• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Τόπος καταγραφής 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Τόπος καταγραφής
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Τόπος καταγραφής
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 110-129 από 220

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Ένας δικηγόρος στον παράδεισο

    Μιαν ωραιοτάτην και εύθυμον συμπλήρωσιν του μύθου περί του Αγίου Κασσιανού μας αποστέλλει ο αναγνώστης μας κ. Ι. Μ. Τσενές από το Δερβένι της Κορινθίας. Είνε τόσον ευχάριστος ώστε να συνίστωμεν όλως ιδιαιτέρως την ανάγνωσίν του. – Να γιατί, μας γράφει ο κ. Τσενές, εορτάζεται ο Άγιος Κασσιανός, κάθε τέσσερα χρόνια. Προ αιώνων πολλών ένας παμπόνηρος δικηγόρος ήρθε η ώρα να τινάξει τα κώλα. Διάβαινε...
    

    Άγνωστος συλλογέας (1937)
  • Νεράϊδες

    Μνια βολά ‘τον ένας άνθρωπος κ’ ηπήρε μνια γυναίκα, και δεν το ‘γάτεχε πως ήτον ε Νεραjδα, και ποτέ ντου δεν ήκουσε τη ΄μιλιά τζη και μηδέ ποτέ ντου δεν ήκατσε μαζί τζη να φάη ψωμί, μόνο είχεν – ε μνια γκασσέλλα κόκκαλα των αποθαμμένω και τα ‘τρωγεν – ε. Και ύστερα πήγε και το ‘πε του φίλου ντου, πως ήκαμε τρία παιδιά και δεν ήκουσε τη ν εμιλιά τζη. Και ύστερα του ‘πεν – ε να πάρης ‘νούς χρονού παιδιού...
    

    Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
  • Νεράϊδες Α

    Μνια φορά ΄τονιε, λέει, έξε βοσκοί, κιαπύτις εβράδειασεν – ε επέψαν ένα να πάη να πάρη ψωμί από το χωριό. Και ‘πάνω ΄κειέ , λέει, ‘ς τη στράτα, ΄ς του Βεκίρη το ‘σώχωριο, είδεν – ε λέει, λάμψες και γύρου γύρου Νεράϊδες και εχορεύγαν – ε, και ‘ς τη μέση ένα Νεράjδο κ’ ήπαιζε τη λύρα. Και ύστερα τος ήλεγε – Δεν γατέχω ‘γώ λύρα. – Όϊ, κατέχεις (εθάργειεν – ε πως ήταν –ε γυναίκες κ’ εχορεύγαν – ε ‘κειά)....
    

    Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
  • Μνια φορά ένας άθρωπος ήθελα πάει να κάμη το περιβόλι ντου. Κι οντέν ήθελα πάει ήτον-ε φεγγάρι, κ’ εθάρρειε πως ήτον -ε μέρα. Κ’ ήβαλε κ’ εφόρτωσε τα ζυγάλιτρα ΄ς το γάϊδαρό ντου κ’ επήγαινε ‘ς τον Άϊ Σάββα να κάμη το περιβόλι ντου (εκειά το ‘χενε ζαέρι το πράμα και). Κι όντεν επέρναν απού το γυρογιάλι εγρύκανε κ’ εκάνανε σύρθνος οι Νεράϊδες, και επηγαινόρχουντανιε κ’ εθάρρειε αυτός πως ήσαν –ε γυναίκες,... 

    Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
  • Νεράϊδες

    Μνια φορά ένας άθρωπος ήθελα ‘πάει να κάμη το περιβόλι ντου. Κι οντέν ήθελα, ‘πάει ήτον – ε φεγγάρι, κ’ εθάρρεις πως ήτον – ε μέρα. Κ’ ήβαλε κ’ εφόρτωσε τα ζυγάλιτρα ΄ς το γάϊδαρο ντου κ’ επήγαινε ‘ς τον Αϊ – Σάββα να κάνη το περιβόλι ντου (εκιά το ‘χενε ζαέρι το πράμα και). Κι οντέν επέρναν απού το γυρογιάλι εγρύκανε κ’ εκάνανε σύρθνος οι Νεράϊδες και επηγαινόρχουντανιε κ’ εθάρρειε αυτός πως ήσαν...
    

    Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
  • Μνια φορά επήγαινε 'ς τη Χώρα ο Λαμπροκωσταντής. Κι οντέν επέρνανε 'ς τον Άι Σάββα είδεν-ε κ'εκάθουντανιε 'ς τσύ νώμους ντου δυό κεφαλές. Και ό,τι ώρα τσ'είδε, 'φοβήθηκε κ'επήγε ως τον Αρμυρό. Και 'ς τον Αρμυρόν είπεν-ε. Άγιε Σάββα μου, βοήθηξέ με, και κάθα χρόνο δα σου κάνω τσ'άρτους. Και το ντελόγω 'φύγαν οι κεφαλές, κι απο 'κεί πέρα τσ'ήκανε κάθα χρόνο. 

    Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
  • Νεράϊδες

    Μνια φορά, λέει, ένας βοσκός είχε ντα πρόβατά ντου κοιμισμένα ‘πό πίσω’ς το Καστέλλι, και μνια γκοπανιά ‘κουσε να λεράκι ΄ς το γυρογιάλι κ’ εχτύπα κ’ ήκανε τικ, τικ, τικ, κ’ εθάρρειεν –ε πως ήταν –ε τα ό –ζα ντου. Κ’ είπε. – Να πάν- ε θέλει τα ό – ζα μου ‘ς το γκόμπο ΄ς τα μουρελάκια να τα φά ν-ε. Και κατεβαίνει ΄ς το γυρογιάλι, και ήκουσε το λεράκι κ’ εχτύπα κ’ επήγαινε πέρα. Και γοργό – γοργό ήθελενε...
    

    Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
  • Μνιά βολά ο Γενναρομανώλης είχε ‘κειά κάτω ‘ς το Καστέλλι τα ο-ζά ντου και τα βούια ντου. Και μνιά νάργατινή επήγαινε τω παιδιών του ψωμί και κριάς και το κριάς ήτον-ε κλεψίμνιο. Κ’ήτον-ε μεθυσμένος, κι’οτέν εβγήκαν-ε τα βούια, εκούμπισε ‘ς ένα γκόκκινο βούι. Και του ‘λέγαν τα παιδιά ντου. –Μη , τατά, γιατί δα’ξεσύρη το βούι και δα γκρεμιστής. Σε λίγη ώρα το βούι εξέσυρε, κ’εγκρεμίστηκεν-ε, και του... 

    Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
  • Μνιά βολά ‘να γκοπέλι ‘ς το Μοναστήρι (‘ς τα Σαββατιανά) επήγε ‘κειά ‘ς το γεφύρι κ’εκολύμπανε. Και ήτονε ‘κειά κ’ένας άνθρωπος και τονέ λέγανε Χατζά και δεν αγάτεχε είντα λογιώ να το φοβερίση να μην πηγαίνη ‘κει΄να κολυμπά. Και μνιά νημέρα εκατέβαινε ‘που τα ξύλα, και ‘κεινιά την ώρα ετοιμάζουντονε το κοπέλι κ’ήτονε γδυμνό για να ‘μπή πάλε να κολυμπήση. Και βάνει ο Χατζής το γαμπά ντου από ‘μπρός,... 

    Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
  • Νεράϊδες Γ

    Μνιά βολά ‘τονε ένας Νέραjδος κ’ είχε και μνια Νεράjδα γυναίκα ντου. Και το Νέραjδο τον – ε λέγαν – ε Ώφου. Και μνιάν ημέρα πήγε, λέει, μνια γυναίκα ‘ς τα ξύλα, και ‘ς το χαράκι που στάθηκε για να τα σηκώση, είπεν Ώφου! Κ’ επρόβαλεν ο Ώφου (ένας Νέραjδος) κ’ εσκιστήκεν – ε το χαράκι κ’ εβγήκεν – ε και τση ‘πεν – ε -. Είντα ‘σαι σύ; Λέει – Εγώ είμαι μαμμή. Και τση ‘πεν – ε. Η γυναίκα μου κοιλοπονά,...
    

    Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
  • Νεράϊδες Δ

    Μνιά βολά ‘τονε, λέ’, ένας δράκοντας, και ήτον-ε το σπίτι ντου ‘ς ένα χαράκι μέσα. Και μνια νημέρα, λέει, ένας γέρος επήγαινε ‘ς τα ξύλα και οντέν ήθελα σηκώσει τα ξύλα είπεν – Ώφ! Κ’ εγλούκαν – ε ο όφις και του ‘πεν – ε Είντα με θες; Λέει. – Για το Θιό, κ’ εγώ δε σου φώνιαξα! Λέει – Όχι, εφώνιαξές μου, μόνο ‘πε μου πόσα παιδιά έχεις. Και ο γέρος του ‘πεν, λέει – Δώδεκα. Και του ‘πενε – Ντα έχεις...
    

    Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
  • Μνιά βολά, λέει, ο κύρης μου με τον Ανεγνώστη Μπελιμπαπάκη, επηγαίναν-ε 'ς τη Χώρα. Κι όντεν επερνούσαν-ε, λέει, 'ς τον Άι- Σάββα, ο Ανεγνώστης Μπελιμπασάκης εβουβάθηκε, και τον ερώτανε, λέει, ο κύρης μου και ήρχισε να λέη τσή Πναγίας τσυ στίχους. Και 'ς τον Αρμυρό, λέει, παραπέρα ετελείωσε τσυ στίχους κ'εξβουβάθηκε Ανεγνώστης Μπελιμπασάκης, και του 'λεγε ;- Δεν είδες, λέει μωρέ, ένα γκουλουκάκι 'πού... 

    Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
  • Νεράϊδες Ζ

    Μνιά φορά ένας άθρωπος ήθελε να γενή λυράρης, και του ‘παν οι jαθρώποι – Ανέθε’ς να γενής καλός λυράρης, θα ‘πά’ να παίξης τη λύρα τω Νεράjδω. Κ’ επήγε ‘ς τη Βίγλα, κ’ ήκαμε με το μαχαιράκι ντου ‘ς τη μέση ταλωνιού για να περμαζωχτούν οι Νεράjδες μέσα. Και ήκατσε ‘ς το γύρο ταλωνιού και ήπαιζεν τη λύρα. Μνια γκοπανιά θωρεί δυό – τρία κουράδια Νεράjδες κ’ επηγαίναν – ε μέσα ‘ς ταλώνι αυτός δεν εμίλειενε,...
    

    Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
  • Μνιά φορά ο Σφακιανός επήγε κ'ήθεκεν -ε 'ς ταλετρουδιό μέσα του πύργου. Και ήθεκε-νε 'κειδά και είδε 'να ναράπη κ'ελάλειεν-ε το μουλάρι που 'χενε 'ς αλετρουδιό κι' όντε το 'λέλειεν-ν γέλαν-ε. Και ο Σφακιανός είδε τα 'δόντια ντου κ'εγαλανίζαν-ε γέλαν-ε.΄Και ο Σφακιανός είδε τα 'δόντια ντου κ'εγαλανίζαν-ε κι απού το φόβο ντου εκατουρήθη'απάνω ντου και ήφυγε κ'υπήγε και το 'λεγε των ανθρώπω. 

    Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
  • Μολυβοσκέπαστη

    Μονή εν Διπαλίτση της Πωγωνιανής κτισθέν, ως η παραδοσις, εκ του Βασιλείου (του) Παγωνάτου, εσκεπασμένη δε με μόλυβδον.
    

    Άγνωστος συλλογέας
  • μώρα, εφιάλτης. 

    Άγνωστος συλλογέας
  • Νεράϊδα, νύμφη των υδάτων και των δασών. 

    Άγνωστος συλλογέας
  • Νεραϊδόβρυση (βρύση που συχνάζουν οι Νεράϊδες. Βγαίνει στη μέση ενός γκρεμού ης δεν πηγαίνει εκεί κανένας. Μόνο μια γριά του χωριού Μολεντσικού έφεραν εδώ οι Νεράϊδες και την ξαναγύρισαν χωρίς να βγάλη μιλιά. 

    Άγνωστος συλλογέας
  • Μια ελληνική παράδοσις για τα κόκκινα αυγά

    Ξέρετε γιατί τα αυγά του Πάσχα είναι κόκκινα; Ιδού τι αναφέρει επί του προκειμένου ένα παλαιό μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών, σ’ ένα άρθρο του που δημοσίευσε τελευταία σε κάποιο παριζιάνικο περιοδικό. Ο αρχαιολόγος αυτός σε μιαν επιστημονική του περιοδεία στην Ήπειρο, σταμάτησε μια μέρα στο ελληνικό μοναστήρι των Αγίων Πάντων. Οδηγούμενος από κάποιον μοναχό, είδε μέσα στην εκκλησία...
    

    Άγνωστος συλλογέας (1932)
  • Ξωτικιά, δρυάς ωραιοτάτη. 

    Άγνωστος συλλογέας
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.