αρχαίον κείμενο στη δημοτική μας γλώσσα. 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Thumbnail

σμιρδάκια (τα) Ταύτα πιστεύουσιν ότι είναι βρέφη αβάπτιστα αποθανόντα και εις πνεύματα πονηρά, άλλ' ουκ αεί βλαβερά, μεταβληθέντα. Πιστεύεται δε ότι βόσκουσι τα νύωτα το χόρτον φλουσκούνι. 

Παπαϊωάννου, Κωνσταντίνος Ι. (1922)
Thumbnail

Ο δε τα νύν περί του όρους τούτου (Δίβρης) μύθος έχει ως εξής : Όντας τα στοιχειά του τόπου επάλευαν αναμεταξύ τους, παρουσιαζόμενα σαν άλογα, ψαργιά (λευκά) και ντοργιά (κοκκινωπά), το στοιχειό του τόπου ενίκκσε με τούτο το στρατήγημα. Έσκαψε πρώτα με το πόδι του τη γή και έφτιασε λάκκο και μέσα έκρυψε έναν άνθρωπο και του έδωσε και μια σιδεροματσούκα και τον εδιάταξε να βαρή τα ξένα στοιχειά στο ζερβί ριζαύτι και έτσι τα ενίκισε και τα έδιωξε. Απάνου όμως στον πόλεμο κάποτε ο κρυμμένος άνθρωπος εβάρυγε κατά λάθος τους δικούς του και τότες εκείνοι εφωνάζανε το σύνθημα <Κομμοίς στα χέργια σου’’ ή κατ’άλλους ‘’Κόμπος στα χέργια σου’’ και ο άνθρωπος εκαταλάβαινε το λάθος του και εβάρυγε μόνον τους αντίθετους. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Της γριάς οι σωροί (τοπ.) και ενταύθα ως και εν πολλοίς άλλοις χωρίου της Γορτυνίας υπάρχει η Πανελλήνιος παράδοσις της γρηάς εκέινης, ήτις πλησιάζοντος του τέλους του μηνός Μαρτίου, εφέρθη υπεροπτικώς περιγελάσασα τούτον δια της παροιμιωδουςπλέον παραμεινάσης φράσεως : “Πρίτς, Μάρτη, τα ξεχείμασα τα προβατάκια μου”. Μετά την τρομεράν εκδίκησιν του Μαρτίου, κατά την παράδοσιν, οι διερχόμενοι εκ του μέρους εκείνου έρριπτον και από μιάν πέτραν, προς αιώνιον ανάθεμα της γραίας. Ούτω εσχηματίσθησαν εκ των ριπτομένων λίθων ενταύθα τρεις σωροί, προς ούς οι διερχόμενοι νυν διαβάται θεωρούσι καθήκον να ρίπτωσι και ούτοι από ένα λίθον. Αλλαχού συνήθως υπάρχη εις μόνον σωρ΄'ος, “της γριάς ο σωρός” καλούμενος, εν Βλόγκω δε “της γριάς ο τροχός”. 

Σακελλαριάδης, Χ. (1923)
Thumbnail

Εν Πελοποννήσω πιστεύεται ότι κάθε χωργιό ή κάθε περιοχή έχει και το στοιχειό της και το φυλάει από άλλα γειτονικά στοιχειά που προσπαθούνε ναν τους βλάψουνε. Εις τα πεδινά χωρία της Ηλείας τοιαύτη υπήρχε πρότερον η πεποίθησις ότι υπήρχον Στοιχειά, ώστε ήσαν και άνθρωποι, Ζονδιαραίοι (ζούδιο=Στοιχειό) οι οποίοι ηδύναντο με εξορκισμούς να καρφώνουν τα στοιχειά εις δένδρα ή εις τοίχους ερειπών ή εις βράχους κ.τ.λ. Οι τοιούτοι δια να εμπνεύσουν την περί Στοιχειών πεποίθησιν του λαού, την νύκτα μετεμορφούντο εις Ζούδια ή Στοιχειά. Σημειωτέον ότι εκεί, πριν ή εμφυτευθούν σταφιδάμπελοι κ.τ.λ διεχείμαζον εις τα λειβάδια πολλ΄;α ποίμνια, οι δε ζωοκλέπται εμηχανώντο πολλά δια να τρομοκρατούν τους ποιμένας και κλέπτωσιν ανέτως. Τα νύν δεν υπάρχουν Ζουδιαραίοτ, του λαού ξυπνήσαντος. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Εκ ταύτκο προήλθε και η σημασία της κολάσεως. Στα τάρταρα, στημ πίσσα, στήγ κόλαση να πάς, ηκούσαμεν να εκφέρη εν κατάρα γυνή τις εκ Μάνεις. Η σημασία αύτη, δηλ. της κολάσεως πιθανόν να προήλθεν εκ της εκκλησιαστικής παραδόσεως, ή, απήχησις εύρηται εν στίχω κασιγνώστου άσματος του Λαζάρου(πε μου Λάγαρε, τι είδες εις τα τάρταρα που πήγες). Αλλά πολύ μεγαλυτέραν επίδρασιν της εκκλησιαστικής παραδόσεως έσχεν ως προς τούτο παρά τω Ελληνικώ λαώ κι αθάνατος αρχαία Ελληνική τοιαύτην. Ούτω μόνον εν τη ανωτέρω κατάρα (στα Τάρταρα στημ πίσσα)συνταντίζεται η έννοια των ταρτάρων, προς την της Χριστιανικής κολάσεως, τη πλήρους ως γνωστόν εκλογών, πυρός και πίσσης. Αλλ’όπως παρά τοις αρχαίοις τα τάρταρα ήσαν χάσμα σκοτεινόν και κατάψυχρον υπό την γήν (Κρνόεις Τάρταρος παρ’ Ησιόδω)και εις τοσαύτην απόστασιν υπο τον Άδην κέιμενα, όσον απίχει ο Οδρανός από της γής (Ομ.θ.ητε) ούτω και παρά τω ελληνικώ λαώ νυν τα τάρταρα νιμίζονται ότι είναι κάτω της γής, πλησίον του Αδού, αλ’ ετέρον δε κατάψυχρα κα9ο ζοφερά, ως μαρτυρεί και το επίθετον αυτών κρνοπαγωμένα. Ούτω στα τάρταρα του Άδου υον επήγε (Παίβλια Γορτυνία), λεγόμενον διαν της επτώσευσεν ή έκαθεν άλλην σοβαράν ζημίαν δηλ. κατεβαραθρωθή ως προς το Ζείποτε εξ άλλου ζοφερόν και ανήλιον, εκομένως κατάψυχρον ταρτάρον είναι το πασίγνωστον τουρτουρίζω (ταρταρίχω), πλασθέν και ονοματοποίησιν, όπερ πιθανώσι και το αρχαίο τάρταρος. Ως προς την σημασίαν τη λέξεως τάρταρης παρατηρούμεν τα εξαί: Πρώτον και κύριον είναι συνένυμο τη Χάρος, ως τούτο δείκνυται εκ του εξής μοιρολογίου. (Παιδιά καλώς εσμίζαμε) 

Σακελλαριάδης, Χ. (1923)
Thumbnail

Μια φορά κ’ έναν καιρό ζούσε ένας τσοπάνης που είχε την στάνη του έξω απ’ το χωριό. Δίπλα στη στάνη, είχε κ’ ένα σπιτάκι όπου καθότανε ο ίδιος. Ένα βράδυ, εκεί που ήταν έτοιμος να πλαγιάση, ακούει να του βροντάνε δυνατά την πόρτα. – Ποιος είνε; Φωνάζει. – Άνοιξε! Ανοίγει ο τσοπάνης και βλέπει μια μαυροφόρα γυναίκα. – Ποια είσαι; της λέει. Τι θέλεις; - Εγώ είμαι η Βλογιά, του απαντάει εκείνη και ήρθα να μου δώσης το καλύτερό σου αρνί γιατί αλλοιώς θα σε πιάσω και θα πεθάνης. Δόσε μου το λοιπόν για να σ’ αφήσω. Σκέφθηκε λίγην ώρα ο τσοπάνης κι ύστερα της λέει: - Εγώ, κυρά μου, καθώς θυμάμαι και ο ίδιος και καθώς μου το έχει πη και η μάννα μου, την βλογιά την έχω βγάλει κι έτσι δεν φοβάμαι πειά να την ξαναβγάλω, κι αν την βγάλω θα την βγάλω ελαφρυά. Λοιπόν φεύγα και πήγαινε στο καλό, γιατί δεν σ’ έχω ανάγκη. Σηκώνεται λοιπόν η βλογιά και φεύγει από κει που ήρθε. Πάει να πλαγιάση πάλι ο τσοπάνης, αλλά δεν είχε ακόμη κλείσει τα μάτια του κι ακούει να του χτυπούνε πάλι την πόρτα. – Άει στο καλό, λέει. Ποιος είνε πάλι τούτος; Ανοίγει την πόρτα και βλέπει πάλι μια μαυροφόρα γυναίκα. – Ποια είσαι, κυρά μου; τη ρωτάει. Τι θέλεις από μένα τέτοια ώρα; - Εγώ, του λέει εκείνη, είμαι η διφθερίτις και ήρθα να μου δώσης το καλύτερό σου αρνί γιατί αλλοιώς θα σε πιάσω και θα πεθάνης. Αναθυμάται εκείνος λίγην ώρα και της απαντάει ύστερα: - Κυρά μου, εγώ, καθώς μου έχει πη η μάννα μου και καθώς θυμάμαι και ο ίδιος, την διφθερίτη την έχω βγάλει σαν ήμουνα μικρό παιδί και τώρα είν’ αδύνατο πειά να την ξαναβγάλω. Λοιπόν σύρε στην ευχή γιατί δεν σ’ έχω ανάγκη. Παίρνει το φύσημά της και η διφθερίτις και φεύγει. Πέφτει ο τσοπάνης για να κοιμηθή λιγάκι. Ότι εκόντευε να τον πάρη ο ύπνος κι ακούει πάλι να του βροντούν την πόρτα. – Μωρ’ τι ευχή Θεού είνε τούτο απόψε, λέει. Δε θα μ’ αφήσουν απόψε να ησυχάσω μια στιγμή! Ανοίγει την πόρτα, βλέπει πάλι μια μαυροφόρα. – Ποια είσαι εσύ κυρά μου, την ρωτάει. Τι θέλεις από μένα; - Εγώ, του λέει εκείνη, είμαι η Πανούκλα και ήρθα να σε πάρω. Αν όμως μου δώσης το καλύτερό σου αρνί, τότε δεν θα σε πειράξω. Ξύνει ο τσοπάνης το κεφάλι του, συλλογιέται κάμποση ώρα. Δεν την είχε βγάλει την πανούκλα! – Έλα της λέει, να στο δώσω το αρνί. Της πάει στην στάνη, της διαλέγει το καλύτερό του αρνί. – Πάρτο, της λέει εκείνη, θα μου το φέρης εσύ στο σπίτι μου. – Και που είνε το σπίτι σου! – Έλα μαζύ μου και θα στο δείξω. Τι να κάνη ο κακομοίρης ο τσοπάνης. Φορτώνεται το αρνί στην πλάτη του και μπρος εκείνη, πίσω αυτός τραβούν κατά το σπίτι της. Περπατάνε, περπατάνε, περνούν ερημιές, περνούνε βουνά, μα πουθενά να φανή σπίτι. Ο κακομοίρης ο τσοπάνης φοβότανε, αλλά δεν κοτούσε και να την ρωτήση. Καμμιά φορά βλέπει από μακρυά ένα θεόρατο παλάτι που φωτολόγαε. – Να το σπίτι μου, εδώ είνε, λέει η πανούκλα. Μπαίνουνε μέσα, τι να ιδή ο τσοπάνης. Ολόκληρο το σπίτι ήταν μέσα γεμάτο καντήλια που κρέμονταν απ’ το ταβάνι και φέγγανε. Άλλο ήταν γεμάτο λάδι, άλλο ήταν ως την μέση, άλλο τσιτσίριζε, άλλο ήταν έτοιμο να σβύση. Ξαφνιασμένος ο τσοπάνης ρωτάει: - Δε μου λες, κυρά μου, τι είνε τούτα τα καντήλια; - Αυτά, του λέει εκείνη, είνε η ζωή του κάθε ανθρώπου. Όσο καίει το καντήλι του, τόσο θα ζήση κανείς, μόλις σβύση, θα πεθάνη. – Είνε και το δικό μου εδώ μέσα; Ρωτάει ο τσοπάνης; - Πως δεν είνε. Να το. Κοττάει ο τσοπάνης και βλέπει ένα καντήλι ξέχειλο στο λάδι που έλαμπε τόσο ώστε χαιρόσουν να το βλέπης. Δίπλα του ήταν κι ένα άλλο που είχε απομείνει μονάχα το νερό του και τσιτσίριζε κι ήταν έτοιμο να σβύση. – Ποιανού είνε τούτο; Ρωτάει. – Τούτο είνε του αδερφού σου, του λέει η πανούκλα. – Αχ καϋμένη, της λέει εκείνος, δεν του βάζουμε λιγάκι από το δικό μου που έχει τόσο πολύ για να μην πεθάνη έτσι γρήγορα ο κακομοίρης. – Αυτό το πράγμα δε γίνεται λέει η πανούκλα. Όσο λάδι μπη εξ αρχής αυτό είνε όλο. Ύστερα ούτε μπαίνει άλλο, ούτε βγαίνει. – Αλήθεια, ρωτάει ο τσοπάνης, ούτε μπαίνει ούτε βγαίνει; - Αλήθεια. – Τότε λοιπόν αντίο σας. Και κόβει πάλι το αρνί στον ώμο του ο καλός ο τσοπάνης. Εσύ η ίδια μου είπες τώρα πως δεν μπορείς να βγάλης το λάδι από το καντήλι μου. Λοιπόν δεν σ’ έχω ανάγκη. Γιατί να χαραμίσω το αρνί μου. Παίρνει λοιπόν δρόμο ο τσοπάνης και κινάει κατά το χωριό του. Τις αυγές, σαν κοντοζύγωνε να φθάση ακούει την καμπάνα και βαρούσε νεκρικά. – Ποιος πέθανε; Ρωτάει. – Ο αδερφός σου, του λένε. Τότε κατάλαβε πως όλα όσα του είχε πη η πανούκλα ήταν αλήθεια. Πήγε στον τάφο του αδερφού του, γονάτισε κ’ έκλαψε, κ΄έπειτα ξένοιαστος πειά γλέντησε την ζωούλα του και έζησε εκατό χρόνια και περισσότερα έχοντας και τ’ αρνί του. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1928)
Thumbnail

Ένα από τα ωραιότερα μνημεία της χριστιανικής μας τέχνης αληθινό καύχημα της Ελληνικής Ορθοδοξίας, είνε και η Εκατονταπυλιανή της Πάρου. Γύρω από την αρχαιοτάτη αυτή εκκλησία πλέκονται διάφορες ιστορίες και θρύλοι. Σημαντικώτερος είνε ο ακόλουθος : Στον καιρό του βασιλέως Λέοντος, πειραταί Άραβες, με ορμητήριο την Κρήτη, έκαναν καταστρεπτικές επιδρομές στα Ελληνικά παράλια και προ πάντων στα νησιά του Αιγίου. Ο βασιλεύς έστειλε το στρατηγό Ημέριο για να καταδιώξη τους επιδρομείς και ν' απαλλάξη τους υπήκοους του από την τυρρανία τους. Αλλ' άνεμος σφοδρός ανάγκασε τον Ημέριο να ρίξη Άγκυρα στην Πάρο, όπου έμεινε αρκετές ημέρες. Το στρατηγο αυτόν ακολουθούσε στην εκστρατεία κι ένας λόγιος της εποχής, ο “Συμεών ο σοφός”, ο οποίος εβγήκε στο νησί, το εμελέτησε κι έγραψε περίεργες πληροφορίες για το εκκλησιαστικό του μνημειο και για ότι άλλο αξιοπερίεργο είχε. Την εποχή εκείνη, ο ναός της Εκατονταπυλιανής ήταν ακόμη σε όλη την ωμορφιά της μαρμαρένιας λευκότητος του. Το μακρό περιστύλιο του, τα λεπτοσκαλισμένα κοσμήματα του, ο λπούτος των αφιέρωμάτων και των πολυελαίων, επέσυραν το θαυμασμό των προσκυνητών που εμαζεύοντο από παντού... Σήμερα, δυστυχώς, όλο εκείνο το μεγαλείο, είναι σκεπασμένο με τον ασδέστη και τις διάφορες επιδιορθώσεις. Εν τούτοις, ακόμη και σήμερα, ο προσκυνητής νοιώθει βαθειά συγκίνηση μπρός στο αριστούργημα αυτό της αρχιτεκτονικής, Όταν μπή κανείς στο Ιερό του ναού, βλέπει, ως είδος αμφιθεάτρου, ένα μεγαλοπρεπές Δωδεκάθρονο, όπου εκάθονταν οι αρχιερείς και ιερείς στις μεγάλες λειτουργείες. Στη μέση του Ιερού, επάνω από την Αγία Τράπεζα, υπάρχει επίσης ένα θαυμάσιο μεγάλο κιβούρι, μονόλιθο, στηριζόμενο σε τέσσερις στήλες από γρανίτη. Είνε φανερό οτι είνε παρμένο από αρχαίο Ελληνικό ναό, ίσως της Δήλου. Το κιβούρι αυτό ο αρχηγός των Αράβων Νίσσυρις θέλησε να το αρπάξη, για να το αφιερώση στο τέμενος της Άγαρ, της προμάμης του Αραβικού λαού. Αλλ' ενώ η πύλη του ναού ήταν αρκετά ευρύχωρη για να το βγάλουν έξω, όταν έφταναν εκεί το κιβούρι μεγάλωνε – μεγάλωνε και δεν χωρούσε να περάση. Τέλος οι πειραταί κουράστηκαν, το άφησαν χαμου κι έφυγαν. Δεξιά, σ' ένα ξεχωριστό διαμέρισμα του ναού, ΄σωζεται ακόμη η Κολυμβήθρα , που έχει σχήμα σταυρού. Σ' αυτή κατεβαίνει κάνεις με τρία σκαλοπάτι. Στη μέση της Κολυμβήθρας υψώνεται η λεγόμενη “Ιερά νήσις” όπου στεκότανε ο ιερέας κι' εβάφτιζε. Στη Κολυμβήθρα αυτή έλαβαν το βάφτισμα οι τελευταίοι Ελληνες ειδολολάτραι. Αριστερά στην άλλη πτέρυγα υπάρχει μια επιτάφια πλάκα. Και ο προσκυνητής σταματά φιλοπερίεργος να μάθη ποιόν κρύβει ο τάφος αυτός. Κάποιος καλόγηρος της Μονής διηγείται τότε στον επισκέπτη ότι μια γυναίκα είνε κεί μέσα θαμμένη. Θεόκτιστη τ' όνομα της και δραματική η ιστορία της. Στα παληά χρόνια, ξένοι κυνηγοί βγήκαν στην Πάρο, για να κυνηγήσουν ελάφια και άλλα άγρια ζώα. Ένας από τους κυνηγούς αυτούς ξέκοψε από τους άλλους, για να πάη στην Εκατονταπηλιανή να προσκυνήση. Φτάνει στην εκκλησία, κατά το μούχρωμα, μπάινει μέσα και βλέπει στα δεξιά της Αγίας Τραπέζης κάτι αεροσάλευτο, σαν άσπρο πανί ή σαν δίχτυ αράχνης που το κούνησε ο άνεμος. Ο κυνηγός κάνει να πάη κοντά, όταν άξαφνα ακούει μια φωνή που έβγαινε από το άσπρο μαγνάδι κι' έλεγε τρομαγμένη : - Μην πλησιάσης! ... Είμαι γυναίκα γυμνή: Ρίξε μου ρούχα να σκεπασθώ, και θα σου πώ ποιά είμαι!... Ο κυνηγός της έρριξε το μαντύα του, που η γυναίκα τον εφόρεσε, και αφού έκανε το σημείο του σταυρού, άρχισε τη διήγησι της : Ήτανε καλόγρηα απο την Μεθύμνη της Λέσβου. Από μικρή, ταγμένη στα θεία, μπήκε σε μοναστήρι γυναικών. Σε ηλικία 18 ετών θέλησε να επισκεφθή μια μια αδελφή της παντρεμένη στη Μεθύμνη και ξεκίνησε για κεί. Στο δρόμο, ένα μπουλούκι πειρατών του Νισσύρι την εσκλάβωσε, την έφερε στο καράβι και μαζύ με άλλες την έφερε στην Πάρο, όπου εσκόπευαν να μείνουν λίγο καιρό οι πειραταί έως ότου κάνουν πανιά για το Αλγέρι. Μια νύχτα όμως, η Λεσβία καλόγρηα κατώρθωσε να ξεφύγη από τα χέρια των πειρατών και τρέχοντας να χωθή στο δάσος. Κ' εξακολουθούσε να τρέχει ολοένα, αψηφώντας τα λιθάρια και τ' αγκάθια, ξεσκίζοντας τα πόδια της, περίτρομη, λαχανιασμένη. Τέλος δεν μπορούσε να περπατήση απ' την κούρασι κ' έπεσε χάμου, σαν νεκρή!... Την άλλη μέρα, το πρωΐ, η ακτίνες του Ηλίου την έξύπνησαν. Η καλόγρηα ανασηκώθηκε, έρριξε μια ματιά γύρω της και πέρα κατά τη θάλασσα και με χαρά είδε τα καράβια των πειρατών ν' αρμενίζουν μακρυά, περ' από την Πάρο... Από τότε – είπε στον κυνηγό – είχαν περάσει 30 χρόνια. Και κατοικούσε πειά μέσα στο ναό και τρεφότανε με άγρια χόρτα και νερό πηγής, “βοηθουμένη από τη χάρι της Υπεραγίας Θεοτόκου”. Και όταν τα ρούχα της εξεσχίζοντο, την εσκέπαζε η δύναμις του Θεού που κυβέρνα και σκεπάζει τα πάντα!... Αφού είπε αυτά η καλογρήα, έπεσε στα γόνατα κ' ευχαρίστησε τον Κύριο. Έπειτα, παρακάλεσε τον κυνηγό όταν θα ξαναγυρίση να της φέρη μέσα σε καθαρό κουτί Άγιο Αντίδωρο, και να μην πή τίποτς σε κανένα γι' αυτήν. Ο Κυνηγός της το υποσχέθηκε, κ' έφυγε. Σύμφωνα με την επιθυμία της Αγίας , επείτα από λίγον καιρό, ο κυνηγός εξαναγύρισε στην Πάρο και διευθύνθηκε στον έρημο ναό της Εκατονταπυλιανής. Στην αρχή δεν τη βρήκε εκεί την καλόγρηα, γιατί, φαίνεται κρυβότανε από τα μάτια του κόσμου. Αφού όμως οι κυνηγοί απομακρύνθηκαν, η Θεόκτιστη παρουσιάστηκε ντυμένη με το μαντύα του κυνηγού. Αυτός, άμα είδε την ερημήτισσα θέλησε να πέση στα γόνατα της και να την προσκυνήση, μα εκείνη του εφώναξε δυνατά : - Μην κάνης σε μένα μετάνοια! Σκέψου οτι βαστάζεις τα Θεία Μυστήρια!... Ο κυνηγός συγκινημένος επλησίασε, και η Θεοκτίστη κλαίγοντας από χαρά, επήρε από τα χέρια του κυνηγού το Τίμιο Σώμα που της το είχε φέρει μέσα σε ξύλινο κουτί, ευωδιασμένο, από πυξό. Η Θεόκτιστη άνοιξε το κουτί, εκοινώνησε και είπε : - Νύν απολύσις την δούλην σου, Δέσποτα, οτι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριον σου! ... Τώρα που έλαβα την άφεσι των αμαρτιών μου θα πάω όπου προστάζει το κράτος σου!...Έπειτα από τ αλόγια αυτά, εσήκωσε τα λιπόσαρκα χέρια της ώρα πολλή, προσευχήθηκε σιωπηλά, και αφού αποχαραίτησε τον κυνηγό χάθηκε. Όταν ύστερ' από λίγες ημέρες ο κυνηγός γυρίζοντας από την εκδρομή του στα βόρεια του νησιού, θέλησε να ιδή και να λάβη την ευλογία της Θεόκτιστης για βοήθεια στο ταξείδι του, τη βρήκε νεκρή μέσα στο Ιερό της Εκατονταπυλιανής, τυλιγμένη με το μαντύα του, με τα χέρια σταυρωμένα και τη γαλήνη στο θείο της πρόσωπό. 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Thumbnail

1749, Ιουλίου 8 της Αγίας Κυριακής, ήρθαν να μας πάρουν σκλάβους και εφύλαξαν όλην την ημέραν και την παραμονή του Αγίου Ηλίου μας πήραν τα πιδιά σκλάβους. Κυριακή ημέρα τα πήρανε, την τσούπα του Ψαρού και το αδέλφ’ της και τον Καραβιά και την τετράδη ο Θεός τα ξεσκλάβωσε. Και ο Μπραχός τα επήρε, και το πιάσανε στις Γούρνες και τα πήραν και τα πήγαν εις την Προστοβά (χωριό 2 ώρας μακραί του Κεφαλοβρύσου) από πάνω και τη νύκτα περπατούσανε και την ημέρα τας βάνανε στον ήλιο. Και τρείς ημέρας έκαναν χωρίς ψωμί. Και οι Αρβανίτες και τα πιδιά όσο όπου μπαηλίσανε από την πείνα και τότες εκινήσανε και επήγανε δια ψωμί και αφήκανε τον ένανε και τα εφύλαγε. Και ο μέγας Πρόδρομος εθαυματούργησε και τον αποκοίμησε τον Αρβανίτη. Και την τσούπα την είχαν δεμένη και τα πιδιά τα είχανε μέσα σ’ ένα μαντρί. Θαύματούργησε κι φύγανε , ήρθανε κι οι άλλη συντροφιά από το ψωμί και δεν τον ηύρανε. Και πηγαίνουν και τον βρίσκουνε μέσ’ την Προστόβα, όπου έψαχνε τα σπίτια και χλίβεται και ρίξανε και τον λαβώνουν 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)
Thumbnail

Όταν ο Θεός αποφάσισε να φτιάση τοις ανθρώποις, έφτιασε πρώτα μίσα και έβαλε σε κάθε μισό από μισό μυαλό, από ένα μάτι, ένα αυτί, μισή μύτη, μισό στόμα, μισό λαιμό, ένα χέρι, ένα βυζί, μισή κοιλιά και ένα πόδι. Ύστερα επήρε μια λουρίδα από δέρμα για κλωνά, την επέρασε σε μια βελόνα κατάλληλη και αρχίνησε να ράβη και να συντακργιάζη τα δυο μισά και έφτιασε έναν ακέργιον άνθρωπο, αρχίζοντας από τη νουρίτσα και όπου επέρσενε η κλωνά, αφού επέρασε κάτου από την κοιλιά, την άφηνε και έτσι εγεινήκανε οι άντρες και όταν δεν έφτανε, το άφηνε άρραφτο στην κάτου μεργιά και έτσι εγεινήκανε η γυναίκες. Ο διάβολος, για να μολύνη του θεού το έργον, έφτιασε έναν καθρέφτη και επήγε πρώτα στον πρώτον άντρα, τον Αδάμ να ειπούμε και του είπε: <Τήραξε μέσα στον καθρέφτη για να ιδής τι ώμορφος που είσαι και σύ είσαι ο μεγαλέιτερος εδώ στον κόσμο κ’έτσι τον έκαμε περήφανο και να νομίζη ότι γι αυτόν έγειναν όλα τα πράγματα επί της γής, τα ζώα, τα φυτά, οι καρποί κτλ. Ύστερα επήγε και στη γυναίκα, την Εύα να ειπούμε και της έδειξε τα μούτρα της στον καθρέφτη και της εσήκωσε τα μυαλά και της είπε πως αυτή είναι η θεούσα της γής και ότι αυτή εξουσιάζει τα πάντα και τον άντρα ακόμη και θαν τον σούρνη από τη μύτη! Τότες ο Θεός βλέποντας τον άνθρωπο ναν το πάρη απάνου του και ναν του λέη <Τ’ είσαι- τα’είμαι;>έφτιασε τα άγρια θηρία, τα φείδια, τους σκορπιούς, τους κορέους, τα κουνούπια κτλ. Και του έκοψε το βήχα του αντρός και τον έβαλε να παλεύη με όλα αυτά και να ιδή τη μηδαμινότητά του! Της δε γυναίκας της είπε να κάνη εννκά μήνους να γεννήση το παιδί και δυο χρόνια ναν το αναστήση ενώ τα άλλα ζώα και γληγορώτερα γεννάνε και τα παιδιά τους στέκονται αμέσως στα πόδια τους και περπατάνε και σε λίγο τρώνε μοναχά τους. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 44
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (433)
ΣυλλογέαςΛουκόπουλος, Δημήτριος (107)Άγνωστος συλλογέας (46)Κορύλλος, Χρήστος Π. (28)Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (12)Λάσκαρης, Ν. (12)Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (11)Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (10)Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος (10)Βογιατζίδης, Ι. Κ. (9)Ιωαννίδου, Μ. (9)... Προβολή ΠερισσότερωνΤόπος καταγραφήςΑιτωλία (94)Άδηλου τόπου (38)Αχαΐα, Πάτρα (24)Κύπρος (20)Κρήτη (17)Αιτωλία, Άγραφα (16)Χίος (15)Ήπειρος (12)Νάξος, Απείρανθος (11)Αρκαδία, Κυνουρία, Βούρβουρα (9)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής1929 (37)1928 (103)1927 (54)1926 (61)1925 (40)1924 (26)1923 (29)1922 (26)1921 (21)1920 (36)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.