• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 11-20 of 394

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Από τες τοπωνυμίες «Δυομάχες» στα Σιάννα «Γιαιμαχί» στην Αρχάγγελο «Ευρωμάχεια» στο Βάτι το «Μυριάντρι» στη Λίνδο και τον «Πάμαχον» στο Μεσαναγρόν, μανθάνομεν επίσης διάφορα πολεμικά επεισόδια της Ρόδου. Και για μεν του Δυομάχες, λέγουν πως έγειναν εκεί κάποτε δυο μάχες, για το Γιαιμαχί πως χύθηκεν άφθονον αίμα σε κάποιαν συμπλοκή, για την Ευρωμάχεια ότι έγινε ευρεία μάχη. Για το Μυριάντρι λέγουν ότι ετάφησαν εκεί μύριοι άνδρες πολεμώντας τους εχθρούς για τη σωτηρία της πατρίδας. Στης Φάνες έχει μια βρύση που την λεν του Μαΐ γιατί εκτίστηκε με συνδρομήν όλων των κατοίκων πληρώνοντας ο καθένας χωρικός από μαΐ (παράν). 

Άγνωστος συλλογέας
Thumbnail

Όταν κράξη μεσονύχτι ο πετεινός, δεν πρέπει να βγαίνη κανείς έξω απ' το σπίτι του, γιατί εκείνη την ώρα τριγυρνάει ο Τρισκατάρατος με τις Καλές Κυράδες. 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Thumbnail

Τρείς θρύλοι, εκ των οποίων οι δύο έχουν και σημαντικήν ιστορικήν βάσιν, οφειλ’ομενοι εις αναγνώστας μας σήμερον. Ο ένας που αφορά την στοιχειωμένη σπηλιά της ωραίας Κύμης, μας απεστάλη εξ Ωρωπού από τον αιδεσιμώτατον ιερέα κ.Γ. Σκουρλάν. Τον παραθέτομεν εν συντομία και με την απλότητα της δημοσιογραφικής γλώσσης, δεν ημπορούμε όμως παρά να συγχαρώμεν τον κληρικόν αναγνώστην μας , όστις αποδεικνύεται με το γράψιμον του έχων ακμαίον λογοτεχνικόν ταλέντο. Μας γράφει λοιπόν ο εξαιρετικός αναγνώστης μας , ότι κοντά στο εξαίσιο χωριό. Βρύσες της Κύμης, εξαίσιο για τις φυσικές του καλλονές και τις πολυάριθμες αστείρευτες πηγές του, ευρίσκεται η σπηλιά του θρύλου. Περισσότερον συγκεκριμένως η <στοιχειωμένη> σπηλιά κοίτεται μεταξύ της υψηλοτέρας κορυφής της οροσειράς των Κοτολαίων και της χαμηλοτέρας, και στο βάθος της σχηματιζόμενης εκεί κοιλάδος. Άλλοι πιστεύουν για τη σπηλιά αυτή πως είνε φυσική και άλλοι πως την κατασκεύασαν τα τάγματα των Δραγώνων. Μια πηγή χύνει ατελείωτα το κρυστάλλινο νερό της και όλος ο κόσμος πιστεύει –σωστά τονίζει ο λόγιος πατήρ – ότι είνε αγιασμένο, θαυματουργό. Λένε οι κάτοικοι της περιοχής : - Η πηγή της Δραγωνέρας ή της Τρακανάρας. Ατελείωτο είνε έν πάση περιπτώσει το βάθος της σπηλιάς και από αιώνες τώρα πολλοί επιθυμούν να εισχωρήσουν , να φθάσουν ως το τέλος του. Ο τρόμος από τον θρύλο που παραδίδεται από γενιά σε γενιά τους καθηλώνει στη θέσι τους. Και ο θρύλος λέει πως εις το απίθανο τέρμα του βάθους της σπηλιάς ένα τερατώδες πλάσμα παραμονεύει. Φυλάει κάποιους μεγάλους θησαυρούς από μαργαριτάρια, από διαμάντια, από σαπφείρους. Και το νερό που βγαίνει από τις άκρες της σπηλιάς για να πέση στα χείλη της ίδιας της πηγής, λένε πως τρέχει με έναν ήχο που παραλογίζει τους ανθρώπους στις ώρες τις μικρές. Το νερό και ο τερατώδης φύλακας του βάθους της σπηλιάς, προσθέτουν, θα πνίξουν, θα εξοντώσουν τον κάθε θρασύν που θα τολμούσε να εισχωρήση, με την πρόθεσι να πάρη τους θησαυρούς. Ποιο είνε το τερατώδες αυτό πλάσμα κανείς δεν ξέρει να καθορίση. Άλλοι υποστηρίζουν πως είνε ο ίδιος ο Βασιληάς, του οποίου το κορμί μαύρισε σαν την ψυχή του με την φιλαργυρία του. Τρίτοι λένε πως αράπης και Βασιληάς με την εθελοδουλεία τους στο χρήμα έχουν γίνει ένα κορμί και παραμονεύουν να εξοντώσουν κάθε άνθρωπο που θα ήθελε να πάρη τους θησαυρούς. Περίεργον είνε, κατά τον γράφοντα, ότι και μέντιουμ ακόμη έχουν βεβαιώσει, ότι οι θησαυροί δεν είνε ασύσταση φαντασία, αλλά υπάρχουν στο βάθος της σπηλιάς . Και τώρα είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν , ο αναγνώστης μας βεβαιώνει, ότι άκουσε εδώ και 25 χρόνια από τους γεροντόκερους της Κύμης , πως κάποτε επεχειρήθη η εισχώρησις μέσα στην στοιχειωμένη σπηλιά. Τρείς άνθρωποι την απεφάσισαν και για να ημπορέσουν να δαμάσουν το τέρας που ενεδρεύει έφτιαξαν μια <ανθρώπινη > λαμπάδα. Δηλαδή ο ένας απ’αυτούς εδέχθηκε να δώση το ξύγκι του! Έγινε έτσι η <ανθρώπινη> λαμπάδα , στο φώς της οποίας τάχα το στοιχειό θα ζαλιζόταν και θα άφηνε να γίνη ανεμπόδιστη η αρπαγή των θησαυρών Αλλά ατυχώς εκείνος ο άνθρωπος πέθανε από την φρικτή λαπαροτομία, ενώ οι σύντροφοί του τίποτε δεν επέτυχαν. Λίγα μέτρα μετά την εισχώρησι τους στη σπηλιά η λαμπάδα έσβυσεν από την έλλειψι οξυγόνου προφανώς και ένα φοβερό μούγκρισμα ακούσθηκε. Ετράπησαν εις φυγήν , βγήκαν έξω και επειδή δεν ημπόρεσαν να δικαιολογηθούν γιατί <απεξύγκισαν> τον σύντροφο τους κατεδικάσθησαν και απεκεφαλίσθησαν στη Χαλκίδα. Από τότε κανείς δεν τολμά να εισχωρήση στην στοιχειωμένη σπηλιά της Δραγωνέρας και ο θρύλος μένει πάντοτε ολοζώντανος. 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Βλ. μαθητική συλλογή μύθων εκ Παλούμπα Γορτυνίας. 

Άγνωστος συλλογέας
Thumbnail

Οι γι’ Αγουδαίοι ζυγώνανε την Παναγία να την πιάσουν μια φορά κι αυτή έτρεχεν σ’ έναν κάμπο σπαρμένο από λουμπίνια. Τα λουμπίνια ήσανε μεστωμένα και τα λουβιάν των τσίτωναν τα πόδια τση Παναγίας και ξαιμάτωναν. Η Παναγία στον πόνον τζη απάνω των καταράστηκεν: «την κατάρα μου νάχετε και την πίκραν τση καρδιάς μου να πάρετε» Μα κάποιοι φτωχοί που άκουσαν την κατάρα παρακάλεσαν τη Παναγία κ’ είπαν. «Όχι Παναγία μου, γιατί τα τρων οι φτωχοί και ζούνε». Η καλή Παναγία αλλάσσει την κατάρα: «ας γλυκαίνουν τα λουμπίνια για να τα τρων οι φτωχοί μα να τα βράζουν εφτά φορές ομπρός». Για να κρυφτή η Παναγία, να μην την πιάσουν τότε, έτρεξεν κ’ εμπήκεν σ’ ένα κουράδι αίγες που βοσκούνταν κειό κοντά. Οι γ’ αίγες όμως φύγανε και πιάσαν τα πλάγια. Η Π. καταρίστηκεν κ’ είπεν «την κατάρα μου νάχετε κι όλο σηκωμένη νάχετε την ορά σας να φαίνεται ο κώλος σας και να τρέμετε στη βροχή και στο χιόνι». Κ’ ετσά το πάθανε κιόλας. Ύστερα πήγεν η Παναγία στα πρόβατα να κρυφτή, τα καλά πρόβατα μαζωχτήκανε γίνηκαν σωρός κι έκρυψαν την Παναγία. Αυτή τα ευκήστηνεν κ’ είπεν» την ευκή μου νάχετε κι όντε βρέχει και χιονίζει να μην εργάτε μόνον να βράζετε κ’ εις το χιόνι απάνω να γεννάτε τα παιδιά σας». Την ίδιαν ευκή πήραν και τα βούγια γιαυτό βρέχουνται και χιονίζουνται και στέκουν ήσυχα βράζουν και καπνίζει η ράχη των από την ζέστη κι αναχαράσσουν το φαιν των. 

Άγνωστος συλλογέας (1927)
Thumbnail

Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος. – Πάμε στην Τούμπα; Μου λέει κάποιος φίλος μου, θα περάσουμε ωραία. – Ποια Τούμπαν; Εις την Θεσσαλονίκην υπάρχουν πολλές τούμπες και εντός και εκτός της πόλεως. Ανάγκη μιας διευκρινίσεως εδώ. Μια φορά και ένα καιρό ως θέσις «Τούμπα της Θεσσαλονίκης» ήτο γνωστή η περιοχή η περί την μεγάλην Τούμπαν, προς την δυτικήν έξοδον της πόλεως και επί της Εγνατίας ακριβώς οδού, η μεγάλη και υψηλή εκείνη τούμπα ( βουνοειδής σωρός χώματος) δια την οποίαν τόσοι θρύλοι περί κατακεχωσμένου θησαυρού και τόσαι ανασκαφαί, κατά τον μεγάλον πόλεμον, εκ μέρους των Γάλλων στρατιωτικών προς ανακάλυψιν των απ’ αιώνων κεκρυμμένων τιμαλφών. Ήτο δε περίεργος η κοπή αυτής υπό των Γάλλων, σαν κόψιμο τούρτας κατά φέτες εις κάθετον τομήν… Τι ευρέθη εντός αυτής; Χώμα παχύ και άφθονον και μόνον χώμα και άλλο τίποτε. Μηδέν. Χώμα ψαχνό και πάλιν χώμα. Βαρυνθέντες και αυτοί διέκοψαν τον κατατεμαχισμόν… Τι μυστήριον, αλήθεια, και αυτές οι «τούμπες» μεγάλες και μικρές, οι τύμβοι δηλαδή χωμάτων ως λοφίσκοι εις διαφόρους αναμεταξύ των αποστάσεις μέσα εις τας ευρείας πεδιάδας της Μακεδονίας. Πολλοί σοφοί και ειδικοί και ιστορικοί ξένοι και δικοί μας απασχοληθήκανε με αυτές και πολλοί περίεργοι άνοιξαν τρύπες, μέσα εις τα χωματένια σώματά των, δια ν’ ανακαλύψουνε τι κρύπτουνε. Άλλοι είπαν ότι είνε τάφοι στρατιωτών πεσόντων κατά διαφόρους μάχας, των οποίων τα πτώματα συνήχθησαν εις ένα μέρος και εσκεπάσθηκαν με χώματος βουνά μικρά. Άλλοι υποστηρίζουν, και αυτοί φαίνονται πιο πιστευτοί, ότι πρόκειται περί οπτικού τηλεγράφου των αρχαίων. Επάνω εις κάθε τύμβον έμενε φρουρά, η οποία ήναπτε πυράς και μετέδιδε διαταγάς και αγγέλματα εις τα στρατιωτικά σώματα που ήσαν σκορπισμένα ανά την Μακεδονίαν, εώς το έσχατον δυτικόν άκρον αυτής. Εννοείται ότι εκτός των σοφών και των ειδικών και ο λαός έχει τα ιδικά του παραμύθια δια τους μαστούς αυτούς της γης, τους τόσον περίεργους και ανεξηγήτους. Ωραία είνε μια παράδοσις, που άκουσα κάποτε γι’ αυτές σ’ ένα χωριό των Γιαννιτσών. Ότι κακούργοι τον παληό καιρό επήγανε να κλέψουνε τα χρήματα ενός ναού, υποθέτω του Αγίου Δημητρίου. Ο ναός ήταν πλούσιος πολύ και γεμάτος με σωρούς χρυσού. Οι ιερόσυλοι γέμισαν τα σακκούλια τους με το χρυσάφι και θέλησαν να φύγουν κατά την Αρβανιτιά, από όπου και κατήγοντο. Ο χρυσός όμως ήτανε βαρύς και τρύπησαν τα σακκούλια. Και έτσι έπεφτε εδώ κ’ εκεί, και όπου έπεφτε γενόταν χώμα. Και το χώμα έμεινε, έτσι σωριασμένο προς αιώνιον των ληστών ανάθεμα και παράδειγμα των άλλων. Αν όμως οι πατήσαντες την εκκλησίαν εγέμισαν όλην την Μακεδονίαν χώμα, εώς τα αλβανικά τα σύνορα, αυτοί αποθανόντες δεν ευρήκαν ούτε ένα δράμι χώμα για να αναπαυθούν. Όπου και αν τους έχωναν, η γη του εξερνούσε, ώσπου ηναγκάσθησαν να πετάξουνε τα πτώματά τους μέσα στη λίμνη της Πρέσπας τη μεγάλη. Αλλά και εκεί, μόλις οι νεκροί άγγισαν της λίμνης τον βυθόν, το χώμα υπεχώρησε και μια οπή άνοιξεν εκεί και τους κατέπιε. Από τότε υπάρχει η τρομερά αυτή οπή στην ανωτέρω λίμνη, από την οποίαν ροφάται με πάταγον αρκετόν μέρος του νερού της λίμνης. Είνε, όμως, μυστήριον, που βγαίνει το νερό αυτό. Μερικοί θέλουν να ειπούν ότι το νερό εκβλύζει κοντά σ’ ένα χωριό που κείται ολίγον επάνω και προς βορράν των Βοδενών, και όπου παραπολλές φορές μεταβάλλει εις λίμνην την πεδιάδα του χωριού. Την εκδοχήν αυτήν την υποστηρίζουν περισσότερον οι κάτοικοι του Νησίου, στηριζόμενοι σε μια παληά παράδοσι, την οποίαν καλόν είνε να αναφέρω εν ολίγοις. Ένας μυλωνάς μια φορά, απ’ έξω από το Νησί, καθόταν με το γυιό του στο προσηλιακό του μύλου τους και παίζαν τις φλογέρες των, γιατί δεν θα είχαν, φαίνεται, δουλειά. Τότε πέρασεν από εκεί ένας Σαρακατσάνος τσέλιγκας, μαζί με τα κοπάδια, την οικογένειά του, τα άλογα και τα μουλάρια, με τους πιστικούς και τους βοσκούς του, πηγαίνοντας στο ξεκαλοκαιριό, απάνω εις την Πρέσπα. Ήταν άνοιξις. Κάθησε λίγο στον μύλο να ξεκουρασθή και ρώτησε τον γέρο πως πάνε οι δουλειές. – Κακά-ψυχρά κι’ ανάποδα, του απήντησεν εκείνος. Μυλωνάς εγώ κοντεύω να μην έχω ψωμί εγώ και το παιδί μου. – Δεν μου τον δίνεις, του είπε ο τσέλιγκας, τον γυιό σου, να τον πάρω εγώ για τα πρόβατα βοσκό, τώρα το καλοκαίρι, και τον χειμώνα που θα περάσω για τα ξεχειμαδιά, σου τον αφήνω πάλι εδώ πέρα για να σε βοηθήση στο μύλο τον χειμώνα, που έχεις περισσότερες δουλειές. Ο νέος έφυγεν από το Νησί κομίζοντας μόνον τη φλογέρα του και του πατέρα του την ευχή. Εκεί όμως στην Πρέσπα που έβοσκε τα πρόβατα, νοσταλγώντας το χωριό του και το μύλο του, καθόνταν κι’ έπαιζε πάντοτε την φλογέρα του. Κάποτε ένα μεσημέρι, παίζοντας αποκοιμήθηκε και η φλογέρα ξέφυγε από τα χέρια του και έπεσε μέσα στης λίμνης το νερό. Το ρεύμα την παρέσυρε, την πήγε στη ρουφίχτρα και η φλογέρα χάθηκε, χωρίς ο νέος να κατορθώση να την πιάση. Μια ημέρα που ο πατέρας του εις το Νησί καθόταν πάλι εις τη «Βοντενίτσα» του και λιαζόταν κοντά στη φτερωτή, είδε του μύλου το αυλάκι να φέρνη μια φλογέρα. Ρίχνεται, την αρπάχνει και βλέπει με μεγάλη έκπληξι πως ήταν η φλογέρα του παιδιού του. Μη δυνάμενος να εξηγήση το μυστήριον, την άφησε μέσα στου δωματίου των το ράφι και ξαναβγήκε για να ξαπλωθή και να χορτάση ήλιο, αφού δεν χόρταινε ψωμί. Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε το φθινόπωρο και ξαναπέρασε ο τσέλιγκας κατεβαίνοντας να παραχειμάση κάτω στη Χαλκιδική. Περνώντας από το μύλο άφησε το παιδί του μυλωνά και επειδή ήταν με τούτο ευχαριστημένος του είπε πως το καλοκαίρι που θα ξαναναβή στην Πρέσπα θα το ξαναπάρη. Μια ημέρα το παιδί καθώς ανακάτευε κάτι πράγματα στο ράφι είδε τη φλογέρα του και έτριβε τα μάτια του. – Πού βρέθηκε, πατέρα, η φλογέρα μου εδώ; Ο πατέρας διηγήθη πως τη βρήκε και το παιδί του διηγήθη πως την έχασε. Τότε και οι δυο έκαμαν τη σκέψι ότι το νερό της ρουφίχτρας από την Πρέσπα θα βγαίνη βέβαια εις το Νησί. Μεγάλη και τεραστία η απόστασις, αλλά η φλογερή, παρούσα, πιστοποιούσε την πραγματικότητα του απίστευτου αυτού με την παρουσίαν της. – Τότε, πατέρα, είπε το παιδί, θα κάμω κάτι άλλο. Θα ρίχνω ένα κατσίκι από την Πρέσπα ή κάνα αρνί για να το βγάζη το νερό εδώ στο μύλο και να το γλεντάς και συ που όλο πράσσα και φασόλια γεύεσαι. Και έτσι έγινε σαν ξαναπέρασε την άνοιξι ο τσέλιγκας και ξαναπήρε τον γυιό του μυλωνά. Και σαν διεπιστώθη ότι τα αρνιά έβγαιναν εκεί, την Τρίτη τη χρονιά ο μυλωνάς είχε Πάσχα κάθε μια εβδομάδα. Μα με το σύστημα αυτό τα πρόβατα του Κεχαγιά λιγόστευαν. Τ’ αρνάκια μυστηριωδώς εχάνοντο. Αγρυπνούσαν οι βοσκοί μήπως τα τρων οι λύκοι, μα ούτε λύκοι φάνηκαν πουθενά, ούτε σκυλιά γαύγιζαν. Ως που, ένας πιστικός σαν κάτι ύποπτο να είδε να κάνη το παιδί, παραφύλαξαν και το πιασαν να σφάζη και να πετάη στη ρουφίχτρα της λίμνης τα αρνιά. Έξω φρενών ο τσέλιγκας του δίνει μια και το πετάει κι’ αυτό μέσα στη λίμνη. Και ως να σκεφθή και να μετανοήση για την πράξι του η ρουφίχτρα το είχε καταπιή. Μια ημέρα που ο μυλωνάς καθόταν έξω από το μύλο του, περιμένοντας να ψαρέψη κανένα αρνί από το νερό, είδε να αναδύεται από τα βάθη των νερών ο γυιός του. – Καλά, είπα εις τους Νησιώτες, που μου διηγόντουσαν αυτό, τότε εδώ κοντά εις το χωριό σας πρέπει να έχη βγάλη το νερό και τα πτώματα εκείνων των καταραμένων που δεν εδέχετο η γη, γιατί εκλέψανε την εκκλησία. – Καθόλου παράξενο, μ’ απήντησαν, εδώ είνε ένα μέρος που το λέμε ημείς «βύρο», που είνε σαν μια τρύπα εις τη γη και δεν λείπει το νερό ποτέ. Κι’ εμείς το έχουμε αυτό για καταραμένο μέρος και δεν βοσκούμε ποτέ εκεί, ούτε κόβουμε χορτάρι. Και ίσως και γι’ αυτό όλο και φειδόχορτα φυτρώνουν εκεί γύρω. Αλλά όχι οι δικοί μας μοναχά, αλλά και οι Σέρβοι έχουν παραδόσεις γι’ αυτές τις Τούμπες, που ανάγονται στον Μάρκο Κράλλη, ένα μυθικό ήρωα του σερβικού λαού, και τις αδερφές του. Για τον περίεργο τούτον Μάρκο Κράλλη, που έχει γεμίση με ιστορίες θρύλων και κατορθωμάτων την εύφλεκτον φαντασίαν του σερβικού λαού. Σέρβος καθηγητής της Ιστορίας μου έλεγε στο Βελιγράδι ότι ο Μάρκος Κράλλης, που τραγουδάει ο σερβικός λαός, ήταν ένας κατεργάρης βοεβόδας, ο οποίος επρόδωσε πολλάκις, τα συμφέροντα των Σέρβων εις τους Τούρκους κυρίαρχους, αγορασθείς υπ’ αυτών. Αυτό τουλάχιστον πιστοποιεί η ψυχρά η Ιστορία. Αλλά με τις παραδόσεις για τις Τούμπες παρ’ ολίγο να λησμονήσωμε την πραγματική την Τούμπα, προς την οποίαν και διηυθυνόμεθα. Πρόκειτα για τη θέσι Τούμπα, την ανατολικώς της Θεσσαλονίκης, που ήταν προ του ευρωπαϊκού πολέμου ως θέσις άσημος και άγνωστος και σήμερα έχει μεταβληθή σε μια πόλι 15-20 σχεδόν χιλιάδων κατοίκων, γεμάτη ζωή και κίνησι και ζωηρότητα, γεμάτη πάντα επεισόδια και ρωμαντισμούς, γεμάτη δράσι και ανησυχία, πόλι ζωντανή, θερμόαιμη, νέα και ωραία, με κόσμο εκλεκτόν, που, παρ’ όλη την ολιγοχρόνιο ζωή της, έχει δημιουργήση παραδόσεις, έχει δημιουργήση προηγούμενον! Σ’ αυτήν θα πάμε εις προσευχή επιστολήν! 

Άγνωστος συλλογέας (1936)
Thumbnail

Απο 25 Δ/βρίου - 6 Ιανουαρίου = η περίοδος των καλλικαντζαραίων. 

Άγνωστος συλλογέας (1908)
Thumbnail

«Κατά την επιστροφήν μου εις την γενέτειράν μου Ζύλλαν ή Σύλλατα, λέγει ο Α. Δζανπάζογλου, η αείμνηστος μήτηρ μου Φωτσινή, το γένος Λαζάρου Χατζηζάμπα με ηρώτησε τι είδον εις την λίμνην. Περιέγραψα την πλυσιν των προβάτων παρά των ποιμένων και την μέθοδον που μεταχειρίζονται δια το πλύσιμον. Ωσαύτως τας εντός των λελαξευμένων βράχων ευρισκομένας εκκλησίας, δια τας οποίας θα ασχοληθώ εκτεταμένως εις την παρούσαν μου διατριβήν. Με ηρώτησε πώς εσχηματίσθη η λίμνη εκείνη. Φυσικόν ήτο ν΄ απαντήσω ότι εσχηματίσθη εκ του φυσικού. Κατάπληκτος ήκουσα την μητέρα μου να μου απαντά επιτιμητικώς εις την διάλεκτον της περιοχής μας, ήτις ήτο και η μητρική μου γλώσσα, πετάξαμε (σε εστείχαμεν) στο μεγάλο σκολείο να μάθης γράμματα δεν έμαθες τίποτα, τα γράμματα να τα θέκνης (βάλης) καλά στο μελός (μυαλά) εκείν’ η λίμνη ήταν χωριό, θεός πήγεν στα παλιά χρόνια με την αδελφή τα να πομούν (μείνουν) τη νύχτα εκεί. Οι χωριανοί δεν τους πήραν απέσω κατακόλσαντα (έδιωξαν). Ώργισθην θεός κούνσεν (εκίνησε δια χειρός) νιοκνά (πυρ) και έκαψεντα εις απάντησιν της λέγω νίνε(μητέρα) ετό που λες γένην (εγένετο) εις τα Ιεροσόλυμα (Ιερουσαλήμ) εχτές και σήμερα κόπης (έγινες) σοφός ετό (αυτό) που σε λέγω άκουσα τα από τον παππούμ τον Χατζήζαμπα και όσα με λες (λέγεις) εσύ αζ το έναμ ώτι μεν (εισέρχεται) και ας το άλλο βγαίν’ (εξέρχεται) (τουτέστιν ανοησίας λέγω)» 

Άγνωστος συλλογέας
Thumbnail

1) Η μοιρασιά της Ρόδου, 2) Το λουτρό του βασιλιά (παλιές Ροδίτικες ιστορίες) 

Άγνωστος συλλογέας
Thumbnail

Όντεν έβανεν ο Νωές στην κιβωτό τα ζώα ζευγάρι, δεν μπόρεσε να πιάση λαγούς παρά ένα μόνο. Γι' αυτό τον έκαμενε θυληκασέρνικο. Τον ένα χρόνο είναι θηλυκός και γεννά και τον άλλο αρσενικός και ζυγώνει. Τούτο πιστεύουν πολλοί χωρικοί. Μα κι όντεν πολεμάνε να βάλη το γάϊδαρο στην κιβωτό αυτός σέρνουνταν ίσα πίσω ως είναι το συνήθειον του. Ο Νώες εμάνισεν τον εχτύπαν κ' έλεγεν “σε μέσα διάολε σε”. Ο διάβολος η, που στεκεν κειά κοντά και δεν αποκότανε να μπή πήδηξε μέσα με χαρά. Ο Νώε τούπεν “ίντα γυρες μπρέ τούδα” λέει “Ντα δε μούπες να μπώ μέσα;”. Σαν ετελείωσεν ο κατακλυσμός έπεψεν ο Νώες τον κόρακα να πά να ιδή αν εστέγνωξεν ο κόσμος να του πή. Μα ο κόρακας πήεν ποκάτω σε μια συκιά κ' εβρήκεν ψόφια κ' έτρωεν και περίμενε να γινωθούν τα σύνα να πάη απ' αυτά σημάδι. Ο Νώε τόμαθε κ' εκαταράστηκε τον κόρακα ναναι τρυπητός ο λαιμός του όσο καιρόν είναι σύκα. Κ' ετσά ναι τώρα ως πιστεύουν οι χωρικοί. Καταπίνει τα σύκα κι αυτά πέφτουν από την τρύπα κάτω και δεν καταπίνει πράμα. 

Άγνωστος συλλογέας (1935)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • . . .
  • 40
  • »

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis ArchivePlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

Type
Παραδόσεις (394)
Collector
Άγνωστος συλλογέας (394)
Place recordedΆδηλου τόπου (129)Ρόδος (40)Ήπειρος (30)Θεσσαλία (25)Κρήτη (24)Αρκαδία, Κυνουρία, Καστρί (17)Κρήτη, Σφακιά (16)Πόντος, Οινόη (10)Πελοπόννησος (8)Αθήνα (7)... View MoreTime recorded1970 - 1972 (1)1960 - 1969 (3)1950 - 1959 (3)1940 - 1949 (1)1930 - 1939 (113)1920 - 1929 (52)1910 - 1919 (25)1900 - 1909 (41)1891 - 1899 (21)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.