• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 113

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Μέσα στην τρύπα του σπηλαίου του Σεντόνη μπήκε μια νύχτα ένας κλέφτης. Βαστούσε μαζύ του ένα κλεμένο πρόβατο και τον ακολουθούσαν δυο σκύλοι. Σαν μπήκε στο σπήλαιο, έσφαξε το ζώο, το έγδαρε, άναψε φωτιά κι άρχισε να το ψένη στη σούβλα. Σε λίγη ώρα όμως, να και βγαίνει από της σπηλιάς το βάθος ένα παιδάκι ολόγυμνο. Σιμώνει στη φωτιά να ζεσταθή κι αρχίζει να κουβεντιάζη με τον κλέφτη. – Ποιος είσαι, μπάρμπα; Τον ρωτάει. – Ο «Κυργιαπατός» μου, (ο εαυτός μου), απάντησε αυτός. – Δος μου και μένα, μπάρμπα, κρέας, του λέει ύστερα. – Άμα ψηθή, του αποκρίνεται ο κλέφτης. Μα το παιδί άρχισε να κλαίη, κι ο κλέφτης, επειδή δεν μπορούσε να το ακούη, έκοβε και του έδινε κάθε τόσο ένα κομμάτι κι ας ήτανε μισοψημένο. Το παιδί το έτρωγε αμέσως, ώσπου στο τέλος τούφαγε όλο το αρνί και ζητούσε ακόμα. – Δος μου, μπάρμπα, κρέας! Φώναζε και ξαναφώναζε. Ο κλέφτης κατάλαβε τότε πως το παιδί εκείνο ήταν ξωτικό ή διάβολος. Περνάει λοιπόν στη σούβλα την προβιά από το αρνί κι αρχίζει να την γυρίζη στη φωτιά. Το παιδί έκλαιγε και φώναζε πάντα: - Δος μου, μπάρμπα, κρέας!... Ο κλέφτης σαν ψήθηκε η προβιά καλά, του δίνει άξαφνα μια μ’ αυτή στο κεφάλι, πηδάει όξω από τη σπηλιά και φεύγει. Σαν βγήκε ο κλέφτης από την τρύπα, έτρεξε κατά το χωριό. Το παιδί βγήκε κι αυτό έξω από το σπήλαιο κι όλο έκλαιγε και τσίριζε: - Ώχ! Ώχ! Μ’ εχτύπησαν! Απέναντι από το σπήλαιο, σε 2 – 3 μιλίων απόστασι, είνε του Γαβριλιού το φαράγγι. Το φαράγγι αυτό είνε κατοικητήριο των δαιμόνων. Καθώς λοιπόν περνούσε ο κλέφτης από κοντά, άκουσε μεγάλο θόρυβο, και ξεχώρισε μάλιστα μια φωνή να λέη: - Ποιος σε χτύπησε, μωρέ; - Ο Κυργιαπατός μου! αποκρίνεται το παιδί. – Α, σαν χτυπήθηκες μοναχός σου, ίντα να σου κάμω εγώ! Του ξανάπε η φωνή. Τότε το παιδί κατάλαβε τι εσήμαινε η λέξις «Κυργιαπατός μου» και απάντησε αμέσως: - Με χτύπησε ο μπάρμπας που έψηνε κρέας στην τρύπα, και να τος που πάει κάτω τρεχάτος. Την ίδια στιγμή ο κλέφτης άκουσε ένα τρομερό βουητό μέσα στο φαράγγι, κρότους από αλυσσίδες και μια φωνή δυνατή να λέη: - Απάνω του, μωρέ! Ο κλέφτης πηδάει τους γκρεμνούς και φεύγει – φεύγει. Οι σκύλοι του όμως στέκουν, αλυχτούν άγρια και εμποδίζουν τους διαβόλους να τον πλησιάσουν. Σε λίγη ώρα όμως σκάει ο ένας σκύλος του από τα γαυγίσματα. Και, λίγο παρακάτω, σκάει κι ο άλλος. Έτσι οι δαιμόνοι, όσο παν και φτάνουνε τον κλέφτη. Μα τη στιγμή αυτή λαλάει άξαφνα ένας κόκορας. Στέκουν τότε οι διαβόλοι για μια στιγμή και διστάζουν. Ο αρχιδιάβολος όμως φωνάζει με τη στριγγιά φωνή του: - Κόκκινος πετεινός ήτανε και μη στέκεστε. Απάνω του! Ξαναρίχνονται κοντά του οι διαβόλοι και πρώτος απ’ όλους ο αρχιδιάβολος με το δικράνι του. Εδώ τον έχουν να τον πιάσουν, εκεί τον έχουν να τον πιάσουν, ώσπου λαλάει άξαφνα ο μαύρος πετεινός. Τότε τα στοιχειά γύρισαν πίσω στο φαράγγι σκούζοντας: - Αχ, μωρέ χαμένε, τη γλύτωσες! Να συχωράς το μαύρο πετεινό πούκραξε, αλλοιώς θάσουνα τώρα πνιγμένος! Αυτή την ιστορία την λένε στην Κρήτη για να δείξουν ότι ο κλέφτης δεν χορταίνει ποτέ, όσο κι αν φάη, γιατί οι σύντροφοί του οι δαιμόνοι κάθουνται κοντά του και του τρώνε το ψητό. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Ένας άλλος αναγνώστης μας επίσης, ο κ. Αλ. Ζώτος, σιδηροδρομικός, μας αποστέλλει ένα θρύλον που έχει ως αφορμήν την ειδικήν νηστείαν των Αρμενίων εις ωρισμένην περιοχήν της ηρωϊκής πατρίδος των. Μας υπογραμμίζει επίσης και περικοπάς αγίων γραφών δια ν αμας αποδείξη ότι ο θρύλος έχει πλήρη ιστορικήν βάσιν. Μας γράφει, οπωσδήποτε, ότι ένα άγιος διδάσκαλος της Αρμενίας, Σέργιος ονόματι, είχεν έναν ευφυά σκύλον που τον ωνόμαζε Αρτχβούρτζι. Επροπορεύετο πάντοτε ο έξυπνος σκύλος εις κάθε μέρος όπου επρόκεται ο άγιος κύριος του να διδάξη. Μόλις οι κάτοικοι του τον έβλεπαν, αμέσως συγκεντρώνοντο εις την πλατεία του χωριού, αναμένοντες να φθάση ο διδάσκαλος δια να ακούσουν το κήρυγμά του. Μια ημέρα εν τούτοις που ο άγιος Σέργιος έφθασεν εις ένα από τα πιο αγαπημένα μέρη είδε ότι κανείς δεν τον επερίμενεν. Ανησύχησεν, υπέθεσε μήπως αμαρτωλός δισταγμός, άρνησι προς το θείον κήρυγμά του, είχε βασιλεύσει στις ψυχές των κατοίκων του μέρους. Εζήτησεν αμέσως να μάθη ακριβώς τι συνέβαινε. Οι κάτοικοι μόλις τον είδαν έσπευσαν όπως πάντοτε να του ζητήσουν να διδάξη, βεβαιώσαντες ότι αν δεν ήσαν έτοιμοι όπως άλλοτε, τούτο οφείλεται διότι ο τετράπους πρόδρομος του αυτήν την φοράν δεν είχε φανή. Καταστεναχωρημένος, αφού εκήρυξε τον θείον λόγον, διέταξε και έγιναν έρευναι. Στο τέλος ανεκαλύφθη τι είχε συμβή. Ο κακόμοιρος Αρτζβούρτζι είχε κατασπαραχθεί από θηρία. Ο Σέργιος ελυπήθη σφόδρα, τόσον ώστε διέταξε σε πένθος εις τους πιστούς του και νηστείαν. Πρέπει, είπε, να τιμώμεν τους συνεργάτες μας, οποιοιδήποτε και αν είνε. Το θέλημα εξεπληρώθη, και όπως ο αναγνώστης μας βέβαιοί, έκτοτε τηρείται εις τους πιστούς Σεργίου Αρμενίους η νηστεία και το πένθος εις ωρισμένην εποχήν του έπους! 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Καταχανάδες στην Κρήτη λένε τους Βρυκολάκους. Τον παληό καιρό μάλιστα οι Κρητικοί πίστευαν πως άμα ένας νεκρός θαβότανε σε αλαφρά χώματα, που δεν τον βάραιναν, <καταχάνευε>, βρυκολάκιαζε δηλαδή. Επειδή δε μια φορά και έναν καιρό <καταχανεύανε>πολλοί πεθαμένοι, γι αυτό φέρανε χώμα από τον Άγιο Τάφο, το ρίξανε απάνω στα νεκροταφεία και έτσι δεν βρυκολάκιασε πειά κανένας. Επίσης και οι παπάδες είχαν συνήθεια τον παληό καιρό, άμα πέθαινε κανείς, να χαράζουν απάνω σ’ένα βήσαλο()κεραμίδι) έναν σταυρό ή πεντάλφα. Το κεραμίδι αυτό το απάνω στο στήθος του νεκρού, έτσι δεν μπορούσε να <καταχανέψη>. Κάποτε είχε βρυκολακιάσει ένας νεκρόςε θαμένος στο σημοκκλήσι του Άι- Νικόλα, στην Άξο. Το μνήμα του ήταν κάτω από ένα δέντρο που το λένε <τραμύθια>Πολλές φορές οι χωριανοί είχαν δή τον <Καταχανά>αυτό να κάθεται απάνω στην πλάκα του τάφου του και να <τσαγκαρεύη>(μπαλώνη) τα <στιβάλια >του, επειδή φαίνεται έκανε μεγάλους δρόμους και του ξεσχιζόντουσαν. Η δουλειά του, κάθε βράδυ που έβγαινε από το μνήμα του, ήταν να πνίγη τα νειόπατρα αντρόγυνα, να φοβερίζη τους διαβάτες και να κάνη όλον τον κόσμο να τρέμη. Όταν έπαιρνε τους δρόμους, όσα όρνια ή σκυλιά ή ζώα συναντούσε ψοφισμένα μπροστά του, όλα τα σήκωνε και τα’ανάσταινε. Αυτά τότε τον ακολουθούσαν από πίσω και γινόταν μεγάλο κακό. Συνήθιζε σε ακόμα ο Καταχανάς αυτός να μπαίνη στα σπίτια από τις <ανηφοράδες>(καπνοδόχους), να χύνη τα φαγητά από τα τσουκάλια και να τα μαγαρίζη. Πολλές φορές, το καλοκαίρι, μήνα Αύγουστο, τον άκουγαν οι αμπελουργοί, που φύλαγαν τα’αμπέλια τους, να γυρίζη μεσάνυχτα στο μνήμα του και να τραγουδάη. Μια φορά μάλιστα τον άκουσαν να λέη τραγουδιστά : -Από το Χουδέτσι έρχομαι και ει(μια κουρασμένος, κι ένα <ανδρόυνο>έπνιξα <συνορο(βλοημένο> (νειόπαντρο). Ετσι στο τέλος, απαυδισμένος πειά, ο κόσμος αποφάσισε να τον ξεκάνη. Αλλά πώς; Μέσα στο μνήμα του δεν τον βρίσκανε. Πήγαν και βρήκαν τότε έναν παληό <σύντεκνο>(κουμπάρο), που ήταν <αλαφρόστρατος>(αλαφροίσκιωτος)και σαν αλαφρόστρατος, μόνον αυτός μπορούσε να δή πότε έμπαινε και πότε έβγαινε ο Καταχανάς στο μνήμα του. Πήαγανε λοιπόν, νύχτα ακόμα, πριν ξημερώση, και λειτουργούσανε στο ρημοκκλήσι του Άι-Νικόλα. Ο αλαφρόστρατος σύντεκνος καθόταν απέξω κι έβλεπε πότε θα γυρίση ο Καταχανάς που έλειπε. Έξαφνα, σε μια στιγμή τον είδε απάνω στο μνήμα του να τσαγκαρεύη..Αμέσως έκανε νόημα στους άλλους χριστιανούς, που ήσαν μέσα στην εκκλησιά και στον παπά, που στέκοταν έτοιμος με τα Άγια Μυστήρια στα χέρια. Έτρεξαν όλοι τότε με τον παπά εμπρός, κατά το μνήμα. Ο Καταχανάς, που κατάλαβε αμέσως τι του είχαν σκαρώσει και ποιος του έκανε την <μπρουσκάδα> (ένεδρα)αυτή φώναξε: -Άχ αφέντη, σύντεκνε, τι μου έκανες! Και αμέσως πέταξε στον προδότη του το τσαγκαροσούφλι που κρατούσε και εμπάλωνε και του έβγαλε το δεξί μάτι. Μα επειδή την ίδια στιγμή έφτασε και ο παπάς, ο Καταχανάς έτρεξε και χώθηκε μέσ’ στο μνήμα του. Ο παπάς στάθηκε τότε απάνω στο μνήμα, με τα Άγια στο χέρι, και είπε δυνατά: -Πάντων ημών, μνησθεί, Κύριος ο Θεός! Αμέσως την ίδια στιγμή ακούστηκε μέσα στο μνήμα ένας χτύπος τόσο δυνατός, που ταράχτηκε όλος ο τόπος! Είχε σκάσει ο Καταχανάς! Ανοίξανε τότε το μνήμα του, κοίταξαν μέσα και είδαν τον Καταχανά με πρόσωπο ζωηρό και ροδοκόκκινο σαν να κοιμόταν. Μα ήταν πειά πεθαμένος. Τον έσχισαν αμέσως και του έβγαλαν την καρδιά του, που ήταν σαν σταμνί γεμάτο αίμα, από εκείνο όπου έπινε και ζούσε. Του διάβασαν ότι χρειαζόταν και τον ξανάθαψαν και από τότε δεν ξαναφάνηκε πειά! Οι Καταχανάδες καμμιά φορά παίζουνε και λύρα. Πολλοί <αλαφροί>είδαν έναν Λαγουδομιχελή που πέθανε και καταχάνεψε, να βγαίνη από το μνήμα του, να κάθεται απάνω και να παίζη λύρα. Τον βούλωσαν με του Σολομώντα τη σφραγίδα (πεντάλφα), μα τίποτε δεν του εκάνανε. Και τότε φέραν χώμα από τον Άγιο Τάφο, το ρίξανε επάνω στον τάφο του και έτσι πιά ησύχασε. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Στ' Αληκιανού υπάρχει σήμερα μια μεγαλοπρεπής εκκλησία του Τίμιου Σταυρού. Η εκκλησία αυτ΄γη ανέκαινίσθη τα τελευταία χρόνια. Προηγούμενα ήταν μια μικρή παληά εκκλησούλα θαυματουργή. Κάποτε πέραστκοι απ' εκεί έκλεψαν τον Σταυρό και του αφήρεσαν τα πολύτιμα αφιερώματα των ευλαβών Χριστιανών. Στις 13 Σεπτέμβρη, παραμονή του εορτασμού, ο ιερεύς του χωριού δεν ήθελε να λειτουργήση και πανηγυρίση η εκκλησία εξ αιτίας της φρικτής ιεροσυλίας. Τη νύκτα ο παπάς άκουσε μια μεγάλη βοή και πήγε στην εκκλησία να προσευχηθή και βλέπει το σταυρό στη θέσι του. Μια καλόγρηα ονειρεύτηκε τον τόπο που είχαν κρύψη τα κλεμμένα αφιερώματα. Πραγματικά πήγαν μέχρις εκεί και ευρήκαν μόνον κάτι “σιδερικά” των αφιερημάτων.Από τότε ο Σταύρος θεωρείται θαυματουργός και κάθε 14 Σεπτεμβρίου γίνεται μεγάλο πανηγύρι στο συρρέουν πλήθος κόσμου. Ακόμη πολλοί ασθενείς θεραπεύονται. 

Άγνωστος συλλογέας (1939)
Thumbnail

Ένα Πλωμαρίτικο καίκι (απο την Μυτιλήνη, ταξίδευε τη νύχτα με φεγγάρι. Ήτανε γαλήνη και τα πανιά του καικιού ρίχνανε τον ίσκιο τους στα ήσυχα νερά. -Αι απο το καίτς. Ποιοι είσαστε σείς; ρώτησε ο καπετάνιος. -Πλουμάρ' καίτσ, είπε ο ναύτης που φύλαγε στην πλώρη. -Ντα έχετε μέσα; -Γαιδούρια τσ' έναν παπά. -Γαιδούρια σείς γαιδούρια μείς. Όρτσα σείς, πόντζα μείς, φώναξε ο καπετάνιος. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Τρείς θρύλοι, εκ των οποίων οι δύο έχουν και σημαντικήν ιστορικήν βάσιν, οφειλ’ομενοι εις αναγνώστας μας σήμερον. Ο ένας που αφορά την στοιχειωμένη σπηλιά της ωραίας Κύμης, μας απεστάλη εξ Ωρωπού από τον αιδεσιμώτατον ιερέα κ.Γ. Σκουρλάν. Τον παραθέτομεν εν συντομία και με την απλότητα της δημοσιογραφικής γλώσσης, δεν ημπορούμε όμως παρά να συγχαρώμεν τον κληρικόν αναγνώστην μας , όστις αποδεικνύεται με το γράψιμον του έχων ακμαίον λογοτεχνικόν ταλέντο. Μας γράφει λοιπόν ο εξαιρετικός αναγνώστης μας , ότι κοντά στο εξαίσιο χωριό. Βρύσες της Κύμης, εξαίσιο για τις φυσικές του καλλονές και τις πολυάριθμες αστείρευτες πηγές του, ευρίσκεται η σπηλιά του θρύλου. Περισσότερον συγκεκριμένως η <στοιχειωμένη> σπηλιά κοίτεται μεταξύ της υψηλοτέρας κορυφής της οροσειράς των Κοτολαίων και της χαμηλοτέρας, και στο βάθος της σχηματιζόμενης εκεί κοιλάδος. Άλλοι πιστεύουν για τη σπηλιά αυτή πως είνε φυσική και άλλοι πως την κατασκεύασαν τα τάγματα των Δραγώνων. Μια πηγή χύνει ατελείωτα το κρυστάλλινο νερό της και όλος ο κόσμος πιστεύει –σωστά τονίζει ο λόγιος πατήρ – ότι είνε αγιασμένο, θαυματουργό. Λένε οι κάτοικοι της περιοχής : - Η πηγή της Δραγωνέρας ή της Τρακανάρας. Ατελείωτο είνε έν πάση περιπτώσει το βάθος της σπηλιάς και από αιώνες τώρα πολλοί επιθυμούν να εισχωρήσουν , να φθάσουν ως το τέλος του. Ο τρόμος από τον θρύλο που παραδίδεται από γενιά σε γενιά τους καθηλώνει στη θέσι τους. Και ο θρύλος λέει πως εις το απίθανο τέρμα του βάθους της σπηλιάς ένα τερατώδες πλάσμα παραμονεύει. Φυλάει κάποιους μεγάλους θησαυρούς από μαργαριτάρια, από διαμάντια, από σαπφείρους. Και το νερό που βγαίνει από τις άκρες της σπηλιάς για να πέση στα χείλη της ίδιας της πηγής, λένε πως τρέχει με έναν ήχο που παραλογίζει τους ανθρώπους στις ώρες τις μικρές. Το νερό και ο τερατώδης φύλακας του βάθους της σπηλιάς, προσθέτουν, θα πνίξουν, θα εξοντώσουν τον κάθε θρασύν που θα τολμούσε να εισχωρήση, με την πρόθεσι να πάρη τους θησαυρούς. Ποιο είνε το τερατώδες αυτό πλάσμα κανείς δεν ξέρει να καθορίση. Άλλοι υποστηρίζουν πως είνε ο ίδιος ο Βασιληάς, του οποίου το κορμί μαύρισε σαν την ψυχή του με την φιλαργυρία του. Τρίτοι λένε πως αράπης και Βασιληάς με την εθελοδουλεία τους στο χρήμα έχουν γίνει ένα κορμί και παραμονεύουν να εξοντώσουν κάθε άνθρωπο που θα ήθελε να πάρη τους θησαυρούς. Περίεργον είνε, κατά τον γράφοντα, ότι και μέντιουμ ακόμη έχουν βεβαιώσει, ότι οι θησαυροί δεν είνε ασύσταση φαντασία, αλλά υπάρχουν στο βάθος της σπηλιάς . Και τώρα είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν , ο αναγνώστης μας βεβαιώνει, ότι άκουσε εδώ και 25 χρόνια από τους γεροντόκερους της Κύμης , πως κάποτε επεχειρήθη η εισχώρησις μέσα στην στοιχειωμένη σπηλιά. Τρείς άνθρωποι την απεφάσισαν και για να ημπορέσουν να δαμάσουν το τέρας που ενεδρεύει έφτιαξαν μια <ανθρώπινη > λαμπάδα. Δηλαδή ο ένας απ’αυτούς εδέχθηκε να δώση το ξύγκι του! Έγινε έτσι η <ανθρώπινη> λαμπάδα , στο φώς της οποίας τάχα το στοιχειό θα ζαλιζόταν και θα άφηνε να γίνη ανεμπόδιστη η αρπαγή των θησαυρών Αλλά ατυχώς εκείνος ο άνθρωπος πέθανε από την φρικτή λαπαροτομία, ενώ οι σύντροφοί του τίποτε δεν επέτυχαν. Λίγα μέτρα μετά την εισχώρησι τους στη σπηλιά η λαμπάδα έσβυσεν από την έλλειψι οξυγόνου προφανώς και ένα φοβερό μούγκρισμα ακούσθηκε. Ετράπησαν εις φυγήν , βγήκαν έξω και επειδή δεν ημπόρεσαν να δικαιολογηθούν γιατί <απεξύγκισαν> τον σύντροφο τους κατεδικάσθησαν και απεκεφαλίσθησαν στη Χαλκίδα. Από τότε κανείς δεν τολμά να εισχωρήση στην στοιχειωμένη σπηλιά της Δραγωνέρας και ο θρύλος μένει πάντοτε ολοζώντανος. 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος. – Πάμε στην Τούμπα; Μου λέει κάποιος φίλος μου, θα περάσουμε ωραία. – Ποια Τούμπαν; Εις την Θεσσαλονίκην υπάρχουν πολλές τούμπες και εντός και εκτός της πόλεως. Ανάγκη μιας διευκρινίσεως εδώ. Μια φορά και ένα καιρό ως θέσις «Τούμπα της Θεσσαλονίκης» ήτο γνωστή η περιοχή η περί την μεγάλην Τούμπαν, προς την δυτικήν έξοδον της πόλεως και επί της Εγνατίας ακριβώς οδού, η μεγάλη και υψηλή εκείνη τούμπα ( βουνοειδής σωρός χώματος) δια την οποίαν τόσοι θρύλοι περί κατακεχωσμένου θησαυρού και τόσαι ανασκαφαί, κατά τον μεγάλον πόλεμον, εκ μέρους των Γάλλων στρατιωτικών προς ανακάλυψιν των απ’ αιώνων κεκρυμμένων τιμαλφών. Ήτο δε περίεργος η κοπή αυτής υπό των Γάλλων, σαν κόψιμο τούρτας κατά φέτες εις κάθετον τομήν… Τι ευρέθη εντός αυτής; Χώμα παχύ και άφθονον και μόνον χώμα και άλλο τίποτε. Μηδέν. Χώμα ψαχνό και πάλιν χώμα. Βαρυνθέντες και αυτοί διέκοψαν τον κατατεμαχισμόν… Τι μυστήριον, αλήθεια, και αυτές οι «τούμπες» μεγάλες και μικρές, οι τύμβοι δηλαδή χωμάτων ως λοφίσκοι εις διαφόρους αναμεταξύ των αποστάσεις μέσα εις τας ευρείας πεδιάδας της Μακεδονίας. Πολλοί σοφοί και ειδικοί και ιστορικοί ξένοι και δικοί μας απασχοληθήκανε με αυτές και πολλοί περίεργοι άνοιξαν τρύπες, μέσα εις τα χωματένια σώματά των, δια ν’ ανακαλύψουνε τι κρύπτουνε. Άλλοι είπαν ότι είνε τάφοι στρατιωτών πεσόντων κατά διαφόρους μάχας, των οποίων τα πτώματα συνήχθησαν εις ένα μέρος και εσκεπάσθηκαν με χώματος βουνά μικρά. Άλλοι υποστηρίζουν, και αυτοί φαίνονται πιο πιστευτοί, ότι πρόκειται περί οπτικού τηλεγράφου των αρχαίων. Επάνω εις κάθε τύμβον έμενε φρουρά, η οποία ήναπτε πυράς και μετέδιδε διαταγάς και αγγέλματα εις τα στρατιωτικά σώματα που ήσαν σκορπισμένα ανά την Μακεδονίαν, εώς το έσχατον δυτικόν άκρον αυτής. Εννοείται ότι εκτός των σοφών και των ειδικών και ο λαός έχει τα ιδικά του παραμύθια δια τους μαστούς αυτούς της γης, τους τόσον περίεργους και ανεξηγήτους. Ωραία είνε μια παράδοσις, που άκουσα κάποτε γι’ αυτές σ’ ένα χωριό των Γιαννιτσών. Ότι κακούργοι τον παληό καιρό επήγανε να κλέψουνε τα χρήματα ενός ναού, υποθέτω του Αγίου Δημητρίου. Ο ναός ήταν πλούσιος πολύ και γεμάτος με σωρούς χρυσού. Οι ιερόσυλοι γέμισαν τα σακκούλια τους με το χρυσάφι και θέλησαν να φύγουν κατά την Αρβανιτιά, από όπου και κατήγοντο. Ο χρυσός όμως ήτανε βαρύς και τρύπησαν τα σακκούλια. Και έτσι έπεφτε εδώ κ’ εκεί, και όπου έπεφτε γενόταν χώμα. Και το χώμα έμεινε, έτσι σωριασμένο προς αιώνιον των ληστών ανάθεμα και παράδειγμα των άλλων. Αν όμως οι πατήσαντες την εκκλησίαν εγέμισαν όλην την Μακεδονίαν χώμα, εώς τα αλβανικά τα σύνορα, αυτοί αποθανόντες δεν ευρήκαν ούτε ένα δράμι χώμα για να αναπαυθούν. Όπου και αν τους έχωναν, η γη του εξερνούσε, ώσπου ηναγκάσθησαν να πετάξουνε τα πτώματά τους μέσα στη λίμνη της Πρέσπας τη μεγάλη. Αλλά και εκεί, μόλις οι νεκροί άγγισαν της λίμνης τον βυθόν, το χώμα υπεχώρησε και μια οπή άνοιξεν εκεί και τους κατέπιε. Από τότε υπάρχει η τρομερά αυτή οπή στην ανωτέρω λίμνη, από την οποίαν ροφάται με πάταγον αρκετόν μέρος του νερού της λίμνης. Είνε, όμως, μυστήριον, που βγαίνει το νερό αυτό. Μερικοί θέλουν να ειπούν ότι το νερό εκβλύζει κοντά σ’ ένα χωριό που κείται ολίγον επάνω και προς βορράν των Βοδενών, και όπου παραπολλές φορές μεταβάλλει εις λίμνην την πεδιάδα του χωριού. Την εκδοχήν αυτήν την υποστηρίζουν περισσότερον οι κάτοικοι του Νησίου, στηριζόμενοι σε μια παληά παράδοσι, την οποίαν καλόν είνε να αναφέρω εν ολίγοις. Ένας μυλωνάς μια φορά, απ’ έξω από το Νησί, καθόταν με το γυιό του στο προσηλιακό του μύλου τους και παίζαν τις φλογέρες των, γιατί δεν θα είχαν, φαίνεται, δουλειά. Τότε πέρασεν από εκεί ένας Σαρακατσάνος τσέλιγκας, μαζί με τα κοπάδια, την οικογένειά του, τα άλογα και τα μουλάρια, με τους πιστικούς και τους βοσκούς του, πηγαίνοντας στο ξεκαλοκαιριό, απάνω εις την Πρέσπα. Ήταν άνοιξις. Κάθησε λίγο στον μύλο να ξεκουρασθή και ρώτησε τον γέρο πως πάνε οι δουλειές. – Κακά-ψυχρά κι’ ανάποδα, του απήντησεν εκείνος. Μυλωνάς εγώ κοντεύω να μην έχω ψωμί εγώ και το παιδί μου. – Δεν μου τον δίνεις, του είπε ο τσέλιγκας, τον γυιό σου, να τον πάρω εγώ για τα πρόβατα βοσκό, τώρα το καλοκαίρι, και τον χειμώνα που θα περάσω για τα ξεχειμαδιά, σου τον αφήνω πάλι εδώ πέρα για να σε βοηθήση στο μύλο τον χειμώνα, που έχεις περισσότερες δουλειές. Ο νέος έφυγεν από το Νησί κομίζοντας μόνον τη φλογέρα του και του πατέρα του την ευχή. Εκεί όμως στην Πρέσπα που έβοσκε τα πρόβατα, νοσταλγώντας το χωριό του και το μύλο του, καθόνταν κι’ έπαιζε πάντοτε την φλογέρα του. Κάποτε ένα μεσημέρι, παίζοντας αποκοιμήθηκε και η φλογέρα ξέφυγε από τα χέρια του και έπεσε μέσα στης λίμνης το νερό. Το ρεύμα την παρέσυρε, την πήγε στη ρουφίχτρα και η φλογέρα χάθηκε, χωρίς ο νέος να κατορθώση να την πιάση. Μια ημέρα που ο πατέρας του εις το Νησί καθόταν πάλι εις τη «Βοντενίτσα» του και λιαζόταν κοντά στη φτερωτή, είδε του μύλου το αυλάκι να φέρνη μια φλογέρα. Ρίχνεται, την αρπάχνει και βλέπει με μεγάλη έκπληξι πως ήταν η φλογέρα του παιδιού του. Μη δυνάμενος να εξηγήση το μυστήριον, την άφησε μέσα στου δωματίου των το ράφι και ξαναβγήκε για να ξαπλωθή και να χορτάση ήλιο, αφού δεν χόρταινε ψωμί. Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε το φθινόπωρο και ξαναπέρασε ο τσέλιγκας κατεβαίνοντας να παραχειμάση κάτω στη Χαλκιδική. Περνώντας από το μύλο άφησε το παιδί του μυλωνά και επειδή ήταν με τούτο ευχαριστημένος του είπε πως το καλοκαίρι που θα ξαναναβή στην Πρέσπα θα το ξαναπάρη. Μια ημέρα το παιδί καθώς ανακάτευε κάτι πράγματα στο ράφι είδε τη φλογέρα του και έτριβε τα μάτια του. – Πού βρέθηκε, πατέρα, η φλογέρα μου εδώ; Ο πατέρας διηγήθη πως τη βρήκε και το παιδί του διηγήθη πως την έχασε. Τότε και οι δυο έκαμαν τη σκέψι ότι το νερό της ρουφίχτρας από την Πρέσπα θα βγαίνη βέβαια εις το Νησί. Μεγάλη και τεραστία η απόστασις, αλλά η φλογερή, παρούσα, πιστοποιούσε την πραγματικότητα του απίστευτου αυτού με την παρουσίαν της. – Τότε, πατέρα, είπε το παιδί, θα κάμω κάτι άλλο. Θα ρίχνω ένα κατσίκι από την Πρέσπα ή κάνα αρνί για να το βγάζη το νερό εδώ στο μύλο και να το γλεντάς και συ που όλο πράσσα και φασόλια γεύεσαι. Και έτσι έγινε σαν ξαναπέρασε την άνοιξι ο τσέλιγκας και ξαναπήρε τον γυιό του μυλωνά. Και σαν διεπιστώθη ότι τα αρνιά έβγαιναν εκεί, την Τρίτη τη χρονιά ο μυλωνάς είχε Πάσχα κάθε μια εβδομάδα. Μα με το σύστημα αυτό τα πρόβατα του Κεχαγιά λιγόστευαν. Τ’ αρνάκια μυστηριωδώς εχάνοντο. Αγρυπνούσαν οι βοσκοί μήπως τα τρων οι λύκοι, μα ούτε λύκοι φάνηκαν πουθενά, ούτε σκυλιά γαύγιζαν. Ως που, ένας πιστικός σαν κάτι ύποπτο να είδε να κάνη το παιδί, παραφύλαξαν και το πιασαν να σφάζη και να πετάη στη ρουφίχτρα της λίμνης τα αρνιά. Έξω φρενών ο τσέλιγκας του δίνει μια και το πετάει κι’ αυτό μέσα στη λίμνη. Και ως να σκεφθή και να μετανοήση για την πράξι του η ρουφίχτρα το είχε καταπιή. Μια ημέρα που ο μυλωνάς καθόταν έξω από το μύλο του, περιμένοντας να ψαρέψη κανένα αρνί από το νερό, είδε να αναδύεται από τα βάθη των νερών ο γυιός του. – Καλά, είπα εις τους Νησιώτες, που μου διηγόντουσαν αυτό, τότε εδώ κοντά εις το χωριό σας πρέπει να έχη βγάλη το νερό και τα πτώματα εκείνων των καταραμένων που δεν εδέχετο η γη, γιατί εκλέψανε την εκκλησία. – Καθόλου παράξενο, μ’ απήντησαν, εδώ είνε ένα μέρος που το λέμε ημείς «βύρο», που είνε σαν μια τρύπα εις τη γη και δεν λείπει το νερό ποτέ. Κι’ εμείς το έχουμε αυτό για καταραμένο μέρος και δεν βοσκούμε ποτέ εκεί, ούτε κόβουμε χορτάρι. Και ίσως και γι’ αυτό όλο και φειδόχορτα φυτρώνουν εκεί γύρω. Αλλά όχι οι δικοί μας μοναχά, αλλά και οι Σέρβοι έχουν παραδόσεις γι’ αυτές τις Τούμπες, που ανάγονται στον Μάρκο Κράλλη, ένα μυθικό ήρωα του σερβικού λαού, και τις αδερφές του. Για τον περίεργο τούτον Μάρκο Κράλλη, που έχει γεμίση με ιστορίες θρύλων και κατορθωμάτων την εύφλεκτον φαντασίαν του σερβικού λαού. Σέρβος καθηγητής της Ιστορίας μου έλεγε στο Βελιγράδι ότι ο Μάρκος Κράλλης, που τραγουδάει ο σερβικός λαός, ήταν ένας κατεργάρης βοεβόδας, ο οποίος επρόδωσε πολλάκις, τα συμφέροντα των Σέρβων εις τους Τούρκους κυρίαρχους, αγορασθείς υπ’ αυτών. Αυτό τουλάχιστον πιστοποιεί η ψυχρά η Ιστορία. Αλλά με τις παραδόσεις για τις Τούμπες παρ’ ολίγο να λησμονήσωμε την πραγματική την Τούμπα, προς την οποίαν και διηυθυνόμεθα. Πρόκειτα για τη θέσι Τούμπα, την ανατολικώς της Θεσσαλονίκης, που ήταν προ του ευρωπαϊκού πολέμου ως θέσις άσημος και άγνωστος και σήμερα έχει μεταβληθή σε μια πόλι 15-20 σχεδόν χιλιάδων κατοίκων, γεμάτη ζωή και κίνησι και ζωηρότητα, γεμάτη πάντα επεισόδια και ρωμαντισμούς, γεμάτη δράσι και ανησυχία, πόλι ζωντανή, θερμόαιμη, νέα και ωραία, με κόσμο εκλεκτόν, που, παρ’ όλη την ολιγοχρόνιο ζωή της, έχει δημιουργήση παραδόσεις, έχει δημιουργήση προηγούμενον! Σ’ αυτήν θα πάμε εις προσευχή επιστολήν! 

Άγνωστος συλλογέας (1936)
Thumbnail

Όντεν έβανεν ο Νωές στην κιβωτό τα ζώα ζευγάρι, δεν μπόρεσε να πιάση λαγούς παρά ένα μόνο. Γι' αυτό τον έκαμενε θυληκασέρνικο. Τον ένα χρόνο είναι θηλυκός και γεννά και τον άλλο αρσενικός και ζυγώνει. Τούτο πιστεύουν πολλοί χωρικοί. Μα κι όντεν πολεμάνε να βάλη το γάϊδαρο στην κιβωτό αυτός σέρνουνταν ίσα πίσω ως είναι το συνήθειον του. Ο Νώες εμάνισεν τον εχτύπαν κ' έλεγεν “σε μέσα διάολε σε”. Ο διάβολος η, που στεκεν κειά κοντά και δεν αποκότανε να μπή πήδηξε μέσα με χαρά. Ο Νώε τούπεν “ίντα γυρες μπρέ τούδα” λέει “Ντα δε μούπες να μπώ μέσα;”. Σαν ετελείωσεν ο κατακλυσμός έπεψεν ο Νώες τον κόρακα να πά να ιδή αν εστέγνωξεν ο κόσμος να του πή. Μα ο κόρακας πήεν ποκάτω σε μια συκιά κ' εβρήκεν ψόφια κ' έτρωεν και περίμενε να γινωθούν τα σύνα να πάη απ' αυτά σημάδι. Ο Νώε τόμαθε κ' εκαταράστηκε τον κόρακα ναναι τρυπητός ο λαιμός του όσο καιρόν είναι σύκα. Κ' ετσά ναι τώρα ως πιστεύουν οι χωρικοί. Καταπίνει τα σύκα κι αυτά πέφτουν από την τρύπα κάτω και δεν καταπίνει πράμα. 

Άγνωστος συλλογέας (1935)
Thumbnail

Το “Κουρέ”, ένας λοφίσκος που είνε λίγο από πάνω από του Μοναστηριού τον λόφον, έχει ύψος 534 μέτρα. Εκεί είνε ένα εκκλησιδάκι του “Τιμίου Σταυρού”, από το οποίον φαίνεται το Ρέθυμνον και η θάλασσα του Κρητικού πελάγους. Το εκκλησάκι αυτό έχει και μιά ιστορία. Την ιστορία της υπάρξεως του. Μια φορά στην Επανάστασι του 1866, οι Κρήτες οπλαρχηγοί είχαν μαζευθή σ' αυτό το μέρος και εκεί έδωσαν λόγο και ωρκίσθηκαν. - Αν ελευθερωθή η Κρήτη να κτίσουν, δουλεύοντας οι ίδιοι, με τα χέρια τους, εκεί μια εκκλησία του Σταυρού, του Νικητού Σταύρου. Εχαράξανε δε προς ενθύμησιν και ένα σταυρόν απάνω στο “χαράκι” (βράχον). Και όταν ήλθε στην Κρήτη η Ελευθερία και κατέβηκε ο Πρίγκηπας, ως αρμοστής και χιλιδόνι της Ενώσεως, μαζεύθηκαν στο μέρος εκείνο οι παλαιοί οπλαρχηγοί – όσοι ζούσαν απ' αυτούς – κουβάλησαν πέτρες και ασβέστη, με τα χέρια τους και χτίσαν το εκκλησιδάκι που φαίνεται σήμερα από τόσο μακρυά, ως σημείον πίστεως προς τον Θεόν και δόξας για την ελευθερία... 

Άγνωστος συλλογέας (1936)
Thumbnail

Ένας καλόγηρος υποκριτής φύλαγε τάχα την σαρακοστή μαζύ με τους άλλους καλογήρους, μα κρυφά έκλεβε τ' αυγά κλειδωνότανε μέσα στο κελί του άναβε ένα κερί και τάψηνε επάνω εις το χερούλι του κλειδιού. Ο ηγούμενος τον υποψιάσθηκε φύλαξε απο... να τα ψήνη έτσι με το χέρι. Μπαίνει μέσα και τον ρωτάει με θυμό γιατί το κάνει αυτό. Ο καλ΄΄ογηρος απεκρίθη ταπεινά. Ο πειρασμός με φώτισε. Πετάχτη τότε ο διάβολος και λέει: Εγώ τέτοια τέχνη δεν την ήξερα απο τον καλόγηρο την έμαθα. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 12
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (113)
Συλλογέας
Άγνωστος συλλογέας (113)
Τόπος καταγραφήςΆδηλου τόπου (68)Κρήτη (10)Αθήνα (6)Πελοπόννησος (6)Αρκαδία (2)Ευρυτανία, Βράχα (2)Ζάκυνθος (2)Ξυλόκαστρο (2)Ήπειρος, Τσαμαντάς (1)Αιτωλία, Αμβρακιά (1)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής1939 (4)1938 (6)1937 (19)1936 (7)1935 (7)1934 (3)1932 (6)1931 (1)1930 (60)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.