• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) "Παράδοση ΛΑ"

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 38-57 από 391

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Δαίμονας λέγεται και ο αρρωγός, ο φύλαξ της ψυχής δαίμων (άγγελος), σπώνδα των ελληνικών κ εκκλησιαστικών προλήψεων: «ετσά μου, λέ’ ο δαίμονάς μου να σ’ αφήσω». Δαιμονιάρης λέγεται ο θυμοειδής, ου ο δαίμων (ψυχή), είναι δύστροπος κ οξύθυμος. 

    Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν. (1888)
  • δαίμονας, δαιμόνου, τρισδαίμονας, δαιμονισμένος, δαιμονισμένη, εδαιμονίσθη 

    Μαδιάς, Γεώργιος (1919)
  • Δαίμονας= ο δαίμων 

    Χαβιαράς, Δημοσθένης (1910)
  • Δαίμονας= ο διάβολος 

    Λάσκαρης, Ν.
  • Δαίμονας= ο διάβολος. Διάολος= ο διάβολος, ο δαίμων= ο πανούργος, ο ευφυής: «διάολος είναι»= πανούργος. Έξυπνος, διότι οι διάβολοι είναι πανούργοι και λαμβάνονται ως σύμβολον της πονηρίας, όθεν και πονηροί λέγονται («αλλά ρύσαι ημάς από του Πονηρού»). Χάρην ευφημίας ο διάβολος λέγεται Διάκος ή διάκολος ή και, κατά συγκοπήν των πρώτων, Δίας ή Διάς. Χάριν ευφημίας επίσης λέγουσιν «άμε στον άγγελο» (αντί... 

    Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν. (1888)
  • Δαιμονικά

    Δαίμονες υπάρχουν στα σπίτια την καταραμένων. Στα σπίτια που φέρουν την κατάρα του πατέρα ή της μάννας. Τα σπίτια αυτά έχουν ένα δαίμονα, το καθένα με το όνομά του, για να τους κυνηγούν τους καταραμένους, για να τους βασανίζουν, να πλέκουν τις χαίτες των αλόγων, ν’ άλλαζουν την θέσιν των εργαλειών, χωρίς κάν να είναι αυτά τα στοιχειά και οι βρικόλακες.
    

    Μπέλλος, Αναστάσιος Ζήση (1962)
  • Δαίμονες υπάρχουν στο Βέλος ποταμό και εμποδίζουν τα κυνήγια να κατέβουν κάτω από το Σκαλοχώρι. Δαίμονες είναι θαμμένοι δίπλα από το διδακτήριον του Σχολείου μας, και τους σκέπασαν με πολύ μεγάλες πέτρες. Ένας δαίμονας στάθηκε στο στεγνό δένδρο παλαιάς Εκκλησίας, αυτός γκρέμισε τον τοίχο, αυτός λερώνει, αυτός χαλάει. 

    Μπέλλος, Αναστάσιος Ζήση (1962)
  • Δαιμονέας (ο)= ο κατειλημμένος υπό δαιμόνων. Δαιμόνιον (το)= φάντασμα. 

    Άγνωστος συλλογέας
  • Δαιμονίζομαι (αδρ. ηδαιμονίστηκα)= υπό δαίμονος ελαύνομαι. Δαιμόνιο, το= κακοποιόν πνεύμα: «δαιμόνιο τον ήδικε» = τον επείραξε ο διάβολος. 

    Βογιατζίδης, Ι. Κ. (1920)
  • Δαιμονίζομαι= προσβάλλομαι υπό του δαίμονος: δαιμονισμένος. Δαίμοντρας= δαίμονας. 

    Χαβιαράς, Δημοσθένης
  • Δαιμονικά= τα των δαιμόνων. Έχει δαιμονικά= δαιμονίζεται – μένος= μανιακός. Δαιμονιάρης= τω διαολιάρης, μανιακός. 

    Λουπασάκης, Στυλιανός Εμμ.
  • Δαιμονισμένος, η, ο= Δαιμονιζόμενος. 

    Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919)
  • Δαιμονοπείραξη= πράξις υπό του δαίμονος παρακινούμενη “αυτό που κάνει δεν είναι καλό, είναι δαιμονοπείραξη” = υπό του δαίμονος ενεργούμενη πράξις. 

    Μακρής, Παναγιώτης Γ. (1893)
  • Δαιμον’κή η στ’ Δαιμον’κή κορυφογραμμή νοτίως της συνοικίας Μοναστηρίου (Μποτσιφάρ) της Μολίστης προς τον Άγιον Νικάνορα του χωρίου Κορτίνιτσας. Ωνομάσθη ούτω, διότι εις παλαιοτέραν εποχήν είδον οι κάτοικοι εις την κορυφήν ταύτην σκιάς δαιμόνων! φευγούσας αστραπιαίως μέσω των ανταυγειών του ηλίου. 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
  • Δέποιος -α -ο Διάβολος. Μεταχειρίζονται το “Δέποιος” αντί του “Διάβολος” όπερ εθεωρείτο ως αμάρτημα να προφέρει το. Διάουστρος (ο)= ο Διάβολος. 

    Χρηστοβασίλης, Χρ. (1919)
  • «Δεν ήταν ο Τραdάφ’λος ατός τ. Αλλιώς θα γένdαν φον’κό. [Τραdάφ’λος= ο Διάβολος, φον’κο= ελέχθη σχετική με έναν καβγά. Δυο μεθυσμένοι έκαμναν παρεκτροπές και οι χωργιανοί, προπάντων οι γυναίκες, τους έδειραν. 

    Μέγας, Γ. Α. (1938)
  • Δημουνουπειράξη= σκάνδαλον, πειρασμός (Αδριαν.) 

    Κουρτίδης, Κωνσταντίνος Γ. (1894)
  • Δια τον σατανά λέγομεν ότι είναι το πιο έξυπνο ζωντανό, που έρχεται σ' ένα καλόν άνθρωπον και τον τραβάει. 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1964)
  • Διάακος ο= Διάβολος, Διάαννε= Διάβολε. Διάολος= Διάβολος 

    Χαβιαράς, Δημοσθένης (1910)
  • Διάβολος.συνώνυμ. Δαίμονας, διαβατικός, καταραμένος, ξαποδίτης, ντόπιος (Κεφαλληνία) διάτανος, έτοινας, πρωτοέτοινας, πιοτομιαμένος (Τοσομές) 

    Πουλάκης, Δ. (1910)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.