• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) "Παράδοση Θ"

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 53-72 από 188

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Η μύγα

    Κάποτε ο Χριστός επήγαινε σε μίαν πόλιν. Εις τον δρόμον εδίψασε και ήθελε να πιη νερό. Είδε ένα τσομπάνον, που έβοσκε τα βόδια, και του εζήτησε νερό. Τότε ο βουκόλος αυτός δεν εσηκώθηκε να του δώση νερό, αλλά όπως ήταν ξαπλωμένος εσήκωσε το πόδι του και του λέγει να. Εκεί είναι και πήγαινε. Όταν όμως παρακάτω συνήντησε τον τσοπάνον των προβάτων και εζήτησε νερό, του έδειξε την πηγήν και επήγε μαζί...
    

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1969)
  • Κάποτε ο Χριστός ερχόντανε από ένα δρόμο και συνήντησε 10 – 12 ψαράδες που είχανε καθένας ένα ματσάκι ψαράκια κρυμμένα πίσω τους. Ο Χριστός τους χαιρέτησε. Δεν ξέρανε πως είναι ο Χριστός και τους είπε αν έχουνε κανένα ψάρι. Κι αυτοί λένε. «Διάλε πάρ’ το ‘να πό ‘χουμε! (= τίποτα). Ο Χριστός ήξερε τι έχουν κι είπε: «Την κατάρα μου να ‘χετε. Προκοπή ποτέ να μην κάμετε. Ξυπόλυτοι να ‘στενε (να διακρίνωνται... 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958)
  • Το σκυλί

    Κάποτες σκυλιά δεν υπήρχαν. Ο Χριστός επέρασε από έναν τσομπάνον που βοσκούσε τα πρόβατα και του είπε: «Πήγαινε, παιδί μου, αν θέλης να μου φέρης νερό να πιώ». Ο τσομπάνος του λέει: «Θα πάω να σου φέρω νερό, αλλά πρόσεχε, αν τυχόν έρθη ο λύκος, θα του δώσης ένα πρόβατο καλό». Πράγματι ήρθε ο λύκος. Ο Χριστός του λέει: «Πάρε ένα πρόβατο αρρωστιάρικο». Ο λύκος ώρμησε στο κοπάδι να πάρη καλό πρόβατο....
    

    Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1961)
  • Κάπουτε ο Χρ. παρ’σιάστηκε σ’ έναν πούκανε χωράφ’. – Τι φκιάν’ς; - Σπέρνω. Μέσα στην ξέρα θα γέν; - Έ, ναι, τώρα γυρίζ’ κι του φιγγάρ’ κι ίσως θα πάρ’ς καμιά βρουχή. Ο Χριστός έφυγε σ’ άλλον. – Τι φκιάν’ς; - Σπέρνω. – Μέσα στ’ν ξέρα σπέρν’ς; - Ιγώ του ρίχνω στου Θεού τ’ αμπάρ’. Κι ο Θεός έχ’ την έγνοια τ’. Σύρι κι πες σι κείνου τον φιγγαριασμένον, ότι τώρα θα ρίξ’ μιγάλη βροχή κι θα τ’ πάρ’ τα βόδια.... 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Και το τέλος είνε ο τελευταίος και τελειωτικός θάνατος του Λαζάρου, σαράντα χρόνια μετά την ανάστασή του. Σ’ όλο αυτό το διάστημα, λένε οι λαϊκές παραδόσεις, ο Λάζαρος ήταν αγέλαστος και πικραμένος για τα βασανιστήρια των ανθρώπων, που τα είδε στον μαύρο Άδη. Πάνου στα σαράντα χρόνια γέλασε με κάτι παράξενο που του είπε κάποιο μικρό παιδάκι. Με το γέλιο βγήκε και η ψυχή του! Αυτά λένε οι λαϊκές παραδόσεις.... 

    Μαρίνης, Κ. (1938)
  • Κατά την παράδοσιν της Σινώπης αι δάφναι τίθενται προς καταπάτησιν διότι επ’ αυτών εκρεμάσθη ο Ιούδας. Διατηρούνται 40 ημέρας όπως γίνεται κατάδηλος η αθλιότης του προδόντος θεού ζώντα και βοτανόμενον και συναναστρεφόμενον. 

    Χορτόπουλος, Π. (1876)
  • Κουτεddές (ο). Σκωπτ. Ο μη εργαζόμενος αλλά πλανώμενος εδώ και εκεί, όπως τρόπον τινά και μυθικόν τι άτομον, που φέρεται από τους Συμαίους υπό το αυτό όνομα και το φαντάζονται ως μη αποθνήσκον, αλλά πλανώμενον ανά τον κόσμον. Λέγεται ακόμη και δι’ εκείνον, που ενώ είναι υπέργηρος, ισχυρίζεται, ότι θα ζήση ακόμη πολλά χρόνια. Εξ αυτού και η φράσις, «Τι ΄ναιν; Ο Κουτεddές θα (γ)ένης»; 

    Καρανικόλας, Σωττήριος Α. (1958)
  • Κουτεντές= έτερος τύπος του κουτός, κουταΐτης. 

    Δένδιας, Μιχαήλ (1915)
  • Τημ πίτταν τζαι τηρ ρέναν

    Λέγεται επί των πεισμόνως απαιτητικών. Κάποια κακή γρηά ηγόρασε πίτταν και ρέναν να φάγη με την κόρην της. Όταν ήλθε ο Ι. Χριστός, ως πτωχός, ζητών ελεημοσύνην, η κόρη φιλόπτωχος του έδωσεν την πίτταν και την ρέναν, ηρνείτο δε να ομολογήση τι απέγιναν οσάκις ηρωτάτο. Κάποτε μετά τον θάνατον της μητρός της η κόρη ήλθε μετά του συζύγου της εις τον κήπον τους και εκάθησαν κάτω από ανθισμένες αμυγδαλιές,...
    

    Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)
  • Γιατί το κυπαρίσσι φυτρώνει στους τάφους και στα νεκροταφεία

    Λένε ότι, όταν οι Εβραίοι απεφάσισαν να σταυρώσουν τον Χριστό, συμφώνησαν όλα τα δένδρα να μην δώσουν το ξύλο των, με τον οποίον να κατασκευασθή ο σταυρός του μαρτυρίου. Οι ξυλουργοί άρχισαν τότε να κόβουν δένδρα δια να φτιάξουν τον σταυρό, που πάνω του θα κάρφωναν το ιερό σώμα του Ιησού, ο οποίος θυσιάστηκε στο θυσιαστήριον της αγάπης. Μα τα ξύλα έσπαζαν και ο σταυρός του μαρτυρίου δεν μπορούσε...
    

    Ερωτόκριτος, Α. (1955)
  • Ο γληνιάς κλειδούχος του Παραδείσου

    Λένε στα Σφακιά , πως όταν επερπάτησε στη γη ο Χριστός εσυναντήθηκε με το Γληνιά από τ΄ Ασκύφου και έπαιξαν τα χαρτιά και εκέρδισεν ο Γληνιάς κι επήρε τα κλειδιά του παραδείσου και έτσι οι Ασκυφιώτες θα πάνε στον παράδεισο άμα πεθάνουν, γιατί θα των ανοίξη ο χωριανός των.
    

    Μαυρακάκης, Ιωάννης (1939)
  • Μαλλιά (μαλgιά, μαλγκιά) της Παναγιάς= είδος κουσκούλας στα μαλλιά ξαθά στους θάμνους. Παράδοση: Τον γκαιρόμ που ζήτουν η Παναγιά το Χριστόν άμαν τον εσταυρώσαν οι Οβριοί, έκατσεν να ξεκουραστή κι ετράβαν τα μαλγκιά της πάνω στα κλαδγκιά. Που τότες νεμμά φτόδά το χορταράκι και τυλίει πάνω στα κλαδάκια. [νέμω= φυτρώνω] 

    Παπαχριστόδουλος, Χ. (1932)
  • Μέσα τση Μαργιάς ο γιός όξω τση Μαργιάς ο γιός. Εις περιπτώσεις καθ’ ας άτομά τινα γαλιφίζουν ωρισμένα πρόσωπα όσον καιρό τα έχουν ανάγκη. Προέκυψεν από την πρόληψιν ότι οι οβραίϊτσες οντέ κοιλιοπονούνε για να κάμουνε παιδί παρακαλούνε το Χριστό να τσι λευτερώση με το καλό και λένε: «Μέσα τση Μαργιάς ο γιός», κι’ ύστερα απίτις κάμουνε τον κολόνερό ντως βαστούνε ένα γκαλάμι και πάνε από πίσω από όλες... 

    Φραγκάκι, Ευαγγελία Κ. (1949)
  • Μια -φ-φορά πήεν η Καλουρ’ζιά ά (να) θυμιάσει τον άϊ – Παντελέμονα κ’ ι άμα ηθύμιασεν ήκλεισεν τημ πόρταν του, κ’ι ευτός ηξεστούλλωσέν την κι ητόνισεν την γκάτω, γιατί θέλει νάναι πάντα αννοιχτή, α (να) βλέπει άντικρυ στην Αμοργό τημ μάνα του. Το βράδυ της παραμονής της Αναλήψεως του Χριστού, σε όλα τα σπίτια, απ’ έξω στον παραστάθη της πόρτας ή παραθυριού, ανάβουν τα κομμάτια των κεριών από τις λαμπάδες... 

    Ζερβός, Ιωάννης (1958)
  • Μια αράπισσα πήαινε τον ποταμό κειά που πήαινε ήρκοντο ‘υναίκες και λέουν της ότι: Α ξέρεις εκείνος που τον σταύρωσαν δεν ήτο άθρωπος ήτο Θεός – Έ, σιγά που το Θεός κ(αι) εβάστα εκείνη αυκά σ’ ένα κοφίνι και τα κοιτάζει ‘κείνη την ώρα κα ιτ’ αυκά ‘ίνηκαν κόκκινα και τότε ‘κείνη πίστεψε και φώναξε: Ω Θεέ μου! 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Γιατί ο Χριστός μια φορά έπνιξε και καλούς μαζί με έναν κακό

    Μια φορά ένας περνούσε με τη βάρκα του να πάη να χαλάση ένα χωριό. ‘ζ τη βάρκα μέσα είχε και άλλους πολλούς καλούς ανθρώπους. Ο Χριστός για να προλάβη το κακό εβύθισε τη βάρκα και έπνιξε τον κακόν και τοις άλλους. Πολλοί άνθρωποι ρωτήσανε το Χριστό γιατί να πνίξη τους καλούς ανθρώπους. Ο Χριστός λέγει σε έναν «Βάλε μιαν χούφτα μέλισσες ‘ς τον κόρφο σου» Τις έβαλε τις μέλισσες εκείνος. Μια από τις...
    

    Λουκόπουλος, Δημήτριος
  • Παραδόσεις για την μυίγα

    Μια φορά η μυίγα επείραζε μόνο τα πρόβατα και ο τσοπάνος δεν ησύχαζε ποτέ. Ο Θεός επέρασε σα φτωχός από ένα αγελαδάρη εκεί που έβοσκε τα βόδια. Του εζήτησε να πάη να του φέρη νερό. Ο αγελαδάρης εσήκωσε το πόδι του και του έδειξε σ’ ένα μέρος να πάη μόνος να πιή νερό. Ο Θεός προχώρησε κ’ ευρήκε πιο πέρα ένα τσοπάνο. Εζήτησε κι από τον τσοπάνο νερό και ο τσοπάνος του είπε. Δεν μπορώ να πάω γιατί τα...
    

    Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1961)
  • Ο Χριστός και ο Τεμπέλης

    Μια φορά ο Χριστός επήγαινε με τσοι μαθητές του, από έναν τόπο σ’ έναν άλλο. Δεν εκατέχανε το δρόμο και γυρεύανε κανένα να τους τονε δείξη. Βρήκανε ένα καθισμένο στο δροσιό ενός μεγάλου δέντρου και τον ερωτήξανε. Δεν τους απάντηξε όμως παρά ντεμπέλικα σήκωσε τον ένα του πόδα και τους τον έδειξε. Δεν εκαταλάβανε για πού τόχε βάλει με τον πόδα του και γυρεύανε κάποιον άλλο να τσ’ οδηγήση. Τσοι κουβέντες...
    

    Κυρμιζάκη, Αγλαΐα
  • Χριστός

    Μια φορά ο Χριστός επήγε σα φτωχός κ’ επαρουσιάστηκε σ’ ένα γεωργό που ώργωνε και δεν ήξερε ο γεωργός να οργώνη. Πάντα από τη μια μεριά ώργωνε και μετά τα ξέζευφνε και τα έφερε στην άλλη άκρη για να κάμη την αυλακιά. Ο Χριστός του έδειξε πώς να γυρίζη τα βόδια. Μετά επήγε στη γυναίκα του που ύφαινε και δεν ήξερε να γυρίζη τη σαΐτα παρά έκοβε την κλωστή. Της έδειξε πώς να γυρίζη την σαΐτα και να υφαίνη....
    

    Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1961)
  • Μια φορά ο Χριστός επήενε σε κάποιο σπίτι. Αυτοί που ‘πήενε στο σπίτι dωνε εγνωρίζανε ότι είν’ ο Χριστός. Ο άdρας το λοιπό ήθελενε να του κάμη το τραπέζι και να μείνη στο σπίτι το βράδυ και του ‘λεεν’ η ‘υναίκα: μα δεν είναι λέει ‘dροπής που ‘ν ο Χριστός και θωρείς πως δεν αφίνουν οι ποdικοί; Πως θα μας αφήσουνε να φάμε; Βρε ‘υναίκα, λέει, όπως bορέση θα φάη, μια μέρα θάναι κ’ ευτός χρήσιμος ‘ια μένα.... 

    Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.