Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος. – Πάμε στην Τούμπα; Μου λέει κάποιος φίλος μου, θα περάσουμε ωραία. – Ποια Τούμπαν; Εις την Θεσσαλονίκην υπάρχουν πολλές τούμπες και εντός και εκτός της πόλεως. Ανάγκη μιας διευκρινίσεως εδώ. Μια φορά και ένα καιρό ως θέσις «Τούμπα της Θεσσαλονίκης» ήτο γνωστή η περιοχή η περί την μεγάλην Τούμπαν, προς την δυτικήν έξοδον της πόλεως και επί της Εγνατίας ακριβώς οδού, η μεγάλη και υψηλή εκείνη τούμπα ( βουνοειδής σωρός χώματος) δια την οποίαν τόσοι θρύλοι περί κατακεχωσμένου θησαυρού και τόσαι ανασκαφαί, κατά τον μεγάλον πόλεμον, εκ μέρους των Γάλλων στρατιωτικών προς ανακάλυψιν των απ’ αιώνων κεκρυμμένων τιμαλφών. Ήτο δε περίεργος η κοπή αυτής υπό των Γάλλων, σαν κόψιμο τούρτας κατά φέτες εις κάθετον τομήν… Τι ευρέθη εντός αυτής; Χώμα παχύ και άφθονον και μόνον χώμα και άλλο τίποτε. Μηδέν. Χώμα ψαχνό και πάλιν χώμα. Βαρυνθέντες και αυτοί διέκοψαν τον κατατεμαχισμόν… Τι μυστήριον, αλήθεια, και αυτές οι «τούμπες» μεγάλες και μικρές, οι τύμβοι δηλαδή χωμάτων ως λοφίσκοι εις διαφόρους αναμεταξύ των αποστάσεις μέσα εις τας ευρείας πεδιάδας της Μακεδονίας. Πολλοί σοφοί και ειδικοί και ιστορικοί ξένοι και δικοί μας απασχοληθήκανε με αυτές και πολλοί περίεργοι άνοιξαν τρύπες, μέσα εις τα χωματένια σώματά των, δια ν’ ανακαλύψουνε τι κρύπτουνε. Άλλοι είπαν ότι είνε τάφοι στρατιωτών πεσόντων κατά διαφόρους μάχας, των οποίων τα πτώματα συνήχθησαν εις ένα μέρος και εσκεπάσθηκαν με χώματος βουνά μικρά. Άλλοι υποστηρίζουν, και αυτοί φαίνονται πιο πιστευτοί, ότι πρόκειται περί οπτικού τηλεγράφου των αρχαίων. Επάνω εις κάθε τύμβον έμενε φρουρά, η οποία ήναπτε πυράς και μετέδιδε διαταγάς και αγγέλματα εις τα στρατιωτικά σώματα που ήσαν σκορπισμένα ανά την Μακεδονίαν, εώς το έσχατον δυτικόν άκρον αυτής. Εννοείται ότι εκτός των σοφών και των ειδικών και ο λαός έχει τα ιδικά του παραμύθια δια τους μαστούς αυτούς της γης, τους τόσον περίεργους και ανεξηγήτους. Ωραία είνε μια παράδοσις, που άκουσα κάποτε γι’ αυτές σ’ ένα χωριό των Γιαννιτσών. Ότι κακούργοι τον παληό καιρό επήγανε να κλέψουνε τα χρήματα ενός ναού, υποθέτω του Αγίου Δημητρίου. Ο ναός ήταν πλούσιος πολύ και γεμάτος με σωρούς χρυσού. Οι ιερόσυλοι γέμισαν τα σακκούλια τους με το χρυσάφι και θέλησαν να φύγουν κατά την Αρβανιτιά, από όπου και κατήγοντο. Ο χρυσός όμως ήτανε βαρύς και τρύπησαν τα σακκούλια. Και έτσι έπεφτε εδώ κ’ εκεί, και όπου έπεφτε γενόταν χώμα. Και το χώμα έμεινε, έτσι σωριασμένο προς αιώνιον των ληστών ανάθεμα και παράδειγμα των άλλων. Αν όμως οι πατήσαντες την εκκλησίαν εγέμισαν όλην την Μακεδονίαν χώμα, εώς τα αλβανικά τα σύνορα, αυτοί αποθανόντες δεν ευρήκαν ούτε ένα δράμι χώμα για να αναπαυθούν. Όπου και αν τους έχωναν, η γη του εξερνούσε, ώσπου ηναγκάσθησαν να πετάξουνε τα πτώματά τους μέσα στη λίμνη της Πρέσπας τη μεγάλη. Αλλά και εκεί, μόλις οι νεκροί άγγισαν της λίμνης τον βυθόν, το χώμα υπεχώρησε και μια οπή άνοιξεν εκεί και τους κατέπιε. Από τότε υπάρχει η τρομερά αυτή οπή στην ανωτέρω λίμνη, από την οποίαν ροφάται με πάταγον αρκετόν μέρος του νερού της λίμνης. Είνε, όμως, μυστήριον, που βγαίνει το νερό αυτό. Μερικοί θέλουν να ειπούν ότι το νερό εκβλύζει κοντά σ’ ένα χωριό που κείται ολίγον επάνω και προς βορράν των Βοδενών, και όπου παραπολλές φορές μεταβάλλει εις λίμνην την πεδιάδα του χωριού. Την εκδοχήν αυτήν την υποστηρίζουν περισσότερον οι κάτοικοι του Νησίου, στηριζόμενοι σε μια παληά παράδοσι, την οποίαν καλόν είνε να αναφέρω εν ολίγοις. Ένας μυλωνάς μια φορά, απ’ έξω από το Νησί, καθόταν με το γυιό του στο προσηλιακό του μύλου τους και παίζαν τις φλογέρες των, γιατί δεν θα είχαν, φαίνεται, δουλειά. Τότε πέρασεν από εκεί ένας Σαρακατσάνος τσέλιγκας, μαζί με τα κοπάδια, την οικογένειά του, τα άλογα και τα μουλάρια, με τους πιστικούς και τους βοσκούς του, πηγαίνοντας στο ξεκαλοκαιριό, απάνω εις την Πρέσπα. Ήταν άνοιξις. Κάθησε λίγο στον μύλο να ξεκουρασθή και ρώτησε τον γέρο πως πάνε οι δουλειές. – Κακά-ψυχρά κι’ ανάποδα, του απήντησεν εκείνος. Μυλωνάς εγώ κοντεύω να μην έχω ψωμί εγώ και το παιδί μου. – Δεν μου τον δίνεις, του είπε ο τσέλιγκας, τον γυιό σου, να τον πάρω εγώ για τα πρόβατα βοσκό, τώρα το καλοκαίρι, και τον χειμώνα που θα περάσω για τα ξεχειμαδιά, σου τον αφήνω πάλι εδώ πέρα για να σε βοηθήση στο μύλο τον χειμώνα, που έχεις περισσότερες δουλειές. Ο νέος έφυγεν από το Νησί κομίζοντας μόνον τη φλογέρα του και του πατέρα του την ευχή. Εκεί όμως στην Πρέσπα που έβοσκε τα πρόβατα, νοσταλγώντας το χωριό του και το μύλο του, καθόνταν κι’ έπαιζε πάντοτε την φλογέρα του. Κάποτε ένα μεσημέρι, παίζοντας αποκοιμήθηκε και η φλογέρα ξέφυγε από τα χέρια του και έπεσε μέσα στης λίμνης το νερό. Το ρεύμα την παρέσυρε, την πήγε στη ρουφίχτρα και η φλογέρα χάθηκε, χωρίς ο νέος να κατορθώση να την πιάση. Μια ημέρα που ο πατέρας του εις το Νησί καθόταν πάλι εις τη «Βοντενίτσα» του και λιαζόταν κοντά στη φτερωτή, είδε του μύλου το αυλάκι να φέρνη μια φλογέρα. Ρίχνεται, την αρπάχνει και βλέπει με μεγάλη έκπληξι πως ήταν η φλογέρα του παιδιού του. Μη δυνάμενος να εξηγήση το μυστήριον, την άφησε μέσα στου δωματίου των το ράφι και ξαναβγήκε για να ξαπλωθή και να χορτάση ήλιο, αφού δεν χόρταινε ψωμί. Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε το φθινόπωρο και ξαναπέρασε ο τσέλιγκας κατεβαίνοντας να παραχειμάση κάτω στη Χαλκιδική. Περνώντας από το μύλο άφησε το παιδί του μυλωνά και επειδή ήταν με τούτο ευχαριστημένος του είπε πως το καλοκαίρι που θα ξαναναβή στην Πρέσπα θα το ξαναπάρη. Μια ημέρα το παιδί καθώς ανακάτευε κάτι πράγματα στο ράφι είδε τη φλογέρα του και έτριβε τα μάτια του. – Πού βρέθηκε, πατέρα, η φλογέρα μου εδώ; Ο πατέρας διηγήθη πως τη βρήκε και το παιδί του διηγήθη πως την έχασε. Τότε και οι δυο έκαμαν τη σκέψι ότι το νερό της ρουφίχτρας από την Πρέσπα θα βγαίνη βέβαια εις το Νησί. Μεγάλη και τεραστία η απόστασις, αλλά η φλογερή, παρούσα, πιστοποιούσε την πραγματικότητα του απίστευτου αυτού με την παρουσίαν της. – Τότε, πατέρα, είπε το παιδί, θα κάμω κάτι άλλο. Θα ρίχνω ένα κατσίκι από την Πρέσπα ή κάνα αρνί για να το βγάζη το νερό εδώ στο μύλο και να το γλεντάς και συ που όλο πράσσα και φασόλια γεύεσαι. Και έτσι έγινε σαν ξαναπέρασε την άνοιξι ο τσέλιγκας και ξαναπήρε τον γυιό του μυλωνά. Και σαν διεπιστώθη ότι τα αρνιά έβγαιναν εκεί, την Τρίτη τη χρονιά ο μυλωνάς είχε Πάσχα κάθε μια εβδομάδα. Μα με το σύστημα αυτό τα πρόβατα του Κεχαγιά λιγόστευαν. Τ’ αρνάκια μυστηριωδώς εχάνοντο. Αγρυπνούσαν οι βοσκοί μήπως τα τρων οι λύκοι, μα ούτε λύκοι φάνηκαν πουθενά, ούτε σκυλιά γαύγιζαν. Ως που, ένας πιστικός σαν κάτι ύποπτο να είδε να κάνη το παιδί, παραφύλαξαν και το πιασαν να σφάζη και να πετάη στη ρουφίχτρα της λίμνης τα αρνιά. Έξω φρενών ο τσέλιγκας του δίνει μια και το πετάει κι’ αυτό μέσα στη λίμνη. Και ως να σκεφθή και να μετανοήση για την πράξι του η ρουφίχτρα το είχε καταπιή. Μια ημέρα που ο μυλωνάς καθόταν έξω από το μύλο του, περιμένοντας να ψαρέψη κανένα αρνί από το νερό, είδε να αναδύεται από τα βάθη των νερών ο γυιός του. – Καλά, είπα εις τους Νησιώτες, που μου διηγόντουσαν αυτό, τότε εδώ κοντά εις το χωριό σας πρέπει να έχη βγάλη το νερό και τα πτώματα εκείνων των καταραμένων που δεν εδέχετο η γη, γιατί εκλέψανε την εκκλησία. – Καθόλου παράξενο, μ’ απήντησαν, εδώ είνε ένα μέρος που το λέμε ημείς «βύρο», που είνε σαν μια τρύπα εις τη γη και δεν λείπει το νερό ποτέ. Κι’ εμείς το έχουμε αυτό για καταραμένο μέρος και δεν βοσκούμε ποτέ εκεί, ούτε κόβουμε χορτάρι. Και ίσως και γι’ αυτό όλο και φειδόχορτα φυτρώνουν εκεί γύρω. Αλλά όχι οι δικοί μας μοναχά, αλλά και οι Σέρβοι έχουν παραδόσεις γι’ αυτές τις Τούμπες, που ανάγονται στον Μάρκο Κράλλη, ένα μυθικό ήρωα του σερβικού λαού, και τις αδερφές του. Για τον περίεργο τούτον Μάρκο Κράλλη, που έχει γεμίση με ιστορίες θρύλων και κατορθωμάτων την εύφλεκτον φαντασίαν του σερβικού λαού. Σέρβος καθηγητής της Ιστορίας μου έλεγε στο Βελιγράδι ότι ο Μάρκος Κράλλης, που τραγουδάει ο σερβικός λαός, ήταν ένας κατεργάρης βοεβόδας, ο οποίος επρόδωσε πολλάκις, τα συμφέροντα των Σέρβων εις τους Τούρκους κυρίαρχους, αγορασθείς υπ’ αυτών. Αυτό τουλάχιστον πιστοποιεί η ψυχρά η Ιστορία. Αλλά με τις παραδόσεις για τις Τούμπες παρ’ ολίγο να λησμονήσωμε την πραγματική την Τούμπα, προς την οποίαν και διηυθυνόμεθα. Πρόκειτα για τη θέσι Τούμπα, την ανατολικώς της Θεσσαλονίκης, που ήταν προ του ευρωπαϊκού πολέμου ως θέσις άσημος και άγνωστος και σήμερα έχει μεταβληθή σε μια πόλι 15-20 σχεδόν χιλιάδων κατοίκων, γεμάτη ζωή και κίνησι και ζωηρότητα, γεμάτη πάντα επεισόδια και ρωμαντισμούς, γεμάτη δράσι και ανησυχία, πόλι ζωντανή, θερμόαιμη, νέα και ωραία, με κόσμο εκλεκτόν, που, παρ’ όλη την ολιγοχρόνιο ζωή της, έχει δημιουργήση παραδόσεις, έχει δημιουργήση προηγούμενον! Σ’ αυτήν θα πάμε εις προσευχή επιστολήν!
Τόπος Καταγραφής
Άδηλου τόπουΧρόνος καταγραφής
1936Πηγή
Εφημ. Έθνος, 6 Δεκεμβρίου 1936Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Έθνος, 1936, ΕφημερίδαΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις Α΄- Θ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΓΣυλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.