Ένας γέρος είχε περάσει από ένα μέρος, τον Άη Νικόλα προς το Λακκί κ’ επήαινε στο χωριό. Ήτανε μεσάνυχτα. Όταν έφτασε σ’ ένα δρόμο που ήτονε μια μεγάλη χαρουπιά ήκουσεν κλάματα μωρού παιδιού. Φτάνει στο μέρος κοντά και θωρεί στο δρόμο χάμαι ένα μωρό. Σκύβει και το πιάνει και λέει: «Ποια σκύλλα, το ‘καμε και το πέταξε στο δρόμο». Το παίρνει στα χέρια ντου και αρχινά να σαλεύη (=να πήγαίνη προς το σπίτι του.) Όσο πήαινε μπρος το μωρό εβάραινε κ’ έκανε και πολλές πορδές. Κάθε πορδή κ’ εμεγάλωνε το μωρό. Αυτός του ήφυε το μεθύσι και λέει: Τι αυτό κοντεύει να γενή άντρας στα χέργια μου. Φτάνει στο σταυροδρόμι στο Βρομόλιθο (τοποθεσία) και από το βάρος αναγκάστη να το πετάξη κάτω στη γης. Εν τω μεταξύ το παιδί ηγίνηκε ένας σκύλλος μαύρος. Ο γέρος τρόμαξε και το ‘βαλε στα ποδάρια. Ο σκύλλος τον ‘κλούθανε (=παρηκολούθει). Φτάνει στο σπίτι του, πίσω κι ο σκύλλος. Μπαίνει μέσα ο γέρος και πετά τα παπούτσα τουν όξω. Κλείνει την πόρτα. Όλη τη νύχτα ήκουε μεγάλο σαματά (=θόρυβον) όξω που το σπίτι του. Το δε πωρνό που εξύπνησε ο γέρος, ευρήκε τα παπούτσια χίλια κομμμάτια καμωμένα.
Τόπος Καταγραφής
ΛέροςΧρόνος καταγραφής
1958Πηγή
Λ. Α. αρ. 2279, σελ. 427 – 428, Γεωργ. Κ. Σπυριδάκη, Λέρος, 1958Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2279, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT