Νεράϊδες
Μνια φορά ένας άθρωπος ήθελα ‘πάει να κάμη το περιβόλι ντου. Κι οντέν ήθελα, ‘πάει ήτον – ε φεγγάρι, κ’ εθάρρεις πως ήτον – ε μέρα. Κ’ ήβαλε κ’ εφόρτωσε τα ζυγάλιτρα ΄ς το γάϊδαρο ντου κ’ επήγαινε ‘ς τον Αϊ – Σάββα να κάνη το περιβόλι ντου (εκιά το ‘χενε ζαέρι το πράμα και). Κι οντέν επέρναν απού το γυρογιάλι εγρύκανε κ’ εκάνανε σύρθνος οι Νεράϊδες και επηγαινόρχουντανιε κ’ εθάρρειε αυτός πως ήσαν – ε γυναίκες, και ‘ς την υστερία εθυμήθηκε κ’ έκαμε το σταυρό ντου, κ’ είπεν – ε. «Έλα Θέ μου! Και Παναγιά μου! Και εφάγανε οι Νεράjδες και εκολυμπούσαν –ε κ’ εγύραν –ε μέσα από πίσω που τη Ντια. Και όντεν ήτον ο καιρός των αγγουριώ, ήτον –ε λίγο το νερό κ’ επήγαινε τη νύχτα να σύρνη νερό απού το πηγάϊδι. Κ’ εκειά που το ‘συρνε εγρύκα του Νεράϊδες και του πετούσαν –ε πέτρες! Επαίζαν –ε πέτρες ‘ς το περ’βόλι και ‘ς την αντένα, και ‘ς την υστεριά εφοβήθηκε και έφυγεν- ε (ήτον –ε τότεςά μπλιό ‘μέρα θαρρώ πως) κ’ επήγαιν’ εκειά παπάνω που εθέριζεν αδερφός ντου. Και του πεν –ε (ο αδερφός του). Ήσυρες νερό; Και του ‘πε. – Ε Κακομοίρη, και άλλο λίγο να με σκοτώσουν –ε οι Νεράjδες με τσυ τσούρλους! Και ύστερα του π’ ο αδερφός του που θέριζεν –ε. Έ φοβιτσάρη, πούστη, ψέματα το λές; Και του πενε. – Δεν μπά’ς, λέει, συ να σύρης νερό; Και πάει κι αυτός, και πάει ‘ς το περιβόλι. Κ’ επήγε να σύρη νερό, κι άλλο λίγο να τον εσκοτώσουν ε οι Νεράjδες με τσυ τούρλους. Κ’ ύστερα πάει και του λέει. – Κακομοίρη, κι αλήθεια το ‘λεγες, κι άλλο λίγο να με σκοτώσουν –ε.
Τόπος Καταγραφής
Άδηλου τόπουΧρόνος καταγραφής
1896Πηγή
Ζωγράφος Χρηστάκης, Ζωγράφειος αγών, Εν Κωνσταντινουπόλει, τόμος Β,1896, σελ. 64Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Ζωγράφειος αγών, τόμος Β, ΒιβλίοΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT