Αναζήτηση
Αποτελέσματα 5901-5927 από 5927
Άμα στράψει ο Λιμνίτης τα νερά εμ μες το σπίτιν
(1941)
Η παροιμία αυτή μας δείχνει πως η βορειοδυτική διεύθυνση της νήσου μας, ο Λιμνιτής, θεωρείται μάνα των νερών (της βροχής) κι' από τους κατοίκους των μερών Σκάλας, όπως κι από τους κατοίκους Τυλλυρίας, Σολιάς, Μαραθάσας κ. ά.
Η αρφανιά, τζ' η ξενηδκιά, τζ' η πίκρη του θανάτου τρία στο ζύϊμ μπήκασιν, τζ' η ξενηδκιά νικά τα
(1940)
Ο μακράν της πατρίδος του στερείται όλους που αγαπά, ενώ ο απορφανιζόμενος παρηγορείται με τους εναπομείναντας
Α σου τα δώσω στα μαρμαράκια
(1940)
Θυμάμαι στα παλιά τα χρόνια που φορολογούνταν τα κρασιά, για τη φορολογία είχε πάει ένας γέρος νοικιαστής του φόρου να τα καταμετρήσει. Φορούσε φουστανέλλα και φέσι γερολεβέντης, αλλ' αγαθώτατος κι εύπιστος. Πήγε στη μέση ...
Όμορφέ μου και καλέ μου, τι θα φάμ' απόψε; Άσκημέ μου και καλέ μου, τί θα πρωτοφάμε;
(1916)
Ερμηνεία: Η ομορφιά δεν γεμίζει κοιλιά, ήτοι η κόρη να προτιμά πλούσιον και άσχημον παρά φτωχόν και ωραίον
Άσπρον gως, μαύρον gως, α ινεί σο κετζίτιν bαού
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Τ' αρρωστημένου η κουλούρα κάνει σαράdα μέρες στ' απρουσκέφαλό dου
(1963)
Δηλαδή, ο άρρωστος δεν έχει όρεξη να φάη. Π.χ. “Αλλότες ελέασι bως τ' αρρωστημένου η κουλούρα ... Μα ' μένα δε gάνει ουτ' ένα λεφτό, 'ιατί εμ 2)αρρωστημένη 2) είμαι, έμη πεινώ κιόλα”
Όποιος δουλεύγει βασιλιά, πρέπει το νου dου νάχη, κι' όχι το νού dου βασιλιά, μόνου τον εδικό dου
(1963)
Δηλαδή, ο εργαζόμενος σε ξένο, σε πλούσιον, πρέπει να προσέχει για να μην προκαλέση τη δυσαρέσκειά του
Δικό σου το ψωμί και το μαχαίρι
(1963)
Δηλαδή, είσαι κύριος νοικοκύρης
Βαρ' τον ατσίποδα να σ' άψη τη φωθιά, κι α dην άψη είναι δυό βολές ατσίποδας
(1963)
Λέγεται, όταν ένας ανίκανος, ένα μικρό παδιί, κατορθώση να κάμη μιά μικροδουλειά. Έχει έννοιαν ειρωνική
Κόρη μ' όντας είσ' ανύπαντρη, κακά βροντάει η ποδιά σου. Να παντρευτής, να γκαστρωθής, να δω την λεβεντιά σου
(1958)
Δείχνη ότι η κοπέλλα, όταν είναι ελεύθερη, μοιάζει σαν το λακινιάρικο άλογο αλλά τα βάσανα της εγγάμου ζωής την καταβάλουν
Είχα το παιδί κ' είχα τη χαρά κ' ήψηνα του πέντε αυγά κ' ήτρωγα τα τέσσερα κι' απου τ' άλλου το μισό κι' απου τ' άλλο το gορκό
(1917)
Λέγεται επί των πλεονεκτών και των λίαν φαιδωλών
Τσέκκερε σσυλλοκούμπαρε, που τ' άσσισ σου. Ελάλουσσου να πάμεν του λατούρου, τζ ελάλες να πάμεν του Μαζωτού
(1940)
Η λάρναξ άλλοτε συνεδέετο με την Λεμεσόν διά Μαζωτου, του Λατούρου, Ζυγιού, Μονής. Από την Αλαμηνάν εις τον Μαζωτόν φέρουσι δύο δρόμοι, ο ένας κατ' ευθείαν και ο άλλος διά του Λατούρου, χωρίου άλλοτε, τώρα τσιφλίτζιν. ...
Ο αρσούης επέθανεν κι' ο κώλος ατ' μαστίχαν εμάσανεν
(1939)
Ο ιδιότροπος και φορτικός πέθανε κι ο κώλος του μασούσε μαστίχη. Για τους σκληροτράχηλους που κι όταν πεθαίνουν ακόμα, τ' αποτελέσματα της κακίας τους εξακολουθούν να είναι φανερά. Επίσης και για τους ιδιότροπους κ' ...
Επήρες κόρην άσσημην: Εν τα γεννητικά της. Εκαμέν το τζ' η μάνα της, έκαμεν το τζ΄η θκειά της
(1940)
Επί πράξεων αξιομέμπτων, ιδία ανήθικων, εχουσών δικαιολγίαν ότι οφείλονται εις φύσει ή εκ κληρονομικότητος διεστραμμένον χαρακτήρα
Ήντσαν τρέχ' στην αρχοντίαν συγερά την εφτωχίαν
(1939)
Όποιος τρέχει στην αρχοντιά, γερνάει με τη φτώχεια
Ξέρ'ς να κλέψης; Ξέρω. Ξέρ'ς να κρύψης; Δε ξέρω. Τότε δε ξέρ'ς και να κλέψης
(1956)
Το έλεγαν για ένα, που δεν ήτο ικανός να συγκαλύψη την κακή του πράξη
Το αντρόγυνο της Αγίας Παρασκευής
(1971)
Πολλές φορές λέμε, βλέποντας ένα ζευγάρι, πως μοιάζει σαν “το αντρόγυνο της Αγιάς Παρασκευής”! Ξέρετε ποιό ήταν αυτό το αντρόγυνο; Στην παλιά Αθήνα, κοντά στο Θησείο υπήρχε κάποτε η συνοικία της Αγίας Παρασκευής, που δεν ...
Τρείς που μέχεις, τρείς που σέχω και τριώ που dο παιδί, σωστοί σωστοί ενιά μηναρούκλες είν', άdρα μου
(1963)
Ο σχετικός μύθος: Ήτονε λέει, καμμιά κι επαdρεύτηκε, gι ήπηρε gανέναν αγαθούτσικο και σε τρείς μήνες πο παdρεύτησα gι ύστερα ΄έννησε, μα δεν ήτονε τ΄αdρούς τση το παιδί, μόνου τόχε μάλλο καμωμένο. Ήχρεψε λοιπό ο κόσμος ...
Τφού κι απ' αρχής
(1923)
Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: Μια βουλά ένας είχι πάει για καζάντ'. Πήι κάμποσα χρόνια κι γύρσι πίσου. Ίφιρνι ίσιαμι πέντι χ'λιάδες. Καθώς γύρζι κι πάϊνι στου χουριό τ', έφτασι σ' ένα χάν'. Ικεί στάθηι για να κ'μηθή του ...
Άλλα ν τ' άλλα κι' άλλο της Παρασκευής το γάλα
(1909)
Μιά φορά κι' έναν καιρό σε μιά σπηλιά απ' όξ' από να χωριό ήταν' ένας ασκητής γέρος, πού έζησε μ' ότι του πήγαιν' ο ένας κι' ο άλλος Χριστανός γιά ψυχικό. Λιγούλι μακρυ' απ' τή σπηλιά πήγε και ξεχείμασε τα πρόβατά του ένας ...
Πούθεν είσαι γυιέκα μου; 'Ποκεί πούν' η γυναίκα μου
(1958)
Μέ τήν δεσποτική καί απάνθρωπη συμπεριφορά τών γονέων τού παρελθόντος πρός τά τέκνα των, υπέβοσκε μέσα στήν ψυχή τών παιδιών ή τάσις πρός ενεξαρτησίαν καί κρυφήν ανταρσίαν. Επειδή δέ, τίς πρώτες τουλάχιστον ημέρες οι γονείς ...