Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3381-3390 από 3412
Το ήμερο αρνί βυζάνει δυο μανάδες, το άγριο ουδέ τη δική του
(1926)
Περί του ότι οι ήπιοι χαρακτήρες δια τψν καλών τρόπων επιτυγχάνουσι περισσότερα ή οι τραχείς και απότομοι...
Τι να σ΄ θ΄μηθώ, κριμμιδάκι μ΄ τζ καούρα σ΄ ή τ΄ μυρ΄διά σ΄
(1923)
Δηλαδή ουδεμίαν αρετήν ευρίσκω εν σοί. Σε εδοκίμασα. Πάντοτε κακίαν εύρον και τούτα τας εδοκίμασα. Π.χ. Παρήτησα την σύζυγόν μου λόγω των μεγάλων ελαττωμάτων της. Φίλος της με προτρέπει να την παριμαζεύσω. Δύναμαι να του αποκριθώ διά της άνω...
Θέλ' κι ο μούτσιος ψίχα καφέ κι η γάτα ψίχα ξίδι
(1922)
Εις την παιδιαί “αμάδες” ενίοτε σηκώνουν τις αμάδες και χωρίς να πέσει κάτω ο φίτσιος, όταν ο τελευταίος παίκτης δεν έχει καμίαν πιθανότητα ευτυχίας...
Φίτσιος ή μούτσιος ή μώτσιος ή φίκας λιθαράκι μεγέθους κυτείου πυρείην υπέρ στήνεται εις τι μέρος ως σημείον προς το οποίον διευθύνουσιν οι παίκται τις αμάδες...
Φίτσιος ή μούτσιος ή μώτσιος ή φίκας λιθαράκι μεγέθους κυτείου πυρείην υπέρ στήνεται εις τι μέρος ως σημείον προς το οποίον διευθύνουσιν οι παίκται τις αμάδες...
Όποιους πήϊ αθάϋρα, γυρ'σι (σπίτι του δηλ.) κι' όποιους πήι κουφτού δε γύρ'σι
(1922)
Δηλαδή εχάθη επί τον όρους εκ τις κακοκαιρίας. Σημ. άναϋρα=ανάγυρα, από το πλάγι του βουνού, το αντίθι κουφτά κατ' ευθείαν εις των κορυφογραμμών. Εις την οροσειράν της Οξυάς γενομένης ομιλίας περί της πορείας επί του όρους εν καιρώ χειμώνης και...
Μ' ήλιου τα βάνου, μ ήλιου τα βγάνου, τί έχ' νι κι ψουφάν τα έρμα
(1922)
Με τον ήλιο τα βάνω στο μαντρί με τον ήλιο τα βγάζω τα πρόβατα, τι έχουν και ψοφούν; Ερμηνία : Ερωνεία αναφερόμενη εις οκνηρόν ποιμένα , μεταφερόμενη εις πάντα οκνηρόν, Η παροιμία αυτή λέγεται για οκνηρόν, όστις παρακινείται διότι επρόκοπτον αι...
Αν καλοβόσκω χουμά πίνω κι αν κακοβόσκω χουμά πίνω
(1920)
Χουμάς, άλλως όρρος = το απομενόν μετά την πήξιν του γάλακτος εις τυρόν και μυζίθραν υδαρές γάλα...
Όπου φάει μπρός, λυπάται πίσω, κι' όπου μεθύσει βερεσέ, πλερώνει δυό φορές
(1920)
Δηλαδή, όποιος φάει βερεσέ μπροστά, λυπάται έπειτα, άμα περάση πιά εκείνη η μέρα να πλερώση, γιατί ύστερα πιά τού φαίνεται ότι τα δώνη τζάbα τά λεφτά καί τού φαίνουdενε ξυνά, όποιος δέ δέν πλερώση αμέσως τόν dαβερνάρη όταν γλεdά, τότες ο ταβερνιάρης...
Είπαν σ' έναν νιά βουλά πόλειπε απ' τό γάμο του. Έλειπες απ' τό γάμο σου! Δέν έλειπα απ' τό γάμο μου, έλειπα απ' τή δουλειά μου
(1927)
Λέγεται πρός τινά, όστις απουσίαζε από εργασίαν επιβαλλομένων εις αυτόν καί επείγουσαν, διότι ήτο απησχολημένος περί άλλα...
Τώρα θέλου γώ!
(1925)
' κι αυτήν μαζί με τς αλλνούς, να μη ντραπή. Αυτήν τόσου χαζή ήταν, ώστε άμα ήρθε του σ'μπιθιρκό στου σπίτ' τς, πήε κι έσπασε του γαμπρού απ' του χέρ' κι του είπι: Ηάϊ να χουρέψουμε ύστερα και απάν στου χουριό. Αυτήν είπι τότι: Τώρα θέλου γώ κι έμεινε...
Δε πάω 'γω να σκάσω για του πίσση τα κόλλυβα
(1920)
Πίσση = Πίσσης και πισσάς = μαυρισμένος ως την πίσσαν, κακός, άδικος, εγκληματίας...