• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 117

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Μια φορά κ’ έναν καιρό ζούσε ένας τσοπάνης που είχε την στάνη του έξω απ’ το χωριό. Δίπλα στη στάνη, είχε κ’ ένα σπιτάκι όπου καθότανε ο ίδιος. Ένα βράδυ, εκεί που ήταν έτοιμος να πλαγιάση, ακούει να του βροντάνε δυνατά την πόρτα. – Ποιος είνε; Φωνάζει. – Άνοιξε! Ανοίγει ο τσοπάνης και βλέπει μια μαυροφόρα γυναίκα. – Ποια είσαι; της λέει. Τι θέλεις; - Εγώ είμαι η Βλογιά, του απαντάει εκείνη και ήρθα να μου δώσης το καλύτερό σου αρνί γιατί αλλοιώς θα σε πιάσω και θα πεθάνης. Δόσε μου το λοιπόν για να σ’ αφήσω. Σκέφθηκε λίγην ώρα ο τσοπάνης κι ύστερα της λέει: - Εγώ, κυρά μου, καθώς θυμάμαι και ο ίδιος και καθώς μου το έχει πη και η μάννα μου, την βλογιά την έχω βγάλει κι έτσι δεν φοβάμαι πειά να την ξαναβγάλω, κι αν την βγάλω θα την βγάλω ελαφρυά. Λοιπόν φεύγα και πήγαινε στο καλό, γιατί δεν σ’ έχω ανάγκη. Σηκώνεται λοιπόν η βλογιά και φεύγει από κει που ήρθε. Πάει να πλαγιάση πάλι ο τσοπάνης, αλλά δεν είχε ακόμη κλείσει τα μάτια του κι ακούει να του χτυπούνε πάλι την πόρτα. – Άει στο καλό, λέει. Ποιος είνε πάλι τούτος; Ανοίγει την πόρτα και βλέπει πάλι μια μαυροφόρα γυναίκα. – Ποια είσαι, κυρά μου; τη ρωτάει. Τι θέλεις από μένα τέτοια ώρα; - Εγώ, του λέει εκείνη, είμαι η διφθερίτις και ήρθα να μου δώσης το καλύτερό σου αρνί γιατί αλλοιώς θα σε πιάσω και θα πεθάνης. Αναθυμάται εκείνος λίγην ώρα και της απαντάει ύστερα: - Κυρά μου, εγώ, καθώς μου έχει πη η μάννα μου και καθώς θυμάμαι και ο ίδιος, την διφθερίτη την έχω βγάλει σαν ήμουνα μικρό παιδί και τώρα είν’ αδύνατο πειά να την ξαναβγάλω. Λοιπόν σύρε στην ευχή γιατί δεν σ’ έχω ανάγκη. Παίρνει το φύσημά της και η διφθερίτις και φεύγει. Πέφτει ο τσοπάνης για να κοιμηθή λιγάκι. Ότι εκόντευε να τον πάρη ο ύπνος κι ακούει πάλι να του βροντούν την πόρτα. – Μωρ’ τι ευχή Θεού είνε τούτο απόψε, λέει. Δε θα μ’ αφήσουν απόψε να ησυχάσω μια στιγμή! Ανοίγει την πόρτα, βλέπει πάλι μια μαυροφόρα. – Ποια είσαι εσύ κυρά μου, την ρωτάει. Τι θέλεις από μένα; - Εγώ, του λέει εκείνη, είμαι η Πανούκλα και ήρθα να σε πάρω. Αν όμως μου δώσης το καλύτερό σου αρνί, τότε δεν θα σε πειράξω. Ξύνει ο τσοπάνης το κεφάλι του, συλλογιέται κάμποση ώρα. Δεν την είχε βγάλει την πανούκλα! – Έλα της λέει, να στο δώσω το αρνί. Της πάει στην στάνη, της διαλέγει το καλύτερό του αρνί. – Πάρτο, της λέει εκείνη, θα μου το φέρης εσύ στο σπίτι μου. – Και που είνε το σπίτι σου! – Έλα μαζύ μου και θα στο δείξω. Τι να κάνη ο κακομοίρης ο τσοπάνης. Φορτώνεται το αρνί στην πλάτη του και μπρος εκείνη, πίσω αυτός τραβούν κατά το σπίτι της. Περπατάνε, περπατάνε, περνούν ερημιές, περνούνε βουνά, μα πουθενά να φανή σπίτι. Ο κακομοίρης ο τσοπάνης φοβότανε, αλλά δεν κοτούσε και να την ρωτήση. Καμμιά φορά βλέπει από μακρυά ένα θεόρατο παλάτι που φωτολόγαε. – Να το σπίτι μου, εδώ είνε, λέει η πανούκλα. Μπαίνουνε μέσα, τι να ιδή ο τσοπάνης. Ολόκληρο το σπίτι ήταν μέσα γεμάτο καντήλια που κρέμονταν απ’ το ταβάνι και φέγγανε. Άλλο ήταν γεμάτο λάδι, άλλο ήταν ως την μέση, άλλο τσιτσίριζε, άλλο ήταν έτοιμο να σβύση. Ξαφνιασμένος ο τσοπάνης ρωτάει: - Δε μου λες, κυρά μου, τι είνε τούτα τα καντήλια; - Αυτά, του λέει εκείνη, είνε η ζωή του κάθε ανθρώπου. Όσο καίει το καντήλι του, τόσο θα ζήση κανείς, μόλις σβύση, θα πεθάνη. – Είνε και το δικό μου εδώ μέσα; Ρωτάει ο τσοπάνης; - Πως δεν είνε. Να το. Κοττάει ο τσοπάνης και βλέπει ένα καντήλι ξέχειλο στο λάδι που έλαμπε τόσο ώστε χαιρόσουν να το βλέπης. Δίπλα του ήταν κι ένα άλλο που είχε απομείνει μονάχα το νερό του και τσιτσίριζε κι ήταν έτοιμο να σβύση. – Ποιανού είνε τούτο; Ρωτάει. – Τούτο είνε του αδερφού σου, του λέει η πανούκλα. – Αχ καϋμένη, της λέει εκείνος, δεν του βάζουμε λιγάκι από το δικό μου που έχει τόσο πολύ για να μην πεθάνη έτσι γρήγορα ο κακομοίρης. – Αυτό το πράγμα δε γίνεται λέει η πανούκλα. Όσο λάδι μπη εξ αρχής αυτό είνε όλο. Ύστερα ούτε μπαίνει άλλο, ούτε βγαίνει. – Αλήθεια, ρωτάει ο τσοπάνης, ούτε μπαίνει ούτε βγαίνει; - Αλήθεια. – Τότε λοιπόν αντίο σας. Και κόβει πάλι το αρνί στον ώμο του ο καλός ο τσοπάνης. Εσύ η ίδια μου είπες τώρα πως δεν μπορείς να βγάλης το λάδι από το καντήλι μου. Λοιπόν δεν σ’ έχω ανάγκη. Γιατί να χαραμίσω το αρνί μου. Παίρνει λοιπόν δρόμο ο τσοπάνης και κινάει κατά το χωριό του. Τις αυγές, σαν κοντοζύγωνε να φθάση ακούει την καμπάνα και βαρούσε νεκρικά. – Ποιος πέθανε; Ρωτάει. – Ο αδερφός σου, του λένε. Τότε κατάλαβε πως όλα όσα του είχε πη η πανούκλα ήταν αλήθεια. Πήγε στον τάφο του αδερφού του, γονάτισε κ’ έκλαψε, κ΄έπειτα ξένοιαστος πειά γλέντησε την ζωούλα του και έζησε εκατό χρόνια και περισσότερα έχοντας και τ’ αρνί του. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1928)
Thumbnail

Ένα από τα ωραιότερα μνημεία της χριστιανικής μας τέχνης αληθινό καύχημα της Ελληνικής Ορθοδοξίας, είνε και η Εκατονταπυλιανή της Πάρου. Γύρω από την αρχαιοτάτη αυτή εκκλησία πλέκονται διάφορες ιστορίες και θρύλοι. Σημαντικώτερος είνε ο ακόλουθος : Στον καιρό του βασιλέως Λέοντος, πειραταί Άραβες, με ορμητήριο την Κρήτη, έκαναν καταστρεπτικές επιδρομές στα Ελληνικά παράλια και προ πάντων στα νησιά του Αιγίου. Ο βασιλεύς έστειλε το στρατηγό Ημέριο για να καταδιώξη τους επιδρομείς και ν' απαλλάξη τους υπήκοους του από την τυρρανία τους. Αλλ' άνεμος σφοδρός ανάγκασε τον Ημέριο να ρίξη Άγκυρα στην Πάρο, όπου έμεινε αρκετές ημέρες. Το στρατηγο αυτόν ακολουθούσε στην εκστρατεία κι ένας λόγιος της εποχής, ο “Συμεών ο σοφός”, ο οποίος εβγήκε στο νησί, το εμελέτησε κι έγραψε περίεργες πληροφορίες για το εκκλησιαστικό του μνημειο και για ότι άλλο αξιοπερίεργο είχε. Την εποχή εκείνη, ο ναός της Εκατονταπυλιανής ήταν ακόμη σε όλη την ωμορφιά της μαρμαρένιας λευκότητος του. Το μακρό περιστύλιο του, τα λεπτοσκαλισμένα κοσμήματα του, ο λπούτος των αφιέρωμάτων και των πολυελαίων, επέσυραν το θαυμασμό των προσκυνητών που εμαζεύοντο από παντού... Σήμερα, δυστυχώς, όλο εκείνο το μεγαλείο, είναι σκεπασμένο με τον ασδέστη και τις διάφορες επιδιορθώσεις. Εν τούτοις, ακόμη και σήμερα, ο προσκυνητής νοιώθει βαθειά συγκίνηση μπρός στο αριστούργημα αυτό της αρχιτεκτονικής, Όταν μπή κανείς στο Ιερό του ναού, βλέπει, ως είδος αμφιθεάτρου, ένα μεγαλοπρεπές Δωδεκάθρονο, όπου εκάθονταν οι αρχιερείς και ιερείς στις μεγάλες λειτουργείες. Στη μέση του Ιερού, επάνω από την Αγία Τράπεζα, υπάρχει επίσης ένα θαυμάσιο μεγάλο κιβούρι, μονόλιθο, στηριζόμενο σε τέσσερις στήλες από γρανίτη. Είνε φανερό οτι είνε παρμένο από αρχαίο Ελληνικό ναό, ίσως της Δήλου. Το κιβούρι αυτό ο αρχηγός των Αράβων Νίσσυρις θέλησε να το αρπάξη, για να το αφιερώση στο τέμενος της Άγαρ, της προμάμης του Αραβικού λαού. Αλλ' ενώ η πύλη του ναού ήταν αρκετά ευρύχωρη για να το βγάλουν έξω, όταν έφταναν εκεί το κιβούρι μεγάλωνε – μεγάλωνε και δεν χωρούσε να περάση. Τέλος οι πειραταί κουράστηκαν, το άφησαν χαμου κι έφυγαν. Δεξιά, σ' ένα ξεχωριστό διαμέρισμα του ναού, ΄σωζεται ακόμη η Κολυμβήθρα , που έχει σχήμα σταυρού. Σ' αυτή κατεβαίνει κάνεις με τρία σκαλοπάτι. Στη μέση της Κολυμβήθρας υψώνεται η λεγόμενη “Ιερά νήσις” όπου στεκότανε ο ιερέας κι' εβάφτιζε. Στη Κολυμβήθρα αυτή έλαβαν το βάφτισμα οι τελευταίοι Ελληνες ειδολολάτραι. Αριστερά στην άλλη πτέρυγα υπάρχει μια επιτάφια πλάκα. Και ο προσκυνητής σταματά φιλοπερίεργος να μάθη ποιόν κρύβει ο τάφος αυτός. Κάποιος καλόγηρος της Μονής διηγείται τότε στον επισκέπτη ότι μια γυναίκα είνε κεί μέσα θαμμένη. Θεόκτιστη τ' όνομα της και δραματική η ιστορία της. Στα παληά χρόνια, ξένοι κυνηγοί βγήκαν στην Πάρο, για να κυνηγήσουν ελάφια και άλλα άγρια ζώα. Ένας από τους κυνηγούς αυτούς ξέκοψε από τους άλλους, για να πάη στην Εκατονταπηλιανή να προσκυνήση. Φτάνει στην εκκλησία, κατά το μούχρωμα, μπάινει μέσα και βλέπει στα δεξιά της Αγίας Τραπέζης κάτι αεροσάλευτο, σαν άσπρο πανί ή σαν δίχτυ αράχνης που το κούνησε ο άνεμος. Ο κυνηγός κάνει να πάη κοντά, όταν άξαφνα ακούει μια φωνή που έβγαινε από το άσπρο μαγνάδι κι' έλεγε τρομαγμένη : - Μην πλησιάσης! ... Είμαι γυναίκα γυμνή: Ρίξε μου ρούχα να σκεπασθώ, και θα σου πώ ποιά είμαι!... Ο κυνηγός της έρριξε το μαντύα του, που η γυναίκα τον εφόρεσε, και αφού έκανε το σημείο του σταυρού, άρχισε τη διήγησι της : Ήτανε καλόγρηα απο την Μεθύμνη της Λέσβου. Από μικρή, ταγμένη στα θεία, μπήκε σε μοναστήρι γυναικών. Σε ηλικία 18 ετών θέλησε να επισκεφθή μια μια αδελφή της παντρεμένη στη Μεθύμνη και ξεκίνησε για κεί. Στο δρόμο, ένα μπουλούκι πειρατών του Νισσύρι την εσκλάβωσε, την έφερε στο καράβι και μαζύ με άλλες την έφερε στην Πάρο, όπου εσκόπευαν να μείνουν λίγο καιρό οι πειραταί έως ότου κάνουν πανιά για το Αλγέρι. Μια νύχτα όμως, η Λεσβία καλόγρηα κατώρθωσε να ξεφύγη από τα χέρια των πειρατών και τρέχοντας να χωθή στο δάσος. Κ' εξακολουθούσε να τρέχει ολοένα, αψηφώντας τα λιθάρια και τ' αγκάθια, ξεσκίζοντας τα πόδια της, περίτρομη, λαχανιασμένη. Τέλος δεν μπορούσε να περπατήση απ' την κούρασι κ' έπεσε χάμου, σαν νεκρή!... Την άλλη μέρα, το πρωΐ, η ακτίνες του Ηλίου την έξύπνησαν. Η καλόγρηα ανασηκώθηκε, έρριξε μια ματιά γύρω της και πέρα κατά τη θάλασσα και με χαρά είδε τα καράβια των πειρατών ν' αρμενίζουν μακρυά, περ' από την Πάρο... Από τότε – είπε στον κυνηγό – είχαν περάσει 30 χρόνια. Και κατοικούσε πειά μέσα στο ναό και τρεφότανε με άγρια χόρτα και νερό πηγής, “βοηθουμένη από τη χάρι της Υπεραγίας Θεοτόκου”. Και όταν τα ρούχα της εξεσχίζοντο, την εσκέπαζε η δύναμις του Θεού που κυβέρνα και σκεπάζει τα πάντα!... Αφού είπε αυτά η καλογρήα, έπεσε στα γόνατα κ' ευχαρίστησε τον Κύριο. Έπειτα, παρακάλεσε τον κυνηγό όταν θα ξαναγυρίση να της φέρη μέσα σε καθαρό κουτί Άγιο Αντίδωρο, και να μην πή τίποτς σε κανένα γι' αυτήν. Ο Κυνηγός της το υποσχέθηκε, κ' έφυγε. Σύμφωνα με την επιθυμία της Αγίας , επείτα από λίγον καιρό, ο κυνηγός εξαναγύρισε στην Πάρο και διευθύνθηκε στον έρημο ναό της Εκατονταπυλιανής. Στην αρχή δεν τη βρήκε εκεί την καλόγρηα, γιατί, φαίνεται κρυβότανε από τα μάτια του κόσμου. Αφού όμως οι κυνηγοί απομακρύνθηκαν, η Θεόκτιστη παρουσιάστηκε ντυμένη με το μαντύα του κυνηγού. Αυτός, άμα είδε την ερημήτισσα θέλησε να πέση στα γόνατα της και να την προσκυνήση, μα εκείνη του εφώναξε δυνατά : - Μην κάνης σε μένα μετάνοια! Σκέψου οτι βαστάζεις τα Θεία Μυστήρια!... Ο κυνηγός συγκινημένος επλησίασε, και η Θεοκτίστη κλαίγοντας από χαρά, επήρε από τα χέρια του κυνηγού το Τίμιο Σώμα που της το είχε φέρει μέσα σε ξύλινο κουτί, ευωδιασμένο, από πυξό. Η Θεόκτιστη άνοιξε το κουτί, εκοινώνησε και είπε : - Νύν απολύσις την δούλην σου, Δέσποτα, οτι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριον σου! ... Τώρα που έλαβα την άφεσι των αμαρτιών μου θα πάω όπου προστάζει το κράτος σου!...Έπειτα από τ αλόγια αυτά, εσήκωσε τα λιπόσαρκα χέρια της ώρα πολλή, προσευχήθηκε σιωπηλά, και αφού αποχαραίτησε τον κυνηγό χάθηκε. Όταν ύστερ' από λίγες ημέρες ο κυνηγός γυρίζοντας από την εκδρομή του στα βόρεια του νησιού, θέλησε να ιδή και να λάβη την ευλογία της Θεόκτιστης για βοήθεια στο ταξείδι του, τη βρήκε νεκρή μέσα στο Ιερό της Εκατονταπυλιανής, τυλιγμένη με το μαντύα του, με τα χέρια σταυρωμένα και τη γαλήνη στο θείο της πρόσωπό. 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Thumbnail

Μέσα στο Μαλεβύζι στου Σάρχο το σπήλιο από χρόνους πολλούς νειρεύτηκεν από κειά κοντά ένας τρείς φορές το ίδιο όνειρο. Πήγαινε ένας και τούλεγεν τη νύχτα : Άμε στο σπήλιο τα μεσάνυκτα και να φωνιάξης τρείς φορές : Έ Μουσά , φέρε μου τα χρυσά ζυγάλετρα πούχεις τουδά μέσα. Θα σου τα φέρη να τα πάρης . Πήεν ο άθρωπος φώνιαξε τρείς φορές . Στην Τρίτη φορά έκουσεν ο Μουσάς και λέει: έρχομαι. Μια στιγμή φτάνει ο Μουσάς τονέ γροικά και του λέει μέσα στο σκοτείδι. Πάρε το ζυγό και ρίχνει τούτον εις τα πόδια και φεύγει. Ο άνθρωπος από τον φόβον πέφτει κάτω λιγωμένος. Μέσα στη λιγομάραν του ακούει σε λιγάκι το Μουσά και λέει ‘’όφου ο μαύρος και πως θα τα πάω μέσα και ως πότε θα τα φυλάω. Και παίρνει τα και φεύγει. Ύστερα ξελιγώθηκε κ’ έφυγε ο τυχερός μ’ ανάξιος και άκαρδος 

Άγνωστος συλλογέας (1925)
Thumbnail

Στους Γαρόγαλιάνους είχαν βγή μια φορά, στα παληά τα χρόνια, πειραταί για ν' αρπάξουνε γυναίκες και παιδιά,σ'ένα πανηγύρι που γινότανε εκεί. Έίχαν βγή κρυφά και είχαν ανακατευτή χωρίς να τους μυριστή κανείς, με τον κόσμο του πανηγυριού. Έλαβαν μέρος μάλιστα και στον χορό, περιμένοντας να νυχτώση για να ριχτούν κατα των πανηγυριστών. Μια γρηά όμως τους κατάλαβε και θέλοντας να ειδοποιήση και τους άλλους, πιάστηκε πρώτη στο χορό. Οι χωριανοί της άμα είδαν πως θέλει να χορέψη, άρχισαν να γελούν. - Για ιδές, έλεγαν, κ ' η γριά θέλει χορό. Αυτή όμως άρχισε να χορεύη και να τραγουδάη, αδιάφορη για τα γέλια και τα πειράγματα. Για πηδάτε παλληκάρια, για χορεύτε μαυρομάτες ως που ναβγη το φεγγάρι, τα κακκάβια στο κεφάλι, τα παιδιά στην αμασχάλη κι απο δώ πάνε κι οι άλλοι! Οι χωριανοί της κατάλαβαν την αλληγορία του τραγουδιού και λίγο - λίγο όλοι έπαιρναν τις οικογένειές τους και τραβιοντουσαν απο το πανηγύρι, κι αμπαρωνόντουσαν στα σπίτια τους, προτού νυχτώση. Έτσι γλύτωσαν απ' τους κουρσάρους. Μόνον τη γρηά πρόφτασαν και σκότωσαν αυτοί για εκδίκηση. Απο το περιστατικό αυτό έχει ίσως την αρχή της και η παροιμία <Απο δώ πάν' κ' οι άλλοι>. 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Thumbnail

Στη Κατρανίτσα της Μακεδονίας, ως μια ώρα από το χωριό, είνε μια βρύσις που τη λένε το νερό του Γιούδα. Το νερό της βρύσης αυτής είνε υπόπικρο και υφάλμηρο, επίσης δε τα λιθάρια εκεί γύρω είνε μαυρισμένα. Για το παράξενο αυτό νερό οι χωρικοί διηγούνται τον εξής μύθο: «Όταν σταυρώθηκε ο Χριστός, ο Ιούδας, μετανόησε και πήγε να κρεμαστή. Μα ο θάνατος δεν ήθελε να τον πλησιάση, ο Χάρος δεν ήθελε να τον πάρη τέτοιος πούταν κ’ ύσερα απ’ το κακό πούκανε. Τον κυνήγαγε παντού το ανάθεμα και η κατάρα και πουθενά δεν ημπορούσε να σταθή. Δρόμο έπαιρνε, δρόμο άφινε, βουνά περνούσε, χώρες, ποταμούς και θάλασσες, πάντα περπατώντας, πάντα συφοριασμένος και κακορίζικος!... Διψούσε, καιόταν ο λαιμός του, εστέγνωσε το στόμα του, λαχτάριζε για νερό, αλλά καμμιά βρύση και καμμιά πηγή δεν του έδινε ούτε σταλαγματιά. Όπου έσκυβε να πιή, το νερό χανότανε στη γη σαν ζωντανό και ο τόπος ξεραινόταν. Αν ζύγωνε σε καμμιά λίμνη, η λίμνη έβραζε, γινότανε αχνός και εξατμιζότανε. Αν έσκυβε σε ποτάμια για να πιή, το νερό γύριζε προς τα πίσω, σαν κοπάδι από γίδια που το κυνηγούν. Γονάτισε τότε ο Ιούδας και παρεκάλεσε την Παναγία να τον λυπηθή και να τον αφήση να πιεί νερό σε καμμιά βρύση ή σε βουνού πηγή. Και η Παναγία τον ευσπλαχνίσθηκε. Άκουσε τότε μια φωνή να του λέη να σταθή στην πρώτη βρύση που θα απαντήση κ’ εκεί να σκύψη και να πιή. Η βρύση αυτή ήταν η βρύση που είνε μια ώρα έξω από την Κατρανίτσα. Μόλις όμως ο Ιούδας πλησίασε κ’ έσκυψε να πιή νερό και μόλις η βρύση αισθάνθηκε να την αγγίζουν τα χείλη του προδότη του Χριστού, φαρμακώθηκε ως τα έγκατά της! Και δρόσισε μεν τον Ισκαριώτη, αλλά από τότε το νερό της έγινε πικρό και αρμυρό, σαν τα δάκρυα, και ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο, ούτε πουλί πετούμενο πίνει πλέον νερό από αυτήν. Μια φορά μόνον τον χρόνο, γλυκαίνουν τα νερά της, τη νύχτα που γίνεται η Ανάστασις. Αυτό το ξέρει ο Ιούδας, που γυρίζει σαν άδικη κατάρα στον κόσμο, και παραφυλάει τη νύχτα της Λαμπρής κοντά στη βρύση, κι όταν χτυπήσουν η καμπάνες για την Ανάσταση, σκύβει και πίνει και σβύνει τη δίψα του, δίψα ολόκληρης χρονιάς! Λένε ακόμα πως όποιος πιη από το νερό αυτό την ώρα που γλυκαίνει, θα ζήση άλλα 33 χρόνια από όσα του έχει γραφτά η μοίρα του να ζήση. Μα κανένας δεν τολμάει να πάη μεσάνυχτα στη βρύση, γιατί ξέρει ότι εκεί παραφυλάει ο Ιούδας διψασμένος και τρομερός! 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Thumbnail

Ένας άλλος Αξικός μια φορά έσκαφτεν κ'εύρηκεν ένα καζάνι κάρβουνα, κατάλαβεν πως είναι στοιχειωμένα φλουριά. Πήρεν μερικά και πήγεν και τάρριξεν μέσα στο βασιλικό δρόμο κ'έκατσεν και περίμενεν μπα θελα περάση κιανείς τυχερός. Περάσανε πολλοί μα πράμα. Ύστερα επέρνανε ένας καβαλάρης. Μια στιγμή σαν έφτασεν στα κάρβουνα πεζέφνει απο τ'άλογον του και πιάνει ένα κάρβουνο και γίνηκεν αμέσως χρυσό φλουρί και τάλλα τα σκορπισμένα. Τότες ο άλλος του μίλησεν και τούπεν την ιστορία. Πήγανε στον τόπο που τονε το καζάνι με τα πολλά, έρριξεν ο τυχερός μέσα ένα κι όλα γινήκανε φλουριά. Τα μοίρασαν σαν αδέρφια. 

Άγνωστος συλλογέας (1925)
Thumbnail

Ένας Γιαννακός απού την Αξό πήε μια βολά στο Γαράζω να πουλήση μιζήθρα, καιρός μεγάλες αποκρές. Άργησε να πουλήση κ’ εγύριζε στο χωριό του αργά, σκοτεινιασμένα. Αναμεσός του δρόμου είνε ο Κόκκινος δέτης, ένας μεγάλος γκρεμός, που ποτέ δε λείπουν από κει οι δαιμόνοι. Ως έφταξεν μπροστά στο δέτη ντακαίρνει η γαϊδάρα του κι αφριματούσε και σφύριζεν από τα ρθούνια και δεν ήθελε να περάση πέρα. Ο Γιαννακός κατάλαβεν, πως απαντούν τα κακά πράματα και σέρνει το μαυρομάνικόν του μαχαίρι, που φοβούνται οι δαίμονες, μα άδικα. Η γαϊδάρα τον χαβάν τζη, δεν κυνά. Τότες ο Γ. σύρνει μιαν μπιστόλα ξεπισωμένη που φόρειενε και «ετούτη δε λέει ψώματα» τσάκ! Μια, δεν κεντά γιατι οι δαιμόνοι δεν την αφήκαν να πάρη φωτιά. Τότες αναστορήθηκεν πως ήτο χρισθιανός κι αρχίζει κ’ ήλεγεν το «πιστεύω εις ένα θεό… κι αμέσως ώ του θαύματος φεύγουν οι δαιμόνοι ολόκληρο ασκέρι προς τη μάντρα του Παραβάτη και από κει προς το φαράγγι του Κουτσουλάτου και παίζουνε λύρες παντούρες και χορεύγανε και τραγουδούσαν. Μα μερικοί πούσανε πίσω του λέγανε «Α μωρέ κερ…. Και ας μην εκάτεχες το πιστεύω και θα θώρειες ίντα θελά πάθης.» Η πίστις σου σέσωκέσε, Γιαννακό μακαρίτη!. 

Άγνωστος συλλογέας (1926)
Thumbnail

Ο Διάολος πολλές φορές, ώρα νύχτα σε μερικούς απόκεντρους και έρημους τόπους χαστουκίζει άνθρωπο, που δεν είνε σταυρωμένος κείνην την ημέρα. Η χαστουκιά μπορεί να ακουστή ως σβούρα στ’ αυτί ή και όχι, και όποιος χαστουκιστή αρρωστά και δε γιαίνει, όξω με διαβαστικό από χερικάρη Παπά λέγεται και μπατσελιά = (ράπισμα στη παρειάν) και κακό συναπάντημα. Έδηγος: ένας παπάς επέρνα σ’ ένα δρόμο μέρα μεσημέρι και θωρεί ένα κολυμπάκι νερό στο πάσπαρο, καλοκαίρι καιρός. Ήτον κακό πράμα γιατί το μουλάρι, που καβαλίκευγεν δεν ήθελεν να περάση κι άρχισεν να πηδά και να χλιμιντρίζη. Ο παπάς κατάλαβεν κι άρχιξεν να λέει ξαφορκισμούς στο κακόν πράμα. Μια στιμή χάθηκεν το κολυμπάκι το μουλάρι με πηδήματα και τσινόματα πέρασεν, μα ο Παπάς τούρθε σαν τη γιώτσα κι ωστέ να πάη στο σπίτιν του τον εκράθειεν τρομάρα και ετσά τον κράθειεν σ’ όλην τη ζωή του. 

Άγνωστος συλλογέας (1926)
Thumbnail

Πολλοί πέρασαν στον κόσμο χωρίς να βάλουν σε δουλειά ούτε το μικρό δαχτυλάκι τους, μα σαν τον Άγιο Κασσιανό κανείς άλλος. Και όχι μόνον στον απάνω αλλά και στον κάτω κόσμο το ίδιο. Πως τα κατάφερε, αφού πέρασε έτσι τη ζωή του, να μπή στον Παράδεισο είναι ακόμα μυστήριο. Όσα χαρτιά και αν έψαξα, όσα συναξάρια και αν εδιάβασα πουθενά δεν απάντησα τ’ όνομά του. Ωστόσο ο άγιος Κασσιανός βρίσκεται από χρόνια στον Παράδεισο, αυτή είναι η αλήθεια. Μα κι εκεί εξακολουθεί την ίδια του δουλειά, την ίδια ντεμπελιά ήθελα να ειπώ. Πάει και κάθεται από την αυγή στην πόρτα του Παραδείσου και κοιτάζει τον κόσμο που μπάινει . Κοιτάζει τον κόσμο που μπαίνει μα πιο πολύ κοιτάζει τ’ αφιερώματα που στέλνουν οι Χριστιανοί στους αγαπημένους τους αγίους. Τόρα του γαργαλίζει τη μύτη το λιβάνι, τόρα το κίτρινο κερί, έπειτα της ελιάς το λάδι και λίγο αργότερα, πλακώνουν οι πεντάρτοι, λαμπάδες ίσαμε το μπόι του ανθρώπου, μεταξωτά, χρυσαφικά. Καθένα που θα ιδή με τα αφιερώματα τρέχει από κοντά και τον ρωτάει. – Που τα πάς; Τίνος είνε πατριώτη; - Της Παναγίας, του απαντά βιαστικός εκείνος. Τον αφήνει δυσαρεστημένος και πιάνει άλλον. – Που τα πάς; Ποιόν γυρεύεις πατριώτη; - Τον Άϊνικόλα … Τον αφήνει και πιάνει άλλον. Μα κι ο άλλος του λέει τον Άϊ Γιώργη, τον Αϊγιάννη τον Καλυβήτη, τον Άγιο Φίλιππα το φτωχό που αποκρεύει στο χωράφι του. Ο άγιος Κασσιανός δαιμονίζεται – Για θυμήσου καλά, παιδί μου του λέει. Μην κάνεις λάθος. Μη σου είπαν άλλον άγιο και ξέχασες; Μη σου είπαν – σαν να λέμε τον Άγιο Κασσιανό, σαν να λέμε; - Άγιο Κασσιανό; Μπά. Ούτε το ξέρουμε τέτοιο όνομα … Τότε πια απελπισμένος ο άγιος πιάνει παράμερα μια θέση και κάθεται κοιτάζοντας με ζήλια τ’ αφιερώματα. Η ψυχή του στάζει φαρμάκι. – Μα κανείς να μην θυμάται και μένα! Συλλογίζεται. Έξαφνα ένοιωσε κάποιον να τον τραβάει από το μανίκι. Γυρίζει και βλέπει δυό μάτια στυλωμένα στα δικά του, δυό μάτια φωτερά που ένοιωθε να του τριβελίζουν το μυαλό, κι ένα χαμόγελο που τον έκαμε να κοκκινίση. – Τι θές; Τον ρώτησε απότομα, γυρίζοντας αλλού το κεφάλι σα να έβλεπε το Σατανά. – Γιατί είσαι έτσι θλιμμένος; - Τι σε μέλλει; - Με μέλλει και με παραμέλλει. - Τόρα ήρθες; - Τόρα δά. – Έχεις δίκιο … Το λοιπόν να τι συλλογίζομαι. Ο Σαβαώθ εμένα με αδίκησε, πολύ με αδίκησε. Φαντάσου! Δε μου έδωκε μια μέρα το χρόνο να με μνημονεύουνε οι άνθρωποι. Για τούτο στους άλλους κουβαλάνε τόσα καλά και σε μένα τίποτα. – Για τούτο σκάς! Αμ’ αυτό διορθώνεται. – Πως διορθώνεται; - Άκου που σου λέω γώ, διορθώνεται. Να κάνης μια αναφορά στο γέρο Σαβαώθ και να του ειπής το παράπονό σου. Άγιος δεν είσαι και σύ; Δε δούλεψες και σύ τη χριστιανοσύνη; Σου πρέπει το λοιπόν και σένα μια θέση στο Γιορταστικό. Άμα πάρης και σύ τη μνήμη σου να ιδής πώς θα σε θυμώνται. – Σαν καλά με συμβουλεύεις. Λέει ο άγιος. Μα ποιος να κάμη την αναφορά; - Όσο γιαυτό μη ζαλίζεσαι. Εγώ την κάνω. Και άμ’ έπος αμ’ έργον βγάνει από την τσέπη του μια κόλλα χαρτί, φόρα την πένα και το καλαμάρι, κάθεται και σκαρώνει την αναφορά. Την παίρνει ο άγιος, μια και δυό πάει και την αφήνει στα γόνατα του Θεού. Και’ως τη διάβασεν Εκείνος άναψε από το θυμό του. – Ποιος την έγραψε; Ρωτάει τον άγιο. – Να, του λόγο του. – Έλα κοντά, του λέει. Εσύ την έγραψες; - Εγώ. – Αμ τι είσαι σύ; - Δικηγόρος. – Δικηγόρος!... Και πώς μπήκες εδώ μέσα; Κράζει τον άγιο Πέτρο και τον βάνει στο βρυσίδι. – Κοίταξε καλά, του λέει, στο τέλος μια φορά μου την έφτιασες με το λοστρώμο. Τόρα μου έμπασες το δικηγόρο. Δε μένει άλλο παρά να μπάσης και το Βενιζέλο για να κάνη Μεγάλη Ελλάδα τον Παράδεισο! Πρόσεξε γιατί θα φάς κλωτσιά που δε θα ιδής πούθε παέι η σκάλα. Κάνει νεύμα. Τον αρπάζουν οι άγγελοι το δικηγόρο και τον πετάν έξω από τον Παράδεισο. Τότε γυρίζει ο Σαβαώθ στον άγιο και του λέει - Καλά του λέει, έχεις και κάπιο δίκιο, μα πολύ λίγο. Εσύ για τον κόσμο δεν κάνεις τίποτα. Παραπονιέσαι πως κουβαλάνε στους άλλους. Κάτι καλό βρίσκουν από τους άλλους και τους κουβαλάνε. Για νου ιδούμε φωνάχτε τον Αϊνικόλα. Τρέχουν οι άγγελοι να φέρουν τον Άγιο Νικόλα, φέρνουν γύρα όλο τον Παράδεισο, πουθενά Αϊνικόλας. Πέρασε καμιά ώρα να σου και ο Άγος κι έρχεται καταμουσκεμμένος. Ρούχα του, γενειά του, μαλλιά του έσταζαν θάλασσα. - Που ήσουν άγιε; Τον ρωτά ο Σαβαώθ. – Κάτω στην Μπαρμπαριά αφέντη, λέγει ο γέρος. Κινδύνευε ένα σφουγγαράδικο και πήγα. – Σώθηκε το σφουγγαράδικο; - Σώθηκε. – Κι οι άνθρωποι; - Όλοι. – Βλέπεις τα χασομέρη; Γυρίζει ο Σαβαώθ και λέει στον Κασσιανό. Δουλεύουνε οι άγιοι και γιαυτό ο κόσμος τους θυμάται! Αμ’ εσένα τι να σου θυμηθή. – Κι εγώ δουλεύω, πατερ άγιε. – Τι δουλειά κάνεις; - Μετράω τ’ αφιερώματα που μπαίνουν στον Παράδεισο. Μου βγαίνει η ψυχή κάθεημέρα. Εγέλασε ο Άγιος Θεός με την καρδιά του. – Ας έρθη ο χαρτουλιάρος, διέταξε. Εν τω άμα ήρθε ο Άγιος Ανδρέας μ’ ένα κύλινδρο χαρτί στο χέρι και το ασημένιο καλαμάρι στη ζώνη του. – Γράψε τον κι αυτόν, είπε ο Θεός. – Δεν έχει θέση. Είπε δειλά ο Άγιος Ανδρέας. Εγέμισε ο κύλινδρος. – Στριμωξέ τον όπως όπως σε μίαν άκρη. Από τότε κάθε τέσσερα χρόνια έχει και ο Άγιος Κασσιανός τη μνήμη του. Η αναφορά του έπιασε 

Καρκαβίτσας, Ανδρέας (1922)
Thumbnail

Άλλος πάλι εύρηκεν στο χωράφι του ένα χρυσό κοπέλι, τόβαλε στη σακούλα και πηγένετο στο σπίτι του, το έκρυψεν εκειά. Την νύκτα σαν κοιμήθηκε γροικά στον ύπνον του φωνές και κλάυματα κ' εβγαιναν απο κεί πούτον κρυμμένο το χρυσό παιδί και τούλεγεν : άμεμε κειά θα σε ξεκληρίσω ''θα πεθάνουν τα παιδιά σου''. Ντελόγο σηκώθηκε πήρεν το κοπέλι με τρομάρα το πήγεν και τόχωσεν στον ίδιο τόπο γύρισεν πίσω μετορίγο και σε λίγο πέθανε. 

Άγνωστος συλλογέας (1925)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 12
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (79)Παραδόσεις (38)ΣυλλογέαςΆγνωστος συλλογέας (56)Καψάλης, Γεράσιμος (24)Κουκουλές, Φαίδων (14)Heuzey, Len (6)Πουλάκης (5)Κυριακίδης, Σ. (2)Δραγάτσης, Ιακ. Χ. (1)Καρκαβίτσας, Ανδρέας (1)Κορύλλος, Χρήστος Π. (1)Κουκουλές, Αναστάσιος (1)... Προβολή ΠερισσότερωνΤόπος καταγραφής
Άδηλου τόπου (117)
Χρόνος καταγραφής1929 (32)1928 (5)1927 (15)1926 (16)1925 (13)1924 (6)1923 (26)1922 (2)1921 (1)1920 (1)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.