• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 488

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Ήρθι στ' αμήν αυτό για πιθαμό 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)
Δηλαδή, εις το τελευταίον στάδιον της ζωής του δια να αποθάνη (πρβλ νύν)...
Thumbnail

1749, Ιουλίου 8 της Αγίας Κυριακής, ήρθαν να μας πάρουν σκλάβους και εφύλαξαν όλην την ημέραν και την παραμονή του Αγίου Ηλίου μας πήραν τα πιδιά σκλάβους. Κυριακή ημέρα τα πήρανε, την τσούπα του Ψαρού και το αδέλφ’ της και τον Καραβιά και την τετράδη ο Θεός τα ξεσκλάβωσε. Και ο Μπραχός τα επήρε, και το πιάσανε στις Γούρνες και τα πήραν και τα πήγαν εις την Προστοβά (χωριό 2 ώρας μακραί του Κεφαλοβρύσου) από πάνω και τη νύκτα περπατούσανε και την ημέρα τας βάνανε στον ήλιο. Και τρείς ημέρας έκαναν χωρίς ψωμί. Και οι Αρβανίτες και τα πιδιά όσο όπου μπαηλίσανε από την πείνα και τότες εκινήσανε και επήγανε δια ψωμί και αφήκανε τον ένανε και τα εφύλαγε. Και ο μέγας Πρόδρομος εθαυματούργησε και τον αποκοίμησε τον Αρβανίτη. Και την τσούπα την είχαν δεμένη και τα πιδιά τα είχανε μέσα σ’ ένα μαντρί. Θαύματούργησε κι φύγανε , ήρθανε κι οι άλλη συντροφιά από το ψωμί και δεν τον ηύρανε. Και πηγαίνουν και τον βρίσκουνε μέσ’ την Προστόβα, όπου έψαχνε τα σπίτια και χλίβεται και ρίξανε και τον λαβώνουν 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)
Thumbnail

(Διάβα στο Κριατσοβούνι. Την περνά κανείς πηγαίνοντας απ’ Αρτοτίνα στο Κριάτσι). Παραπάνω απ’ το Διακόπι της Στρωμίνιανης ερχόνταν κατά το Κριάτσι ένα κορίτσι από την Αρτοτίνα ας πούμε. Κι ένας από την Αρτοτίνα την αγάπαγε και κίνεσε κοντά με άλλον έναν. Και το κορίτσι με άλλον έναν ερχέτανε. Και πήγαν αυτοί οι δύο και το φτασαν στο δρόμο εκείνον, στη ραχούλα πάνω. Και το ζύγωσε αυτός το κορίτσι και του είπε: Θα σε πάρω και θα φύβγομε (σαν κλεμμένο κατάλαβες) Τότε γύρισε το κορίτσι και του λέει: - Εγώ δε σε θέλω. Τότε αυτός βγανει το μαχαίρι και το ‘κοψε το κεφάλι, του κι έπεσε κάτω. Πάει το κορίτσι. Κι έτσι έμεινε να λέγεται αυτό το μέρος «Στο κομμένο κορίτσι». Κατά τους Αρτοτίνους κόπηκαν δυο κορίτσια όχι ένα. 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1927)
Thumbnail

Ρίζος και Στεργιαλής, Στεργιαλής και Ρίζος 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1928)
Ερμηνεία: Ντόπια παροιμία στο Απόκουρο και λέγεται επί φίλων αχώριστων. Δεν είναι πολλά χρόνια που ζούσαν οι δύο παραπάνω και ποτέ δε χώριζαν...
Thumbnail

Καθώς βαδίζει κανένας βοριοανατολικά απ’ την Τατάρνα για να πάη κατά τα Άγραφα, φτάνει σε διάσελο που χωρίζουν οι στράτες. Η μια πάει κατ’ το Κεράσοβο κι η άλλη κατά το Παλιοκάτουνο. Δοκίμι λένε το μέρος. Εκεί φαίνεται πως οι αρχαίοι είχαν κάποιο οχύρωμα. Τείχος και ογκόλιθους χτισμένο φαίνεται ανάμεσα στα πουρνάρια και τετράγωνες δουλεμένες πέτρες σπορπισμένες πανώστρατα και κατώστρατα. Αντίκρυα απ’ το Δοκίμι, στην κορφή από βράχο είναι ένα αρχαίο κάστρο, Παλιόκαστρο το λέει ο κόσμος. Οι χωριάτες λοιπόν λένε πως το κάστρο αυτό τόχτιζαν οι Έλληνες. Και πέτρες για να το χτίσουν έβγαναν στο Δοκίμι. Τις έβγαναν, τις δούλευαν εδεκεί πιτοπίες κιαπέ τις φορτώνονταν στην πλάτη και τις πάγαιναν στην κορφή στο βράχο και τις έχτιζαν. Πολύ καιρό εργάστηκαν. Πριν τελειώσουν ακόμα, λάλαγε το κουνούπι στ’ αυτιά τους χώνονταν στη γη και πέθαιναν. Δεν πρόφτασαν ούτε το κάστρο να χτίσουν και μένει και σήμερα εδεδέτσι, ούτε τις δουλεμένες πέτρες που είχαν στο Δοκίμι για να τις παν στην κορφή στο βράχο. Και γι’ αυτό σήμερα τις βλέπουμε έτσι σκορπισμένες. Και πολλοί σκάβουν αυτές τις πέτρες ή και τις σπάζουν για να βρουν τα χρήματα που είναι τάχα κρυμένα μέσα. Κείνοι οι Έλληνες ήταν δυνατοί, θερία κόσμος, Δράκοντες Σαμψώνες. 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1928)
Thumbnail

Επί οξείας κορυφής φρούριον. Προς βορράν και παρά την πύλην ναός ελληνικός και σπόνδυλοι με ραβδώσεις, τεμάχια γείσων και μετωπών. Πέρναγαν οι βλάχοι. Τράβηξαν κάτω τηράν τς έλειπε ένα τραγί. Γυρίζει πίσω ένας βλάχος κι ηύρε σε μια κουκουρεντιά (;) από κάτω δύο θηρία και το τραγί δεμένο και παρέκει θησαυρό που τον φύλαγαν. Εδεκεί κρέμασε την κάπα του και πήγε στους άλλους βλάχους και τους είπεν αυτά. Και τους είπε να πάνε να σκοτώσουν το θηρίο. Γυρίζουν, θηράν, δεν είδαν τίποτε άλλο παρά την κάπα εκεί στην κουκουρεντιά. Αυτή η κοκορεντιά ήταν σαν πάρ; Τώρα πάει. Μολόγαγαν οι γερόντοι. Εκείνη η κουκουρεντιά δεν είναι τη. 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)
Thumbnail

Ήταν δυο διακονιαρέοι κατά το Κριάτσι πάγαιναν κατά την Αρτοτίνα, δεν ξέρω. Αυτού που έρχονταν αυτοί οι διακονιαρέοι τους απάντησε ένας άνθρωπος κι είπε αυτός: αυτοί οι διακονιαρέοι που έρχονται από μακρυά έχουνε χρήματα. Και τους έπιασε και τους έκοψε και τους έσφαξε και τους πήρε ό,τι είχαν εκεί απάνω τους λίγα πολλά, δεν ξέρω, και τα πήρε και πάει. Κι έμεινε να λέγεται Διακόπι, επειδή έκοψαν τους διακονιαρέους. [Διακόπι= Ένα διάσελο που περνάει κανείς πηγαίνοντας απ’ την Αρτοτίνα στη Στρωμίνιανη]. 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1927)
Thumbnail

Στα Λιπιανά των Αγράφων όντας γιόρταζαν τη μνήμη των Αγίων Αναργύρων ( 1 Νοεμβρίου) Έρχονταν ένα αλάφι. Τόσφαξαν και τότρωγαν. Μια χρονιά χασομέρησε τ’ αλάφι νάρθη. Ήρθε αποσταμένο, τόπιασαν και τόσφαξαν. Αλλ’ αυτό ζωντάνεψε πάλι κι έφυγε. Εκεί παρακάτω απ’ την εκκλησία είναι μια πέτρα. Σ’ αυτήν την πέτρα πάτησε πάνω και βούλιαξαν τα πόδια του μέσα. Φαίνονταν βουλιασμένα και θα φαίνονται αιωνίως. Φαίνονται ακόμα και τα αίματα πάνω στην πέτρα. Τα δείχνει σήμερα ο κόσμος. Απεκεί και δώθε όμως τ’ αλάφι δεν ξανάρθε 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1928)
Thumbnail

Άμα ένας σκοτωθή, το αίμα του φωνάζει τις τελευταίες λέξεις που είπε τη στιγμή που έπεσε. Να πούμε: μή ορέ, μή! Όχι! Επειδή βροκολακιάζει το αίμα πάνε και το μαζεύουν και το πάν και το ρίχνουν στον τάφο του φονεμένου. Το διαβάζουν και με τους παπάδες. 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1928)
Thumbnail

Βγαίνει το Μεγ. Σαββάτο κι άμα ξέρη κανείς που βγαίνει, μπορεί να πάη και να πετάξη ρούχο μάλλινο και ξύεται αυτό και πέφτουν τα κέρατα του και τα παίρνει. Με το λιόκρινο γρεύει ο σεληνιασμανος άνθρωπος. 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1927)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 49
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (381)Παραδόσεις (107)Συλλογέας
Λουκόπουλος, Δημήτριος (488)
Τόπος καταγραφήςΑιτωλία (355)Ακαρνανία (30)Αιτωλία, Άγραφα (21)Κρήτη (20)Αιτωλία, Αμβρακιά (19)Ολυμπία (13)Βοιωτία, Θήβα (7)Ήπειρος (3)Θεσσαλία (3)Ικαρία (3)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής1928 (120)1927 (49)1926 (128)1925 (42)1923 (103)1922 (45)1920 (1)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.