• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) "Παράδοση ΛΑ"

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 78-97 από 391

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Έβαλ' ο διάβολος την αγγίδα του= ανακατεύθηκε ο διάβολος. Η λέξις αγγίδα σημαίνει καθόλου συνεργείν επί κακού. 

    Μαρινάτος, Σπ. (1918)
  • Έκραξ' ο κούκλης, ερωτούν οι δαίμονες και διασκορπίζονται από τας συνάξεις των. Σημ. Κούκλης= μαγικόν όνομα του πετεινού (ίσως εκ του χρώματος). 

    Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.
  • Ένα βράδυ, στο νεκροταφείον, δυο περαστικοί είδαν να κινήται πάνω στους τάφους ένας όγκος σαν μεγάλον τουλούμι. Εκυλούσε πάνω από όλα τα μνήματα. Μερικές φορές εσταματούσε και εσηκώνετο προς τα πάνω και έπαιρνε διάφορες μορφές, πότε ανθρώπου, πότε τράγου και πότε αλόγου. Μια βραδυά επήγε ο παπάς να μπη στην εκκλησία. Άνοιξε και όπως προχώρησε το είδε μπροστά του μέσα εις την μέσην της εκκλησίας. Ετρόμαξε... 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1964)
  • Ένα μέρος εδώ ‘ς τα Καλαμίτσια (τοπων.) έχει διαβόλοι, είναι κακό το μέρος. 

    Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1960)
  • Βάλια αλ δαίμονλου

    Ένα ρέμα του Χαλικιού νοματίσθηκε έτσι, γιατί λένε, πως αγωγιάτες είδανε να τριγυρνά εδώ ένας Σατανάς, ψηλός λιγνός ολόμαυρος με φλογάτα μάτια. Για να τον διώξουν οι αγωγιάτες , κάνουν το σταυρό τους και του προτείνουν τους σταυρούς που έχουν κρεμασμένους στα στήθια τους. [Βάλια αλ δαίμονλου= Κβλχ το ρέμα του διαβόλου, το διαβολόρεμα, επικίντυνο στις κατεβασιές του.]
    

    Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
  • Η δημιουργία των ζώων. Του λαγού

    Έναγ καιρό ο Χριστός και ο διάβολος ανταμωθήκανε. Μια ημέρα λέει ο διάβολος στο Χριστό ότι έφτιασε ένα ζώο που κανένα άλλο δεν το πιάνει στημ πηλάλα και αμέσως βγάνει από κάτου από τηγ καπότα του ένα λαγό και τον απόλυσε και έτρεχε πάρα πολύ. Την άλλ’ ημέρα που ανταμωθήκανε πάλε, λέει ο Χριστός του διαβόλου. «Για απόλυσε πάλι εκείνο το ζώο που έφτιασες.» Ο διάβολος απόλυσε το λαγό χαρούμενος και αμέσως...
    

    Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
  • Ένας από δω άκανε χωράφι και κει που έκανε χωράφι στατάτησαν τα πράγματα και δεν προχωρούσαν. Είδε ένα μικρό να του φέρνη πίττα να φάη. Του λέει ο μικρός θα φας πίττα να φάη και αυτός είπε όχι. Τότε ο μικρός έφυγε και τότε αυτός που έκανε χωράφι έψαχνε να το βρη και δεν τον βρήκε. Τότε έβαλε μετά κακή ιδέα ότι είναι κάπιο κακό και πρίστηκε. Μετά πήγε σε μια γυναίκα που ήτανε σ’ ένα κοντά χωριό και... 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1965)
  • Ένας γέρος είχε περάσει από ένα μέρος, τον Άη Νικόλα προς το Λακκί κ’ επήαινε στο χωριό. Ήτανε μεσάνυχτα. Όταν έφτασε σ’ ένα δρόμο που ήτονε μια μεγάλη χαρουπιά ήκουσεν κλάματα μωρού παιδιού. Φτάνει στο μέρος κοντά και θωρεί στο δρόμο χάμαι ένα μωρό. Σκύβει και το πιάνει και λέει: «Ποια σκύλλα, το ‘καμε και το πέταξε στο δρόμο». Το παίρνει στα χέρια ντου και αρχινά να σαλεύη (=να πήγαίνη προς το σπίτι... 

    Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
  • Ο Χριστός, ο διάβολος και ο γεωργός

    Ένας γεωργός, όταν κατά το μεσημέρι τελείωσε το όργωμα στο χωράφι του, κάθισε στο τραπέζι του να γευματίση. Την στιγμή αυτή στάθηκαν από πάνω του αόρατοι, ο Χριστός και ο διάβολος. – Δικός μου είναι αυτός είπε ο Χριστός. Όχι είναι δικός μου του απαντάει ο διάβολος. – Ο Χριστός τότε του λέει: Αν, ο άνθρωπος αυτός, πριν αρχίσει να τρώγη, κάμει το σταυρό του, τότε θα είναι δικός μου, αλλοιώτικα θα είναι...
    

    Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος (1953)
  • Ο Γιαννακός κι οι δαιμόνοι

    Ένας Γιαννακός απού την Αξό πήε μια βολά στο Γαράζω να πουλήση μιζήθρα, καιρός μεγάλες αποκρές. Άργησε να πουλήση κ’ εγύριζε στο χωριό του αργά, σκοτεινιασμένα. Αναμεσός του δρόμου είνε ο Κόκκινος δέτης, ένας μεγάλος γκρεμός, που ποτέ δε λείπουν από κει οι δαιμόνοι. Ως έφταξεν μπροστά στο δέτη ντακαίρνει η γαϊδάρα του κι αφριματούσε και σφύριζεν από τα ρθούνια και δεν ήθελε να περάση πέρα. Ο Γιαννακός...
    

    Άγνωστος συλλογέας (1926)
  • Ένας είχε μια σπορά στο Μ’λί (ο Θεοφάνης Λεονταρίτσης). Εφύλαε κάτι πουλιά (κουρνάκλια). Μια βραδιά του έλειψε ψωμί. Έστειλε τη γυναίκα του στο χωριό κι έμεινε μοναχός του. Στο διάστημα αυτό μπήκε σε μια σπηλιά. Έφαε ψωμί κι άναψε φωτιά. Ήτανε κουμπισμένος κι επήρε το ξύλο να συμπήση τη φωτιά. Μπροστά του ήταν ένα κολοκύθι με κρασί με κρασί. Εκείνη την ώρα εμπήκ’ ένας άνθρωπος μέσα κι έκατσε αντίκρυ... 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958)
  • Ένας ερχόνταν από τη Ρεντίνα και τον περίλαβαν. Τραβώντας τον κατήφορο, τον βασάνιζαν. Αυτός πιάνονταν, άλλος τον στούμπαε, άλλος τον καβαλίκενε, ώσπου λάλησαν τα κοκόρια κι έφ’γαν. Αλλ’ αυτός πέθανε. 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Τα καψέλια

    Ένας μια βολά ήτανε πλούσιος, είχε στάναις, πρόβατα, γίδια, ΄γελάδια, άλογα, χωράφια, αμπέλια, σπήτια, αλλά ο διάβολος του ‘χε καψάλια (χαλινό) και δεν τα ήγλεπε, το ‘φαινώτανε ότι ήτανε πεντάφτωχος. Ένα μεγάλο Σάββατο εδιάει τη νύχτα με ρετσίνι ‘ς ένα ρέμα να μαζώξη καββούρους να φάμ το Πάσχα, εκεί ΄ς ένα ρέμα βρίσκει τη διαβόλισσα κ’ εγένναγε, του λέει λοιπόν και την εκράτησε κη απογέννησε, για...
    

    Λάσκαρης, Νικόλαος
  • Πως πιάστηκε ένας σατανάς

    Ένας μια φορά από το Καρπενήσι τάΐζε τα πρόβατά του αλάτι απάνω ‘ς το Βελούχι. Εκεί κοντά που τάϊζε τα πρόβατα είχε στημένα δόκανα (σίδερα). Κάθε μέρα όμως τα βρίσκε σκανταλισμένα τα σίδερα και δεν ήξερε ποιος τα σκανταλάει τα σίδερα. Ήρθαν οι σαϊτάνηδες που έφερναν από το Μπούμιστο (του Ξηρόμερου) την κλαπάτσα για να γλαπατσιάσουν τα πρόβατά του. (Θα κλαπάτσιαζαν τα πρόβατα αλλά αυτός άμα τάϊζε αλάτι,...
    

    Λουκόπουλος, Δημήτριος
  • Ένας παπάς με την παπαδιά του εκοιμούντανε όξω στο χωράφι, κοντά στο δρόμο. Είχαν πρόβατα και για να μη βγουν στο καλλιεργημένο μέρος να κάμουν ζημιά έπεσαν εκεί (=επλάγιασαν) να τα φυλάξουν. Περασμένα μεσάνυχτα ακούει ο παπάς ένα θόρυβο και σηκώθη και είδε ένα κόσμο πολύ με τα παιγνίδια και είχανε μαζί και μια νύφη. Και λέει ο παπάς στην παπαδιά. «Να φύγωμε από ‘δω γιατί περνά το κιρβάνι.» 

    Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1962)
  • Παράδοση περί λαβωμένους

    Ένας πειρασμός, διάολος, ετύφλωσε ένα άνθρωπο απού το 'να μάτι. Έπειτα ο Θεός έβγαλε το μάτι του πειρασμού και το βαλε 'ς τον άνθρωπο. Όσοι τώρα κατάγουνται απού τον άνθρωπο εκείνο λαβώνουνε, μαθιάζουνε, φταρμίζουνε, βασκαίνουνε. Γι' αυτό και η εκκλησία έχει φυλλάδα για τη βασκανία. Κατά την αυτήν παράδοσιν ονομάζονται πειρασμοί μεν, γιατί πειράζουν τον κόσμο, διαόλοι δε, γιατί είναι για όλους, δηλ....
    

    Πάγκαλος, Γεώργιος Εμμ. (1925)
  • Ένας Ρώσσος είχε ένα παιδί δαιμονισμένο κ’ είδε στον ύπνο του (ο πατέρας) πως ο μόνος που θα τον κάμη καλά (να του βγάλη τα δαιμόνια) είναι ο Σπύρος ο Κουβάς, Ιερομόναχος στους Παξούς. Επήρε τη φρεγάτα του και το γιό του κι ήρτανε στους Παξούς (χωρίς να ξέρουνε που πέφτουνε οι Παξοί). Ένα μεσημέρι ευρέθηκαν στο λιμάνι μέσα. Βγήκανε εδώ απέξω. Βρήκανε κάτι χαμάληδες ξαπλωμένους στον ήσκιο. Τους ξύπνησε... 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1957)
  • Ένας στρατιώτης υπηρετούσε και είχε έλθει με άδεια και επήγαινε να κοιμηθή σε μια θεία του πάνω στην εκκλησίαν. Εκεί ήσαν βελανιδιές. Αυτός εκρατούσε το ξίφος του. Βγαίνει ένα βουβάλι τελείως μαύρο και τον σταματάει. Αυτός νομίζει ότι περπατάει. Κοιτάζει δεξιά, αριστερά, αλλά είναι ακίνητος. Κάνει να φωνάξη, αλλά δεν μπορεί. Βγάζει το ξίφος του να κτυπήση το βουβάλι αλλά δεν κτυπάει. Γυρίζει πίσω... 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1964)
  • Ένας ψαράς ήτο αφ' τον Εμπορειό και μια μέρα συνεννοήθηκε μ' έναν άλλον 'ά πα' να ψαρέψουν μπιζόβολο αυτοί οι δυο ήσαν σύντεκνοι και αφ' την ώρα που 'χασι πη πήε πιο μπροστά ο οξωποδύτης και τον πήρε μαζί του για το ψάρεμα, ύστερα πή'ε ο πραγματικός σύντεκνος και (δ)εν ηύρε κα'ένα. Πή'ε λοιπόν ο ψαράς με τον οξωποδύτη μαζί έβγαλε ο ψαράς τα ψάρια ετρώεν τα ο οξωποδύτης συνέχεια αυτό γινόταν τότε ο... 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • «Έτσινας, ο = δαίμων. Πρωτοέτσινας, ο = ο αρχηγός των δαιμόνων. συνων. πρωτομεγάλος. Μεγάλος, ο= δαίμων. 

    Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1885)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.