• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) "Παράδοση ΛΑ"

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 178-197 από 391

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Λαβαίνω= προσβάλλομαι υπό ακαθάρτων πνευμάτων”. 

    Μανασσείδης, Συμεών Α. (1880)
  • Λένε ότι ο διάβολος φοβάται το τουφέκι και το λιβάνισμα. 

    Κασιμάτης, Ιωάννης Π. (1958)
  • Λένε πως κάποτε ο Θεός ρώτησε το διάβολο: «τι κάνεις τέλος πάντων στους ανθρώπους και σκάζουνε από φόβο;» «Να, έλα μαζί μου να ιδής» του αποκρίθη. Τράβηξαν μεσάνυχτα σ’ ένα μοναχικό δρόμο και κρύφτηκαν παράμερα. Τότε ακούστηκε νάρχεται απ’ αντίπερα ένας μεθυσμένος. Ο διάβολος μαζεύτη έγινε ένα κουβαράκι και ο μεθυσμένος πέρασε συνεχίζοντας το τραγούδι του. Μετά από λίγο φάνηκε νάρχεται πάνω σ’ ένα... 

    Βλάχος, Αναστάσιος Δ. (1953)
  • Λένε πως μια φορά ένας δίκαιος άνθρωπος έβλεπε κάποιον κλέφτη, εκεί που έτρωγε ένα κλεμένο αρνί. Στη ράχι του, στον δεξιό του ώμο, καθότανε ένας κόρακας, που ήταν βέβαια ο Σατανάς. Και όταν πήγαινε να βάλη το κρέας στο στόμα του ο κλέφτης, ο κόρακας του το άρπαζε και το κατάπινε, χωρίς ο κλέφτης να το καταλάβη. Γι’ αυτό, όπως είπαμε, οι κλέφτες είνε αχόρταγοι και άπληστοι. 

    Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • Λένε πως στα βουβά τση νύχτας, δηλ. πολύ αργά, ένας επήγαινε απάνου στο Καλοδίκι (στου Καλοδίκη;) βουνό – σ’ ένα μονοπάτι. Όταν ευρήκε δίστρατο, είδε μια κοττοφωλιά (= κλώσσα με τα κλωσσόπουλα ή κοττοπουλάκια) και του πήγαινε δίπλα του. Όχι όμως να ‘γγίξουν απάνω του. Του ήτανε δυσκολία, γιατί εκαταλάβαινε πως ήτανε κακή ώρα, αφού δεν είχε σπίτι εκεί κοντά. Άλλο φύλαγμα δεν υπήρχε, παρά να κάμη το... 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1960)
  • Κουρ ντι λούπου

    Λίγο πιο έξω απ’ το χωριό Δραγοβίστι, κοντά στο ελατόδασος της βρύσης Γκούρας, ξαπλώνεται ένα μεγάλο χερσολείβαδο. Η παράδοση αναφέρει πως στο μέρος αυτό, οι λύκοι απ’ τα περίγυρα βουνά κατεβαίνουν και κάνουν τις νυχτερινές σύναξές τους, έχοντας για καπετάνιο τους ένα σίβο γερόλυκο. Εδώ, βάζουν τα σχέδια, εδώ πέρνουν τις αποφάσεις τους, ποιοι λύκοι θα πάνε στο τάδε βοσκοτόπι και ποιοι στ’ άλλο για...
    

    Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
  • Κουλάκου

    Λίγο πιο πάνω απ’ την Καστανιά, στο μέρος που περνάει η στράτα για τη Σκληνιάσα, ανάμεσα από δάσος οξιάς και πυξαριού, ανοίγεται μια ξαίθρα, π’ ακούει στ’ όνομα Κουλάκου. Η παράδοση αναφέρει ότι, όταν κάποτε ληστές, ύστερ, από πόλεμο με τους Καστανιώτες, μπήκαν στο χωριό και λήστεψαν τα σπίτια, σύρανε μαζύ τους πολλούς Καστανιώτες κι ακόμα πήρανε κοντά τους, τον παππά του χωριού, τον Παπαοικονόμο,...
    

    Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
  • Λυκουλάγκαδο, το. Εδώ έχει σκάσει ο δαίμονας κ’ έχει γίνει λύκος. Κάποιος Γιώργο – Κοσμάς είχε χωράφια εκεί κ’ επήγαινε και έστηνε δόκανα, για να πιάν’ τς λαγούς και τς αλεπές που του τρώγαν τα καλαμπόκια. Και πήγαιναν οι δαιμόν’ που πέρναγαν από ‘κει και τα σκαντάλαγαν τα δόκανα. Και αυτός μετά φύλαξε να ιδή ποιος πηγαίν’ εκεί και τα σκανταλάει και κάποια νύχτα είδε ένα τάγμα από ντερβισαγάδες με... 

    Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1959)
  • Λυκοφαγωμένος, ο= ο διάβολος π.χ. φύγε από κοντά μου, λυκοφαγωμένε. 

    Πετρόπουλος, Παν. (1930)
  • Λυκοφαωμένος, ο: (κατ’ ευφημ). Ο διάβολος 

    Κακριδής, Ιωάννης Θ. (1924)
  • Λυσσομανάς, καλλιακούδα; Τι λόγα κάνεις έτσι; Τριδώνες έχεις ή δαιμονόψειρες; 

    Τσίριμπας, Δημήτριος Α. (1918)
  • μακρανάνας, ο διάβολος, και μακραπέδος (εύφημως). 

    Άγνωστος συλλογέας
  • μακραπός (ο) μακρόπους. Υπό το όνομα τούτο δηλούται ο Σατανάς, όστις εν τη φαντασία των Κυπρίων παρίσταται με μακρούς πόδας δια το δυσειδές αυτού διότι τα έργα αυτού εξιηνούνται μακράν. Όταν θέλουν να δηλώσουν ότι πράξις τις έγεινε κατ' εισήγησιν του Σατανά λέγουν “ο δκιάλος εμ' μακράμ μα τα έρκα τον φτάνουσιν”. 

    Φαρμακίδης, Ξενοφών Π.
  • Μακροπο(δ)ίτης (ο)= Διάβολος. Απαντά εν Μεσαορία. Συνώνυμον τοις: οξωποδάς και μακροπό(δ)ας. 

    Φαρμακίδης, Ξενοφών Π.
  • Μαύρος= ο Διάβολος. Ούτος παρίστανται πάντοτε κατά τας προλήψεις του λαού μαύρος (μέλας) παρουσιαζόμενος ενίοτε εις τους ανθρώπους υπό την μορφήν μαύρου κήτος. Ούτω και ζωγραφείται. 

    Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν. (1888)
  • Μέσα στην τρύπα του σπηλαίου του Σεντόνη μπήκε μια νύχτα ένας κλέφτης. Βαστούσε μαζύ του ένα κλεμένο πρόβατο και τον ακολουθούσαν δυο σκύλοι. Σαν μπήκε στο σπήλαιο, έσφαξε το ζώο, το έγδαρε, άναψε φωτιά κι άρχισε να το ψένη στη σούβλα. Σε λίγη ώρα όμως, να και βγαίνει από της σπηλιάς το βάθος ένα παιδάκι ολόγυμνο. Σιμώνει στη φωτιά να ζεσταθή κι αρχίζει να κουβεντιάζη με τον κλέφτη. – Ποιος είσαι,... 

    Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • Μέσα στο καΐκι, που ήτανε αραγμένο, ερίχνανε τη Σολομωνική. Εκαλούσανε τα πνεύματα και τα δαιμονικά. Ήτανε ένας ναύτης Μαθρακιώτης, πειραγμένος από ‘φτά κι είχε βιβλίο Σολομωνική. Ήτανε κι άλλος Μαθρακιώτης. Επήαμε τα μεσάνυχτα, κλεισμένοι στο αμπάρι, να κάμουμε τη Σολομωνική. (Είμαστε στον Άγιο Στέφανο της Κέρκυρας). Άρχισε ο Μαθρακιώτης τα «τροπάρια» (= τα μαγικά λόγια) και μας απαγόρεψε να κάμουμε... 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1960)
  • Μέσα στ’ αλώνι άμα δεν έχη καρπό μέσα δε gάνει να κοιμηθής ιατί θα σε πειράξουν τα σατανικά και θ’ αρρωστήσης άσκημα. 

    Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959)
  • Αφορισμό

    Μεγάλοι καυγάδες γίνανε ποιος θα πάρει το βοσκολείβαδο Καλογερομάντρι που ανήκε στο μοναστήρι Ντουσίκου, αλλά βρισκότανε κοντά στο Βετερνίκο. Έτσι αποφασίστηκε να διαβαστεί αφορισμός, και το λειβάδι έμεινε στους Βετερνικιώτες, που δεχτήκανε τον αφορισμό. Από τότες λένε, ότι τριγυρίζουν εκεί μύρια σπέρια από διαόλους ξεραγκιάνους με μακριές ουρές με γαμψό νύχι στην άκρη τους σαν κλαδευτήρι, κακομούτσουνοι...
    

    Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
  • Μερζεβήλ (το) = πληθ. τα μερζεβήλια= δαίμων, βελζεβούλ, εξ ού και παράγεται. 

    Άγνωστος συλλογέας (1927)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.