Αναζήτηση
Αποτελέσματα 501-600 από 1874
Τσ' άφησε στσί πέντε δρόμοι
(1957)
Απροστάτευτος δήλ. Και χωρίς περιουσία
Δός του πέντε, να χη δέκα
(1926)
Πρός τινα όστις παλλαπλασιάζει την δωρεάν
Πέντε μήνες εξ αρδάκτια
(1893)
Αδράκτι = η άτρακτος, αδράχτι
Δός αυτόν πέντε παράδες, άς πασλαεύ και δέκα νάμή στέκ
(1881)
Ερμηνεία: Επί φλυάρου
Πέντε βούδια, δυο ζευγάρια
(1956)
Επί των ανίκανων να υπολογίσουν
Απού εθ θέλει να ζυμώση, πέντε μέρες κοσσινίζει
(1951)
Κοσσινίζω = κοσκινίζω
Απού ζυμώση τσαι πλυθή πέντε μέρες εμορφιεί
(1934)
Καλλωπιστική συμβουλή. Το πλύσιμον με τον εκ του ζυμώματος απομένοντα χυλόν είναι εξωραϊστικόν του προσώπου δια τας εν αυτώ αμυλώδεις ουσίας
Απόθ θέλει να πά στομ μύλον, πέντε μέρες κοσσινίζει
(1940)
Ο μη διατεθειμένος να κάμη κάτι ευρίσκει αφορμάς αποφυγής
Πέντε 'ούδια, δυο ζευγάρια
(1934)
Επί των ηλιθίων, οίτινες τα πάντα μετρούν ως τα δυο ζεύγη!
Πέντε βόδια, εξί ζευγάρια
(1938)
Το λέν για τους βλάκες
Του δίδουν πέντε ν' αρχίση και δέκα να σωπάση και δεν σωπαίνει
(1892)
Ερμηνεία: Εις εκδήλωσιν ατελευτήτου φλυαρίας
Δεσποτα, πέρδικα στα δάση. Πέντε κυνηγοί την κυνηγούν κ' ο κυνηγός τσ' αετους
Βλέπε αναγραφήν αυτής εν τω πληρεστέρα παραλλαγή
Πέντε δέκα ς' τη σακκούλα. Καλώς σ' κύρα γυναικούλα
(1903)
Ερμηνεία: Συνήθεια πολλών ξενιτευμένων οίκης μόλις κερδίζουν ελάχιστα επιστρέφουν οίκαδε
Επήραν τον οι πέντε ανέμοι
(1940)
Επί των πάντοτε ατυχούντων και μεμψιμοιρούντων δια τούτο
Άπον θέλει να πά στον μύλον πέντε μέρες κοshινίζει
(1940)
Λέγεται δι όσους ευρίσκουν συνεχώς προφάσεις δια να αποφύγουν την εκτέλεσιν έργου τινός
Που 'ε θέλει να ζημώση, πέντε μέρις κουσκινάει
(1941)
Λέγεται δια τους αναβλητικούς, “Την ημέραν πάσαν σήθει, ος ου βούλεται ζυμώσαι”, Βυζαντ.
Πέντε μέτρα κι' ένα κόβε
(1920)
Μέτρα = να μετράς όταν ομιλής δηλαδή κρίνε, κόβε = να κόπτης να λέγης λίγα
Πέντε μήνις εξ' αδράχτια
(1911)
Ένα χρόνο άκλαδο, πέντε χρόνους έρημο
(1909)
Έρημο=καταστροφή
Πέντε βούγια, δυο μουσκάργια!
(1949)
Για να χαρακτηρισουν το μέγεθος της βλακείας ατόμου τινός
Πέντε μήνους καλοκαίρι να ήταν, να θερίζουμε
(1910)
Θεριστής
Πέντε βόϊδα δυό ζευγάρια
(1953)
Η παροιμία λέγεται επί τών παντελώς ανοήτων, τών μή αντιλαμβανομένων ουδέ τά απλούστερα φαινόμενα καί προβλήματα τής καθημερινής ζωής
Έμεινε στους πέντε δρόμους!
(1910)
Απροστάτευτος
Τι να κάνη ένα αυγό στου άρρωστο και πέντε στη λεχώνα
(1919)
Λέγεται η παροιμία όταν ενώ παρίστανται μεγάλη ανάγκη τινός, εν τούτοις τούτω δίδονται μετά μεγάλης φειδούς.
Του έδειξε τα πέντε δάχτυλα ανοιχτά!
(1910)
Τον εμούντζωσεν
Πέντε βόδια δυό ζευγάρια
(1963)
Δια τους βραδύνοας
Κάλλιο πέντε κάρβουνα παρά χίλια πρόβατα
(1876)
Λένε οι κατσιβέλοι τον χειμώνα
Κάλλιο πέντε κάρβουνα, παρά χίλια πρόβατα
(1938)
Όταν κανείς κρυώνει προτιμά να έχει λίγα κάρβουνα να θερμανθή, παρά ένα κοπάδι από χίλια πρόβατα
Όπου καρτερεί να φάη πέντε ημέρες δεν πεινάει
(1907)
Ασφαλής προσδοκία
Κάλλια πέντε κάρβουνα, πέρι χίλια πρόβατα
(1929)
Καίτοι η παροιμία φαίνεται, ότι είναι υπερβολική, εν τούτοις εις εξαιρετικάς τινας στιγμάς η θέρμανσις προφυλάσσει τον άνθρωπον από βεβαίου θανάτου
Κάλλιο πέντε κάρβουνα, περί χίλα πρόβατα
(1910)
Γύφτος τον χειμώνα
Πέντε μήνες καλοκαίρι, άθερος δεν απομένει
Άθερος = χωρίς να θερίση
Πέντε μήνες και μιά μέρα ένεσα ένα αδράχτι νέμα
(1930)
Αργοπορία
Τους πέντε μήνες θλίβεται και τους εφτά λυπέται
(1889)
Ερμηνεία: Επί των διαρκής πασχόντων
Πέντε γρόσια έχει ο αμπάς εις την πόλι ότα πας
(1964)
Αμπάς=παλτό
Είντα σε κόφτει που του Χατζαλή τ' αρνιά ανν εμ πέντε για ενιά
(1931)
Δηλαδή τι σε γνοιάζει από ξένες υποθέσεις που δεν σε ωφελούν
Στις δυό στις τρείς τ' απήδημα, στις πέντε το λιθάρι
(1910)
Κανών αγωνίσματος
Πέντε μέρες βρέχει ο Θεός και δέκα το παλιόσπιτο
(1889)
Επί ετοιμορρόπων οικιών
Όποιος δε θέλει να ζυμώση πέντε μέρες κοσκινίαει
(1939)
Το λέν σ' αυτούς που δεν κάνουν με την όρεξή τους τη δουλειά
Καλός κακός οαπότραφος πέντε δέκ' ανέμους απαντά
(1928)
Απότραφος = τοίχος που χωρίζει
Πέντε βόδια, τρία ζευγάρια
(1922)
Επί των ηλιθίων μη δυναμένων οιονεί και τριών ζευγών αριθμόν να σχηματίσωσι
Πέντε μήνες ένα 'δράχτι, πότε τόνεσε η πλατώνα!
Ειρωνικώς επί γυναίκες κ' αθύμου, οι 'δα μη εργαζομένης
Ηπήρανε τα πέντε στα μάτια τους
(1918)
Ερμηνεία: Ουδεν εκέρδισαν εκ της επιχειρήσεως των
Πέντε - δέκα στη σακκούλα καλώς σ΄ ηύρα γυναικούλα
(1953)
Λέγεται επ΄ εκείνων, οι οποίοι δεν παρατείνουν το ταξίδι των αλλά το συντομεύουν μη αποβλέπποντες εις πολλά πλούτη
Δώδεκα γκουτζιαμπασήδες, δέκα πέντε καλαμάρια
(1929)
Λέγεται επί πολυαρχίας, όταν πολλοί ανίκανοι αλλά φιλόδοξοι παρουσιάζονται ως έχοντες έγκυρον και αυθεντικήν γνώμην, διά τα κοινά
Πέντε βόδια τρία ζευγάρια
(1907)
Με του μωρού μαζί
Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος πέντε φορές εχιόνισε και πάλι το μετάνοιωσε πως δεν εξαναχιόνισε
Παροιμία ληφθείσα εκ της Αθηναϊκής εφημερίδος “Σκριπ”
Που δε θέλει να ζυμώση πέντε μέρες κοσκινίζει
(1938)
Το λέν όταν δεν θέλει κάποιος να κάμη κάτι κι όλο αφορμές βρίσκει
Τα άσπρα μάτια, δυο φλουριά, τα μαύρα έχουν πέντε, αν πης και για τα πλουμιστά έχουν σαρανταπέντε
(1940)
Πλουμιστά = μαύρα κι άσπρα μαζί
Όποιο κεφάλι δεν κρατάει τα μέτρα θέλει πέντε εξ' με την πέτρα
Παρεμφερής μέτρο 1
Ένα χρόνο άσπορος, πέντε χρόνια άθερος
(1908)
Τούτο λεγόμενου περί του αγρού γεωπονικώς, δεν δύναται να είναι αληθές παν τουναντίον συμβαίνει, όταν αγρός τις μείνη ακαλλιέργητος επί εν ή πλείονα έτη, έπειτα καλλιεργηθείς γενναίους φέρει καρπούς. Αληθώς έχει η εν λ. ...
Όποιος δε θέλει να ζυμώση πέντε μέρες κοσκινίζει
(1938)
Το λέν για κείνους που κάνουν κάτι χωρίς την όρεξή τους
Μέτρα πέντε, κόβε μια
(1962)
Πέντε μέτρα, κι' ένα κόβε
(1938)
Πρώτα να σκέφτεσαι, κι ύστερα να καν'ς τη δουλειά
Που εθ θέλει να ζυμώση πέντε μέρες κοστσινίζει
(1935)
Κοστσινίζει, κοσκινίζει
Πέντε μέτρα, κ' ένα κόβε
(1952)
Πέντε μέτρα κι' ένα κόφτι
Νάσαι προβλεφτικός
Απόμηαν μέσ' 'ς πέντε δρόμ'
(1886)
Από παραμύθι