Λένε πως στα βουβά τση νύχτας, δηλ. πολύ αργά, ένας επήγαινε απάνου στο Καλοδίκι (στου Καλοδίκη;) βουνό – σ’ ένα μονοπάτι. Όταν ευρήκε δίστρατο, είδε μια κοττοφωλιά (= κλώσσα με τα κλωσσόπουλα ή κοττοπουλάκια) και του πήγαινε δίπλα του. Όχι όμως να ‘γγίξουν απάνω του. Του ήτανε δυσκολία, γιατί εκαταλάβαινε πως ήτανε κακή ώρα, αφού δεν είχε σπίτι εκεί κοντά. Άλλο φύλαγμα δεν υπήρχε, παρά να κάμη το σταυρό του 3 βολές και να πη: «Παναγία Βοήθησέ με, να φτάσω καλά στο σπίτι μου!» (γιατ’ ήταν η απόσταση μακρινή). Καμιά φορά με το σταυρό και τη δέηση πο’ κανε, η κλωσσοφωλιά εχάθηκε από μπροστά του. Προχώρωντας όμως 200 μέτρα ευρέθηκε άλλο πράμα μπροστά του. Ένας σκύλος μαύρος, όχι να γαβγίζη και όπως επερπατούσε, του ‘κανε βόρτες ανοιχτές γύρω. Δεν είχε τίποτ’ άλλο να προφυλαχτή (εκατάλαβε πως ήταν αργά που ξεκίνησε, ήταν όμως τώρα καταμεσίς του δρόμου) κι είπε: - Παναγία, βοήθησέ με να φτάσω καλά σπίτι μου. Εχάθηκε ο σκύλος από μπροστά του, αλλά όπως εχάθηκε, έκαμε ένα θόρυβο – χτύπο, πως πέφτει η άνκορα του καραβιού! Κρ…Κρ… κρ… Κι από τότες ώσπου να φτάση, δεν άκουσε τίποτα. Επήε σπίτι του κι από τον τρόμο του όλο εκοίταζε γύρω του. Από τότες δεν εματαβγήκε βουβή ώρα τση νύχτας, παρά μόνο χειμώνα, τσι μικρές ώρες. Ερώτησε τσι γυναίκες και του είπανε πως ήτανε κακιά ώρα. (Είχε και φανάρι, μα το φάντασμα ήτανε πάνω στο σκοτάδι. Η νύχτα ήταν Άδης – λίστης).
Τόπος Καταγραφής
Κέρκυρα, ΟθωνοίΧρόνος καταγραφής
1960Πηγή
Λ. Α. αρ. 2344, σελ. 431 – 32, Δ. Λουκάτου, νήσις Οθωνοί Κερκύρας, 1960Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2344, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT