Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 3022
I pudda Kanni t' aguo, ce o alestora karkarai
(1939)
Η κόττα κάνει το αυγό και ο πετεινός κακαρίζει
Peδία ce κλίmαtα θέlune filaksi sto spiti
(1952)
Ερμηνεία: Παιδιά και κλήματα θέλουν φύλαγμα στο σπίτι
Χόrtο άjje potamό, ligo tiri, ce poddi orό
(1950)
Άjje = από, εξ
Pedia ce climata θeluci kanunimena sto spiti
(1950)
Νεοελληνική: Παιδιά και κλήματα θέλουν φύλαγμα στο σπίτι
Sti skafiδa ce to pλisimo gnorijete i jineka
(1952)
Στή σκάφη και στό πλύσιμο γνωρίζεται η γυναίκα
Sti mmastza ce sto plima annoriddjete tin gjineka
(1939)
Στή σκάφη και στό πλήσιμο [sic] γνωρίζετε τή γυναίκα
Tes krambe te nnee fitate, ce tes pale mi ttes sizi
(1950)
Νεοελληνική: Φύτεψε τα λάχανα τα καινούρια, τα παλιά μην τα ξεριζώσης
Χόrtο άjje potamό, ligo tiri, ce poddi orό
(1939)
Άjje = έξι. Χορτάρι του ποταμιού, λίγο τυρί και πολύ τυρόγαλα
Sti mmattza ce sto plini annozijete i jineka
(1950)
Νεοελλ. Στη σκάφη και στο πλύσιμο γνωρίζεται η γυναίκα. Ιταλικ. Alla madia e al lavare si conosce la donna
Pedia ce ampela kratesotta essu
(1950)
Νεοελληνική: Παιδιά και κλήματα θέλουν φύλαγμα στο σπίτι
Sti mmastra ce sto plima annorizete i jineka
(1950)
Νεοελλ. Στη σκάφη και στο πλύσιμο γνωρίζεται η γυναίκα. Ιταλικ. Alla madia e al lavare si conosce la donna
Afse jineka ce χαlαζi en ercete kalo
(1950)
Νεοελλ. Απ΄ τη γυναίκα και το χαλάζι δεν σου ΄ρχεται καλό. Ιταλ. Dalla donna e dalla grandine mai bene ti arriva
I pudda kάnni t' αguό ce o alestora karkaraϊ
(1950)
Από τους ελληνοφώνους της Bova Καλαβρίας. Αlestora=Αλέκτορας. Νεοελλ.: Η κόττα κάνει το αυγό και πετεινός κακαρίζει. Ιταλ.: La gallina da l' uovo e il gallo chioccia.
I όrnisa kάnni t' aguό ce o kaddo ikantali
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλίας. Kaddo= από το gallus. Νεοελλ.: Η κόττα κάνει το αυγό και πετεινός κακαρίζει. Ιταλ.: La gallina da l' uovo e il gallo chioccia.
Apo ζinekα ce apo χαlαζι δε s-orscete καlo
(1952)
Απ΄ τη γυναίκα και το χαλάζι δεν σούρχεται καλό
Kαli jinekα 'em blevi ce 'e kkui
(1950)
Νεοελλ. Η καλή γυναίκα δεν έχει ούτε μάτια ούτε αυτιά. Ιταλ. La buona moglie non ha ne occhi ne orecchi
Xortαri tu Ραγαδiu, λίγο tiri ce poλί tiroγαla
(1952)
Χορτάρι του ποταμού, λίγο τυρί και πολύ τυρόγαλα
I glossa stea den exi ce stea klanni = Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει = La linqua ossa non ha e ossa rompe
(1950)
Από τους ελληνόφωνους της Βόνα Καλαβρίας
An din jineka ce αn do kykyddo δe ss΄ orkete mai kαlo
(1950)
Νεοελλ. Απ΄ τη γυναίκα και το χαλάζι δεν σου ΄ρχεται καλό. Ιταλ. Dalla donna e dalla grandine mai bene ti arriva. kykyddo=κούκουλλο
I glossa en exi steata ce stea iklanni = Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει = La linqua ossa non ha e ossa rompe
(1950)
Από τους ελληνόφωνους του Ζολλινο της Απουλίας
Τον ζυμωτόν εις την αρχήν να τον φυλάγης, και όχι εις το τέλος
(1949)
Παρεμφερής παροιμία της γαλλ. Ce n' est que le premier par qui coute...
Ούλο με b'dολογούσε
(1943)
Μου έρριχνε πουντους, λόγια διφορούμενα
Τα μάθια που θωριόdαι εκείνα 'b' αγαπιόdαι
(1963)
Δηλαδή η καθημερινή επαφή δημιουργεί αγάπη...
Εκείναι 'b' = εκείνα είναι που...
Εκείναι 'b' = εκείνα είναι που...
Δέν είνι παπά Γιάννς, είνι Γιάννς παπάς
(1919)
Επί τών ταυτολογούντων ώς εναντία
Σαν d' γάτα b' γίγκι χατζής
(1915)
Επί αμαρτωλού υποκρινομένου μετάνοιαν
Ζηλεμός είν' εκείνοι b' απεθαίνουσι
(1963)
Λέγεται παρηγορητικώς, κυρίως από άνθρωπο πικραμένο, απογοητευμένο
Ούλο b'dολο' ιτ'κα λόγια μούλεγε
(1943)
Διφορούμενα, πειράγματα
Ουκνός είσι κι ουκνόν δεμ b΄στεύς
(1915)
Απάντησις αρνητική εις διδομένην παραγγελίαν εκτελέσεως πράξεώς τινος
Ξυέτι ικεί b δεν dουν dρώει
(1915)
Εις δυσχερείς περιστάσεις και ιδία εν αγνοία
Τουν ηύρι κείνουν b' γύριυι
(1915)
Χαιρεκάκως επί ανθρώπου αυθαδούς και φαύλου εμπλακέντος προς χειρότερον του ή και επί της ατυχούς εκβάσεως πράξεως ασυνέτου
Που τε b'λούν το νο, να πα τεν αγοράσεις!
(1943)
Τόσο κουτός που είσαι!
Δι b'ρώθ'κα απ' του γήλιου, θα bρωθώ απ' του φιgάρ';
(1939)
Ελέγετο, όταν κανείς δεν έβλεπε καλωσύνων από τους οικείους του και προσφέροντο εις μίαν δεδομένων στιγμών να τον εξυπηρετήσωσι μακρινοί συγγενείς, από τους οποίους δεν ανέμενε και δεν ήλπιζε στοργήν
Ισύ b' γιαλάς, αφένd' δισπότ' ισύ το εις του λιάρου του κ' τάβ' κι του παλιουτσάρ'χου
(1915)
Διδάσκει ότι πάντοτε ο γέλως παρέχει υπονοίας. Προήλθεν εκ διηγηματίου καθ' ο εκκεντρικός τις πτωχός απολέσα “του λιάρου του κ' τάβ' κι τα γ'ρουνουτσαρχα” και αναζητών αυτά μετά κλαυθμηριστριών ενεποίησεν εις τον Δεσπότην ...
Ισύ b' γιαλάς, αφένd' δισπότ' ισύ το εις του λιάρου του κ' τάβ' κι του γ'ρουνουτσάρ'χου
(1915)
Διδάσκει ότι πάντοτε ο γέλως παρέχει υπονοίας. Προήλθεν εκ διηγηματίου καθ' ο εκκεντρικός τις πτωχός απολέσα “του λιάρου του κ' τάβ' κι τα γ'ρουνουτσαρχα” και αναζητών αυτά μετά κλαυθμηριστριών ενεποίησεν εις τον Δεσπότην ...
Ξένο βιο καλολογάριασ' το
(1903)
Όποιος κρυφά παντρεύγεται, φανερά πομπέβγεται
(1914)
Ντ = d, μπ = b...
Ακάλεστως γάιδαροςστο γάμο, ίντα γυρεύει
(1938)
Άμα δε σε καλέσουνε κάπου, να μην πηγαίνης
Είναι μακρυιά το σκοτάδι; Κλείσ' τα μάτια να το ιδής
(1929)
Λέγεται επ' εκείνων οίτινες ισχυρίζονται άγνοιαν και αμφιβάλλουν δια τινα πράξιν, ενώ αυτή είναι οφθαλμοφανής, σαφής και ευεξήγητος
Ούτε τ' θιρμασιά τ' δε δίν'
(1915)
Ποίος νυφίτσα 'νέλαξεν, 'πέμνεν αναλαγμέντσα;
(1911)
Ποίος άρχοντας έζησεν, κ' εκέρδισεν τον κόσμον;
Χτύπ' σε τ' ανώφλι κι ηύρε το κατώφλι
(1929)
Το γνωμικό εφαρμόζεται σ' εκείνους οι οποίοι αναγκάζονται επί τέλους να πάρουν τον καλό δρόμο, διότι ως τώρα λοό προσκόμματα και δυσκολίες εύρισκαν μπροστά τους
Τάζει αμπέλια με τα κούρβουλα
(1920)
Επί των πολλά και ακατόρθωτα υποσχόμενων. Αντιστοιχεί τη αρχαία "Χάρητος υποσχέσεις"
Τουλούπα
(1918)
Ερμ. Κεφαλή ασπρότριχα
Σημ. Τουλούπα= τολύπη, μαλλί δια γνέσιμον
Ο άσουλος φυσικώς δεν γίνεται
(1948)
Δηλαδή κείνος που δεν είναι φυσικά από σόϊ, ό,τι κι αν κάνει δεν μπορεί να γείνει από σόϊ. Ο αγενής ευγενικός δεν γίνεται ποτέ. Τα γράμματα δεν φτάνουν να γείνει κανείς καλός άνθρωπος. Χρειάζεται καλή ψυχή. Πολλές φορές ...
Αλλοίμονον στουν ανdρειγιουμένου σα dουν πγιάσιν δγυό σπασμέν'
(1919)
Ούδ' Ηρακλής προς δυό
Ράφτε, ξήλουνι, δλειά να μή σι λείπ'
(1919)
Επι ματαιοπονούντων
Πέ με πγιόν κουνουστίγς, νά σι πώ τί άθρουπους είσι
(1919)
Κουνουστίγς = συναναναστρέφομαι, λέξη τουρκική
Δώδικα Γιουλντασαίοι, δικατρείς ταμπράδες
(1927)
Οι Γιουλντασαίοι είναι η καπετανίστικη οικογένεια της Γορτυνίας
Ποι κι νουνίζ΄νταν κάθεται θαμάσκετ' ούνταν σκούται
(1911)
Ερμηνεία: Όποιος δεν σκέφτεται όταν κάθεται, απορεί όταν σηκώνεται
Δεν έχει ο πτωχός, αλλ' έχει ο Θεός
(1940)
Συλλ. μαθήτρια Κυριακή Ζαχαρίου
Σπίτιμ μου, σπιτάκιμ μου και προτοφυλαχτάκιμ μου (ή πορτοφυλαχτού(δ)ιμ μου).
(1924)
Σκ. Β', 280, αρ. 85. (:"Εμός οίκος καλλιστος οίκος", Πρβλ. και Μπουντώναν ενθ. αν "σπιτάκι μ' σπιτάκι μ' κι πουρδουκαλυβάκι μ'")...
Το ξένον χ'ιέριν κρούζει
(1965)
Κρούζω = καίω...
Βλ. και 84...
Βλ. και 84...
Σαν μπή η γι- όρθα στο σωρό παρασκαλίζει κιόλας
(1938)
Το λέν όταν μπή κάποιος φτωχός κάπου κι αρχίζει να κάνη κι ορέξεις.
Ταρηχτά σό Τούρκο και τρώει το σαρακοστή
(1937)
Κακιώνει με τον Τούρκον και καταλύει την νηστεία του
Πέντε ελαίως στο σκοντέλι και το νταμπουρά στο χέρι
(1938)
Το έλεγαν για τους φτωχούς που πάντα γλεντούν.
Ξένος πόνος ξώδερμα
(1907)
Ξένος πόνος ξώδερμος
(1909)
Κλούβιο κεφάλ'
(1922)
Κενόν εγκεφάλου, άνουν
Σίδερο στη μέση μας
(1919)
Όθεν κι σπέρ΄ θερίζ΄
(1911)
Ποι σπέρ΄ θα θερίζ΄
(1911)
Ξένα ρούχα ζέστη δεν κάνουν
(1939)
Οίδεν ο Θεός
(1911)
Μάρτης άβρεχος, μούστος άμετρος
(1912)
Ερμηνεία: Η παροιμία είναι εύχρηστος εν Πηλίω
Ξένος πόνος μακρινός βρόντος
(1909)
Τε gατέβατσ' απ' το γάδαρο
(1943)
Λίγο κάθσε καί πολύ να ιδής
(1910)
Θα βγη σι κόσμου;
(1921)
Θέλει να σχηματιση οικογένειαν, θα νυμφεθή;
Είμι μι dου βασ'λέ γινιά
(1930)
Είμαι ευτυχής
Άσπρα νέφη, μαύρη πείνα
(1945)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Τα κερνάς τα χάνεις
(1921)