• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 275

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Αυτό το μικρό ξούντιο που τρυπών’ στους τοίχους, στις πέτρες, στα κούφια δέντρα, στις καλύβες και στα κελάρια μια φορά κι έναν καιρό, όπως μου ΄λεγε η κάκω μου η Στεφανίγαινα, ήταν τσιουπί και τι τσιουπί! Χρυσοτσιούπ’ και χρυσονοικοκυρά. Ήταν αρραβωνιασμένο και ‘τοίμαζε όλα τα προικιά τ’είχε λευκάν’ το παννί για να φειάκ’ τα ‘ποκάμ’σα, είχε ράψ’ τα φουστάνια του, είχε γυφάν’ τα ποδιές του, είχε πλέξ’ τς δώρες του που θάδνε στο σόι του γαμπρού κι όλο ‘τοίμαζε κι όλο γύφαινε το’ να και τα’άλλο για τη νυφιάτ’κη τα’ν αρμάτα του. Όντας ζύγων ημέρα για το γάμο, η γιαδερφή τα η μεγαλύτερη που ήταν ανύπαντρη απ’τη ζήλεια κι απ’την κακίγια της τα έκλεψε όλ’ τα’ν αρμάτα και την άφηκε χωρίς ράμμα στο βελόν που λέει ο λόγος. Τότε κι αυτή παρακάλεσε τήμ Παναίγια και τ’ν έκανε νυφίτσα και γυρεύ’ σ’όλες τα μεριές και στις κλείδωσες, στα σπίτια, στα κελλάρια, στις μπίμτσες, στις μεσάντρες και στα μαντζάτα για να βρή τα προικιά τα που τα’χε κλέψ’ η γιαδερφή τα κι άμα βρή σκουτιά νυφιάτ’κα από το γινάτ’της τα κόβ, τα ξεσκάει, τα κάν’κομμάτια γιατί τα λέει δ’κά τα και δε θέλ’να τα τα χαρή η γιαδερφή της που τ’ς τα ‘κλεψε. Τα τσιουπιά τα παντρειγιάς ξέρ’ν, που η νυφίτσα κυνηγάει και κατακομματιάζ’ τα αρμάτες τους γι αυτό δίπλα στα σκουτιά τους τα νυφιάτ’κα και βάνουν τρείς τέσσερις νύφες από λαντζιάδια, έτσ’ σαν κούκλες και μ’αυτί η νυφίτσα ξεχάζ’ και χαίρεται και δεν ξεσκάει τίποτες. Η νυφίτσα ‘φκαριστιέται πολύ να γλέπ’τα τσιουπιά να πλέκ’ν και να φειάν’ν τα ξόμπλια και τα νυχάκια, τα ραφές και τα καγκέλια, τα ψαροκόκκαλα και το στάγκο στα τσιεράπια πάν’πολλές βολές και στα νυχτέρια τους, κι όντας λευκαίν’ το παννί στο ποτάμ’ κι εκεί τους βγαίν’,ζυγων στα τσιουπιά τα γλέπ’ έτσ’ κατάματα εδώ και κείγια για, παίζ’ απ’τη χαρά τα’ς και κρύβετ’ανάμεσα σ’τα πέτρες και πάλε βγαίν’ και πάλε μετακρύβεται και λογιάζ’ πότε τα τσιουπιά, πότε τα λευκαμένα ‘πουκάμ’σα πούειναι απλωμένα στις γούστραβες πέτρες τς ποταμιάς σαν να λέη στις συντρόφ’σες της. ‘’Κι εγώ μια βολά έτσ’ ‘τοίμαζα τ’ν αρμάτα μου και τα προικιά μ’ μόν’ η σύλλα η γιαδέρφη μ’απ’το φτόνο της μισήλεψε τα’ν αρμάτα μου και δε μ’άφηε να τη χαρώ.. Τα τιουπιά τη γλέπ’ν και χαζεύουν, κι αυτά με ταύτ’ και γελούν και τς λέν : ‘’Παίξε, νύφ’ να σε ιδούμε… παίξε νύφ. Να σε ιδούμε…’’ μόν’ δεν τημ πειράζ’ν κι ούτε τημ περγελούν, γιατί σιάζουνται μη γινατώσ’ και τα’ς ξεσίσ’ τα σκουτιά, ίσια ίσια που τημ’ παινούν και τα λέν : ‘’Τι καλό πσιουπί πούειν η νυφίτσα… τι χρυσοχέρα..τα χέρια τα άνεμος, στο ράψ’μο και στο ξόμπλιασμα πρώτ’απ’όλες τα συντρίφισσες της.. άφσε πάλε στ’αργαλεικά και στα μέσα του σπιτιού..βερβερίτσα!! γλήγορη και παστρική!!.. καλότυχος και καλόημερος ποιος θα πήμ πάρ’.. άμ! Τόσες προξενειές τα’ήρθαν κι όλ’απ’ αρχοντοπουλα μόν’ αυτή δε δίν’το λόγο της, γιατί καιτεράει το γυτό του ρήγα που κοστίζει το φλωρί και και πέφτει το λαγάρι… 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Thumbnail

Ο Κήτο Τσιέλεγκας έζησε ενενήντα πέντε χρόνια και πέθανε εδώ και λίγα χρόνια στη Βούρμπιανη. Όλη του τη ζωή πιστικός και τζιόμπανος. Πρόβατα πολλά δεν είχε,μόν’έτσ’ κάποιος παλιός γκουτζιάμπασης τον είπε μια φορά τσιέλεγκα κι έτσι το πήρε κι αυτός και τα παιδιά τα’και τα’αγγόνια του για παραγκώμ’κι απόμεινε.Τα βουνά τάξερε με την πιθαμή,οι ρούγες,τα μονοπάτια,τα σύρματα,οι κλεφτόβρυσες όλες δικές του. Μαλιματιτζής και στο κλέψιμο και στο κρύψιμο. Στα νιάτα του είχε ρημάξ’κοπάδια,μόν’φυλακή ποτές δεμ μπήκε οι γκουτζιαμπάσηδες τον φύλαγαν. –Γιατί,πρέ Κήτο,του είπα μια φορά πρόπερον εκεί στου Ντούρβαρη το δέντρο που στάλιζε τα πρόβατα,γιατί το λύκο τον λέτε αφωρισμένο ; ποιος τον αφώρεσε ; -Τι τα θέλ’ς αυτά εσύ,δάσκαλε,αυτά είναι για τα’εμάς τους βλάχους. Άμ’σαν είδε κι επίμενα αρχίν’σε να μου λέη: -Όντας σκόλασ’ο Χριστός τον κόσμο είδε τα πρόβατα πόβοσκαν σε μια πλαγιά, σαν να πούμε κείγια πέρα στήγ Κοκκινόπετρα κι απ’τη χαρά τα’έφειακε μια ξύλινη φλοέρα και τη λαλούσε. Χαίρουνταν που τάγλεπε να βόσκ’ν έτσ’όμορφα όμορφα και π’άκουγε τα κουδούνια τους. Ο Διάολος,μακρυγιαπεδώ, άκουσε το λάλ’μα κίνσε και πάει εκεί κοντά, είδε τα πρόβατα και τα φτόνησε που ήταν έργο του Χριστού και θέλ’σε να τα καταστρέψ’. Τι κάν’κι αυτός ; Παν στο λόγγο, βρίσ’μια γριογιογκορτσιά, κόβ’ ένα κλωνάρ’, το πελεκάει και γτιάν’, το λύκο, μόν’ ο λύκος δεν μπορούσε να κάτ’σ’ ορθός, όλο έπεφτε. Τότες ο διάολος μεταμορφώνεται σ’άνθρωπο, πάν μπροστά στο Χριστό και του λέει. –Χριστέ μ’ και Κύριέ μου, έφειακα κι εγώ ‘να πράμα μου δε λιγάει και δε στέκ’ορθό. Πές μου τι να του κάνω για να σταθή στα ποδάρια του ; ‘’Τότες ο Χριστός του λέει : ‘’Σύρε και πές σ’αυτό το πράμα πόμφειακες να σκωθή ορθό και να κάν’ότι το διατάξ’ ο Χριστός (κι από μέσα του ο Χριστός καταργιάσκε κι αφώρεσ’ αυτό το πράμα του διαόλ’το λύκο). Ο Διάολος όλο και ποπτεύ’κε τα λόγια του Χριστού γιατ’ήξερε κι όλας ότι το πράμα πόφειακ’ήταν για κακό και σιάχκε μη φάη αυτόν τον ίδιο και για τούτο πάν’κι αυτός και σκάφτ΄’ μια γκούβα, χώνιται μέσα στη γκούβα κι αφήν’μαναχά το’να ποδάρ’απ’όξω και π’ύστερις λέει : ‘’Σήκ’, έργο μου, στάσ’στα ποδάρια σου και κάνε ότ’ διάταξε ο Χριστός’’ Μια! Και πετάζετ’ορθός ο λύκος, κοσεύ’κατά το διάολο και τα’αρπάγ’το ποδάρ’που δεν πρόφτακε να το μπάσ’μέσα στη γκούβα και του το τρώει, κι από τότες το διάολο τον λέω και λυκοφάγωμα και τον λύκο τον λέν αφωρεσμένο, γιατί τον αφώρεσε και τον καταργιάστ’κι ο Χριστός, γιατ’είναι έργο του Σατανά και του Σιαητάν’… Άμα κάν’και μπή μέσα στο κοπάδ’κάν’καταστροφή στα γηδοπρόβατα,δε χορταίν’μ’ένα μόν’ θέλ’να τα λαβώσ’όλα, είν’αχόρταγος και μονάντερος, ζούνιοι του Αντίχριστου…’’ –Αλλ’ καμιά βολά, κυρ δάσκαλε, θα σου πώ και για τ’όρνιο για τον αγριογιπέτ’να που φωνάζ’τη νύχτα στα λόγγα ‘’τον αδερφό’’ και για το μπούφο π’αναστενάζ’τη νύχτα και βογγάει ο τόπος και για το ζαρκάδ’που του κινούν τα δάκρυγια σαν τα’άνθρωπου.. Ξέρομε πολλά τέτοια εμείς οι Βλάχ’. [Εδημοσιεύθη : Χ.Ρεμπέλη, Κονιτσιώτικα,επιμέλεια Ν.Χ.Ρέμπελη, 1953, σελ.163-164.(εκδόσεις Ηπειρωτικής Εταιρείας Αθηνών)] 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Thumbnail

Το κάστανο θέλει κρασί και το καρύδι μέλι και το κορίτσι φίλημα πρωϊ και μεσημέρι 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Συχνάκις αναμιμνήσκονται το κρασί ή το μέλι όταν έχουν κάστανα ή καρύδια ως συμπλήρωμα δε του δυστίχου παροιμίας αναφέρουν και το φίλημα της κόρης...
Thumbnail

Και τα φτωχά τρανεύουνε και τ' αρφανά βαστιούνται, και τάρημα παντρεύονται κι οι χήρες κονομιούνται 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Φρασεολογία παρηγορητική, λεγομένη πολλάκις κι ως μοιρολόγι, καταδεικνύουσα την πρόνοιαν του Παντοδυνάμου Θεού περί των πλασμάτων αυτού και ιδία των αναξιοπαθούντων...
Thumbnail

Για τ’ν αρκούδα μου λέγ’ ο Θώμο Βλάχος πως ήταν μια βολά κι έναν καιρό νύφ’ και τ’ν ήλεγαν Μαρούσιω, μόν’ η πεθερά τ’ς ήταν κακιά, την τυραννούσε νύχτα μέρα και δεν τ’ν άφνε σε ‘σύχαση. Μια μέρα η πεθερά τ’ς τς έδωκε ένα ποκάρ’μαλλί λάγιο και ας είπε να πάη στο λάκκο να το πλύν’… να το πλύν’ ΄όσο να γέν’άσπρο. – Άμ… γένεται καμιά βολά άσπρο το λάγιο το μαλλί, μωρ’ καψομάννα; - Γένεται και παραγένεται… φτάν’ να το πλύν’ς καλά… Κίνσ’ η καημένη η Μαρούσιω πάει στο λάκκο κι αρχίνσε να πλέν’ και να μεταπλέν’ το μαλλί σε μια οβέρα να το ξεβγάζ’ και να το τζιουκαλνάη με τον κόπανο και να το τρίβ’ καλά για ν’ ασπρίσ’ μόν’ τίποτες. Το μαλλί όσο κι αν το ‘πλενε, δεν άσπριζε. Πήρε να βραδυάζ’, ο ήλιος είχε βαΐσ’ κι η Μαρούσιω απόστασε, δείλιασ’ από το πλύσ’μο και συλλοϊσμέν’ ακούμπ’σε σε μια κούφια ετιά που ήταν εκεί κοντά στ’ν οβέρα του λάκκου. – Άχ! τώρα τι να κάνω η δολεμέν; Πώς να το πάω πάλε λάγιο το μαλλί; Και θα είναι γεν ατωμέν’ η πεθερά μ’ που χάθηκε όλ’ τ’ν ημέρα… Μήνα π’ άργησα.. άμ δεν τάσπρισα κι όλας… Άχ! Θέ’ μ’ και Κύριε μου κάνε μ’ έν’ αγρίμ’, ένα ζούντιο, να ζώ στα λόγγα και στα δάσια να μη βασανίζωμαι όλη μέρα με τέτοια πεθερά. Δεν απόσωνε το λόγο κι ευτύς γίκ’ αρκούδα κι ύστερες μπήκες στο κούφαλο τα ελιάς όσο να ιδή και ν’ απόϊδη ποιόν δρόμο να πάρη κάτ’ το Σκοτάδ’ να πούμε, το Πληκαδίτ’κο, ή κατ’ το Τουριζί το Τουρνοβίτ’κο. Η σύλα η πεθερά τ’ς άμ’ είδε που νύχτωσε και δε γύρισε στο σπίτ’ η νύφη της, για τ’ τα έρεται στο λάκκο μ’ άγρικιες φωνές και με κακό, ανασκουμπώμεν’ και μ΄ένα χοντρί στοτούρ’ στο χέρ’, πάει εκεί στην οβίρα, βλέπ’ το λάγιο το μαλλί, μόν’ σαν δεν είδε τη νύφ’ τ'ς, αρχίν’σε να τη γυρεύ’ εκεί γύρα στις ελιές και στις έλισες έτοιμη να τη χτυπήσ’ με το στροτούρ’ και να την αφήκ’ στον τόπο. "Άμ! Που είσαι μώρ’ αδούρτη… έχ’ς από το πρωί και δε μπόρεσες να πλύνη ένα ποκάρ’ μαλλί;… Άμ! Που σε πήρ’ ο ύπνος, μωρέ πίκραμα, και κοιμάσαι; Έτσ’ αγριγιεμέν η πεθερά τ’ς και γυρεύουντας πάει κοντά στο κούφαλο τ’ς ετιάς που ήταν κρυμμέν’ η αρκούδα και σαν τ’ν είδε, πρόφτακε και φώναξε έτσ’ με παράπονο και με κλιάματα. ‘’Άχ! ετούτο για τ’ αγρίμ’ εδώ για θα ξέρ’ που πάει η καημέν’ η νυφούλα μου’’ κι αρχίν’σε να κλαίη και να θρηνιέται και να φωνάζ’ τη νύφη της και να λέη :’’Νύφ’ μου, ν’φούλα μου, πούεισαι τι μόπαθες… Ώχ! Τι να κάνω τώρα η Έρ’μη κι η άπορη. Η αρκούδα π’ άκουγε τα λόγια, πίστεψε πως τα’ λεγε στ’ αλήθεια και δε θέλσε να τήμ πειράξ’, μόν’ πήρε τα βουνά και τα λόγγα κι από τότες δε θέλ’ να ξαναγυρίσ’ στο σπίτι της. Από τότες οι πιστικοί κι οι λογγήσ’οι γι ανθρώπ' τη λέν’ τ'ν αρκούδα και ‘’Κυρά-Μάρω’’. 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Thumbnail

Απκάτ από τον Αϊ – Μνά τς Στράτσιανης είναι μία σπλιά μεγάλ’ και σκοταδερή, πόχ’ δυο ρούπες ίσα που να χωράη άνθρωπο να μπαίν’ τ’ απίκουπα, να ζβαρνίζεται μέσα και να βγαίν’ απ’ την άλλ’ ρούπα. Μέσα σ’ αυτή τη σπλιά είναι μια Χάρ’ που παίρν’ τς θέρμες απ’ τς θερμασμένους και γιατρεύονται τα μαραζιάρ’κα παιδιά που δεμ πιάνουντ’ από κριγιάσ’, όσ’ έχουν κιτρινάδα και σπλήνα, οσουνούς έπεσε το χουλιαράκ’ και δε μπορούν να πάρουν δρόμο κι ανήφορο, όσ’ είναι βαρεμέν’ απ’ όξω, όσες νυφάδες δε ζυγώνουν τς άντρες κι όσα παιδιά – με σχώρεση – κατουριούντ’ οχ πάνω τους. Όλ’ αυτοί για να ιδούν καλό μπαίνουν τρεις βολές σ’ αυτή τη σπλιά, ρίχνουν μέσα δεκάρες, κοσάρες ρούπια και μπεσλίκια ΄σημένια κι από ΄να ζευγάρ’ τσιεράπια, κι οι νυφάδες αφήνουν κένα δαχτυλίδ΄ή κένα σκουλαρίκ’ και καμιά ζάβα φλωροκαπνισμέν’ κι άμα βγουν πάν’ν στ΄ν εκκλησία του χωριού κι ανάβ’ν ένα κερί ίσα με το μπόϊ τους. – Και γλέπ’ν στ’ αλήθεια καλό όσοι πάν’ν σ’ αυτή τη σπλιά; Ρώτησα τς προάλλες τη μπάμπω τα Τζιαχάνω που πιστεύ’ ότ’ εκεί μέσα είναι ξωτκές. – «Ντάαα!», μου λέει, «ένας και δυο είδε καλό όσοι πήγαν όλ’ γιατρεύτκαν. Πάει ο Ζώης που ‘χ έρθ’ με θέρμες ‘πό μέσ’ απ’ το Ρωμαίϊκο κι είχ’ ένα χρόνο και δεν του κόβ’νταν, κι ο Γιώρ΄ς τον Παπαζήσ’ κι ο Μήτρος τς Καλλίνας και το Στάθ’ αυτού για τον είχε πάει η μάννα του όντας ήταν μικρός και νάϊμα κουβαλιούνται άρρωστοι από Καστάνιαν’ από Μόλιστες, από Πρυσόγιαν’ κι απ’ άλλα χωριά κι όσ’ ήρθαν, καμάρι μ’ όλ’ είδαν θεράπειο». – Εγώ δεμ πιστεύω να είναι ξωτκές, θειάκω Τζιαχάνω, λέω, καμιά χάρ’ μπορεί να είναι. – «Ντάα: τι λες, καμάρ’ μου, εγώ ‘χω ‘κουστά από τς παλιούς που μούλεγαν όντας ήμουν μικρή πως μέσα σ’ αυτή τη σπλιά είναι ξωτκές, νύφες πεντάμορφες, που βγαίν’ν τη νύχτα εκεί γύρα στη σπλιά και κάπ’ κάπ’ ζγώνουν ως τ’αλώνια και πάιζν και χαρχαλιούνται κι αυτές παίρν’ τα αρρώστιες και τς στέλν’ και ανέμ’, μόν’ θέλ΄ν να τς πας καλούδια, γιαν’ αλλοιώς δεν κάν’ν καλό. Δε ρωτάς και τον Γάη Πρωτόπαπα που τς έμπλαξε στο Ζάχοτο κοντά στο ποτάμ’, γιατί κατεβαίνουν πότε πότε για να λουτσιστούν στο νερό. Όποιος άρρωστος πάν’, καμάρι μ’, σ’ αυτή τη σπλιά και κάν’ τα διαταγμένα, γερεύ’, γένεται γερός, μπούρας και γι’ αυτό τ’ν έβγαλαν και «Μπούρια». 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Thumbnail

Ξωτκιές (οι) φανταστικαί νύμφαι της νυκτός ωραίαι, αίτινες αρέσκονται να παίζουν και να λούωνται εις τα ρυάκια και εις τα πηγάς. «Ξωτκιά» λέγεται και η πολύ ωραία γυνή και ιδίως η εύσωμος νύμφη. «Σου είναι μια ξωτ’κιά» είναι μια πολύ ευειδής. 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Thumbnail

Οχπάν’ από το μύλο το βακούφ’κο τα Βούρμπιανης οχπέρ’ από το πέτρινο γιοφύρ’ είναι μια πέτρα μεγάλ’ και τσουρτσουλωτή, που τη λέν Κάστρο. Αυτή η πέτρα απλώνεται από την οχπίσω τη μεριά κι είν’ απάτ’ τη, μόν’οι ντραγαταραίοι το καλοκαίρ’ γραπατσώνουνται κι ανεβαίν’ν στην κορφή στον τσούρτσουλα και φειάν’ν με κλαριά τη ντραγατισιά για να κάθουνται στον ήσιο και να φ’λα΄ν τα’αμπέλια πούειναι καρσί στη Μπιζιωνιά, στου Τόσ’, στις Λόντσες και στο Γιατίκ’, γιατ’ είναι καραούλ’ το κάστρο κι έχ’αγνάντιο. Στη ρίζα αυτ’νής τα Πέτρας, εκεί που περνάει ο δρόμος για το Πετσίγκαζο, βαθειά στη γής, ζούσ’εδώ και σαράντα πενήντα χρόνια ένα στοιχειό και φύλαε ένα κακαβούλ’ γιομάτο φλωριά που τα ‘χαν θάψ’ εκεί μέσα οι κλέφτες. Αυτό το στοιχειό, όπως μου μολογούσε ο Μήτρο Προφύρ’ς από τη Σέλτσ’, που ‘χε κάνει χρόνια ντραγάτ’ς στη Βούρμπιανη και το ‘χε δή, ήταν ένα μεγάλο φίδ’ ίσια με τρείς τέσσερ’ς οργυιές και χοντρό σα λουμάκ’, είχε ένα κεφάλ’ σαν από μόσ’χρονιάρ’κο με κάτ’ μάτια σαν πεντόλιρα και κάθε νύχτα το βάχτ’ τα μεσάν’χτα έβγαιν’από τη σπλιά και κατέβαινε παρακατίτσας στο ποτάμ’ για να πιή νερό, μόν’ δεμ πείραζε άνθρωπο, μοναχά μαυλούσις κάποτες καμιά γίδα και καμιά προβατίνα και τα’ν έτρωε. Τόσες βολές οι μυλωνάδες απ’το μύλο το βακούφ’κο, που πήγαιναν νύχτα στη δέσ’για να μας’ν το νερό, τόμπλαξαν που ροβολούσε στο ποτάμ’να πιή νερό, άκ’σαν τα πέτρες και τα χαλίκια, που τα μάζωνε, όπως έρουνταν, κι είδαν τα μάτια του που γκάλιζαν σαν αναμμένα κάρβουνα…για… εδώ και κείγια για γκουντζιάρ θερίο με κέρατα. <Ένα βράδ’ ο Κώτα Μπουρέκας ο μυλωνάς παραμόνεψε οχπάν’ από τα’αυλα΄κι του μύλου με μια τσιάγγρα, για να το σκοτώσ’και να του πάρ’το παντζέ χρ’ πούειναι ιλιάτς για πολλές αρρώστειες και το βάνουν σε μαντζούνια και το λαμπικαρισμένο χρυσαφ’κο πόχ’μέσα στ’άντερα, μόν’ άμα τόειδε αρχίν’σε να τρέμ’ και τόπεσε το ντουφέκ’από τα χέρια κι απόμ’ντο ο κάψο Κώτας έτσ’ αραγμένος απ’το φόβο του, ώσπου πάει ο σύντροφός του ο Κήτο Παπαδήμος και τον ανέφερε. Τώρα έχ’πολλά χρόνια που δεν ματαφάν’κε αυτό το στ’χειό. Τι γίνκε… κένα δεν ξέρ’. Ο μακαρίτς ο Λάμπρο- Μπούσ’ς μούλεγε πως έφ’γε ‘πό το Κάστρο και πάει φλότερα στη σπλιά τα Μελισσόπετρας. 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Thumbnail

Άλλοι σκάφτουν και κλαδεύουν, άλλοι πίνουν και μεθούν 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Πολλάκις τους ηθικούς και υλικούς καρπούς τους προερχομένους εκ της εργασίας άλλων, απολαμβάνουν δαψιλώς οι ουδόλως εργασθέντες...
Thumbnail

Για το Τούρονοβο μου ‘λεγε τα προάλλες ο Παπαμουστακλής πώς εδώ κι εξακόσια εφτακόσια χρόνια ήταν μεγάλο χωριό κι έφτανε ως το Τουρψί, οχπέρ από το ποτάμ’, πούηταν ετότες ένα μικρό λακκούς με λιγοστό νερό κι είχε μοναστήρ΄εκεί που είναι σήμερις η Παναγιοπούλα, μ’ ένα μεγάλο μετόχ’ στ’ς Πληκάδες. Σ’ αυτό το μοναστήρ’ ένας καλός καλόερος είχε κάν’ και σκολειό και πήγαιναν τα τσιούπιά και τα παιδιά και μάθαιναν γράμματα. Δεν ξέρω πως έν’ από τα μεγάλα τσιουπιά βρέθηκε γιομάτα κι έρριξαν το βάρος γι’ αυτό στον καλόερο κι άδκα τον κατηγόρ’σαν όλ’ οι χωριανοί και δίχως να καλαξετάσ’ν τον πήραν και τον κρέμασαν πέρ’ απ’ το ποτάμ΄ στο λόγγο και από τότες αυτόν τον τόπο τον λέν’ στο «Καλόερου». Καλά! μόν ο Καλόερος ήταν λαγαρός κι εκεί που τον πήγαιναν να τον κρεμάσ’ν τους είπε ότ’ άδικα θα τον σκοτώσ’ν μόν’ οι χωριανοί τίποτες. Τότες κι αυτός τους καταριάστ’ κι να μη μαλλιάσ’ το χωριό και ποτές να μη φτάν’ τα πενήντα σπίτια ως τα σαρανταεννιά μοναχά. Λίγον καιρό ύστερ’ από το σκοτωμό του Καλόερου κατάκατσ’ ο τόπος εκεί που ήταν το χωριό, ξεκόπ’κε το βουνό οχπάν’ από το Τουρψί και πετρώθ’κε όλο το χωριό και μοναχά ένα σπίτ΄γλύτωσε, αυτό που πιστήριζε τον Καλόερο κι ήλεγε ότ’ είναι λαγαρός, τ’ άλλα τα σπίτια, παραχώθ’καν κι ως τα σήμερα αυτόν τον τόπο τον λεν «στα Μνήματα». Ο Νοικοκύρ’ς που γλύτωσε ήρθε κι έχτ’σε σε σπίτ’ ψίχα ψ’λότερα π’ εκεί που είναι σήμερα το Τούρνοβο, παρακατίτσ’ απ’ την Παναγιοπούλα κι αυτόν τον τόπο τον λεν και σήμερις μέρα «Σημάδ’», γιατί απ’ όλο το χωριό ένα σπίτ’ μονάχα γλύτωσε, έτσ’ οι Τουρνοβίτες δεν έχ’ν φόβο μη τους πιάκ’ η κατάρα του Καλόερου, για την αδικία που τόρριξαν οι πάπποι τους. Ο Δημήτρ’ Σκαλιστής μου ‘λεγε πως οι Τουρναβίτες εδώ και διακόσια χρόνια με τη βοήθειά του Μπέη γκύλισαν και κατ’ άλλους καλόερους από το Παλιομονάστερο τς Βούρμπιανης που είναι καρσί στο Μεγαλάκκο και γι’ αυτό όλο και σιάζουντα μη τους πιάκ’ καμιά κατάρα ‘΄πο τα κρίματα πόκαναν στους καλόερους οι παπποί κι οι προσπάππ’ τους , γιατί γλέπουν και το διαλοπόταμο που τους γίνκε χαβαλές και κατάστρεψε παραπάν’ απ’ το μισό τον κάμπο, κι ολοένα τς φοβερίζ’ αυτός ο κακός γείτονας, γιατ’ αν κάν’ και γυρίση τσέδω κατ’ το χωριό, θα τους φάη όλα τα χωράφια που είναι σα στου λύκου το στόμα. Ο Θεός να τς φλάξ’, γιατί κάπου βρίσκει κένας Χρισταινός από τα γύρω χωριά κι αγοράζ’ από το Τούρνοβο ψίχα καλαμπόκ’ σε βαρυχειμωνιά ή σε μεγάλ’ ανάγκ’. 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 28
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (265)Παραδόσεις (10)Συλλογέας
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (275)
Τόπος καταγραφήςΉπειρος, Κόνιτσα, Βούρμπιανη (195)Ήπειρος, Κόνιτσα (80)Χρόνος καταγραφής1929 (275)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.