• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) "Παράδοση ΛΑ"

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 189-208 από 391

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • μακρανάνας, ο διάβολος, και μακραπέδος (εύφημως). 

    Άγνωστος συλλογέας
  • μακραπός (ο) μακρόπους. Υπό το όνομα τούτο δηλούται ο Σατανάς, όστις εν τη φαντασία των Κυπρίων παρίσταται με μακρούς πόδας δια το δυσειδές αυτού διότι τα έργα αυτού εξιηνούνται μακράν. Όταν θέλουν να δηλώσουν ότι πράξις τις έγεινε κατ' εισήγησιν του Σατανά λέγουν “ο δκιάλος εμ' μακράμ μα τα έρκα τον φτάνουσιν”. 

    Φαρμακίδης, Ξενοφών Π.
  • Μακροπο(δ)ίτης (ο)= Διάβολος. Απαντά εν Μεσαορία. Συνώνυμον τοις: οξωποδάς και μακροπό(δ)ας. 

    Φαρμακίδης, Ξενοφών Π.
  • Μαύρος= ο Διάβολος. Ούτος παρίστανται πάντοτε κατά τας προλήψεις του λαού μαύρος (μέλας) παρουσιαζόμενος ενίοτε εις τους ανθρώπους υπό την μορφήν μαύρου κήτος. Ούτω και ζωγραφείται. 

    Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν. (1888)
  • Μέσα στην τρύπα του σπηλαίου του Σεντόνη μπήκε μια νύχτα ένας κλέφτης. Βαστούσε μαζύ του ένα κλεμένο πρόβατο και τον ακολουθούσαν δυο σκύλοι. Σαν μπήκε στο σπήλαιο, έσφαξε το ζώο, το έγδαρε, άναψε φωτιά κι άρχισε να το ψένη στη σούβλα. Σε λίγη ώρα όμως, να και βγαίνει από της σπηλιάς το βάθος ένα παιδάκι ολόγυμνο. Σιμώνει στη φωτιά να ζεσταθή κι αρχίζει να κουβεντιάζη με τον κλέφτη. – Ποιος είσαι,... 

    Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • Μέσα στο καΐκι, που ήτανε αραγμένο, ερίχνανε τη Σολομωνική. Εκαλούσανε τα πνεύματα και τα δαιμονικά. Ήτανε ένας ναύτης Μαθρακιώτης, πειραγμένος από ‘φτά κι είχε βιβλίο Σολομωνική. Ήτανε κι άλλος Μαθρακιώτης. Επήαμε τα μεσάνυχτα, κλεισμένοι στο αμπάρι, να κάμουμε τη Σολομωνική. (Είμαστε στον Άγιο Στέφανο της Κέρκυρας). Άρχισε ο Μαθρακιώτης τα «τροπάρια» (= τα μαγικά λόγια) και μας απαγόρεψε να κάμουμε... 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1960)
  • Μέσα στ’ αλώνι άμα δεν έχη καρπό μέσα δε gάνει να κοιμηθής ιατί θα σε πειράξουν τα σατανικά και θ’ αρρωστήσης άσκημα. 

    Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959)
  • Αφορισμό

    Μεγάλοι καυγάδες γίνανε ποιος θα πάρει το βοσκολείβαδο Καλογερομάντρι που ανήκε στο μοναστήρι Ντουσίκου, αλλά βρισκότανε κοντά στο Βετερνίκο. Έτσι αποφασίστηκε να διαβαστεί αφορισμός, και το λειβάδι έμεινε στους Βετερνικιώτες, που δεχτήκανε τον αφορισμό. Από τότες λένε, ότι τριγυρίζουν εκεί μύρια σπέρια από διαόλους ξεραγκιάνους με μακριές ουρές με γαμψό νύχι στην άκρη τους σαν κλαδευτήρι, κακομούτσουνοι...
    

    Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
  • Μερζεβήλ (το) = πληθ. τα μερζεβήλια= δαίμων, βελζεβούλ, εξ ού και παράγεται. 

    Άγνωστος συλλογέας (1927)
  • Διάβολος

    Μερζεβήλ (το) πνεύμα κακοποιόν, Βεελζεβούλ.
    

    Τουργούτης, Αλ. (1892)
  • Μη φωνάζετε παιδιά, λεν οι βάβες, θα 'ρθ' ο σαϊτάν'ς να σας πάρ' τ' φωνή. Και σωπαίν'ν. 

    Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1959)
  • Μια άλλη βολά ο ίδιος ηύρε έναν κάττη και τον εκυνηούσε κ(αι) εμπερδεύετο στα πόια του και σε λίο ο κάττης ε ίνετο σκύλλος και κατάλαβε πως ήτο όξω απ’ ε’ώ κ’ έκαμε το σταυρό του κ’ έφυαν ούλα ά’ό μπρός του. [ίδιος= Ένας που ‘τανε κράκτης (=καντηλανάφτης) χρόνια σεράντα στην εκκλησά των Νικειών, στα Εισόδια της Παναγιάς]. 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Μια βολά έβρεχε όλη μέρα και τ’ απόγευμα εβίδιαξε. Επήρα το τουφέκι μου να σκοτώσω μια μπεκάτσα ‘ς το κατσόπιρνο. Άμα – ν επήα εκεί βγαίνει ένα σκυλάκι και κολλά μιας προβατίνας. Εκυνήανε το πουλλάκι το πρόβατο. Του δώνω μια ντουφεκιά, σπα το καψούλι και δε παίρνει φωτιά. Εκυνήανε το πρόβατο, του ξαναρρίχνω άλλη τίποτα. Κατεβαίνω και το πιάνω μέσα σ’ ένα συρρυακάκι και φεύγει σαν αέρας απ’ τα χέρια... 

    Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1960)
  • Ο διάολος και τα παιδιά

    Μια βολά ο διάολος γίνηκε γομάρι και πάει απόξω πάνα σκολειό για να καβαλλικέψουν τα παιδιά, όντας βγουν να τα γκρεμίση. Τα παιδιά βγαίνοντας από το σκολειό ένα, ένα ανήφκαν όλα ψηλά στο γομάρι κι ο διάολος δε μπόρειε να κουνηθή κι έσκασε. Από τη λαχτάρα, αυτή ο διάολος από τότε δεν πατάει πηλιό σε σκολειό.
    

    Μουσελίμης, Σπ. (1938)
  • Ο αχόρταγος

    Μια βουλά, είταν ένας τσέλιγκας, πούχε πολύ βιός. πράτα και γίδια πάνου απού τρεις χιλιάδες. Ου τσέλιγκας είχε και βοσκοτόπια που χωρούσαν να βοσκήσουν τα πράτα του. Είταν ούμως αχόρταγους άνθρουπος. Έβαζε στου νου του ν’ απουχτήσει τόπο πουλύ. Μια μέρα που λόγιαζε πώς να πάρει τουν τόπο, ήρθε κι στάθκι μπρουστά του ου διάουλος. Τουν ρώτσι τι σκέφτεται. Κείνος τούπε ότι χαλεύει τόπου πουλύ πουλύ....
    

    Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
  • Αφηγήσεις περί οξαποδιτών.

    Μια γριά θέριζε σ’ ερημικό χωράφι «παράωρα» 12 η ώρα το μεσημέρι. Την χτύπησε τότε κακό αερικό και την πήραν μαζί τους οι οξαποδίτες. Το ταγάρι της το βρήκαν ύστερα από πολλές μέρες πεσμένο μακρυά από το χωράφι. Η γριά εξαφανίστη από το χωριό. Εφτά χρόνια την παίδευαν οι οξαποδίτες να την γκρεμίσουν στη θάλασσα από τις βραχώδεις και απόκρημνες παραλίες του Αιγαίου. Τέλος την σήκωσαν πολύ ψηλά στον...
    

    Βλάχος, Αναστάσιος Δ. (1953)
  • Μια γυναίκα συνάντησε στο δρόμο τραγιά που ήσαν σαϊταναραίοι. 

    Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1961)
  • Μια μέρα ο φίλος μου βοσκούσε τα πρόβατα. Τον άφισα εκεί και επήγα να πάρω το ντουφέκι μου. Το όπλο ήταν χαλασμένο.Άργησα και πέρασε η ώρα σ' ένα σπίτι και η ώρα επήγε 12 τα μεσάνυχτα. Κοντά στο σπίτι του Μούντου που ο δρόμος είναι βαθύς είδα ένα πράγμα σα βόδι που κυλιούνταν. Το βλέπω μεγάλο. Νόμισα ότι ήταν γαϊδούρι αλλά ήταν πολύ χοντρό πράγμα. Σε μια στιγμή ήλθαν κοντά μου τα σκυλιά μου και άρχισαν... 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1965)
  • Μια μέρα, το Μά’, πήγα στην Ατσκή και το γιόμα με σιούρdισαν. Ήφκα πόνα σπίτι πήρα το δρόμο, βρέθκα αλλού, με φαίνταν που ο ήλιος βασίλευε στο Μούδρος. Με βαστούσαν τα μάτια, μαθέ τσατίζω έναν άθρωπο και δείξε τα Σβέρδια. Τότε πια κατάλαβα και βρήκα το δρόμο. Σα bήγα ξανά, κειός άθρωπος που πήγα, μ’ είπε «τον τάδε τον πήραν οι οξαπεδώ» και τον πήγαν σ’ ένα μετόχι κι απεκεί σε μιαν αgλησά και κει κατάλαβε.... 

    Μέγας, Γ. Α. (1938)
  • Μια φορά ένας άλλος τσουπάνης επήαινε στη τσουπανιά στα ζα σ’ ένα μέρος που ‘χε την μάντρα του στις Μάντρες (δυτ.) στη στράτα που πήαινε του φανερώθηκε μια λούγρα με τα γρουλιά (γουρούνα με τα γουρουνάκια) του παίρει τη στράτα και δεν τον άφηκε ‘α περάση ξημέρωσέν τον, σαν εξημέρωσε έχασέν την από ‘μπρος του. Ήτο έξω απ’ ε’ώ. 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.