• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 872

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Μια φορά ένας Χιώτης καυχότανε πως γνώρισε φαρσί τα αρχαία ελληνικά. Μια μέρα, ο καντυλανάπτης μαζί με τον αριστερό ψάλτη της εκκλησίας, για να περάσει η ώρα ως ότου να χτυπήσει η καμπάνα του εσπερινού.. ξηγούσανε τροπάρια! Και στην αρχή μεν, οπωσδήποτε τα καταφέρναμε. Αντιστάσεως μη ούσης δηλ. βγάζανε κάποιο νόημα. Όταν όμως φτάσανε στις Καταβασίες των Χριστουγέννων που είνε εις στίχους Ιαμβικούς και διαβάσανε τον στίχον <Νύν ποτυιάται της παλιγγενεσίας>εκεί πλέον δεν μπορέσανε να προχωρήσουν. Τα μπερδέψανε, ζαλισθήκανε, σκοτισθήκανε και νόημα μηδέν. –Αμ, καυμένε, είπε τότε ο ψάλτης : Τι καθόμαστε και σκοτιζόματσε; Να πάμε στον δάσκαλο να μας τα εξηγήσει. Δάσκαλος δε, θα το εννοήσατε βέβαια, ήταν ο δεινός ελληνιστής, ο χιώτης που γνώριζε τα ελληνικά φαρσί. Φτάσανε στο γραφείο του. –Δάσκαλε, το και το. – Ευχαρίστως, παιδιά μου εις ποιον κείμενον έχετε απορίαν; Έχετε υπόψη σας κανένα αρχαίον συγγραφέα, ή –Δάσκαλε, τον διακόψανε, θέλουμε να μας εξηγήσεις τι θα πεί το : <Νύν ποτνιάται ης παλιγγενεσίας> -Αυτό μόνον; Λοιπόν παιδιά μου, το <νύν> είνε πάντα νύν! –Και το <ποτνιάται> τι θα πεί; -Και το <ποτνιάται> παιδιά μου είναι και αυτό κάτιν τις. –Καλά. Άμ το < της παλιγγενεσίας> πως το εξηγείς; <Μωρέ διαβόντρον κουλούκια, είπεν έξω φρενών ο δάσκαλος, εγώ θα σας τα εξηγήσω όλα. Και τους έδιωξε. Και έτσι έγινε η μετάφραση του <Νυν ποτνιάται της παλιγγενεσίας> από το αρχαίον κείμενο στη δημοτική μας γλώσσα. 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Thumbnail

Ένα από τα ωραιότερα μνημεία της χριστιανικής μας τέχνης αληθινό καύχημα της Ελληνικής Ορθοδοξίας, είνε και η Εκατονταπυλιανή της Πάρου. Γύρω από την αρχαιοτάτη αυτή εκκλησία πλέκονται διάφορες ιστορίες και θρύλοι. Σημαντικώτερος είνε ο ακόλουθος : Στον καιρό του βασιλέως Λέοντος, πειραταί Άραβες, με ορμητήριο την Κρήτη, έκαναν καταστρεπτικές επιδρομές στα Ελληνικά παράλια και προ πάντων στα νησιά του Αιγίου. Ο βασιλεύς έστειλε το στρατηγό Ημέριο για να καταδιώξη τους επιδρομείς και ν' απαλλάξη τους υπήκοους του από την τυρρανία τους. Αλλ' άνεμος σφοδρός ανάγκασε τον Ημέριο να ρίξη Άγκυρα στην Πάρο, όπου έμεινε αρκετές ημέρες. Το στρατηγο αυτόν ακολουθούσε στην εκστρατεία κι ένας λόγιος της εποχής, ο “Συμεών ο σοφός”, ο οποίος εβγήκε στο νησί, το εμελέτησε κι έγραψε περίεργες πληροφορίες για το εκκλησιαστικό του μνημειο και για ότι άλλο αξιοπερίεργο είχε. Την εποχή εκείνη, ο ναός της Εκατονταπυλιανής ήταν ακόμη σε όλη την ωμορφιά της μαρμαρένιας λευκότητος του. Το μακρό περιστύλιο του, τα λεπτοσκαλισμένα κοσμήματα του, ο λπούτος των αφιέρωμάτων και των πολυελαίων, επέσυραν το θαυμασμό των προσκυνητών που εμαζεύοντο από παντού... Σήμερα, δυστυχώς, όλο εκείνο το μεγαλείο, είναι σκεπασμένο με τον ασδέστη και τις διάφορες επιδιορθώσεις. Εν τούτοις, ακόμη και σήμερα, ο προσκυνητής νοιώθει βαθειά συγκίνηση μπρός στο αριστούργημα αυτό της αρχιτεκτονικής, Όταν μπή κανείς στο Ιερό του ναού, βλέπει, ως είδος αμφιθεάτρου, ένα μεγαλοπρεπές Δωδεκάθρονο, όπου εκάθονταν οι αρχιερείς και ιερείς στις μεγάλες λειτουργείες. Στη μέση του Ιερού, επάνω από την Αγία Τράπεζα, υπάρχει επίσης ένα θαυμάσιο μεγάλο κιβούρι, μονόλιθο, στηριζόμενο σε τέσσερις στήλες από γρανίτη. Είνε φανερό οτι είνε παρμένο από αρχαίο Ελληνικό ναό, ίσως της Δήλου. Το κιβούρι αυτό ο αρχηγός των Αράβων Νίσσυρις θέλησε να το αρπάξη, για να το αφιερώση στο τέμενος της Άγαρ, της προμάμης του Αραβικού λαού. Αλλ' ενώ η πύλη του ναού ήταν αρκετά ευρύχωρη για να το βγάλουν έξω, όταν έφταναν εκεί το κιβούρι μεγάλωνε – μεγάλωνε και δεν χωρούσε να περάση. Τέλος οι πειραταί κουράστηκαν, το άφησαν χαμου κι έφυγαν. Δεξιά, σ' ένα ξεχωριστό διαμέρισμα του ναού, ΄σωζεται ακόμη η Κολυμβήθρα , που έχει σχήμα σταυρού. Σ' αυτή κατεβαίνει κάνεις με τρία σκαλοπάτι. Στη μέση της Κολυμβήθρας υψώνεται η λεγόμενη “Ιερά νήσις” όπου στεκότανε ο ιερέας κι' εβάφτιζε. Στη Κολυμβήθρα αυτή έλαβαν το βάφτισμα οι τελευταίοι Ελληνες ειδολολάτραι. Αριστερά στην άλλη πτέρυγα υπάρχει μια επιτάφια πλάκα. Και ο προσκυνητής σταματά φιλοπερίεργος να μάθη ποιόν κρύβει ο τάφος αυτός. Κάποιος καλόγηρος της Μονής διηγείται τότε στον επισκέπτη ότι μια γυναίκα είνε κεί μέσα θαμμένη. Θεόκτιστη τ' όνομα της και δραματική η ιστορία της. Στα παληά χρόνια, ξένοι κυνηγοί βγήκαν στην Πάρο, για να κυνηγήσουν ελάφια και άλλα άγρια ζώα. Ένας από τους κυνηγούς αυτούς ξέκοψε από τους άλλους, για να πάη στην Εκατονταπηλιανή να προσκυνήση. Φτάνει στην εκκλησία, κατά το μούχρωμα, μπάινει μέσα και βλέπει στα δεξιά της Αγίας Τραπέζης κάτι αεροσάλευτο, σαν άσπρο πανί ή σαν δίχτυ αράχνης που το κούνησε ο άνεμος. Ο κυνηγός κάνει να πάη κοντά, όταν άξαφνα ακούει μια φωνή που έβγαινε από το άσπρο μαγνάδι κι' έλεγε τρομαγμένη : - Μην πλησιάσης! ... Είμαι γυναίκα γυμνή: Ρίξε μου ρούχα να σκεπασθώ, και θα σου πώ ποιά είμαι!... Ο κυνηγός της έρριξε το μαντύα του, που η γυναίκα τον εφόρεσε, και αφού έκανε το σημείο του σταυρού, άρχισε τη διήγησι της : Ήτανε καλόγρηα απο την Μεθύμνη της Λέσβου. Από μικρή, ταγμένη στα θεία, μπήκε σε μοναστήρι γυναικών. Σε ηλικία 18 ετών θέλησε να επισκεφθή μια μια αδελφή της παντρεμένη στη Μεθύμνη και ξεκίνησε για κεί. Στο δρόμο, ένα μπουλούκι πειρατών του Νισσύρι την εσκλάβωσε, την έφερε στο καράβι και μαζύ με άλλες την έφερε στην Πάρο, όπου εσκόπευαν να μείνουν λίγο καιρό οι πειραταί έως ότου κάνουν πανιά για το Αλγέρι. Μια νύχτα όμως, η Λεσβία καλόγρηα κατώρθωσε να ξεφύγη από τα χέρια των πειρατών και τρέχοντας να χωθή στο δάσος. Κ' εξακολουθούσε να τρέχει ολοένα, αψηφώντας τα λιθάρια και τ' αγκάθια, ξεσκίζοντας τα πόδια της, περίτρομη, λαχανιασμένη. Τέλος δεν μπορούσε να περπατήση απ' την κούρασι κ' έπεσε χάμου, σαν νεκρή!... Την άλλη μέρα, το πρωΐ, η ακτίνες του Ηλίου την έξύπνησαν. Η καλόγρηα ανασηκώθηκε, έρριξε μια ματιά γύρω της και πέρα κατά τη θάλασσα και με χαρά είδε τα καράβια των πειρατών ν' αρμενίζουν μακρυά, περ' από την Πάρο... Από τότε – είπε στον κυνηγό – είχαν περάσει 30 χρόνια. Και κατοικούσε πειά μέσα στο ναό και τρεφότανε με άγρια χόρτα και νερό πηγής, “βοηθουμένη από τη χάρι της Υπεραγίας Θεοτόκου”. Και όταν τα ρούχα της εξεσχίζοντο, την εσκέπαζε η δύναμις του Θεού που κυβέρνα και σκεπάζει τα πάντα!... Αφού είπε αυτά η καλογρήα, έπεσε στα γόνατα κ' ευχαρίστησε τον Κύριο. Έπειτα, παρακάλεσε τον κυνηγό όταν θα ξαναγυρίση να της φέρη μέσα σε καθαρό κουτί Άγιο Αντίδωρο, και να μην πή τίποτς σε κανένα γι' αυτήν. Ο Κυνηγός της το υποσχέθηκε, κ' έφυγε. Σύμφωνα με την επιθυμία της Αγίας , επείτα από λίγον καιρό, ο κυνηγός εξαναγύρισε στην Πάρο και διευθύνθηκε στον έρημο ναό της Εκατονταπυλιανής. Στην αρχή δεν τη βρήκε εκεί την καλόγρηα, γιατί, φαίνεται κρυβότανε από τα μάτια του κόσμου. Αφού όμως οι κυνηγοί απομακρύνθηκαν, η Θεόκτιστη παρουσιάστηκε ντυμένη με το μαντύα του κυνηγού. Αυτός, άμα είδε την ερημήτισσα θέλησε να πέση στα γόνατα της και να την προσκυνήση, μα εκείνη του εφώναξε δυνατά : - Μην κάνης σε μένα μετάνοια! Σκέψου οτι βαστάζεις τα Θεία Μυστήρια!... Ο κυνηγός συγκινημένος επλησίασε, και η Θεοκτίστη κλαίγοντας από χαρά, επήρε από τα χέρια του κυνηγού το Τίμιο Σώμα που της το είχε φέρει μέσα σε ξύλινο κουτί, ευωδιασμένο, από πυξό. Η Θεόκτιστη άνοιξε το κουτί, εκοινώνησε και είπε : - Νύν απολύσις την δούλην σου, Δέσποτα, οτι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριον σου! ... Τώρα που έλαβα την άφεσι των αμαρτιών μου θα πάω όπου προστάζει το κράτος σου!...Έπειτα από τ αλόγια αυτά, εσήκωσε τα λιπόσαρκα χέρια της ώρα πολλή, προσευχήθηκε σιωπηλά, και αφού αποχαραίτησε τον κυνηγό χάθηκε. Όταν ύστερ' από λίγες ημέρες ο κυνηγός γυρίζοντας από την εκδρομή του στα βόρεια του νησιού, θέλησε να ιδή και να λάβη την ευλογία της Θεόκτιστης για βοήθεια στο ταξείδι του, τη βρήκε νεκρή μέσα στο Ιερό της Εκατονταπυλιανής, τυλιγμένη με το μαντύα του, με τα χέρια σταυρωμένα και τη γαλήνη στο θείο της πρόσωπό. 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Thumbnail

Του καλορρίζικου ανθρώπου κι οι όρνιθες κι οι πετεινοί γεννούν του 

Καληδόνης, Γ. (1929)
Ερμηνεία: Επί των αει ευτυχούντων...
Thumbnail

Δίς και παίρτς και τ' ύστερ' νόν κρούς και παίρτς 

Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1929)
Δίνεις και παίρνεις και ύστερα χτυπάς και παίρνεις. Σαντ. Επί των πωλούντων επί πιστώσει...
Thumbnail

Και κόρκορος εν λαχάνοις και Σαούλ εν προφήταις – Και η κοσκινού τον άντρα της με τους πραγματευτάδες 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Συλλογή Πιλίς – Αβίζ
Thumbnail

Και κόρκορος εν λαχάνοις και Σαούλ εν προφήταις – Και η κοσκινού τον άντρα της με τους πραγματευτάδες 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Thumbnail

Αυτό το μικρό ξούντιο που τρυπών’ στους τοίχους, στις πέτρες, στα κούφια δέντρα, στις καλύβες και στα κελάρια μια φορά κι έναν καιρό, όπως μου ΄λεγε η κάκω μου η Στεφανίγαινα, ήταν τσιουπί και τι τσιουπί! Χρυσοτσιούπ’ και χρυσονοικοκυρά. Ήταν αρραβωνιασμένο και ‘τοίμαζε όλα τα προικιά τ’είχε λευκάν’ το παννί για να φειάκ’ τα ‘ποκάμ’σα, είχε ράψ’ τα φουστάνια του, είχε γυφάν’ τα ποδιές του, είχε πλέξ’ τς δώρες του που θάδνε στο σόι του γαμπρού κι όλο ‘τοίμαζε κι όλο γύφαινε το’ να και τα’άλλο για τη νυφιάτ’κη τα’ν αρμάτα του. Όντας ζύγων ημέρα για το γάμο, η γιαδερφή τα η μεγαλύτερη που ήταν ανύπαντρη απ’τη ζήλεια κι απ’την κακίγια της τα έκλεψε όλ’ τα’ν αρμάτα και την άφηκε χωρίς ράμμα στο βελόν που λέει ο λόγος. Τότε κι αυτή παρακάλεσε τήμ Παναίγια και τ’ν έκανε νυφίτσα και γυρεύ’ σ’όλες τα μεριές και στις κλείδωσες, στα σπίτια, στα κελλάρια, στις μπίμτσες, στις μεσάντρες και στα μαντζάτα για να βρή τα προικιά τα που τα’χε κλέψ’ η γιαδερφή τα κι άμα βρή σκουτιά νυφιάτ’κα από το γινάτ’της τα κόβ, τα ξεσκάει, τα κάν’κομμάτια γιατί τα λέει δ’κά τα και δε θέλ’να τα τα χαρή η γιαδερφή της που τ’ς τα ‘κλεψε. Τα τσιουπιά τα παντρειγιάς ξέρ’ν, που η νυφίτσα κυνηγάει και κατακομματιάζ’ τα αρμάτες τους γι αυτό δίπλα στα σκουτιά τους τα νυφιάτ’κα και βάνουν τρείς τέσσερις νύφες από λαντζιάδια, έτσ’ σαν κούκλες και μ’αυτί η νυφίτσα ξεχάζ’ και χαίρεται και δεν ξεσκάει τίποτες. Η νυφίτσα ‘φκαριστιέται πολύ να γλέπ’τα τσιουπιά να πλέκ’ν και να φειάν’ν τα ξόμπλια και τα νυχάκια, τα ραφές και τα καγκέλια, τα ψαροκόκκαλα και το στάγκο στα τσιεράπια πάν’πολλές βολές και στα νυχτέρια τους, κι όντας λευκαίν’ το παννί στο ποτάμ’ κι εκεί τους βγαίν’,ζυγων στα τσιουπιά τα γλέπ’ έτσ’ κατάματα εδώ και κείγια για, παίζ’ απ’τη χαρά τα’ς και κρύβετ’ανάμεσα σ’τα πέτρες και πάλε βγαίν’ και πάλε μετακρύβεται και λογιάζ’ πότε τα τσιουπιά, πότε τα λευκαμένα ‘πουκάμ’σα πούειναι απλωμένα στις γούστραβες πέτρες τς ποταμιάς σαν να λέη στις συντρόφ’σες της. ‘’Κι εγώ μια βολά έτσ’ ‘τοίμαζα τ’ν αρμάτα μου και τα προικιά μ’ μόν’ η σύλλα η γιαδέρφη μ’απ’το φτόνο της μισήλεψε τα’ν αρμάτα μου και δε μ’άφηε να τη χαρώ.. Τα τιουπιά τη γλέπ’ν και χαζεύουν, κι αυτά με ταύτ’ και γελούν και τς λέν : ‘’Παίξε, νύφ’ να σε ιδούμε… παίξε νύφ. Να σε ιδούμε…’’ μόν’ δεν τημ πειράζ’ν κι ούτε τημ περγελούν, γιατί σιάζουνται μη γινατώσ’ και τα’ς ξεσίσ’ τα σκουτιά, ίσια ίσια που τημ’ παινούν και τα λέν : ‘’Τι καλό πσιουπί πούειν η νυφίτσα… τι χρυσοχέρα..τα χέρια τα άνεμος, στο ράψ’μο και στο ξόμπλιασμα πρώτ’απ’όλες τα συντρίφισσες της.. άφσε πάλε στ’αργαλεικά και στα μέσα του σπιτιού..βερβερίτσα!! γλήγορη και παστρική!!.. καλότυχος και καλόημερος ποιος θα πήμ πάρ’.. άμ! Τόσες προξενειές τα’ήρθαν κι όλ’απ’ αρχοντοπουλα μόν’ αυτή δε δίν’το λόγο της, γιατί καιτεράει το γυτό του ρήγα που κοστίζει το φλωρί και και πέφτει το λαγάρι… 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Thumbnail

Ο Κήτο Τσιέλεγκας έζησε ενενήντα πέντε χρόνια και πέθανε εδώ και λίγα χρόνια στη Βούρμπιανη. Όλη του τη ζωή πιστικός και τζιόμπανος. Πρόβατα πολλά δεν είχε,μόν’έτσ’ κάποιος παλιός γκουτζιάμπασης τον είπε μια φορά τσιέλεγκα κι έτσι το πήρε κι αυτός και τα παιδιά τα’και τα’αγγόνια του για παραγκώμ’κι απόμεινε.Τα βουνά τάξερε με την πιθαμή,οι ρούγες,τα μονοπάτια,τα σύρματα,οι κλεφτόβρυσες όλες δικές του. Μαλιματιτζής και στο κλέψιμο και στο κρύψιμο. Στα νιάτα του είχε ρημάξ’κοπάδια,μόν’φυλακή ποτές δεμ μπήκε οι γκουτζιαμπάσηδες τον φύλαγαν. –Γιατί,πρέ Κήτο,του είπα μια φορά πρόπερον εκεί στου Ντούρβαρη το δέντρο που στάλιζε τα πρόβατα,γιατί το λύκο τον λέτε αφωρισμένο ; ποιος τον αφώρεσε ; -Τι τα θέλ’ς αυτά εσύ,δάσκαλε,αυτά είναι για τα’εμάς τους βλάχους. Άμ’σαν είδε κι επίμενα αρχίν’σε να μου λέη: -Όντας σκόλασ’ο Χριστός τον κόσμο είδε τα πρόβατα πόβοσκαν σε μια πλαγιά, σαν να πούμε κείγια πέρα στήγ Κοκκινόπετρα κι απ’τη χαρά τα’έφειακε μια ξύλινη φλοέρα και τη λαλούσε. Χαίρουνταν που τάγλεπε να βόσκ’ν έτσ’όμορφα όμορφα και π’άκουγε τα κουδούνια τους. Ο Διάολος,μακρυγιαπεδώ, άκουσε το λάλ’μα κίνσε και πάει εκεί κοντά, είδε τα πρόβατα και τα φτόνησε που ήταν έργο του Χριστού και θέλ’σε να τα καταστρέψ’. Τι κάν’κι αυτός ; Παν στο λόγγο, βρίσ’μια γριογιογκορτσιά, κόβ’ ένα κλωνάρ’, το πελεκάει και γτιάν’, το λύκο, μόν’ ο λύκος δεν μπορούσε να κάτ’σ’ ορθός, όλο έπεφτε. Τότες ο διάολος μεταμορφώνεται σ’άνθρωπο, πάν μπροστά στο Χριστό και του λέει. –Χριστέ μ’ και Κύριέ μου, έφειακα κι εγώ ‘να πράμα μου δε λιγάει και δε στέκ’ορθό. Πές μου τι να του κάνω για να σταθή στα ποδάρια του ; ‘’Τότες ο Χριστός του λέει : ‘’Σύρε και πές σ’αυτό το πράμα πόμφειακες να σκωθή ορθό και να κάν’ότι το διατάξ’ ο Χριστός (κι από μέσα του ο Χριστός καταργιάσκε κι αφώρεσ’ αυτό το πράμα του διαόλ’το λύκο). Ο Διάολος όλο και ποπτεύ’κε τα λόγια του Χριστού γιατ’ήξερε κι όλας ότι το πράμα πόφειακ’ήταν για κακό και σιάχκε μη φάη αυτόν τον ίδιο και για τούτο πάν’κι αυτός και σκάφτ΄’ μια γκούβα, χώνιται μέσα στη γκούβα κι αφήν’μαναχά το’να ποδάρ’απ’όξω και π’ύστερις λέει : ‘’Σήκ’, έργο μου, στάσ’στα ποδάρια σου και κάνε ότ’ διάταξε ο Χριστός’’ Μια! Και πετάζετ’ορθός ο λύκος, κοσεύ’κατά το διάολο και τα’αρπάγ’το ποδάρ’που δεν πρόφτακε να το μπάσ’μέσα στη γκούβα και του το τρώει, κι από τότες το διάολο τον λέω και λυκοφάγωμα και τον λύκο τον λέν αφωρεσμένο, γιατί τον αφώρεσε και τον καταργιάστ’κι ο Χριστός, γιατ’είναι έργο του Σατανά και του Σιαητάν’… Άμα κάν’και μπή μέσα στο κοπάδ’κάν’καταστροφή στα γηδοπρόβατα,δε χορταίν’μ’ένα μόν’ θέλ’να τα λαβώσ’όλα, είν’αχόρταγος και μονάντερος, ζούνιοι του Αντίχριστου…’’ –Αλλ’ καμιά βολά, κυρ δάσκαλε, θα σου πώ και για τ’όρνιο για τον αγριογιπέτ’να που φωνάζ’τη νύχτα στα λόγγα ‘’τον αδερφό’’ και για το μπούφο π’αναστενάζ’τη νύχτα και βογγάει ο τόπος και για το ζαρκάδ’που του κινούν τα δάκρυγια σαν τα’άνθρωπου.. Ξέρομε πολλά τέτοια εμείς οι Βλάχ’. [Εδημοσιεύθη : Χ.Ρεμπέλη, Κονιτσιώτικα,επιμέλεια Ν.Χ.Ρέμπελη, 1953, σελ.163-164.(εκδόσεις Ηπειρωτικής Εταιρείας Αθηνών)] 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Thumbnail

Το κάστανο θέλει κρασί και το καρύδι μέλι και το κορίτσι φίλημα πρωϊ και μεσημέρι 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Συχνάκις αναμιμνήσκονται το κρασί ή το μέλι όταν έχουν κάστανα ή καρύδια ως συμπλήρωμα δε του δυστίχου παροιμίας αναφέρουν και το φίλημα της κόρης...
Thumbnail

Και τα φτωχά τρανεύουνε και τ' αρφανά βαστιούνται, και τάρημα παντρεύονται κι οι χήρες κονομιούνται 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Φρασεολογία παρηγορητική, λεγομένη πολλάκις κι ως μοιρολόγι, καταδεικνύουσα την πρόνοιαν του Παντοδυνάμου Θεού περί των πλασμάτων αυτού και ιδία των αναξιοπαθούντων...
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 88
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (835)Παραδόσεις (37)ΣυλλογέαςΠαπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (338)Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (275)Άγνωστος συλλογέας (99)Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ. (47)Καληδόνης, Γ. (29)Γιαννακούρος, Ιω. (24)Λαγκάνης, Ευστάθιος (12)Ρεμπέλης, Χ. (7)Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (6)άγνωστος (4)... Προβολή ΠερισσότερωνΤόπος καταγραφήςΉπειρος, Κόνιτσα, Βούρμπιανη (195)Πόντος, Χαλδία (146)Ήπειρος, Κόνιτσα (80)Πόντος, Κερασούντα (54)Πόντος, Σάντα (52)Πόντος, Τραπεζούντα (52)Θράκη, Σωζόπολη (47)Πόντος, Ινέπολη (46)Κρήτη, Χανιά (33)Άδηλου τόπου (32)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής
1929 (872)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.