• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) "Παράδοση ΛΑ"

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 356-375 από 391

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Τα γίδια ήταν όλα άγρια, ήταν του Σατανά. Κι αφού ο Χριστός είδε ότι τα γίδι’ αυτά ήταν άγρια σκέφτηκε πως θα τα κάμη ήμερα. Και λέει στο προσωπικό τ’. Μαζέψετε αυτά τα γίδια με τη βοήθεια τη δική μου, ας είναι άγρια και θα τα βάλωμε μέσ’ σ’ ένα μαντρί. Αφού τα μάζεψαν τα γίδια και τα βαλαν μέσα σ’ ένα μαντρί, τώρα ο Χριστός λέει, καθίστε να τ’ αρμέξωμε. Αφού άρμεγαν, συνεχούσαν, παίρνει ο Χριστός... 

    Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1959)
  • Τα γίδια και τα πρόβατα περ’σσότερο προντιούνται= σούνται και τρέχ’ν σαν τρελλά. Τα παρτσαλάει ήσκιωμα, ο δαίμονας. Άμα τα παρτσαλίσ’ μετά δύο τρείς μέρες ψοφάνε. 

    Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1961)
  • Τα γίδια τα ‘χει ο δαίμονας σφραγισμένα. Έτσ’ βρέθ’καν τα γίδια είναι του δαίμονα, τα πρόβατα του Χριστού. 

    Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1961)
  • Τα δαιμονικά όντα γυρίζουν το μεσημέρι και τα μεσάνυχτα. 

    Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1962)
  • Τα διαβολικά τα βλέπουν λένε οι ελαφροήσκιωτοι. Οι λαγοί πιστεύουν πως είναι κοπάδι του διαβόλου. Πολλοί κυνηγοί αφηγούνται, ότι νύχτα που φύλαγαν στο καρτέρι είδαν να ξεπετάγωνται μπροστά τους δέκα – είκοσι λαγοί. Κι ανάμεσά τους ένας άσπρος λαγός να κάθεται και να τους φυλάη, να τους οδηγή. Αυτός λένε είναι ο δαίμονας που βόσκει το κοπάδι του. Αλλοίμονο στον κυνηγό που θα τολμήση να πυροβολήση.... 

    Βλάχος, Αναστάσιος Δ. (1953)
  • Τα μεσημέρια (στην ντάλια του μεσημεριού) και τη νύχτα, τα τρίστρατα ή τριανέμια είναι κακό. 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958)
  • Τα μικρά παιδιά τα μικρά δεν κάνει να πάνε στο μύλο, γιατί ντέν’ν, δηλαδή παίρνουν από ήσκιωμα. Και άνθρωπος που έχει σιλιασμό απαγορεύεται να ζυγώση το μύλο, γιατί τη νύχτα παράωρα στο μύλο έρχονται ξωτικά οι δαιμοναραίοι, οι διαβόλοι, και με συχωρήτε για τη λέξ’. Πολλές φορές λυούνε το μύλο, δηλαδή λυούνε, τη σταματήρα και εργάζεται ο μύλος συνήθως έχει βαρύν ύπνο ο μυλωνάς: Αλέθ’ ο μύλος, δεν ακούει... 

    Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1958)
  • Τα φαντάγματα (φαντάσματα)

    Τα φαντάγματα ή Τζίνια είναι κι αυτά διαβολικές δυνάμεις, οι οποίες βγαίνουν τη νύχτα παίρνοντας διάφορες μορφές ζώων π.χ. γάτας, σκύλου, κατσικιού κ.λ.π Τα φαντάγματα πιστεύεται ότι πηγαίνουν στους στάβλους καβαλικεύουν τα ζώα, πλέκουν τις ουρές και τα «τσιαμπάδια» - χαίτες των αλόγων. Τα φαντάγματα παρουσιάζονται και στους ανθρώπους. Για να αποφύγουν την κακή επήρεια των φανταγμάτων, όσοι βαδίζουν...
    

    Αδαμίδης, Αλέξανδρος Κ. (1962)
  • Τάδεπιος= διάβολος ς δέπιος. 

    Χριστοβασίλης, Χ.
  • Τάδες ο,= ο Σατανάς “να μπη ο τάδες μέσα τους”. 

    Δένδιας, Μιχαήλ (1915)
  • Τατσινάς= σατανάς 

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
  • Τζάολος=διάβολος 

    Πουλάκης, Αντ. Γ. (1891)
  • Διάβολος

    Τζαόλος= Διάβολος
    

    Πουλάκης, Αντ. Γ. (1889)
  • Η δημιουργία των ζώων. Της γίδας

    Τη γίδα την έφτιασ’ ο διάβολος και ούλα τα γίδια, αλλά δεν εμπόρεσε ναν τα κάμη να κάθουνται, γιατί δεν ελυγάγανε τα γόνατά τους και έτσι εστεκόσαντε πάντα ολόρθα κ’ εψοφάγανε. Όταν συναπαντήθηκε με το Χριστό του είπε ότι έφτιασε ένα ζώο αλλά δε μπορώ ναν το κάμω να κάτση χάμου και μου ψοφάει και του έδειξε τα γίδια. Τότες ο Χριστός έβγαλε τη βούλα του και εβούλωσε τα γίδια στα γόνατα των μπροστινών...
    

    Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
  • Την λεχούσα την φυλάμε μέχρι επτά μέρες για να μη την ενταλλώσουν (πειράξουν) οι όξω απ’ ε’’ώ, οι καταχανάες (αυτοί παρουσιάζονται σα σκυλιά, σαν κάττες, αράπηδες και σε μποδίζουν και σε κάμνουν κακό), κάθεται μαζί με τη λεχούσα μια ‘υναίκα. 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Διάβολος

    Την νύκτα περνούνε οι δαίμονες από το δρόμο με όργανα και νταούλια. Πάνε έτσι σε γάμο να πάρουνε τη νύφη.
    

    Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1961)
  • Νυφίτσα (Μυγαλή)

    Την νυφίτσα δεν την αποπαίρνουν γιατί πιστεύουν πως είναι ενσάρκωσι δαίμονος. Για να την διώξουν από την περιοχή του σπιτιού, για να μην καταστρέψη τα κοτόπουλα της λένε: «Παρ’ το δράχτ’ κι το κουβάρ’ κι σύρε σιαπέρα να γνέσης». Επίσης λένε και τούτο: «Μέλ’ στα ποντίκια κι φαρμάκι στα πλιά».
    

    Αδαμίδης, Αλέξανδρος Κ. (1962)
  • Το 1938 αγροφύλακας στο Κατωμέρι, στις 12 τα μεσάνυχτα, στο λιομάζωμα, γύριζα για το χωριό, ανάμεσα Κατώμερι και Βαθύ, σε απόσταση 30 μέτρα, άκουσα ένα φρουμητό από γάϊδαρο (φταρνίστηκε.) Ήτον απ’ τ’ αριστερό μέρος του δρόμου. Από κείνο το μέρος ήταν ύψωμα 2 μέτρα. Καθώς προχωρούσα προς το γάϊδαρο εκείνος εξαφανίστηκε. Έκανα τη διαλογή τι να έγινε; Τον ακούω λοιπόν πάλι να φρουμητίση. Έστριψα να τον... 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958)
  • Το βράδυ κινήσαμε με δύο άλογα. Επηγαίναμε προς τον Άη Δημήτρη και είχε ανήφορο βάρος η φοράδα. Μούσκευμα η φοράδα στο ιδρώτα από το σατανικό. Μετά μόλις έφθανε στη Ράχη έφευγε το στοιχειό. Όταν έφθαναμα και εδέναμε τα ζώα να βοσκήσουν απόρριξε η φοράδα. 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1965)
  • Το κλέψιμιο κρέας δε ‘φραίνει, γιατί το τρώει ο … (αλάργο από πα κι ο Χριστός μετά μας). Μια φορά είδανε ένα κλέφτη κ’ έτρωενε ένα οζώ. Εις το νώμο του εκάθετον ο ώμορφος (διάβολος) κ’ έτρωενε το κρέας κι ο κλέφτης εθάργιενε πως το ‘τρωεν αυτός (γιατί δεν τον εθώργιενε το σατανά). Έφαενε ούλο το ζω κ’ εις την υστεριά ετσούδισε και την προβέ και την έφαεν, κι αχόρταστος απόμεινενε. 

    Σταυρακάκης, Ιωάννης (1909)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.