• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 146

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Γένηκε άττητος 

Κουκουλές, Φαίδων (1927)
Το στριψε, έφυγε...
Εκ του άνθους, άθος, άθητος...
Άθος εις παλαιότερους αιώνας και νύν εν Κρήτη, λέγεται η στάκτη...
Thumbnail

Τότε που κυνήγαγαν οι Οβραίοι το Χριστό για να τον σταυρώσουν επήγε στο κριθάρι για να κρυφτή και το κριθάρι του είπε: Κρύψοι, αλλά είμαι χαμηλό και θα σε ιδούν. Και τότε ο Χριστός του είπε: βλογημένο να είσαι και να μη φωτρώνης όθι κι όθι. Ύστερα πήγε στο σιτάρι και ζήτησε να κρυφτή: Κρύψου, είπε, αλλά είμαι χαμηλό και θα σε ιδούνε. – Ευλογημένο να είσαι, του είπε και να μη φωτρώνης όθι όθι. Ύστερα πήγε στη σίκαλη και της είπε: να κρυφτώ στον ίσκιο σου! Και του είπε: - Είμαι ψηλή και πέφτει ο ανθός μου, άμα κρυφτής μέσα. Και της είπε: - Καταραμένη να είσαι και στην πέτρα να φυτρώνης. 

Ραμαντάνης, Νικόλαος (1927)
Thumbnail

Στ’χάρ’, το : (= το στοιχάρι= μέγα στοιχείον) Βροχή ραγδαιοτάτη και εξ απίνης ελθούσα μετά σφοδρού ανέμου. Συνοδεύεται πάντοτε υπό προειδοποιητικού τρομερού μηκυθμού (βουής) ως λέγεται, ώστε οι άνθρωποι προλαμβάνουν συνήθως κάπου να κρυφθούν. Είναι η γνωστή λαιλαψ ή θύελλα αναλόγως της ταχύτητος και της σφοδρότητος του πνέοντος ανέμου. Δεν είναι η στοιχηδόν πίπτουσα βροχή, αλλ’η ιδία λέξις στοιχείον (μέγα στοιχείον=στοιχάρι) καθόσον οι ορεινοί πρωσοποποιούν τα στοιχειά της φύσεως τα ονομάζουν δε στριχειά. Κάθε χωριό έχει και το στοιχειό του είναι δε τούτο βούς πελώριος και αφαντάσου δυνάμεως όταν οργισθή δύναται να εκριζώση δένδρα και να επιφέρη καταστροφάς εις το χωρίον καθ’ού η οργή του. Ολίγιστοι άνθρωποι ηυρύχησαν να ίδουν ιδίοις όμμασι στοιχειό- βούν. Μόνον το μούγκρισμα ή μουγκρητό ακούον την νύκτα και τρομάζουν και οι θαρραλεώτεροι. ‘’Πιάστηκε το στοιχειό της Αβόρανης και Ζηλίστας και αν άκουγες το μουγκρητό θα κόβεταν το αίμα σ’’’. Πολλά δεινά παθαίνει το χωριό εκείνο του οποίου το στοιχειό του θα ηττηθή. Αρρώστειες ενσκήπτουν επιδημικές και άλλα κακά…. Τα μυκώμενα στοιχειά των χωριών προσωποποιημένα εις πελωρίους βούς μυκωμένους και αλληλομαχομένους δεν είναι τίποτε άλλο ειμή αι αντιθέτου φοράς λαίλαπες και καταιγίδες και θύελλαι, αίτινες εν τοιαύτη περιπτώσει επιφέρουν ανυπολογίστους καταστροφάς. 

Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος (1927)
Thumbnail

(Διάβα στο Κριατσοβούνι. Την περνά κανείς πηγαίνοντας απ’ Αρτοτίνα στο Κριάτσι). Παραπάνω απ’ το Διακόπι της Στρωμίνιανης ερχόνταν κατά το Κριάτσι ένα κορίτσι από την Αρτοτίνα ας πούμε. Κι ένας από την Αρτοτίνα την αγάπαγε και κίνεσε κοντά με άλλον έναν. Και το κορίτσι με άλλον έναν ερχέτανε. Και πήγαν αυτοί οι δύο και το φτασαν στο δρόμο εκείνον, στη ραχούλα πάνω. Και το ζύγωσε αυτός το κορίτσι και του είπε: Θα σε πάρω και θα φύβγομε (σαν κλεμμένο κατάλαβες) Τότε γύρισε το κορίτσι και του λέει: - Εγώ δε σε θέλω. Τότε αυτός βγανει το μαχαίρι και το ‘κοψε το κεφάλι, του κι έπεσε κάτω. Πάει το κορίτσι. Κι έτσι έμεινε να λέγεται αυτό το μέρος «Στο κομμένο κορίτσι». Κατά τους Αρτοτίνους κόπηκαν δυο κορίτσια όχι ένα. 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1927)
Thumbnail

Ήταν δυο διακονιαρέοι κατά το Κριάτσι πάγαιναν κατά την Αρτοτίνα, δεν ξέρω. Αυτού που έρχονταν αυτοί οι διακονιαρέοι τους απάντησε ένας άνθρωπος κι είπε αυτός: αυτοί οι διακονιαρέοι που έρχονται από μακρυά έχουνε χρήματα. Και τους έπιασε και τους έκοψε και τους έσφαξε και τους πήρε ό,τι είχαν εκεί απάνω τους λίγα πολλά, δεν ξέρω, και τα πήρε και πάει. Κι έμεινε να λέγεται Διακόπι, επειδή έκοψαν τους διακονιαρέους. [Διακόπι= Ένα διάσελο που περνάει κανείς πηγαίνοντας απ’ την Αρτοτίνα στη Στρωμίνιανη]. 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1927)
Thumbnail

Ένα βράδυ περιμένοντας με τους ψαράδες να γείρη το φεγγάρι, έμαθα κάτι που με εξέπληξε. Πως ο Άϊ Λιάς ήτανε θαλασσινός και μάλιστα ψαράς. Αφού ψήθηκε στην άρμη και στον ήλιο και χαροπάλαιψε πενήντα χρόνια με το στοιχειό που τούπνιξε παιδιά και εγγόνια, βαριέστηεσε, πήρε ένα κουπί και άρχισε να ανεβαίνη στη στεργιά. Όπου συναπαντούσε ανθρώπους τους ρώταγε: "Τι είνε αυτό;" και άμα του λέγανε κουπί ανέβαινε ψηλότερα. Έφτασε στην κορυφή βουνού. Εκεί ρώτησε πάλι τους ανθρώπους που συναπάντησε: "Τι είνε αυτό;" Και εκείνοι του αποκρίθηκαν "ξύλο". Τότε ανακουφίστηκε. Έμπηξε το κουπί και έκτισε την καλυβα. Αγίασε και απο τότε του Άϊ-Λιά το κλησίδι κτίζεται στα νησιά στης κορφές των βουνών. Αλλά μήπως υπάρχει ύψωμα λόφου ή βουνοκορφή στο νησί χωρίς να ασπρίζη απάνω και ένα ρημοκκλήσι. Αυτό είνε εκδήλωσις θεοσεβείας χωρίς να είνε απηλλαγμένη και απο φιλοκέρδεια. 

Άγνωστος συλλογέας (1927)
Thumbnail

Μια φορά που βγήκε ο Διάβολος βαλθήκαν με το Χριστό να κάμουν δυο πράματα. Ο Διάβολος έφκιαξε τα γίδια και δε μπορούσαν να γονατίσουν, όταν κοιμώνταν καθόλου. Ο Χριστός έφκειαξε τα πρόβατα και μπορούσαν να γονατίσουν και κοιμούνταν όλο το μεσημέρι. Τα γίδια που δεν μπορούσαν να γονατίσουν έφευγαν όλο έφευγαν και ο Διάβολος που πήγαινε κοντά ανάπαυλα δεν εύρισκε. Απόστασε. Τότε ο Διάβολος ρώτησε το Χριστό πως τα κατάφερε να κοιμώνται τα πρόβατά του. Ο Χριστός δεν του είπε τίποτα. Τότε κι ο Διάβολος σοφίστηκε με τα κέρατά του κι έκοψε μια πέτσα απ’ τα γόνατα των γιδιών και τα κατάφερε να γονατίζουν και να κοιμούνται. Από τότε κι ύστερα μπορούν τα γίδια να γονατάνε και να κοιμούνται το μεσημέρι. Για να εκδικηθεί το Χριστό ο Διάβολος έφκειασε την αλεπού και το λύκο και πήγαιναν κι έτρωγαν τα πρόβατα, αρνιά και πρόβατα τα σακάτευαν. Ο Ιησούς Χριστός για να τον εκδικηθεί το Διάβολο έφκειασε το μαντρόσκυλο κι αυτός κυνηγάει τα γίδια και φεύγουν απ’ το μπουλούκι. Πάλε ο Διάβολος έφκειασε το λαγό να τρέχη πολύ. Κι ο Χριστός έκαμε το λαγωνικό να κυνηγάει το λαγό. 

Ραμαντάνης, Νικόλαος (1927)
Thumbnail

Του γιατρού του Λεμπέση η μητέρα από τα Βουνάρια πήγαινε ένα πρωί να μαζάψη ξύλα και βρήκε στο δρόμο έναν Αράπη κι’ έβοσκε τάλλαρα, έβγανε λοιπ’ον την ποδιά της κι’ αρχίνησε ναν τηνε ρίχνει απάνω τους και να τα σκεπάζη. Όσα σκέπαζε μένανε στον τόπο δεν το κουνάγανε, ώσπου ήρθε ο Αράπης και τη χτύπησε με τη μαγκούρα και την κοψομέσασε. Και μάζωξε τα τάλλαρα και τάβαλε στην ποδιά της αλλά δε μπόρηγε ναν τα σηκώση γιατί την είχε κουψομεσασμένη ο Αράπης και τακρυψε κάπου εκεί κοντά κι ήρθαν τα παιδιά της την άλλη μέρα και τα πήραν. Μια άλλη γριά είδε τα φλουριά μπροστά της και πηδάγανε και είπε : <Λεφτούλια! Λεφτούλια! Κι’ έγιναν λεφτούλια ώστε που πέθανε είχε ένα μπομπάκι κι (μικρό πήλινο δοχείο) γεμάτο δίλεφτα και μονόλεφτα. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1927)
Thumbnail

Βγαίνει το Μεγ. Σαββάτο κι άμα ξέρη κανείς που βγαίνει, μπορεί να πάη και να πετάξη ρούχο μάλλινο και ξύεται αυτό και πέφτουν τα κέρατα του και τα παίρνει. Με το λιόκρινο γρεύει ο σεληνιασμανος άνθρωπος. 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1927)
Thumbnail

Λένε για τους πεθαμένους πως βρουκολακάζουν. Αυτοί που φονεύονται όξω απ, το χωριό και δεν τους θάφτει παπάς, δεν τους διαβάζει και τους πετάνε στα σκυλιά αυτοί βρουκολακιάζουν. Λένε πως παγαίνουν πίσω στους συγγενείς του οι βρουκολάκοι και τους πειράζουν, κι απ’αυτό βγήκε τη γενιά του τρώει αυτός. Ο βρουκόλακας βυζαίνει το αίμα απ’τα δάχτυλα, απ’τα χέρια κι απ’τα ποδάρια όλες τις μέρες. Μόνο το Σάββατο το βράδυ δεν πηγαίνει. Μια φορά ένας βρουκόλακας πήγαινε κάθε βράδυ και βύζαινε τα δάχτυλα της γυναίκας του. Αυτή πάγαινε όλο τον κατήφορο. Έλυπσε. Τη ρώτησαν τ’αδέρφια της, γιατί λούνει και κατάντησε σ’αυτή την κατάσταση. Αυτή τους μολόγησε τι παθαίνει. Τότε πήγαν το βράδυ κι έπεσαν να κοιμηθούν ανάμεσα στην αδερφή τους και την είπαν : αν δεν καταλάβουμε, να μας γκουχτήση την ώρα που θάρθη. Κατάλαβι όμως ο βρικόλακας κι έφυγε. Επειδή πόμπινι από το μπουχαρό, πήγαν και βούλωσαν το μπουχαρί. Την άλλη βραδυά τρύπωσε αυτοίς μέσα απ’την τρύπα του κατωγείου, πέρασε τον καταρράχτη κι ήρθε στη γυναίκα του. Αυτή γκούχτησε ταδέρφια της και ξύπνησαν. Έφυγε ο βρυκόλακας, αλλά της το μαρτύρησε της γυναίκας του πούθε μπήκε μέσα και από το Σαββάτο κάθεται μέσα στον τάφο σκιάζεται να βγή, γιατί ψέλνει ο παπάς. Τότε αυτοί το Σάββατο πήραν θερμό και λωστάρια καημένα μες στη φωτιά και πήγαν εκεί, έρριξαν το θερμό και τον ζεμάτισαν και τον βάρεσαν από πάνω με τον λωστό και τον έκαψαν και δεν ξαναπήγε πια σπίτι του, ούτε στη γυναίκα του. 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1927)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 15
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (92)Παραδόσεις (54)ΣυλλογέαςΛουκόπουλος, Δημήτριος (49)Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος (30)Κουκουλές, Φαίδων (20)Μάλλιος, Θεόδωρος Π. (13)Άγνωστος συλλογέας (7)Heuzey, Len (6)Ιωαννίδου, Μ. (5)Ταρσούλη, Γεωργία (5)Ραμαντάνης, Νικόλαος (3)Καββαδίας, Γ. (2)... Προβολή ΠερισσότερωνΤόπος καταγραφήςΑιτωλία (82)Άδηλου τόπου (15)Αχαΐα, Καλάβρυτα (13)Μεσσηνία, Πύλος, Κορώνη (5)Κρήτη (3)Μακεδονία (3)Άργος (2)Επτάνησα (2)Σάμος (2)Φθιώτιδα, Λοκρίδα, Δαδί (2)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής
1927 (146)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.