• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-7 από 7

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Ένας άλλος αναγνώστης μας επίσης, ο κ. Αλ. Ζώτος, σιδηροδρομικός, μας αποστέλλει ένα θρύλον που έχει ως αφορμήν την ειδικήν νηστείαν των Αρμενίων εις ωρισμένην περιοχήν της ηρωϊκής πατρίδος των. Μας υπογραμμίζει επίσης και περικοπάς αγίων γραφών δια ν αμας αποδείξη ότι ο θρύλος έχει πλήρη ιστορικήν βάσιν. Μας γράφει, οπωσδήποτε, ότι ένα άγιος διδάσκαλος της Αρμενίας, Σέργιος ονόματι, είχεν έναν ευφυά σκύλον που τον ωνόμαζε Αρτχβούρτζι. Επροπορεύετο πάντοτε ο έξυπνος σκύλος εις κάθε μέρος όπου επρόκεται ο άγιος κύριος του να διδάξη. Μόλις οι κάτοικοι του τον έβλεπαν, αμέσως συγκεντρώνοντο εις την πλατεία του χωριού, αναμένοντες να φθάση ο διδάσκαλος δια να ακούσουν το κήρυγμά του. Μια ημέρα εν τούτοις που ο άγιος Σέργιος έφθασεν εις ένα από τα πιο αγαπημένα μέρη είδε ότι κανείς δεν τον επερίμενεν. Ανησύχησεν, υπέθεσε μήπως αμαρτωλός δισταγμός, άρνησι προς το θείον κήρυγμά του, είχε βασιλεύσει στις ψυχές των κατοίκων του μέρους. Εζήτησεν αμέσως να μάθη ακριβώς τι συνέβαινε. Οι κάτοικοι μόλις τον είδαν έσπευσαν όπως πάντοτε να του ζητήσουν να διδάξη, βεβαιώσαντες ότι αν δεν ήσαν έτοιμοι όπως άλλοτε, τούτο οφείλεται διότι ο τετράπους πρόδρομος του αυτήν την φοράν δεν είχε φανή. Καταστεναχωρημένος, αφού εκήρυξε τον θείον λόγον, διέταξε και έγιναν έρευναι. Στο τέλος ανεκαλύφθη τι είχε συμβή. Ο κακόμοιρος Αρτζβούρτζι είχε κατασπαραχθεί από θηρία. Ο Σέργιος ελυπήθη σφόδρα, τόσον ώστε διέταξε σε πένθος εις τους πιστούς του και νηστείαν. Πρέπει, είπε, να τιμώμεν τους συνεργάτες μας, οποιοιδήποτε και αν είνε. Το θέλημα εξεπληρώθη, και όπως ο αναγνώστης μας βέβαιοί, έκτοτε τηρείται εις τους πιστούς Σεργίου Αρμενίους η νηστεία και το πένθος εις ωρισμένην εποχήν του έπους! 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Τρείς θρύλοι, εκ των οποίων οι δύο έχουν και σημαντικήν ιστορικήν βάσιν, οφειλ’ομενοι εις αναγνώστας μας σήμερον. Ο ένας που αφορά την στοιχειωμένη σπηλιά της ωραίας Κύμης, μας απεστάλη εξ Ωρωπού από τον αιδεσιμώτατον ιερέα κ.Γ. Σκουρλάν. Τον παραθέτομεν εν συντομία και με την απλότητα της δημοσιογραφικής γλώσσης, δεν ημπορούμε όμως παρά να συγχαρώμεν τον κληρικόν αναγνώστην μας , όστις αποδεικνύεται με το γράψιμον του έχων ακμαίον λογοτεχνικόν ταλέντο. Μας γράφει λοιπόν ο εξαιρετικός αναγνώστης μας , ότι κοντά στο εξαίσιο χωριό. Βρύσες της Κύμης, εξαίσιο για τις φυσικές του καλλονές και τις πολυάριθμες αστείρευτες πηγές του, ευρίσκεται η σπηλιά του θρύλου. Περισσότερον συγκεκριμένως η <στοιχειωμένη> σπηλιά κοίτεται μεταξύ της υψηλοτέρας κορυφής της οροσειράς των Κοτολαίων και της χαμηλοτέρας, και στο βάθος της σχηματιζόμενης εκεί κοιλάδος. Άλλοι πιστεύουν για τη σπηλιά αυτή πως είνε φυσική και άλλοι πως την κατασκεύασαν τα τάγματα των Δραγώνων. Μια πηγή χύνει ατελείωτα το κρυστάλλινο νερό της και όλος ο κόσμος πιστεύει –σωστά τονίζει ο λόγιος πατήρ – ότι είνε αγιασμένο, θαυματουργό. Λένε οι κάτοικοι της περιοχής : - Η πηγή της Δραγωνέρας ή της Τρακανάρας. Ατελείωτο είνε έν πάση περιπτώσει το βάθος της σπηλιάς και από αιώνες τώρα πολλοί επιθυμούν να εισχωρήσουν , να φθάσουν ως το τέλος του. Ο τρόμος από τον θρύλο που παραδίδεται από γενιά σε γενιά τους καθηλώνει στη θέσι τους. Και ο θρύλος λέει πως εις το απίθανο τέρμα του βάθους της σπηλιάς ένα τερατώδες πλάσμα παραμονεύει. Φυλάει κάποιους μεγάλους θησαυρούς από μαργαριτάρια, από διαμάντια, από σαπφείρους. Και το νερό που βγαίνει από τις άκρες της σπηλιάς για να πέση στα χείλη της ίδιας της πηγής, λένε πως τρέχει με έναν ήχο που παραλογίζει τους ανθρώπους στις ώρες τις μικρές. Το νερό και ο τερατώδης φύλακας του βάθους της σπηλιάς, προσθέτουν, θα πνίξουν, θα εξοντώσουν τον κάθε θρασύν που θα τολμούσε να εισχωρήση, με την πρόθεσι να πάρη τους θησαυρούς. Ποιο είνε το τερατώδες αυτό πλάσμα κανείς δεν ξέρει να καθορίση. Άλλοι υποστηρίζουν πως είνε ο ίδιος ο Βασιληάς, του οποίου το κορμί μαύρισε σαν την ψυχή του με την φιλαργυρία του. Τρίτοι λένε πως αράπης και Βασιληάς με την εθελοδουλεία τους στο χρήμα έχουν γίνει ένα κορμί και παραμονεύουν να εξοντώσουν κάθε άνθρωπο που θα ήθελε να πάρη τους θησαυρούς. Περίεργον είνε, κατά τον γράφοντα, ότι και μέντιουμ ακόμη έχουν βεβαιώσει, ότι οι θησαυροί δεν είνε ασύσταση φαντασία, αλλά υπάρχουν στο βάθος της σπηλιάς . Και τώρα είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν , ο αναγνώστης μας βεβαιώνει, ότι άκουσε εδώ και 25 χρόνια από τους γεροντόκερους της Κύμης , πως κάποτε επεχειρήθη η εισχώρησις μέσα στην στοιχειωμένη σπηλιά. Τρείς άνθρωποι την απεφάσισαν και για να ημπορέσουν να δαμάσουν το τέρας που ενεδρεύει έφτιαξαν μια <ανθρώπινη > λαμπάδα. Δηλαδή ο ένας απ’αυτούς εδέχθηκε να δώση το ξύγκι του! Έγινε έτσι η <ανθρώπινη> λαμπάδα , στο φώς της οποίας τάχα το στοιχειό θα ζαλιζόταν και θα άφηνε να γίνη ανεμπόδιστη η αρπαγή των θησαυρών Αλλά ατυχώς εκείνος ο άνθρωπος πέθανε από την φρικτή λαπαροτομία, ενώ οι σύντροφοί του τίποτε δεν επέτυχαν. Λίγα μέτρα μετά την εισχώρησι τους στη σπηλιά η λαμπάδα έσβυσεν από την έλλειψι οξυγόνου προφανώς και ένα φοβερό μούγκρισμα ακούσθηκε. Ετράπησαν εις φυγήν , βγήκαν έξω και επειδή δεν ημπόρεσαν να δικαιολογηθούν γιατί <απεξύγκισαν> τον σύντροφο τους κατεδικάσθησαν και απεκεφαλίσθησαν στη Χαλκίδα. Από τότε κανείς δεν τολμά να εισχωρήση στην στοιχειωμένη σπηλιά της Δραγωνέρας και ο θρύλος μένει πάντοτε ολοζώντανος. 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Κάτω από τους Λάκκους , το ηρωικό αυτό χωριό, που έχει δεν έχει σήμερα κατοίκους δυο χιλιάδες και λιγτερους , στην περιφέρια των Κυδωνιών, λένε πως ήταν, μια φορά κι’ έναν καιρό, θα είνε 300 χρόνια από τότε, ένα στοιχειωμένο δένδρο, τεράστιο, ψηλό , που νόμιζε κανείς πως τα κλωνάρια του φθάνανε στον ουρανό. Στη ρίζα του δένδρου αυτού, ρίζα θεριακωμένη ήταν, μισοχωμένη μέσα εις το χώμα, μια πλάκα μαρμαρένια παλαιά, μ’ αρχαία γράμματα απάνω. Τι λέγανε τα γράμματα αυτά, ποιος ήξερε να τα διαβάση ;Ο κόσμος τότε δεν ήξερε γράμματα πολλά, ίσως δεν ήξερε διόλου. Αν δεν ξέραν όμως τότε γράμματα , όλοι όμως ξέραν πως εκεί από κάτω κρυβόταν μεγάλος θησαυρός, γαιτί πολλοί είδαν , νύχτα, καθώς περνούσαν από εκεί, πολλές φορές έναν Αράπη, και ιδίως το δωδεκαήμερο, με κάτι χείλη κρεμαστά, που σαρώνανε τη γή,να βόσκη θησαυρούς χρυσούς, με πιρλάντια και διαμάντια, που φάνταζαν μέσ’ στο σκοτάδι. Και ήσαν λέν, τόσο πολλοί, που έμοιαζε ο τόπος σαν ουρανός με τα’άστρα. Κάποτε, οι νέοι των Λάκκων, εκείνης της απομακρυσμένης εποχής, αποφασίσανε να κατεβούν εκεί στο στοιχειωμένο δένδρο, να αποσείσουνε την πλάκα, τη βαρειά, και να βρούνε το <λογάρι>. Και κατέβηκαν. Αλλά μόλις πιάσανε την πέτρα και θέλησαν να την κινήσουνε, πέσαν όλοι καταγής , ξεροί, νεκροί, σαν να τους χτύπησε αστροπελέκι. Από τότε , φόβος και τρόμος σ’ όλο το χωριό, και που να περάση άνθρωπος από το δένδρο, και που να γυρίση μάτι χωρικού την πλάκα να κυττάξη. Φόβος αλλά και στεναχώρια. Οι Λακκιώτες δεν μπορούσανε να το χωνέψουνε, πως ήταν εκεί κάτω τόσος θησαυρός, και να μην μπορούνε να τον πάρουν.. Απάνω εις την συλλογή αυτή και σ’αυτή τη στενοχώρια να και εμφανίζεται ένας Εβραίος, από τα Χανιά. Ήσαν τότε στηην Κρήτη Εβραίοι αρκετοί, που είχαν έλθη με τους Ενετούς. Οι Ενετοί τους θέλουν για την εμπορική και πλουτολογική ανάπτυξη των αποικιών αλλά υπό τον όρον , μοναχά, να μένουν μέσα εις τας πόλεις. Δεν είχον δικαίωμα να έχουν ακίνητον περιουσίαν και αν αποκτούσαν, τους την παίρναν αι αρχαί, όπως έγινε στο Ρέθυμνο, ούτε υπάρχει παράδειγμα Εβραιοπούλας, που να εβαπτίσθη Χριστιανή και να πήρε Κρήτα. Αν και θα ήσαν ώμορφες πολύ, όπως το λέει και το κάτωθι παληό δημοτικό τραγούδι :Χριστέ μου και να γίνονταν η γ' Ο’ριοπούλες λιβάδι, κι’ οι γ’ Οβριοπούλες πέρδικες, κι’ εγώ περδικολόγος, να πάρω το δοξάρι μου, το περδικόπανό μου (παγίς περδικιών) νάβγαινα να κυνηγούσα μια σκύλα Οβιοπούλα, που τονε δώδεκα χρονώ, αστραφτερή, δροσάτη.. Φύγαμε όμως από το θέμα. Απάνω, λοιπόν, στη στενοχώρια αυτή και τη συλλογή , εμφανίζεται ένας Εβραίος από τα Χανιά και τους λέγει ότι αυτός ξέρει να διαβάση την πλάκα και ν’ ανοίξη και τον θησαυρό, αλλά θα του δώσουν τα μισά από ό,τι βρούνε. Συμφώνησαν έτσι και κατεβήκανε όλοι μαζί στο δένδρο, και τότε ο Εβραίος διάβασε πως για ν’ανοίξη η πλάκα και να μη πάθη άνθρωπος και να πάρουν και τον θησαυρό, πρέπει να σφαχθούν απάνω εκεί 22 αδέρφια, και με το αίμα τους να ραντισθή η πλάκα και τα μάγια να χαθούν. –Είκοσι δύο αδέρφια! είπαν οι Λακκιώτες. Ποια μάννα έκαμε ποτέ τόσα παιδιά, και αν τάχη και καμμιά, πως θα τα θυσιάση! Ο Εβραίος σκέφθηκε, σκέφθηκε και έπειτα κυρίζει και τους λέει : -Ελάτε να πάμε στο χωριό. Ανεβήκανε επάνω εις τους Λάκκους και ο Εβραίος άρχισε να γυρίζη τις αυλές, σαν κάτι να ζητάη. Στο τέλος είδε μια κλώσσα, που είχε είκοσι δύο πουλιά. Λέει να του τα βάλουν σ’ένα κόσκινο και κατεβαίνουν έπειτα όλοι μαζί στο δένδρο. Εκεί σφάζει 22 αδέρφια, και ραντίζει την πλάκα με το αίμα τους. Αμέσως σείστηκε η γή, έτριξε βαθειά το στοιχειωμένο δένδρο κι’ η πλάκα αναταράχτηκε. – Τραβάτε την, είπεν ο Εβραίος, σείς , που βαστούν τα χέρια σας. Τράβηξαν. Τι να ιδούνε από κάτω. Χρυσάφια, πετράδια, μαλαματικά, αστραποβόλησεν ο τόπος, θαμβώθηκαν τα μάτια τους,εσείσθη ο λογισμός τους. Τότε ένας Λακκιώτης, που μέθυσε από τον θησαυρό, είπε να σκοτώσουν τον Εβραίο, για να μη του δώσουν το μισό θησαυρό και έτσι να τον πάρουν όλον οι Λακκιώτες. Αλλά οι άλλοι Λακκιώτες, γενναίοι όπως είνε και υπερήφανοι, άμα ακούσανε τον λόγο τούτον, που θα ντρόπιαζε για πάντα το χωριό τους, παρ’ ολίγο να σκοτώσουμε αυτόν που έκαμε την πρότασι.Τον διώξανε, όμως, απ’εκεί, και έπειτα τον διώξαν κι’ απ’τους Λάκκους. Καθήσανε με τον Εβραίο, μοίρασαν τίμια τον θησαυρό, κι’ ανέβηκαν αυτοί στους Λάκκους και ο Εβραίος τράβηξε για τα Χανιά. Ο Εβραίος δεν έμεινεν εδώ, που είχε τόσες δυσκολίες, που δεν του επέτρεπαν ούτε περιουσία ν’ αποκτήση ούτε και με τους Χριστιανούς να ζήση με ισότητα.Για τούτο πήρε τους παράδες του, πήρε τον θησαυρό του, και έφυγε δια την Σμύρνην, όπου την είχανε οι Τούρκοι, και δίναν πιο μεγάλα στους Εβραίους δικαιώματα περιουσίας και ελευθερίας. Εκεί, λένε, επεδόθη στο εμπόριο και έγινε μεγάλος και τρανός. Οι Λακκιώτες, πάλιν, μοιράσανε αδελφικά τον θησαυρό και από τότε : Πλούτος επεχύθη πολύς εις την χώραν των Λάκκων και οι νέοι, μαχαίρια χρυσά και παγέτες εφόρουν .. όπως έψαλλε κάποιος Δεσπότης για τους Λάκκους. Από τότε δε, λένε οι Λακκιώτες, πως όπου έβλεπε κανείς,στα κατοπινά τα χρόνια, χρυσά όπλα εις την Κρήτην, τα λέγανε Λακκιώτικα. Τι απέμεινε σήμερα από το χρυσάφι αυτό στους Λάκκους δεν γνωρίζω. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι οι Λάκκοι σήμερα δεν έχουνε νερό και αδίκως αγωνίζεται ο μηχανικός της Μηχανικής των Δήμων και Κοινοτήτων υπηρεσίας κ. Βαρδάκης και το μεταφέρη. Οι ηρωικοί και πολεμικοί κάτοικοι του χωριού, αντί να μεταχειρισθούν τον θησαυρό για κοινωφελή έργα στο χωριό τους, προτίμησαν να τον κάνουν άρματα και να επιχρυσώσουν τις πιστόλες και τα γιαταγάνια των. Οι Λάκκοι έχουν άρματα π’ ατσράφτουνε και καίνε… λέγει και κάποια μαντινάδα τοπική. Τότε, όμως, χρειαζόντουσαν κι’ αυτά ή μάλλον χρειαζόντουσαν μόνον αυτά. Σήμερα όμως χρειάζεται και το νερό… Και το δένδρο τι απέγινε ; Για πολλά χρόνια, λένε, όποιος περνούσεν απ’κεί το Δωδεκαήμερο, άκουγε ένα θρήνο βαθύ και αδιάκοπο, που βάσταγε ως που λαλούσαν τα κοκκόρια. Ήταν η γή, ο Αράπης ή του δένδρου το στοιχειό που κλέγανε τον θησαυρό τους.. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτε! 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Δύο ωραίους θρύλους μας αποστέλλει από την γραφική Καλοσκοπή ο αναγνώστης μας κ.Γ.Πριόβολος.Ο ένας αναφπέρεται εις το περίεργον νυκτοπούλι,τον μονότονο τραγουδιστή των ήσκιων,τον Γκιώνη.Ποιος δεν ξέρει το μονότονο,αλλα και τόσο συμπαθητικό λάλημα του μέσα στους πυκνούς κλάδους των δένδρων ; -Γκιώνη! Γκιών! Γκιώνης,λοιπόν, μας λέγει ο θρύλος,δεν είνε το όνομα του πουλιού. Είνε ο ήχος του λαλήματός του,που του δόθηκε για όνομα απ’τους ανθρώπους.Γκιώνης ήταν ο χαμένος αδελφός του και αυτού το όνομα φωνάζει νύχτες χειμωνιάτικες και νύχτες καλοκαιριών. –Γκιώνη! Γκιών!. Οι Θεσσαλοί υποστηρίζουν πως η τραγική ιστορία των δύο αδελφών έγινε επάνω στο γραφικό βουνό της Γκιώνας και πως αυτής το όνομα έφερε ο χαμένος αδελφός.Αλλά και οι κάτοικοι των άλλων επαρχιών της χώρας μας βεβαιώνουν ότι η τραγική ιστορία συνέβη στα κοντινά τους βουνά.Ότι και να συμβαίνη, η αλλόκοτη ιστορία των δύο αδελφών παρίσταται ως εξής : Ήσαν δυό αδέλφια τσοπανόπουλα,ξακουστά για την ωμορφιά τους,την τιμιότητα τους και την αγάπη που το ένα έτρεφε στο άλλο.Αμέτρητο ήταν το κοπάδι τους και τα άλογά τους δέκα τρια.Ο ένας αδελφός μυστικό δεν κρατούσε από τον άλλο.Μα συνεμπήκε κάποτε ο δαίμονας του έρωτα.Μια τσοπάνισσα,χήρα ώμορφη και αμαρτωλή,αγάπησε ο μεγαλύτερος.Την έκαμε δική του. Η χήρα όμως ωρέχθηκε και τον μικρόν αδελφό,τον ωμορφότερο,τον Γκιώνη. Μα εκείνος που ήξερε πόση ο μεγάλος του αδελφός έτρεφε λαχτάρα για την ωμορφιά της,απέκρουσε τις χάρες του κορμιού της.Τι δεν έκαμε η χήρα για να τον ξετρελάνη.Πόσες φορές δεν έπεσε τάχα από λάθος,από σκόνταμα στην αγκαλιά του.Πόσες φορές δεν γυμνώθηκε μπροστά του στο ποτάμι όταν πότιζε τα πρόβατά του ο Γκιώνης,κάνοντας τάχα ότι δεν τον είχε ιδή.Στο τέλος η κακή γυναίκα βλάθηκε να ρίξη σε διχόνοια τα δυο αγαπημένα αδέλφια.Μ’αυτήν την κακία ένα δείλι έφθασε στην στρούγκα τους.Πήρε δίχως να την ιδούν ένα από τα δέκα τρία άλογα,πήγε και το έκρυψε σε μια βαθειά ρεματιά και ξαναγύρισε κατά το βράδυ στην στρούγκαΒρήκε εκεί τον ερωτευμένο μαζί της αδελφό και του σφύριξε στ’αυτί τη συκοφαντία. –Σε κλέβει ο αδερφός σου.Σου πούλησε ένα άλογο.Μέτρησέ τα. Την πίστεψε μέσα στο μεθύσι της αγάπης του. Βγήκε και μέτρησε τα άλογα.Ήσαν δώδεκα και ασυλλόγιστα εκάλεσε τον καημένο τον Γκιώνη και τον σκυλόβρισε : -Τα’άλογο Γκιώνη, τα’άλογο!Τα σκυλιά δεν γαύγιζαν,κλέφτης δεν ήρθε.Εσύ θα ξέρης τι έγινε το τσίλικο το άλογο! Πειράχτηκε ο φιλότιμος ο Γκιώνης. Πρώτη φορά άκουσε τέτοια προσβλητικά λόγια από τον αδελφό του. Τον έλεγε πως ήταν κλέφτης. –Θα το βρώ,του φώναξε,αλλά το κρίμα νάνε στο λαιμό σου ότι και να μου συμβή. Καβαλλίκεψε ένα από τα καλύτερα του και ρίχτηκε στα ρουμάνια και στα φαράγγια για να βρή το χαμένο άλογο.Βαθειά ήταν τα σκοτάδια της νύχτας κατά τα μέρη που περνούσε και όταν πια ξημέρωσε αντί να γυρίση ο Γκιώνης γύρισε μόνο το άλογο του,χτυπημένο,καταματωμένο. Σ’ένα κρημνό είχε πέσει από τα σκοτάδια της νύχτας και είχε σκοτωθή ο Γκιώνης. Κομμάτια τον έφεραν στην στρούγκα κάποιοι στρατοκόποι και ένας χωρικός έφερε και το χαμένο άλογο.Είπε ακόμη στον αδελφό του Γκιώνη τι είχε ιδή.Την χήρα δηλαδή,το περασμένο σούρουπο,να κρύβη εκεί στη ρεματιά το χαμένο άλογο.Αλλοφρόνησε τότε ο αδελφός του σκοτωμένου Γκιώνη,για το κακό που είχε κάμει στον αγαπημένο του αδελφό εξ αιτίας της αμαρτωλής. Κατάλαβε πως τον είχε προσβάλει,πως προκάλεσε το θάνατό του. Βαρύ ένοιωθε να τον πιάζη το κρίμα και πήρε τα όρη σκούζοντας : -Γκιώνη! Γκιώνη! Και ο δίκαιος θεός για να μην έχη ποτέ ανάπαυσι τον μεταμόρφωσε σ’ένα παράδοξο πουλί,που κάθε νύχτα φωνάζει τον αδικοσκοτωμένο και συκοφαντημένο αδελφό του : -Γκιώνη! Γκιών! 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Το εκκλησάκι του Άηγιάννη του Χορευταρά των Μεγάρων έχει το ιστορικόν του. Εις το μέρος που είναι κτισμένον υπήρχε κάποια πηγή . Όποιος έπινε το νερό της εδοκίμαζε παραδόξως ηδονικάς ορμάς. Οι Μεγαρείς, μη επιθυμούντως να διατηρείται τέτοια πηγή, την έκλεισαν με το κτίσιμον της εκκλησίας. Και όταν αργότεραν το μέρος αυτό ωρίσθη δια την εκτέλεσιν της τράτας, το εκκλησάκι ωνομάσθη Άη Γιάννης ο Χορευταράς. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Κάποιος επαρχιώτης επιστρέφων εξ Αθηνών εις το χωριό του συνήντησε μόλις έμπαινε εις το χωριό του μια χήρα. -Καλή μέρα, κυρά Μαργαρίτα. -Καλή μέρα, καλώς ήρθες, τι νέα απο την Αθήνα; -Εδημοσιεύτηκε Βασιλ. Διάταγμα, απάντησε ο επαρχιώτης, σύμφωνα με το οποίο, όποια γυναίκα έχει μικρό στόμα, παίρνει δύο άνδρες. -Μ. μ.μ είπε η χήρα, συμμαζεύουσα τα χείλη της όσο μπορούσε. -Και όποια έχει μεγάλο, εξηκολούθησεν ο επαρχιώτης, θα παίρνη τρείς. -Μπά, απήντησε η χήρα, ανοίγουσα ένα στόμα δύο πήχες. 

Άγνωστος συλλογέας (1935)
Thumbnail

Γούργουρας, ο ούτω καλούσιν οι αλιείς τον υποτιθέμενον φύλακα του ακατίου των, όστις κατά την άνοιξιν εν καιρώ νυκτός κτυπά κάτωθεν της τρόπιδος τακτικές εις την πρώραν, την μέσην και την πρύμναν και τανάπαλιν. Ο αυτός λέγεται και ντούκτουκας αμφότεροι ονοματα(πε) ποιημένα οι λέξεις. 

Άγνωστος συλλογέας (1956)

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (7)
Συλλογέας
Άγνωστος συλλογέας (7)
Τόπος καταγραφής
Αθήνα (7)
Χρόνος καταγραφής1950 - 1956 (1)1930 - 1939 (6)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.