Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή"
-
Κάνει ο λύκος παστουρμά
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή ό,τι μας αρέσει, δεν έχομε την αντοχή να μην το καταναλώσωμε αμέσως -
Κάνει όξω νου
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963) -
Κάνεις το καλό και κολάζεσαι
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Ερμηνεία: Όταν απ' αφορμής ενός καλού, που κάνεις σε κάποιον και δε μένει ευχαριστημένος, αισθάνεσαι δυσανασχέτηση και μετανοής για το καλό, που έκαμες -
Κάνεις το λοαριασμό χωρίς το dαβερνιάρη
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται, όταν υπολογίζης κάτι χωρίς να λαμβάνης υπ' όψη όλους τους παράγοντες γνωστούς ή απροόπτους -
Κάνεις το λοαριασμό χωρίς το ξενοδόχο
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται, όταν υπολογίζης κάτι χωρίς να λαμβάνης υπ' όψη όλους τους παράγοντες γνωστούς ή απροόπτους -
Κάνω του κεφαλιού μου
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928) -
Κάποιον εbοbέβγασι στο φόρος λες και ξέρει το και κείνος;
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928) -
Κάποιον εbοbεύγασι στο φόρος λες και ξέρει το κι' εκείνος;
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται, όταν σχολιάζεται κάποιος και ή αδιαφορεί ή αγνοεί το γεγονός -
Κάποιον επανdρέβγασι, λες και ξέρει το κι' εκείνος;
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται, όταν συζητείται κάτι για ένα πρόσωπο κι' εκείνο δεν έχει ιδέα του πράγματος -
Κάποιον επαντρέβγασι, λες και ξέρει το και κείνος
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928) -
Κάποιος δεν είχε δουλειά κι' ήξυνε τα ρχ... dou
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928) -
Κάποιος ήσφαζε dη νύχτα τσι εροdόβουδοι (1) και την ημέρα 'δούλια (2) dα δαμάλια
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται, όταν κάποιος προσποιείται τον άπραγο, τον αγνό, το φοβιτσιάρη, ενώ είναι το αντίθετον -
Κάποιος ήσφαξε dη νύχτα τσοί εροdόβουδοι κι εδουλία την ημέρα τα δαμάλια
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1931)Εδουλία (φοβότανε) -
Κάπου μέδες, κάπου σέδα
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται επί λησμοσύνης. Π.χ. “Άλλοτες είμεστα φιλενάδες εδά, που λέ' ο λόος. Τώρα! Κάπου μέδες, κάπου σέδα”. -
Κάπου μέδες, κάπου σέδα, κάπουν εdαμώθημα
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται όταν βιάζεται κανείς και κάνει σχέδια στηριζόμενος σε κάτι που δεν είναι βέβαιο που είναι πρόωρο. -
Κάρκα ένα, κάρκα δυό
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963) -
Κάρκα ένα, κάρκα δυό, κάρκα το μικρό μ' αβγό
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963) -
Κάρκα ένα, κάρκα δυό, σα d' αβγά τζη πέρδικας
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Προέρχεται από τραγουδάκι