Τα καψέλια
Ένας μια βολά ήτανε πλούσιος, είχε στάναις, πρόβατα, γίδια, ΄γελάδια, άλογα, χωράφια, αμπέλια, σπήτια, αλλά ο διάβολος του ‘χε καψάλια (χαλινό) και δεν τα ήγλεπε, το ‘φαινώτανε ότι ήτανε πεντάφτωχος. Ένα μεγάλο Σάββατο εδιάει τη νύχτα με ρετσίνι ‘ς ένα ρέμα να μαζώξη καββούρους να φάμ το Πάσχα, εκεί ΄ς ένα ρέμα βρίσκει τη διαβόλισσα κ’ εγένναγε, του λέει λοιπόν και την εκράτησε κη απογέννησε, για τι ο διάβολος δεν ήταν εκεί, του λέει στερνά για το καλό που μο ‘κανες θα σε πάω ς τον άντρα μου το διάβολο να του ζητήσης ό,τι θέλεις, αλλά πρόσεξε εκείνος θα σου δίνει χρήματα πλήθος ή και ό,τιδήποτε άλλο, αλλά να του γυρίψης να σου βλάλη τα καψέλια. Επήγαινε, του χάριζε πολλά καλά, αλλ’ εκείνος επέμενε ‘ς εκείνο που του είχε η δαιμόνισσα ειπωμένο: τέλος ο διάβολος του είπε μεγάλο ζήτημα μου έκαμες, αλλά ‘ σαν έκαμες το μεγάλο καλό ‘ς τη γυναίκα μου, θα σου το δώσω, και του βγάνει τα καψέλια. Γυρίζει για το σπήτι του, απαντάει ‘ς το δρόμο, πρόβατα, γίδια, κλπ. χωράφια, αμπέλια, κλπ. ‘ρωτάει τίνους να ήναι; όλοι λοιπόν του έλεγαν ότι ήσαν δικά του, κουνάει το κεφάλι με απορία και λέγει «μωρέ κ’ εγώ δεν τα ήγλεπα τόσον καιρόν,» φέρτε να ψήσουμε αρνιά να κάμουμε το Πάσχα και να χαρούμε.»
Τόπος Καταγραφής
Αρκαδία, Γορτυνία, ΛάσταΠηγή
Νικόλαος Λάσκαρης, Η Λάστα και τα μνημεία της ή Λάστα Πανόραμα, σελ. 48, αρ. 18Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Η Λάστα και τα μνημεία της ή Λάστα Πανόραμα, ΒιβλίοΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT