• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 325

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Μια φορά κ’ έναν καιρό ζούσε ένας τσοπάνης που είχε την στάνη του έξω απ’ το χωριό. Δίπλα στη στάνη, είχε κ’ ένα σπιτάκι όπου καθότανε ο ίδιος. Ένα βράδυ, εκεί που ήταν έτοιμος να πλαγιάση, ακούει να του βροντάνε δυνατά την πόρτα. – Ποιος είνε; Φωνάζει. – Άνοιξε! Ανοίγει ο τσοπάνης και βλέπει μια μαυροφόρα γυναίκα. – Ποια είσαι; της λέει. Τι θέλεις; - Εγώ είμαι η Βλογιά, του απαντάει εκείνη και ήρθα να μου δώσης το καλύτερό σου αρνί γιατί αλλοιώς θα σε πιάσω και θα πεθάνης. Δόσε μου το λοιπόν για να σ’ αφήσω. Σκέφθηκε λίγην ώρα ο τσοπάνης κι ύστερα της λέει: - Εγώ, κυρά μου, καθώς θυμάμαι και ο ίδιος και καθώς μου το έχει πη και η μάννα μου, την βλογιά την έχω βγάλει κι έτσι δεν φοβάμαι πειά να την ξαναβγάλω, κι αν την βγάλω θα την βγάλω ελαφρυά. Λοιπόν φεύγα και πήγαινε στο καλό, γιατί δεν σ’ έχω ανάγκη. Σηκώνεται λοιπόν η βλογιά και φεύγει από κει που ήρθε. Πάει να πλαγιάση πάλι ο τσοπάνης, αλλά δεν είχε ακόμη κλείσει τα μάτια του κι ακούει να του χτυπούνε πάλι την πόρτα. – Άει στο καλό, λέει. Ποιος είνε πάλι τούτος; Ανοίγει την πόρτα και βλέπει πάλι μια μαυροφόρα γυναίκα. – Ποια είσαι, κυρά μου; τη ρωτάει. Τι θέλεις από μένα τέτοια ώρα; - Εγώ, του λέει εκείνη, είμαι η διφθερίτις και ήρθα να μου δώσης το καλύτερό σου αρνί γιατί αλλοιώς θα σε πιάσω και θα πεθάνης. Αναθυμάται εκείνος λίγην ώρα και της απαντάει ύστερα: - Κυρά μου, εγώ, καθώς μου έχει πη η μάννα μου και καθώς θυμάμαι και ο ίδιος, την διφθερίτη την έχω βγάλει σαν ήμουνα μικρό παιδί και τώρα είν’ αδύνατο πειά να την ξαναβγάλω. Λοιπόν σύρε στην ευχή γιατί δεν σ’ έχω ανάγκη. Παίρνει το φύσημά της και η διφθερίτις και φεύγει. Πέφτει ο τσοπάνης για να κοιμηθή λιγάκι. Ότι εκόντευε να τον πάρη ο ύπνος κι ακούει πάλι να του βροντούν την πόρτα. – Μωρ’ τι ευχή Θεού είνε τούτο απόψε, λέει. Δε θα μ’ αφήσουν απόψε να ησυχάσω μια στιγμή! Ανοίγει την πόρτα, βλέπει πάλι μια μαυροφόρα. – Ποια είσαι εσύ κυρά μου, την ρωτάει. Τι θέλεις από μένα; - Εγώ, του λέει εκείνη, είμαι η Πανούκλα και ήρθα να σε πάρω. Αν όμως μου δώσης το καλύτερό σου αρνί, τότε δεν θα σε πειράξω. Ξύνει ο τσοπάνης το κεφάλι του, συλλογιέται κάμποση ώρα. Δεν την είχε βγάλει την πανούκλα! – Έλα της λέει, να στο δώσω το αρνί. Της πάει στην στάνη, της διαλέγει το καλύτερό του αρνί. – Πάρτο, της λέει εκείνη, θα μου το φέρης εσύ στο σπίτι μου. – Και που είνε το σπίτι σου! – Έλα μαζύ μου και θα στο δείξω. Τι να κάνη ο κακομοίρης ο τσοπάνης. Φορτώνεται το αρνί στην πλάτη του και μπρος εκείνη, πίσω αυτός τραβούν κατά το σπίτι της. Περπατάνε, περπατάνε, περνούν ερημιές, περνούνε βουνά, μα πουθενά να φανή σπίτι. Ο κακομοίρης ο τσοπάνης φοβότανε, αλλά δεν κοτούσε και να την ρωτήση. Καμμιά φορά βλέπει από μακρυά ένα θεόρατο παλάτι που φωτολόγαε. – Να το σπίτι μου, εδώ είνε, λέει η πανούκλα. Μπαίνουνε μέσα, τι να ιδή ο τσοπάνης. Ολόκληρο το σπίτι ήταν μέσα γεμάτο καντήλια που κρέμονταν απ’ το ταβάνι και φέγγανε. Άλλο ήταν γεμάτο λάδι, άλλο ήταν ως την μέση, άλλο τσιτσίριζε, άλλο ήταν έτοιμο να σβύση. Ξαφνιασμένος ο τσοπάνης ρωτάει: - Δε μου λες, κυρά μου, τι είνε τούτα τα καντήλια; - Αυτά, του λέει εκείνη, είνε η ζωή του κάθε ανθρώπου. Όσο καίει το καντήλι του, τόσο θα ζήση κανείς, μόλις σβύση, θα πεθάνη. – Είνε και το δικό μου εδώ μέσα; Ρωτάει ο τσοπάνης; - Πως δεν είνε. Να το. Κοττάει ο τσοπάνης και βλέπει ένα καντήλι ξέχειλο στο λάδι που έλαμπε τόσο ώστε χαιρόσουν να το βλέπης. Δίπλα του ήταν κι ένα άλλο που είχε απομείνει μονάχα το νερό του και τσιτσίριζε κι ήταν έτοιμο να σβύση. – Ποιανού είνε τούτο; Ρωτάει. – Τούτο είνε του αδερφού σου, του λέει η πανούκλα. – Αχ καϋμένη, της λέει εκείνος, δεν του βάζουμε λιγάκι από το δικό μου που έχει τόσο πολύ για να μην πεθάνη έτσι γρήγορα ο κακομοίρης. – Αυτό το πράγμα δε γίνεται λέει η πανούκλα. Όσο λάδι μπη εξ αρχής αυτό είνε όλο. Ύστερα ούτε μπαίνει άλλο, ούτε βγαίνει. – Αλήθεια, ρωτάει ο τσοπάνης, ούτε μπαίνει ούτε βγαίνει; - Αλήθεια. – Τότε λοιπόν αντίο σας. Και κόβει πάλι το αρνί στον ώμο του ο καλός ο τσοπάνης. Εσύ η ίδια μου είπες τώρα πως δεν μπορείς να βγάλης το λάδι από το καντήλι μου. Λοιπόν δεν σ’ έχω ανάγκη. Γιατί να χαραμίσω το αρνί μου. Παίρνει λοιπόν δρόμο ο τσοπάνης και κινάει κατά το χωριό του. Τις αυγές, σαν κοντοζύγωνε να φθάση ακούει την καμπάνα και βαρούσε νεκρικά. – Ποιος πέθανε; Ρωτάει. – Ο αδερφός σου, του λένε. Τότε κατάλαβε πως όλα όσα του είχε πη η πανούκλα ήταν αλήθεια. Πήγε στον τάφο του αδερφού του, γονάτισε κ’ έκλαψε, κ΄έπειτα ξένοιαστος πειά γλέντησε την ζωούλα του και έζησε εκατό χρόνια και περισσότερα έχοντας και τ’ αρνί του. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1928)
Thumbnail

Ο χωριάτης βάνει το σκοινί μονό και δέ σώνει και βάνει το και διπλό και περισέβγει 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928)
Thumbnail

Τον φαντάζονται ένα κοντό ανθρωπάκι με κόκκινο φεσάκι, που όποιος μπορέσει και του πάρη το φεσάκι, χαρά στη μοίρα του, θα γίνη πλούσιος. Πάει και κάθεται πάνω στα στήθη τους και τους πιέζει και δεν μπορούνε να ξυπνήσουν. “Ο Βαρυνυπνάς, βρε παιδιά, κοίτουνταν απόψ' απάνω μου και πολέμου να ξυπνήσου και δεν εμπόρου.” 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928)
Thumbnail

Ρίζος και Στεργιαλής, Στεργιαλής και Ρίζος 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1928)
Ερμηνεία: Ντόπια παροιμία στο Απόκουρο και λέγεται επί φίλων αχώριστων. Δεν είναι πολλά χρόνια που ζούσαν οι δύο παραπάνω και ποτέ δε χώριζαν...
Thumbnail

Ο κούκος ήταν τσοπάνης και έχασε τα πρόβατα του και απο τον αναστεναγμό του έγινε πουλί και κλαίει τη νύχτα. 

Ιωαννίδου, Μ. (1928)
Thumbnail

Καθώς βαδίζει κανένας βοριοανατολικά απ’ την Τατάρνα για να πάη κατά τα Άγραφα, φτάνει σε διάσελο που χωρίζουν οι στράτες. Η μια πάει κατ’ το Κεράσοβο κι η άλλη κατά το Παλιοκάτουνο. Δοκίμι λένε το μέρος. Εκεί φαίνεται πως οι αρχαίοι είχαν κάποιο οχύρωμα. Τείχος και ογκόλιθους χτισμένο φαίνεται ανάμεσα στα πουρνάρια και τετράγωνες δουλεμένες πέτρες σπορπισμένες πανώστρατα και κατώστρατα. Αντίκρυα απ’ το Δοκίμι, στην κορφή από βράχο είναι ένα αρχαίο κάστρο, Παλιόκαστρο το λέει ο κόσμος. Οι χωριάτες λοιπόν λένε πως το κάστρο αυτό τόχτιζαν οι Έλληνες. Και πέτρες για να το χτίσουν έβγαναν στο Δοκίμι. Τις έβγαναν, τις δούλευαν εδεκεί πιτοπίες κιαπέ τις φορτώνονταν στην πλάτη και τις πάγαιναν στην κορφή στο βράχο και τις έχτιζαν. Πολύ καιρό εργάστηκαν. Πριν τελειώσουν ακόμα, λάλαγε το κουνούπι στ’ αυτιά τους χώνονταν στη γη και πέθαιναν. Δεν πρόφτασαν ούτε το κάστρο να χτίσουν και μένει και σήμερα εδεδέτσι, ούτε τις δουλεμένες πέτρες που είχαν στο Δοκίμι για να τις παν στην κορφή στο βράχο. Και γι’ αυτό σήμερα τις βλέπουμε έτσι σκορπισμένες. Και πολλοί σκάβουν αυτές τις πέτρες ή και τις σπάζουν για να βρουν τα χρήματα που είναι τάχα κρυμένα μέσα. Κείνοι οι Έλληνες ήταν δυνατοί, θερία κόσμος, Δράκοντες Σαμψώνες. 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1928)
Thumbnail

Οι κατσικαντάρηδες είν' οξαποδώ και γυρίζζουν τα δωδεξάμερα, ώς τωφ Φωτών, κι άμα φωτιστούν τα νερά, μαπίννουμ μέσα 'ς έναν καρυδότσοφλον και φεύγουσιν. Είν' αψηλοί και κοκκαλιάρηδες φορούσιν και καπότταν εις την κεφαλήν. Όποιο δούσιν του λέσιν <Στούππος γή βόλυμος>. Κι άμα πή <Στούππος> στραβώννεται κι άμα πή <Βόλυμος>, καθίζουν απάνω του και τον κωλοκόβγουν και πεθαίνει. 

Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1928)
Thumbnail

Ο Χουχουλόγιωργας ήτονε ένας άνθρωπος που παντρεύτηκε και πέθανε η γυναίκα του,πεθάνανε τα παιδιά του και είχε οχτώ αδεφούς και του πεθάνανε κι’αυτοί.Όταν λοιπόν του φέρανε το μίλημα που πέθανε κι’ο τελευταίος του αδερφός, -Μπά,θέ μου,λέει,κάνε με πουλί,να γυρνάω να χουχουλιέμαι.Κι έτσι γίνηκε το πουλί ο Χουχουλόγιωργας και γυρνάει και φωνάζει : ‘’χουχουχού-χουχουχού’’και κλαίει τα’αδέρφια του. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1928)
Thumbnail

Στα Λιπιανά των Αγράφων όντας γιόρταζαν τη μνήμη των Αγίων Αναργύρων ( 1 Νοεμβρίου) Έρχονταν ένα αλάφι. Τόσφαξαν και τότρωγαν. Μια χρονιά χασομέρησε τ’ αλάφι νάρθη. Ήρθε αποσταμένο, τόπιασαν και τόσφαξαν. Αλλ’ αυτό ζωντάνεψε πάλι κι έφυγε. Εκεί παρακάτω απ’ την εκκλησία είναι μια πέτρα. Σ’ αυτήν την πέτρα πάτησε πάνω και βούλιαξαν τα πόδια του μέσα. Φαίνονταν βουλιασμένα και θα φαίνονται αιωνίως. Φαίνονται ακόμα και τα αίματα πάνω στην πέτρα. Τα δείχνει σήμερα ο κόσμος. Απεκεί και δώθε όμως τ’ αλάφι δεν ξανάρθε 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1928)
Thumbnail

Άμα ένας σκοτωθή, το αίμα του φωνάζει τις τελευταίες λέξεις που είπε τη στιγμή που έπεσε. Να πούμε: μή ορέ, μή! Όχι! Επειδή βροκολακιάζει το αίμα πάνε και το μαζεύουν και το πάν και το ρίχνουν στον τάφο του φονεμένου. Το διαβάζουν και με τους παπάδες. 

Λουκόπουλος, Δημήτριος (1928)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 33
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (222)Παραδόσεις (103)ΣυλλογέαςΛουκόπουλος, Δημήτριος (120)Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (101)Νεστορίδης (22)Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (8)Βογιατζίδης, Ι. Κ. (8)Ιωαννίδου, Μ. (8)Άγνωστος συλλογέας (6)Ταρσούλη, Γεωργία (6)Ιωαννίδου, Μαρία (4)Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος (4)... Προβολή ΠερισσότερωνΤόπος καταγραφήςΝάξος, Απείρανθος (101)Αιτωλία (98)Αιτωλία, Άγραφα (21)Λακωνία (13)Άνδρος (8)Σπέτσες (8)Χίος (8)Κρήτη (7)Άδηλου τόπου (5)Μεσσηνία, Πύλος, Κορώνη (5)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής
1928 (325)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.