• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 391-394 of 394

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Ένας παπάς του παληού καιρού πήγε μια μέρα να βαφτίση το παιδάκι κάποιου μέτριου χωρικού που ήταν κάπως αδύνατο. Όταν όμως τώβαλε μέσα στην κολυμπήθρα δεν εφρόντισε να το βγάλη όπως συνήθως, αλλά τ'άφησε αρκετά <για να κολλήση το λάδι> όπως έλεγε. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το παιδί ζεματίστηκε και πέθανε μια ώρα αρχήτερα. Αλλά ο λειτουργός του Υψίστου, χωρίς να φανή ότι ταράχτηκε καθόλου απ' αυτό, γύρισε πίσω στους γονείς του παιδιού και φώναξε : -Αυτό πάει ! Έχετε να μου φέρετε κανένα άλλο; Και γρήγορα κιόλας γιατί έχω δουλειές.. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Μιαν ωραιοτάτην και εύθυμον συμπλήρωσιν του μύθου περί του Αγίου Κασσιανού μας αποστέλλει ο αναγνώστης μας κ. Ι. Μ. Τσενές από το Δερβένι της Κορινθίας. Είνε τόσον ευχάριστος ώστε να συνίστωμεν όλως ιδιαιτέρως την ανάγνωσίν του. – Να γιατί, μας γράφει ο κ. Τσενές, εορτάζεται ο Άγιος Κασσιανός, κάθε τέσσερα χρόνια. Προ αιώνων πολλών ένας παμπόνηρος δικηγόρος ήρθε η ώρα να τινάξει τα κώλα. Διάβαινε τας ουράνιους λεωφόρους και εσκέπτετο πως θα τα καταφέρει να μπή στον Παράδεισο. Η επίγειος ζωή του δεν ήτο τέτοια να αξιωθή κατοικίας εις την αιωνίαν ευτυχίαν. Έφθασε προ κριτηρίου και όπως προέβλεπε του έδωσαν πασπόρτι που έγραφε «Κόλασις». Αλλά δεν απεθαρρύνθη. Έβαλε σε ενέργεια τα μεγάλα μέσα. Έσβυσε την λέξι «Κόλασις» και έγραψε «Παράδεισος». Έτσι κατώρθωσε να ξεγελάση και τον μπάρμπα Πέτρο, τον κλειδοκράτορα. Εμπήκε στον Παράδεισο και περνούσε ζωή χαρισάμενη. Ύστερα από λίγο καιρό όμως άρχισε να πλήττη. Δεν υπήρχαν εκεί ούτε μηνυταί, ούτε κατηγορούμενοι, ούτε ενάγοντες, ούτε εναγομένοι. Ένα δικαστήριο από τους πιο παλαιούς αγίους, τους προφήτας, υπήρχε, αλλ’ ελλείψει πελατείας και υποθέσεων σργούσε. Μήνες πολλούς ο δικηγόρος μας εσκέπτετο πως θα ημπορούσενα ευρεθή μις υπόθεσις να ξεμουδιάση. Επί τέλους ήλθε η ευκαιρία. Μια ημέρα εκεί του εκάθητο επάνω σε χουσορόδινα σύγνεφα και άγγελοι με τα πουλιά τραγουδούσαν σε αρμονία παραδεισιακή., είδε μια σειρά γκαμήλες με χρυσάφι που εβάδιζαν εις τα θησυροφυλάκια των αγίων. Δίπλα τους εκείνη τη στιγμή ευρίσκετο ο Άγιος Κασσιανός. – Τίνος είνε το χρυσάφι αυτό; τον ρώτησε. – Του φίλου μου του Άγιου Νικόλαου, του απεκρίθη. Βλέπεις ο κόσμος τον αγαπά περισσότερο από όλους μας. Προ πάντως οι ταξιδιάρηδες. Όλο και του αφιερώνουν χρυσάφια και ασήμια. Έτριψε τα χέρια του από χαρά ο παμπόνηρος δικηγόρος. – Παίρνει μήνυσι το πράμα, είπε. Πρέπει να πας να πάρης και συ. Μήπως συ, όσιε μου δεν έχεις κάνει καλά; Δεν ημπορεί να τα κρατά όλα ο άγιος Νικόλαος. Ο Άγιος Κασσιανός εδίστασε στην αρχή, μα ο τετραπέρατος δικηγόρος έβαλε όλα τα δυνατά. Του πιπίλισε το κεφάλι που λέει ο λόγος, τον έπεισε στο τέλος. Η μύνησις συνετάχθη και ο Άγιος Νικόλαος κατηγγέλθη επί ιδιοποίησει ξένης περιουσίας, την οποίαν του είχαν εμπιστευθή προς φύλαξιν. Η καταγγελία έγραφεν απάνω κάτω : «Μήνυσις Αγίου Κασσιανού κατοίκου πρώτου διαμερίσματος Παραδείσου, κατά του άγίου Νικολάου, κατοίκου ομοίως. Ο έναντι μηνυόμενος Άγιος Νικόλαος, κάτοικος κλπ., αναλάβων προς φύλαξιν χρυσόν και αργυρών, τον οποίον παρεχώρησαν θνητοί άνθρωποι και δι’ εμέ, λόγω πολλών υποχρεώσεων των εναντί μας, κατακρατεί αυτόν μη εννοών να παραχωρήση την νόμιμον μερίδα μου, νοσφιζόμενος ούτω αυτήν δι’ ιδίον λογαριασμόν. Ακολουθούσε κατόπιν ο καθορίσμος του ποσού που ο παμπόνηρος δικηγόρος διεξεδίκει δια τον αγιον πελάτην του κλπ. Ο αγαθός Θέος και «πρόεδρος» του Δικαστηρίου, μόλις του επεδόθη η μήνυσις, εταράχθη. Δεν εφαντάζετο ότι ένας από τους καλύτερους του αγίους είχε αδικήσει έναν από τους επίσης αγαπητούς του αγίους. Διέταξε λοιπόν να κοινοποιηθούν κλήσεις αμέσως εις τους ενδιαφερομένους και να γίνη η δίκη αμέσως. Αλλά ο παμπόνηρος δικηγόρος δικηγόρος πάλιν τα κατάφερε περίφημα. Κατώρθωσε δηλαδή να μη επιδοθή η κλήσις εις τον Άγιον Νικόλαον και έτσι η δίκη ήρχισεν ερήμην του μηνυομένου και εναγομένου. Παρών και μετά συνηγόρου φοβερού και τρομερού ο Άγιος Κασσιανός απών ο Άγιος Νικόλαος. Ηγόρευσε λοιπόν ο τετραπέρατος δικηγόρος και ο Θεός είχε πεισθεί ότι δίκαιον είχεν ο Άγιος Κασσιανός. Συνεχάρη και τον υπερασπιστήν του , που απεστήριξε τόσον ωραία μιάν δικαίαν υπόθεσιν. Αιφνιδίως όμως παρουσιάσθη ο Άγιος Νικόλαος με ένα παιδάκι στα χέρια. – Ελα εδώ, Άγιε Νικόλαε, του είπε, είσαι κατηγορούμενος. Αλλά ο υπόδικος είτε γιατί δεν πρόσεξε τη φράσι του επουράνιου προέδρου, είτε δι’ άλλου πράμα ενδιεφέρετο εκείνη τη στιγμή, εφώναξε στον Ύψιστο. – Ευδόκησε Δέσποττα, να μην πεθάνη αυτό το παιδάκι. Μονάκριβο έινε της μητέρας του. Τώρα έγινε ένα ναυάγιο και έσωσα τους επιβάτες και τη μητέρα αυτού του μικρούλη. Μα αυτόν μόλις τον πρόλαβα. Τον πήραν τα κύματα και από στιγμή σε στιγμή πεθαίνει. Ευδόκησε να ζήση, Ύψιστε γιατί αλλοιώς θα πεθάνη η μητέρα του από το κακό της. Συγκινήθηκε ο καλός Θεός, έκαμε το θαύμα του και ο μικρός ναυαγός έζησε. Γοργά τον κατέβασε στο μέρος που έπρεπε ο Άγιος Νικόλαος και ξαναγύρισε στα ουράνια δώματα. Δεν ενδιαφέρομαι εγώ για τα χρυσάφια, είπε. Οι καλοί άνθρωποι μου τα στέλλουν. Έβγαλε τότε δίκαια απόφασι ο Ύψιστος. Απήλλαξε τον κατηγορούμενο και στραφείς προς τον μηνυτή τον επετίμησε : - Είδες του είπε, πόσο κουράζεται, πόσο τρέχει, ώστε και αν υποθέσουμε πως ο Άγιος Νικόλαος ήθελε τα αναθήματα πάλιν του ανήκουν. Με τον κόπον του τα κερδίζει. Ντροπιάστηκε ο Άγιος Κασσιανός και ωμολόγησε πως ο δικηγόρος τον συμπαρέσυρε να κάμη δίκη. – Δικηγόρος; Εφώναξε ο πρόεδρος. Πώς βρέθηκε δικηγόρος στον Παράδεισο; Α, γι’ αυτό παρ’ ολίγο να κάμω εγώ αδικία. Εζήτησε τότε το πασπόρτι του υπερασπιστού. Αντελήφθη αμέσως την παραποίησι. Εγέλασε ο Ύψιστος και η ωμορφιές του Παραδείσου έγιναν πιο ωμορφότερες. – Θέλω να σε κρατήσω εδώ, αλλά σε φοβάμαι. Μπορεί να μου χαλάσεις το σπίτι εσύ. Ύστερα θα υποφέρης και συ εδώ. Πήγαινε στην Κόλασι που θα βρής και πολλή δουλειά να περνάς τον καιρό σου καλύτερα. Από τον διάβολο δεν φοβάσαι συ. Θα τον κάμης να σε λογαριάζη και να σε τρέμη! Έφυγε πράγματι ο παμπόνηρος δικηγόρος, ενώ ο Ύψιστος απήγγελε και την καταδίκη του καημένου του Αγίου Κασσιανού : - Εσύ, του είπε, για το ολίσθημα που έκαμες θα γιορτάζης μόνο μια φορά κάθε τέσσαρα χρόνια! 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Τας νεράϊδας φαντάζονται κατοικούσας εν πηγαίς ή αλλαχού, ένθα υπάρχουσιν ύδατα (Ναϊάδες), ή και εντός των δασών (Δρυάδες). Κατά δε μόνον των δαιμονών και των καλλονών ομοιάζουσι προς τας αρχαίας νύμφας. Παρουσιάζονται συνήθως υπό μορφήν ευειδεστάτων γυναικών, εφ’ ώ, όταν θέλη τις να δείξη την άρρητον καλλονήν νεάνιδος των εξισοί προς τα κάλλη νεράϊδας, εφ’ ω η φράσις « Έχει νεράϊδας κάλλη.» Τα πνεύματα όμως ταύτα εκτός των συνήθων αυτών μορφών δύνανται να λάβωσι και ετέραν είτε ζώου είτε ανθρώπου. Κρυπτόμεναι καθ’ όλην την ημέραν αναφαίνονται κατά την νύκτα εις τας κρήνας συνήθως υπό μορφήν πλυντριών. Άλλοτε πάλιν παρουσιάζονται εντός σπηλαίου, εν ω έτυχεν ως άνθρωπος, και κυκλούσαι αυτόν άρχονται του χορού μετ’ αυτού εν χορδαίς και άσμασιν. Οι άνθρωποι, εις ους παρουσιάζονται νεράϊδες, ονομάζονται υπό του πλήθους νεραϊδιάρηδες. Αι νεράϊδες, κακοποιά πνεύματα, δύνανται εάν παρ’ αυταίς τυχών ομιλήση τις, να αφαιρέσωσι παρ’ αυτού το λέγειν. Είναι τα μάλιστα ζηλότυποι, δια τούτο καταστρέφουσι πολλάκις τα τέκνα ανδρών τινών και άλλοτε πάλιν ποικιλοτρόπως τα βασανίζουσιν, οπότε λέγεται: «Η νεράϊδά του τόνε πειράζει». Ενίοτε παρουσιάζονται καθ’ οδόν ως συνοδοιπόροι εις τους ανθρώπους και μεταβάλλουσαι αίφνης σχήμα εκφοβίζουσιν αυτούς. Εκ τούτου εγεννήθη παρά τω λαώ η ιδέα ότι είναι επικίνδυνον να αναφέρη την προτεραίαν που μέλλει να υπάγη την υστεραίαν. Εξαφανίζονται τα κακοποιά ταύτα πνεύματα, ευθύς ως κράξη ο μέλας αλέκτωρ, δηλαδή κατά την τρίτην μεταμεσονύκτιον ώραν. Δεν πρέπει, γυνή νυωστί λουσθείσα, να μεταβή εις τον ποταμόν δια τον φόβον της ζηλοτύπου νεράϊδας. 

Άγνωστος συλλογέας
Thumbnail

Καλλικαντζαριές, έλεγαν στο Λιβίσι, τα φανταστικά δαιμόνια που βγαίνουν το Σαραντάμερο και χάνονατι τα θεοφάνεια. Τις φαντάζονταν σαν γυναίκες και μάλιστα ωραίες. Πολλές είναι οι σχετικές λαικές δοξασίες : Γεννιούνται με το Χριστό και στη βάφτιση του χάνουνται. Εθεωρείτο δε κακό να γεννιέται κανείς, την ημέρα τούτη του Χριστού γιατί σ’όλη του τη ζωή ο διάβολος θα ορίζει το πνεύμα του κι άθελά του θα τον ακολουθή όταν αυτός θα προστάζει. Έτσι οι Μανάδες όταν λάχει να γεννήσουν παραμονή Χριστουγέννων το κρύβουν από τους άλλους για το καλό του παιδιού τους. Τέτοιες μέρες όποιος πάει σε λεχώ κι είναι σούρουπο κι αρχίζει να νυχτώνει έχει πάντα στη τσέ[η του μια μπουκιά ψωμί και πριν να μπή μέσα την πετά έξω από το σπίτι της λεχώς για να ξορκίσει τις Καλλικαντζαριές. Οι καλλικαντζαριές ήταν πάντα ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών ακόμα και των μεγάλων. Έπαιρναν τα μωρά, ξεγελούσαν τους νέους και τις νέες που εγκαταλείπανε τα σπίτια τους και τις ακολουθούσαν, έκαναν καό στους ανθρώπους και όπως λέγανε μπορούσαν και το Χριστό ακομα να παραπλανήσουν. Ήταν πολύ ώμορφες, χόρευαν πάνω στα δώματα και τραγουδούσαν : ΄΄Κλώσιτι να κλώσουμουν κι να κλουσταρίσουμουν. Κόκκινη κλουστή κλουσμένη στην ανέμην πιρασμένη. Άσπρους πιτεινός λαλεί κόκκινους χαν τουλαλί’’. Κρατούσαν αρτάχτια στο χέρι και το κατέβαζαν από τις καπνοδόχες των σπιτιών. Αρπούσαν από τα τηγάνια τους κεφτέδες και τις γουργουλίδες και τότε τραγουδούσαν : Ως ,’έκοψες τηχ χέραμ μου να κάψει η θιος την πόδα σου ! Κλώσιτι να κλώσουμουν κι να κλουστουρίσουμουν..’’. Λένεν πως η Παναγιώτα η Τουρτόγλου, το ‘διν τα’αρτάχτιν κι έβαλιν φουνικόν κι μαζεύτηκιν καλαπαλίκιν. Ακόμη κι η Μουτούρης πήιν μι τα’αποσπαμάν του. Οι Καλλικαντζαριές λένε πως ζούσαν στο Βαί και κατοικία τους ήταν οι μυτεροί βρ’αχοι που υψώνουνταν πάνω από τη θάλασσα. Έχουμε πολλές και ποικίλες αφηγήσεις που τις χρουστάμε στους : Ειρήνη Γιαμάνη, Μαρία Χατζηκυριάκου, Πναγιώτη Δελησάββα, Πελεγία Βαιρακτάρη, Δέσποινα Τσακιργιάννη, Μαρία Καραγιάννη, Δέσποινα Καλλιατζή. Σήμερα άς ακούσουμε την αφήγηση της σεβαστής γερόντισας Ειρήνης Γιαμάνη. Την κατέγραψα όπως μου τη διηγήθηκε μια καλοκαιριάτικη μέρα στο φιλόξενο σπίτι της στη Νέα Μάκρη : ‘’Ήταν γεννημένους με τις Καλλικαντζαριές μαζίν. ‘Ερχονταν μιαν ημέραν απού του χουριόν, βλέπει μιάφ φουτιάν κι ανάβγει. Ά! Είπιν, είνιν ώρα να κάτσου ιδώ να λύσου κονάκιν κι να καρβουνίσου τημ πίτταμ μου να φάου. Άξαφνα εκεί πόκατσιν κι πριν να λύσει τα’αζόν του βλέπει έξ ιφτά γυναίκις ιμπρός του. Ήταν όμορφις, αλλαμένις σαν νύμφις, κι του πιάνουν αφ’του χέριν τουν ξιφουρτώνουν αφ’τα’ εζόν κι αρχίνουν να χορεύγουν μαζίν του κι να τραουδούν. Ήταν όμορφις θιές. Μόλις ιλάλησαν οι πετεινέ, τις έχασιν απου του χέριν του Που ιπήαν ; που ήρταν ; εν έξεριν ! Η φουτιά ικείνην την ώραν γένηκιν ένας σουρός μαύρα κάρβουνα. Η θιός να φυλάει τουν άνθρωπουν. Κι να βαπόρια ακόμη κι τα κύματα έχουν φύουν απού τις Καλλικαντζαριές. 

Άγνωστος συλλογέας (1958)
  • «
  • 1
  • . . .
  • 37
  • 38
  • 39
  • 40

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis ArchivePlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

Type
Παραδόσεις (394)
Collector
Άγνωστος συλλογέας (394)
Place recordedΆδηλου τόπου (129)Ρόδος (40)Ήπειρος (30)Θεσσαλία (25)Κρήτη (24)Αρκαδία, Κυνουρία, Καστρί (17)Κρήτη, Σφακιά (16)Πόντος, Οινόη (10)Πελοπόννησος (8)Αθήνα (7)... View MoreTime recorded1970 - 1972 (1)1960 - 1969 (3)1950 - 1959 (3)1940 - 1949 (1)1930 - 1939 (113)1920 - 1929 (52)1910 - 1919 (25)1900 - 1909 (41)1891 - 1899 (21)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.