Αναζήτηση
Αποτελέσματα 501-600 από 5036
Ήφαένε τα νύχια του να ...
(1957)
Κατέβαλε πολλάς προσπαθείας
Κόφτει το ορμάνιν, αν αγκριστή ο λαός;
(1948)
Ερμηνεία: Όταν πρόκειται για δυό που συνδέονται, κι ο ένας έχει μεγάλη δύναμη, ενώ ο άλλος είναι αφανής κοντά του, και δυσαρεστείται ο δεύτερος με τον πρώτο, λοιπόν τον γνοιάζει τον πρώτο;
Τα θέλ'ς γαλάτα κι μαλλάτα κι τ' αρνί θηλ'κό
(1927)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Το πάθημα γίνεται μάθημα
(1940)
Δός μ' αγέραν καί μέτρα μίλια
(1876)
Είπε το ιστιοφόρον πλοίον
Επάρε βούδι σελλωτό και γάϊδαρο καμπούρη γυναίκα λιγνοκάπουλη και χοίρο μακριομούρη
(1948)
Η παροιμία απαντάται με την παραλλαγή και εις Τήνον και Θήραν
Ποιός κυνηγάει δυό λαγούς, δεν πιάνει ούτε τον ένα
(1963)
Διδακτική παροιμία, με φραστικήν διατύπωσιν σχετικήν με το κυνήγι. Εις την πραγματικότητα καταπολεμά την πραγματοσύνην
Σο γιαγλιάν πα έρθα κ' είδα σε και το μυτί σ' ξην ύλιζεν
(1911)
Γιαϊ – λιά = εξοχή
Δυό καρπούζια 'ς έναν κολτούκ '' κ '' εχωρούνε
(1929)
Δυό καρπούζια δε χωράν σε μια μασκάλη
Δώσ' ατόν πέντε παράδας ν' αρχινά κάι δέκα να μή στέκ'
(1929)
Δώσε του πέντε παράδες ν' αρχίση και δέκα να σταματήση
Ηύρα το μύλο χάλαυρο και το νερό κομμένο
(1894)
Ερμηνεία: Όταν τις ευρίσκει τα πάνω άνω κάτω επανερχόμενος
Δυό ξέν' κα άλογα 'ς έναν ξένον αχορόν 'χ' ίεύ'νε
(1929)
Δυό ξένα άλογα σ' ένα αχυρώνα δε μονοιάζουν
Ας λείπη ο καλόερον, ας λείπ και η ευσή ατ'
(1881)
Ερμηνεία: Δηλοί ότι δεν πρέπει τις να δεχθεί καλό τι παρ' εκείνον εξ ου δύναται νά προέλθη και κακόν
Τον έπιασ' η πουλια
(1893)
Ερμηνεία: Επί των κατεστιγμένον εχόντων το πρόσωπον
Δυό ξέν' κα άλογα 'ς έναν ξένον τσαΐρ 'κ' ίεύ'νε
(1929)
Τσαΐρ – λιβάδι
Δυό ξέν' κα άλογα 'ς έναν ξένον αχουρ' 'κ' ίεύ'νε
(1929)
Αχούρ = σταύλος,
Πήρε το κεφάλι του αέρα
(1895)
Του παπά και το μουλάρι του παπά και το λιναρι
(1889)
Ερμηνεία: Επί των πλουσίων και ισχυρών υπό την εξουσίαν των οποίων τα πάντα εισίν υποκείμενα
Κύνα δέρων δεδαρμένην
Βλέπε αυτόθι Ομοίας: Ρώσσικην
Άφρίζεις ξαφρίζεις, τον παρά μου έδωκα, να σε φάγω θέλω
Βλ. αυτ. ομοίας : Σερβικήν, Βουλγαρικήν
Τον εκαβαλλικέψαν οι διαβόλοι
(1949)
Για τους αδιόρθωτους
Δώσ' καματερόν κ' έπαρ' διαταγωγόν
(1929)
Δώσε αργάτη και πάρε διαταγωγό
Δράκος με τ' αλυσίδα
(1929)
Δράκος με τοις αλυσίδες
Το τεστίν πολλά φοράς πάει 'ς σο πεγάδ' άμα μίαν τσακούται
(1881)
Ερμηνεία: Επί των επικίνδυνα έργα αναλαμβανόντων και πολλάκις μεν επιτυγχάνον των μελλόντων όμως να καταστραφώσι ούτω
Με τ' αρνιά κουρεύεται
(1959)
Κάνει συναναστροφή με ανθρώπους μικρότερούς του, που δεν του ταιριάζουν
Το αίμα νερό δε γίνεται κι ανέ γενή, δεν πίνεται
(1938)
Όσο και να μαλώσουν οι συγγενείς πάλι συγγενείς είναι
Μιγάλ' π'κουματιά φάγι, κι μιγάλου λόγου να μην πης
(1928)
Π'κουματιά = βουκιά ψωμί
Μήτε ψάρια ξεβροχώ, μήτε πε τις κάτες μαλώνω
(1929)
Ερμηνεία: Επί των εν ειρήνη βιούντων και μη αναμιγνυομένων εις πολιτικάς διαμάχας
Μιάλοβ βούκκοβ βάλετζ' αι μιάλολ λόομ μεμ πης
(1948)
Ερμηνεία: Για καυχησιολόγους
Σ' όλες τες φράχτες γαϊδούρια δε βόσκουν
Ερμηνεία: Επί ευήθων νομιζόντων, ότι πας τόπος είναι κατάλληλος προς τι
Του 'πεν ό,τι σέρν' η παρασύρα
(1892)
Ερμηνεία: Τα εξ αμάξης
Μέγα μόνη φα' μέγα λόγος με λες
(1938)
Μέγα τεμάχιον φάγε, μεγάλο λόγο μη λέγης
Η καμήλα ε χωρρεί την καμπούραν της παρά χωρεί του παιγκιάν της
(1894)
Χωρεί = θωρεί = βλέπει
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει
(1963)
Βίαιαι και άπρεποι εκφράσεις πληγώνουν ψυχικά και γίνονται πολλάκις αιτίαι σοβαρών ζημιών
Το κάμι η 'ναίκα καμναίνει την Τζερετσή
(1951)
Η κακιά γυναίκα δουλεύει την Κυριακή. Η κακή, η απρόκοφτη νοικοκυρά δουλεύει την Κυριακή, την ημέρα δηλαδή που είναι αμαρτία να δουλέψεις
Βίνεψεν gως
(1951)
Πέταξε κώλο. Έγινε αδιάντροπος, πήρε τον κατήφορο, έπεσε στη διαφθορά
Σου κου το κατζί 'τιν gρούς;
(1951)
Στου κώλου το λόγο βάνεις αυτί; Όταν κανείς δίνει σημασία σε λόγια ή σε βρισιές από πρόστυχους
Τρανόν βούκαν φα, και τρανόν λόγον μη λες
(1939)
Μεγάλη μπουκιά φάγε, και μεγάλο λόγο μη λες
Τήγ χολή σ άπς ς σόμ πιρνόν και την δουλειά σ μή αφήνεις 'ς σόμ πιρνον
(1874)
Την μέν χολήν άφες ες αύριον το δ' έργον (;)
Πήρενα λαγός το μπαΐρ
(1938)
Μπαΐρ = ύψωμα, λόφος
Το σχοινί του χωριάτη μονόν δεν φτάνει και διπλόν φτάνει
(1940)
Συλλ. μαθήτριας Κυριακής Ζαχαρίου
Κόψε μ' αγά μου, ν' αγιάσω
(1876)
Η μιά κόβει και η άλλη ράβει
Όταν κατά τας συνομιλίας των γυναικών, εις τα ψεγάδια της μιάς προσθέτη η συνομιλούσα και άλλα
Ο παπάς όποιον βλέπει, εκείνο θυμιάζει
(1920)
Παραδείγματος χάρη: θένε δύο μαθηταί να πάνε πεσκέσι σε ένα δάσκαλο και ντρεπούdενε και ο πατέρας των λέγει: Πάαινέ το, βρε Γιώργη, συ, μα ο παπάς όγοιο βλέπει, εκείνο θυμιάζει.
Ξει κοιλιές και κάμνει φανάρια
(1922)
Ερμηνεία: Επί των ουδέν επάγγελμα μεντιόντων
Έχε καθάριο πρόσωπο για τσου καλούς γειτόνους
(1952)
Να είσαι ειλικρινής κ' ευγενικός στους καλούς σου γειτόνους
Μάννα τίναν επέρες και πάντα λέγιε με την παλαιάντριστος ο γυιον;
(1895)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ήφαένε τη τσεφαλή του
(1957)
Υπέστη ανεπανόρθωτον ζημίαν
Να ΄ρκεσαι τσαί να μυρίζης
(1934)
Ερμηνεία: Προς τους καθιστώντας οχληράν την παρουσίαν των εις μίαν συναναστροφήν λόγω της συχνής και φορτικής επισκέψεώς των
Τρανή βούκα φάγ', τρανό λόγου μη λες
Για τους παινεσιαρήδες και αυτούς που λένε πάντα μεγάλα λόγια, κι ανώτερα από τις δυνάμεις τους
Ένας κακός χρόνος περνάει, μα έναν κακό γείτονα δεν τονε ξεφορτώνεσαι
(1952)
Ιδιαίτερα στα σωριά, που τα σπίτια είναι πατρογωνικά
Καθένας το καλύτερόν του γυρεύγει
(1876)
Για το συμφέρον του, σύμφορόν του πολεμά
Αγιά Βαρβάρα 'γέννησε, άις Σάββας το δέχτη κι άις Νικόλας έτρεξε να πά να το βαφτίση
(1885)
Της Αγίας Βαρβάρας, του αγ. Σάββα και του αγ. Νικολάου (4-6 Δεκεμβρίου)
Αν έχ' η νύφη μας βήχα, ρωτάτε τσου γειτόνους
(1952)
Παλική, από τη συλλογή Λιβιεράτου
Πέ μου τόν φίλον σου νά σού πώ ποιός είσαι
(1954)
Ερμηνεία: διά τήν σημασίαν πού έχει η συναναστροφή επί τόν χαρακτήρα τού ανθρώπου
Ηύρ' από γόνους γόνατα
(1953)
Λέγεται επ' εκείνων, οίτινες κληρονομούν εκ συγγενών των μεγάλην περιουσίαν.
Κανένας μεγάλον σκατό να φάη μεγάλον λόου να μην πη
(1894)
Από παραμύθι
Αρκόντισσα κ' η παστρική, ξεσυναρίζου(ν)νται μαζή
(1896)
Διότι η καθαριότης αξιούται περί τω πλουτώ
Που δεν ακούει του 'ονιού, παραωνιάς καθίζει
(1963)
Παραωνιάς=στην άκρη. Δηλαδή όποιος δεν ακούει τους γονείς του, παραμερίζεται, δεν πετυχαίνει στη ζωή.
Ο πρώτος δάσκαλος του παιδιού είν' ο ονιός
(1963)
Δηλαδή η πρώτη αγωγή καλή ή κακή δίδεται στο παιδί από το γονιό, κυρίως με το παράδειγμα.
Α τη 'ούλα bαίνου dα κάλλη
(1963)
Δηλαδή όποιος τρώει ομορφαίνει.
Σέρνει ο Γιάννης τον Γιάννη κι η Γιάννενα το Γιάννη
(1938)
Οι όμοιοι κάνουν παρέα
Τση Αγίας Μαρίνας σύκο, τ' Άη Λιού σταφύλι και τον Αύγουστο μαντήλι
(1948)
Να πούμε γένεται η είσπραξη
Πετουν οι πέρτκες
(1938)
Δηλαδή, φεύγουν τα φελιά (το ψωμί)
Τον έγδαρε με το στουρνάρι!
(1953)
Η παρομοιώδης φράσις έχει και μεταφορική σημασία, π. χ. Αν μου πέση στα χέρια μου ο αχάριστος, θα τον γδάρω με το στουνάρι. Εννοεί ότι θα τον πλέον σκληρόν τρόπον!
Θάμασμα, μωρέ Μανώλ', δυό σταφύλια σ' ένα κλήμα!
(1937)
Η παροιμία αυτή λέγοταν ή με προσποιητό θαυμασμό ή ερωτηματικά, και αφορούσε τοις ανθρώποις οι οποίοι εκπλήττονταν με σύνηθη πράγματα
Άκουε βελόνισ στον τοίχον
(1940)
Όπως το βελόνιν εις τον τοίχον δεν ακούει ούτω πως και ο αποφασισμένος να μη προσέξη εις τας συμβουλάς μας
Εκόλλησεμ πάνω μου σαν την αβdέλλα
(1940)
Επί απαιτητικών αναιδών. Εικών από την παλαιάν ιατρικήν συνήθειαν να γίνεται αφαίμαξις δι' αβδέλλας
Ο λόος σου με χόρτασε και το φαεί σου φα το
(1895)
Ερμηνεία: Προς τους προσβάλοντας δια λόγων και είτα προσπαθούντας δια πράξεις τινός ή δώρου να προσελκύσωσι τον προσβληθέντα
Βουθά η κουμέρα της η Λαμπρού
(1940)
Προέκυψε από τον μύθον καθ' όν οκνηρά και ανόητος γυναίκα, αντί να νήθη, όπως η τότε συνήθεια, έρριπτεν εις την φωτιάν το βαμβάκι, που έπρεπε να κλώθη. Εις κάποιοαν ερντήσασαν αυτή μόνη δεν εργάζεται απήντησεν οτι ετελείωσε ...
Με το βελόνι γυρεύκει ν' ανοίξη λάκκον
(1940)
Δια τους ματαιοπονούντας να πραγματώσωσιν έργα ανώτερα των δυνάμεων και των μέσων που διαθέτουσι
Κάλλι αργά παρά ποτέ
(1957)
Το σκύλο αγγτσεψο το λυσάμπρ έτοιμο ποίσω
(1881)
Σημείωση: Λυσάμπρ = περιλέμιον των κυνών με καρφιά εξαίχοντας τα οποία προφυλάτουσιν αυτόυς από των άγριων ζώων